Από την «παλατιανή» διαπλοκή στο τερατώδες μνημονιακό σύστημα διαπλεκομένων πολιτικοοικονομικών συμφερόντων που βιώνουμε σήμερα.
Η λέξη διαπλοκή έγινε εξαιρετικά οικεία στη δεκαετία του ’90, και ήταν αυτή η «οικειότητα» που εξαφάνισε την αυθεντική ετυμολογική σημειολογία της, (πλέκω – διαπλέκω: πλέκω κάτι με κάτι άλλο, συνυφαίνω, συνύφανση), υποτάσσοντάς την στην μεταφορική σημασία που εκ των διεφθαρμένων πολιτικών μας πραγμάτων έλαβε : Διαπλοκή είναι ένα αόρατο πλέγμα πολιτικών και επιχειρηματικών συμφερόντων που στοχεύει στο αμοιβαίο παράνομο όφελος των διαπλεκομένων μερών.
Κατά διαβολική σύμπτωση, ο όρος «διαπλεκόμενα συμφέροντα» αποδίδεται (από τον… εθνικό μας λεξικογράφο κ. Μπαμπινιώτη) στον γηραιότερο, σήμερα, Έλληνα πολιτικό, του οποίου η φήμη σκιάζεται από ένα βαρύ πέπλο αρχαίας διαπλοκής: «Τη δεκαετία του '80* πλάστηκε από τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη και καθιερώθηκε βαθμηδόν ο όρος διαπλεκόμενα συμφέροντα ή απλώς διαπλεκόμενα. Με αυτόν δηλώνονται τα αθέμιτα αλληλεξαρτώμενα συμφέροντα, που αναπτύσσονται παρασκηνιακά μεταξύ πολιτικών και επιχειρηματιών οι οποίοι δραστηριοποιούνται στον χώρο τής ενημέρωσης (ως εκδότες εφημερίδων ή ιδιοκτήτες ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών σταθμών) ώστε να εξυπηρετούνται αμοιβαία οι πολιτικές και επιχειρηματικές τους σκοπιμότητες (προβολή και προπαγάνδα από την πλευρά των πολιτικών και οικονομικά οφέλη από την πλευρά των επιχειρηματιών)»
Έτσι ακριβώς κύριε… γλωσσολόγε μας. Και επειδή τα λες καλά, σου συγχωρώ το γεγονός ότι χρημάτισες, έστω για λίγο, υπουργός της πιο διαπλεκόμενης κυβέρνησης στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της κυβέρνησης Λουκά Παπαδήμου.
«Παλατιανοί» και «νταβατζήδες»
Το αφήγημα των διαπλεκομένων συμφερόντων της χώρας μας χωρίζεται σε δυο μεγάλα κεφάλαια. Το πρώτο αφορά την ιστορική περίοδο που προηγήθηκε της δικτατορίας και περιγράφει την «παλατιανή», ας την πούμε, διαπλοκή, (ανάκτορα – πολιτική ηγεσία – Τύπος). Αν ήμουν εκδότης θα ανέθετα… αναδρομικά τη συγγραφή αυτού του πρώτου κεφαλαίου στον Στρατή Τσίρκα υπό την δημοσιογραφική κάλυψη των Τάκη Λαμπρία και Μαρίας Ρεζάν.
Το δεύτερο κεφάλαιο του αφηγήματος αφορά την περίοδο της μεταπολίτευσης και περιγράφει την διαπλοκή των «νταβατζήδων», ας την πούμε, (κυβερνητικοί παράγοντες – επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στον χώρο τής ενημέρωσης ως εκδότες εφημερίδων ή ιδιοκτήτες ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών σταθμών).
Είναι η διαπλοκή που φύτρωσε στον κυβερνοχώρο του Ανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ, ευδοκίμησε στον «θατσερικό» βιότοπο του Κώστα Μητσοτάκη, εκσυγχρονίστηκε (!) υπό την αιγίδα του Κ. Σημίτη και στην εξέλιξή της δημιούργησε το τερατώδες σύστημα διαπλεκομένων πολιτικοοικονομικών συμφερόντων που βιώνουμε εδώ και μια πενταετία. Το «μνημονιακό», ας το πούμε, σύστημα, που διαπλέκεται και με το διευθυντήριο των Βρυξελών και το οποίο ο ελληνικός λαός, μέσω της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ που εξέλεξε, επιχειρεί εδώ και τώρα να ανατρέψει.
