«Σε συγχαίρω για τη γενναιοψυχία σου!», μου είχε πει, προ ετών, φίλος «ολυμπιακάκιας» -σοβαρότατα, σαν να μου απένεμε κάποιο αριστείο!-, επειδή, παρότι "παναθηναικάκιας", την επομένη του θανάτου του Ανδρέα Μουράτη είχα δημοσιεύσει θερμό σημείωμα γι' αυτόν τον φιλότιμο, λαοφιλέστατο ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού και της Εθνικής, που όλη του τη ζωή παρέμεινε «παιδί της γειτονιάς»: αυθόρμητος, αγωνιστής και με πηγαίο χιούμορ.Από τη μεριά μου -έκπληκτος από την αντίδραση του φίλου!- τον ευχαρίστησα για τα καλά του λόγια, αλλά τον... συλλυπήθηκα για τα μυαλά που κουβαλάει...
Φαίνεται πως βιάστηκα να τον κακολογήσω! Την πικρή αλήθεια είχε ομολογήσει ο άνθρωπος συγχαίροντάς με! Το αδιανόητον να ειπωθούν λόγια καλά από «βάζελο» για «γαύρο» και τούμπαλιν! Κι αυτό διότι, όπως διάβασα («Ε», 13/2), η διοίκηση του ΠΑΟ, ενόψει των εορτασμών για τα 100 χρόνια του Συλλόγου, αφαίρεσε «από το φουαγιέ του σταδίου» (της Αλεξάνδρας;), κάθε ...πειστήριο που αφορά το πέρασμα από τον Παναθηναϊκό του, εκ των κορυφαίων του ελληνικού μπάσκετ, Παναγιώτη Γιαννάκη, προπονητή σήμερα της Εθνικής και -πρόσφατως- του Ολυμπιακού! Απάλειψαν ώς και τη μορφή του από το εορταστικό βίντε. Προφανώς, επειδή... αλλαξοπίστησε και πήγε με τον ...προαιώνιο εχθρό. Ακριβώς όπως -αυτόματος ο συνειρμός...-εξαφανίζονταν στη Σοβιετικη Ενωση, επί σταλινισμού, από κομματικές φωτογραφίες οι μορφές του Τρότσκι και άλλων στελεχών της παλαιάς φρουράς των μπολσεβίκων...
Αυτοί, αγαπητοί φίλοι και απροκατάληπτοι φίλαθλοι, οι διοικήσεις των σωματείων, είναι οι κυρίως υπεύθυνοι για τη «φανατίλα» που -τώρα πια και με νεκρούς- μαστίζει τα ελληνικά γήπεδα. Με ενέργειες που διώχνουν φιλάθλους και ντοπάρουν αθλιότητες...
Πέτρος Μανταίος
19 Φεβρουαρίου 2008
14 Φεβρουαρίου 2008
Το φαινόμαινο Αλέξης Τσίπρας
Αλέξης Τσίπρας, το Φαινόμενο! Αυτός ο θαυμαστικός προσδιορισμός (που έχει να συνοδεύσει Έλληνα πολιτικό από την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου και από τότε αποδίδεται μόνο σε διεθνείς σταρ της show business και σε ποδοσφαιριστές τύπου Ρονάλντο) αποδίδεται ήδη, από τα media στον νεαρό πρόεδρο του Συνασπισμού. Kαι ομολογώ ότι του ταιριάζει, αρκεί να μην αποδειχτεί φαινόμενο φαινομενικό, και ως φαινόμενο και ως Τσίπρας.
Προς το παρόν, είναι πράγματι φαινόμενο, αφού είναι ο πρώτος πολιτικός ηγέτης της παραδοσιακής Αριστεράς που καταφέρνει όχι μόνο να γοητεύει, αλλά και να ελκύει και, εν τέλει, να αποσπά μεγάλες μάζες ψηφοφόρων από το ΠΑΣΟ. Πράγμα που θυμίζει τον εμβολισμό και την άλωση της Ένωσης Κέντρου από τον Ανδρέα Παπανδρέου, στις αρχές της μεταπολίτευσης, και κάνει ορισμένα στελέχη του ΠΑΣΟΚ να βλέπουν εφιάλτες συρρίκνωσης, ακόμα και διάλυσης (!), του κόμματός τους. Και να αντιδρούν με «λούζερ» δηλώσεις του τύπου «ο κ. Τσίπρας έφτασε στο σημείο να μη μας δίνει ένα πιστοποιητικό για το αν και κατά πόσο ο κ. Παπανδρέου μπορεί να μιλά ως αριστερός»…
Παρεμπιπτόντως, αν όχι αυτό ακριβώς, κάτι τέτοιο είναι που λείπει απ’ το ΠΑΣΟΚ, ένα πιστοποιητικό «αριστεροφροσύνης», να πούμε˙ που θα επιχειρούσε να υποκαταστήσει την χαμένη (ήδη απ’ το ’85) αριστερή του ταυτότητα. Και ναι, ο κ. Παπανδρέου φαίνεται πως δεν μπορεί ούτε καν να μιλά ως αριστερός. Άλλωστε το βλέπουμε ήδη, (όσοι απέμειναν να βλέπουν): όπως και να μιλά, είναι αδύνατον πια να προκύψει αριστερή πίστη είτε προς τον ίδιο, είτε προς τα στελέχη του κόμματός του, είτε προς το κόμμα του…
Όμως, από πού αρχίζει, πού «πατάει» και πού πηγαίνει, το «φαινόμενο Τσίπρα»; Είναι πολύ απλό να το δούμε (όσοι απέμειναν να βλέπουν):
* Αρχίζει από την απόλυτη κοινωνική ανάγκη των καιρών για κάτι πολιτικά φρέσκο. Έτσι ακριβώς, ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο: «κάτι πολιτικά φρέσκο».
* «Πατάει» στον βρωμερό βαλτότοπο που άφησαν πίσω τους οι κυβερνήσεις, οι πρωθυπουργοί και οι υπουργοί τους, οι βουλευτές, οι δικαστές, οι διαχειριστές των media, οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες˙ ως πολιτικό και πολιτιστικό σύστημα της μεταπολίτευσης. Ως παρακαταθήκη διαφθοράς, ως κληρονομιά διαστροφής στις γενιές των Ελλήνων του 21ου αιώνα.
* Πηγαίνει στο άγνωστο! Με βάρκα την Ελπίδα! Προς το παρόν το «φαινόμενο Τσίπρα» ξεδιπλώνεται σαν πολιτικό θαύμα μπρος στα έκπληκτα μάτια της κοινής γνώμης και σαν… υπαρξιακή απειλή για το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ. Ενώ για την Αριστερά ξεδιπλώνεται σαν λαχείο και σαν στοίχημα: το Φαινόμενο να μην αποδειχθεί φαινομενικό…
Νίκος Τσαγκρής
12 Φεβρουαρίου 2008
Γραφή υγιής εν σώματι ασθενεί...
Είδα στην «Κυριακάτικη» (3/2), στη στήλη «μέσα & media» του Χρ. Ξανθάκη, το γραμμένο σε τοίχο της οδού Σίνα προτρεπτικό σύνθημα: «Μη φτήνετε κάτω. Υπάρχουν πολλοί από πάνω σας!». Δυο μέρες μετά είδα στα Εξάρχεια το -συγγενές λόγω... εκκρίσεως- αποτρεπτικό σύνθημα/διακήρυξη: «Ολική άρνιση εκσπερμάτοσης»· πιστή μεταφορά, χωρίς την παραμικρή, εκ μέρους μου, ορθογραφική επιτίμηση, μιας και ο τύπος ουδόλως επηρεάζει την ουσία. Σημειώνω τα δύο συνθήματα, διότι πιστεύω ότι -το πρώτο με προτροπή σε ενέργεια και το δεύτερο με προτροπή σε αποχή- αποτυπώνουν επιγραμματικά υγιείς, κατ' εμέ, αντιδράσεις απέναντι στη διάχυτη νοσηρότητα των ημερών...