Αν ήμουν εκδότης θα ανέθετα τη συγγραφή αυτού του δεύτερου κεφαλαίου στον… εαυτό μου• δεδομένου ότι στην τριακονταετή θητεία μου ως διευθυντικό στέλεχος σε ορισμένα από τα πλέον διαπλεκόμενα ΜΜΕ, (ΒΗΜΑ – ΝΕΑ, Καθημερινή, ΕΘΝΟΣ, κλπ,) υπήρξα – ακούσιος μεν, αυτήκοος και αυτόπτης δε, – μάρτυρας δεκάδων σημείων και τεράτων αυτής της… μεταμοντέρνας διαπλοκής.
Στη φάκα της νομιμότητας
Το θέμα, ωστόσο, δεν είναι να… γράψουμε αλλά να ξεγράψουμε τη διαπλοκή, κάτι που στους επαΐοντες φαντάζει ακατόρθωτο, σχεδόν ουτοπικό. Και δικαίως, αφού η διαπλοκή (ιδιαίτερα στην εκδοχή της συνύφανσης πολιτικών και επιχειρηματικών συμφερόντων που υποστηρίζονται από ιδιόκτητα ΜΜΕ) από την περίοδο το ’90 και εντεύθεν αποτελεί πολιτειακό, σχεδόν, καθεστώς: μια ύπουλα εγκατεστημένη, σχεδόν θεσμοθετημένη, τάξη πραγμάτων. Που ηγεμονεύει πολιτικά και νέμεται οικονομικά τον τόπο με τον τρόπο της μαφίας…
Το 1989, επί κυβερνήσεως Τζαννετάκη, με τη συμμετοχή και, δυστυχώς, τη συνέργεια του Συνασπισμού της Αριστεράς (ΚΚΕ – ΕΑΡ) συνετάχθη και, άρον – άρον, ψηφίστηκε, ο νόμος που παρέδωσε την ιδιωτική τηλεόραση στους διαπλεκόμενους ήδη, εκδότες των εφημερίδων: Τότε «μερικοί, ελάχιστοι (οι καθηγητές Κοσμάς Ψυχοπαίδης και Νίκος Πετραλιάς, η δικηγόρος Λίλα Χαμπίπη και οι δημοσιογράφοι Φανή Πετραλιά, Λένα Δουκίδου, Νίκος Τσαγκρής, Γιώργος Βότσης, Κώστας Παπαϊωάννου) με ιερή αφέλεια προσπαθήσαμε να αποτρέψουμε τη διακομματική συμφωνία. Εις μάτην. Οι άδειες δόθηκαν ως “προσωρινές”. Προσωρινές για… πάντα, με τους ιδιοκτήτες τους εσαεί “προσωρινούς” και μόνιμα διαπλεκόμενους με κυβερνήσεις και συμφέροντα»*.
Σήμερα, εικοσιέξι χρόνια μετά, η Αριστερά ως κυβέρνηση πια, έχει την ευκαιρία να ξεπλύνει εκείνη τη μικρή ντροπή του ’89, προκηρύσσοντας από μηδενική βάση τις τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές συχνότητες. Και κάτι παραπάνω: να γράψει τις τελευταίες σελίδες του δεύτερου και τελευταίου, ελπίζουμε, κεφαλαίου του αφηγήματος της διαπλοκής, με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να στριμώχνει οριστικά το τέρας, στην φάκα της νομιμότητας. Κι εκείνο να σφαδάζει στον επίλογο, ξερνώντας σαμαροβενιζελικά δηλητήρια και γκεμπελικές προβοκάτσιες από τα τζάμπα κανάλια του και τα γιαλατζί πρωτοσέλιδά του.
* Από άρθρο της Φανής Πετραλιά στην ΑΥΓΗ (5/9/2013) με τίτλο «Τα θερινά τμήματα της διαπλοκής»
Νίκος Τσαγκρής