Νοσηρότητα που διαπερνά τον «εθνικό κορμό» από κεφαλής έως ονύχων και από σιέλου έως σπέρματος. Σε τέτοιο βαθμό που συνέπεσε να συνηχεί το ολυμπιακό ...άθλημα δωροδοκίας της Ζίμενς C4I σι - φορ - άι με τα ημεδαπά συ(μ)φορά (του έθνους των φορολογουμένων) και συ(μ)φέρον (του εσμού των πατριδοκάπηλων). Ισως για όλα αυτά -ορατά τε και αόρατα- πρόσφατες ευρωπαϊκές δημοσκοπήσεις μάς κατατάσσουν στους πιο θρήσκους -πιο πάνω κι από τους Πολωνούς!- Ευρωπαίους, και η κεφαλή της πολιτείας, η κυβέρνηση, επέλεξε να δώσει έμφαση στο θάνατο -πένθος και κηδεία- του εκδημήσαντος αρχιεπισκόπου.
Επειδή, απ' ό,τι φαίνεται, αφθονούν στον τόπο, όσοι έχουν λόγους να ζητήσουν -απευθείας είτε δια μεσολαβήσεως αντιπροσώπων- συχώρεση από τον Υψιστο για αμαρτίες που έχουν διαπράξει ή... προκαταβολή συγχωρήσεως για όσες προτίθενται να διαπράξουν...Επιεικώς... μούτρα, που κρατούν τον τόπο στα σκοτάδια και τη μιζέρια, και έχουν πεταμένη στα σκουπίδια τη χριστιανική διδασκαλία, πλην των κεφαλαίων περί φαρισαίων και υποκριτών. Οντως για φτύσιμο και χαράμι το σπέρμα...
ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΝΤΑΙΟΣ
Νοσηρότητα που διαπερνά τον «εθνικό κορμό» από κεφαλής έως ονύχων και από σιέλου έως σπέρματος. Σε τέτοιο βαθμό που συνέπεσε να συνηχεί το ολυμπιακό ...άθλημα δωροδοκίας της Ζίμενς C4I σι - φορ - άι με τα ημεδαπά συ(μ)φορά (του έθνους των φορολογουμένων) και συ(μ)φέρον (του εσμού των πατριδοκάπηλων). Ισως για όλα αυτά -ορατά τε και αόρατα- πρόσφατες ευρωπαϊκές δημοσκοπήσεις μάς κατατάσσουν στους πιο θρήσκους -πιο πάνω κι από τους Πολωνούς!- Ευρωπαίους, και η κεφαλή της πολιτείας, η κυβέρνηση, επέλεξε να δώσει έμφαση στο θάνατο -πένθος και κηδεία- του εκδημήσαντος αρχιεπισκόπου.
Επειδή, απ' ό,τι φαίνεται, αφθονούν στον τόπο, όσοι έχουν λόγους να ζητήσουν -απευθείας είτε δια μεσολαβήσεως αντιπροσώπων- συχώρεση από τον Υψιστο για αμαρτίες που έχουν διαπράξει ή... προκαταβολή συγχωρήσεως για όσες προτίθενται να διαπράξουν...Επιεικώς... μούτρα, που κρατούν τον τόπο στα σκοτάδια και τη μιζέρια, και έχουν πεταμένη στα σκουπίδια τη χριστιανική διδασκαλία, πλην των κεφαλαίων περί φαρισαίων και υποκριτών. Οντως για φτύσιμο και χαράμι το σπέρμα...
ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΝΤΑΙΟΣ
7 Φεβρουαρίου 2008
Αριστερά της τάξεως συν - πλην 3%;
Το θέμα «Τσίπρας ή Κουβέλης» είναι της τάξεως του συν/πλην 3% επί του σώματος και όχι επί του πνεύματος της Αριστεράς. Θέλω να πω ότι από Δευτέρα, με τον Τσίπρα στο τιμόνι του, ο ΣΥΝ μπορεί πράγματι, όπως φρονεί το… ρεύμα, να αρχίσει να παχαίνει, να ανεβάσει το κοινοβουλευτικό του βάρος ακόμα και στο 8%. Αλλά μέχρι εκεί, και με τροφή τα αποφάγια του κορεσμένου πολιτικού συστήματος. Και θέλω να πω ότι η Αριστερά ως πολιτικό πνεύμα, ως πολιτιστικό αίσθημα και, κυρίως, ως σύγχρονη θεωρία και πολιτική με δυνατότητες βιώσιμων κυβερνητικών εφαρμογών, καμιά σχέση δεν έχει με το θέμα «Τσίπρας ή Κουβέλης».
Στην πραγματικότητα είναι αμφίβολο εάν υπάρχει πια η Αριστερά, ακόμα και ως τόπος, ως ενιαίος ανατρεπτικός κοινωνικός χώρος δηλαδή, με τον πλέον χαλαρό ορισμό της έστω: «η Αριστερά περιλαμβάνει όλους εκείνους που είναι αντίθετοι με την κατεστημένη τάξη και θέλουν να την αντικαταστήσουν με μιαν άλλη – και είναι φυσικά εκείνοι που υποφέρουν απ’ αυτή την τάξη». Η μόνη αντιστοιχία αυτού του ορισμού με τον Συνασπισμό της Αριστεράς είναι, από μόνη της, σατυρική: ο ΣΥΝ περιλαμβάνει πάντα ένα… ρεύμα που θέλει να αντικαταστήσει το κατεστημένο ρεύμα και είναι, φυσικά, εκείνο που υποφέρει περισσότερο απ’ το κατεστημένο… ρεύμα.
Στην προκειμένη περίπτωση (για να συνεχίσουμε με χιούμορ) το κατεστημένο (το «αριστερό ρεύμα») παραμένει κατεστημένο στον ΣΥΝ και μετά το συνέδριο. Ενώ το «ρεύμα των ανανεωτικών», που ήθελε να το ανατρέψει και απέτυχε, εξακολουθεί να… υποφέρει. Από αριστερούς… ρευματισμούς. Πράγμα περίεργο αφού, στην σύγχρονη ευρωπαϊκή πολιτική πιάτσα, χαρακτηρίζοντας κάποιον αριστερό τον κολακεύεις. Και μάλιστα τόσο περισσότερο, όσο πιο δεξιός είναι.
Ειδικότερα στη χώρα μας, πέρα απ’ την περιοχή της πλατείας Κουμουνδούρου, από τον Περισσό ως την πλατεία Ρηγίλλης και την Χαριλάου Τρικούπη, στον ελληνικό πολιτικό τόπο εν γένει, η αριστερά συμπεριφέρεται σαν άκρα αριστερά, το κέντρο ονομάζεται αριστερά, η δεξιά ονομάζεται κέντρο και κανείς δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του στη δεξιά, πέραν ορισμένων εξημμένων ακροδεξιών που αγνοούν τη συνταγή της επιτυχίας. Στην πραγματικότητα όλοι, με την έννοια της συντήρησης, είναι Δεξιά, και στο πολιτικό επίπεδο, κυβερνητικό ή μη, συμπεριφέρονται σαν Κεντρώοι, ενώ είναι Τίποτα.
Μέσα σ’ αυτό το τοπίο, ο ΣΥΡΙΖΑ (και όχι ο ΣΥΝ ) όπως κατέβηκε στις εκλογές ήταν κάτι που, τουλάχιστον, έμοιαζε με Αριστερά και γι’ αυτό πήγε καλά. Ο μόνος δρόμος για να πάει ακόμα καλύτερα, ακόμα και να μεταβληθεί σε αριστερή κυβερνητική (με πολλά ερωτηματικά) πλειοψηφία, είναι η μετεξέλιξή του σε ενιαίο κίνημα της ριζοσπαστικής αριστεράς μέσα από ένα συνέδριο με ζητούμενο τη σύγχρονη κυβερνητική (με πολλά ερωτηματικά, επαναλαμβάνω) Αριστερά. Και όχι ένα συνέδριο με ζητούμενο το συν/πλην 3%.
Στην πραγματικότητα είναι αμφίβολο εάν υπάρχει πια η Αριστερά, ακόμα και ως τόπος, ως ενιαίος ανατρεπτικός κοινωνικός χώρος δηλαδή, με τον πλέον χαλαρό ορισμό της έστω: «η Αριστερά περιλαμβάνει όλους εκείνους που είναι αντίθετοι με την κατεστημένη τάξη και θέλουν να την αντικαταστήσουν με μιαν άλλη – και είναι φυσικά εκείνοι που υποφέρουν απ’ αυτή την τάξη». Η μόνη αντιστοιχία αυτού του ορισμού με τον Συνασπισμό της Αριστεράς είναι, από μόνη της, σατυρική: ο ΣΥΝ περιλαμβάνει πάντα ένα… ρεύμα που θέλει να αντικαταστήσει το κατεστημένο ρεύμα και είναι, φυσικά, εκείνο που υποφέρει περισσότερο απ’ το κατεστημένο… ρεύμα.
Στην προκειμένη περίπτωση (για να συνεχίσουμε με χιούμορ) το κατεστημένο (το «αριστερό ρεύμα») παραμένει κατεστημένο στον ΣΥΝ και μετά το συνέδριο. Ενώ το «ρεύμα των ανανεωτικών», που ήθελε να το ανατρέψει και απέτυχε, εξακολουθεί να… υποφέρει. Από αριστερούς… ρευματισμούς. Πράγμα περίεργο αφού, στην σύγχρονη ευρωπαϊκή πολιτική πιάτσα, χαρακτηρίζοντας κάποιον αριστερό τον κολακεύεις. Και μάλιστα τόσο περισσότερο, όσο πιο δεξιός είναι.
Ειδικότερα στη χώρα μας, πέρα απ’ την περιοχή της πλατείας Κουμουνδούρου, από τον Περισσό ως την πλατεία Ρηγίλλης και την Χαριλάου Τρικούπη, στον ελληνικό πολιτικό τόπο εν γένει, η αριστερά συμπεριφέρεται σαν άκρα αριστερά, το κέντρο ονομάζεται αριστερά, η δεξιά ονομάζεται κέντρο και κανείς δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του στη δεξιά, πέραν ορισμένων εξημμένων ακροδεξιών που αγνοούν τη συνταγή της επιτυχίας. Στην πραγματικότητα όλοι, με την έννοια της συντήρησης, είναι Δεξιά, και στο πολιτικό επίπεδο, κυβερνητικό ή μη, συμπεριφέρονται σαν Κεντρώοι, ενώ είναι Τίποτα.
Μέσα σ’ αυτό το τοπίο, ο ΣΥΡΙΖΑ (και όχι ο ΣΥΝ ) όπως κατέβηκε στις εκλογές ήταν κάτι που, τουλάχιστον, έμοιαζε με Αριστερά και γι’ αυτό πήγε καλά. Ο μόνος δρόμος για να πάει ακόμα καλύτερα, ακόμα και να μεταβληθεί σε αριστερή κυβερνητική (με πολλά ερωτηματικά) πλειοψηφία, είναι η μετεξέλιξή του σε ενιαίο κίνημα της ριζοσπαστικής αριστεράς μέσα από ένα συνέδριο με ζητούμενο τη σύγχρονη κυβερνητική (με πολλά ερωτηματικά, επαναλαμβάνω) Αριστερά. Και όχι ένα συνέδριο με ζητούμενο το συν/πλην 3%.
Νίκος Τσαγκρής
4 Φεβρουαρίου 2008
Ιδανικοί καταστροφείς του χρόνου
Πάω Εφορία. Για υπόθεση ρουτίνας πάω, μα χάνω μια ολόκληρη ώρα απ’ τον χρόνο μου. Ύστερα μπαίνω στο αμάξι. Βάζω μπρος αλλά, τίποτα. Δεν παίρνει!..
Έμεινα από μπαταρία. Τι κάνω τώρα; Το κινητό βγάζω τώρα. Καλώ οδική βοήθεια και ιδρώνω. Από αγωνία ιδρώνω καθώς σκέφτομαι το χρόνο που θα χάσω περιμένοντας στη μέση του δρόμου. Με τα αυτοκίνητα γύρω μου να κορνάρουν δαιμονισμένα. Ακολούθως κατεβάζω… ρολά. Και ροκανίζω ήσυχα τον χρόνο της αναμονής παίζοντας block breaker στο κινητό…
Οι Έλληνες είμαστε ιδανικοί καταστροφείς του χρόνου. Πιστοί στην… κληρονομιά που μας άφησαν οι αρχαίοι υμών πρόγονοι. Με τη διαφορά ότι εκείνοι κατέστρεφαν χρόνο μεταβάλλοντάς τον σε σκέψη, γνώση, εφαρμοσμένη σοφία, ενώ εμείς καταστρέφουμε τον χρόνο μας μεταβάλλοντάς τον σε… έπεα πτερόεντα.
Νίκος Τσαγκρής
Έμεινα από μπαταρία. Τι κάνω τώρα; Το κινητό βγάζω τώρα. Καλώ οδική βοήθεια και ιδρώνω. Από αγωνία ιδρώνω καθώς σκέφτομαι το χρόνο που θα χάσω περιμένοντας στη μέση του δρόμου. Με τα αυτοκίνητα γύρω μου να κορνάρουν δαιμονισμένα. Ακολούθως κατεβάζω… ρολά. Και ροκανίζω ήσυχα τον χρόνο της αναμονής παίζοντας block breaker στο κινητό…
Οι Έλληνες είμαστε ιδανικοί καταστροφείς του χρόνου. Πιστοί στην… κληρονομιά που μας άφησαν οι αρχαίοι υμών πρόγονοι. Με τη διαφορά ότι εκείνοι κατέστρεφαν χρόνο μεταβάλλοντάς τον σε σκέψη, γνώση, εφαρμοσμένη σοφία, ενώ εμείς καταστρέφουμε τον χρόνο μας μεταβάλλοντάς τον σε… έπεα πτερόεντα.
Για να λέμε την αλήθεια, καλά κάνουμε. Και καλά να μην κάνουμε, από τη στιγμή που ως εργαζόμενοι πληρώνουμε τον «χρονοφόρο» μας στο επιλεγόμενο… παραγωγικό σύστημα, τον χρόνο που μας περισσεύει, τον ελεύθερο χρόνο μας, δικαιούμεθα να τον καταστρέφουμε κατά βούλησιν. Ως παθητικοί θεατές της ζωής των άλλων ή της ζωής γενικώς. Ή, ακόμα χειρότερα, ως παθητικοί τηλεθεατές της ζωής…
Αυτοί που καταστρέφοντας τον χρόνο τους εγκληματούν στην κυριολεξία είναι οι εξουσιαστές της χώρας. Τα πρόσωπα που συνθέτουν τους φορείς της κυβερνητικής εξουσίας, ας πούμε. Ναι, μιλάμε, για την εγκληματική καταστροφή του χρόνου ασκήσεως του λειτουργήματος του πρωθυπουργού απ’ τον πρωθυπουργό, του υπουργού απ’ τον υπουργό, του βουλευτή απ’ τον βουλευτή, κλπ, κλπ. Που έχει ως συνέπεια την καταστροφή του χρόνου διακυβέρνησης της χώρας, του χρόνου του ελληνικού δημοσίου, του χρόνου του ελληνικού κράτους κλπ, κλπ. Και τελικά, την καθυστέρηση της χώρας, την καθυστέρηση του Ελληνικού λαού.
Θυμίζω την «καταστροφή» της δεκαετίας ’85-’95 από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, με συνέπεια την δεκαετή καθυστέρηση της χώρας στον τομέα της οικονομικής σταθεροποίησης και της ανάπτυξης. Ή την καταστροφή του χρόνου, σχεδόν ενός αιώνα, του ελληνικού κράτος και του ελληνικού δημοσίου. Που είχε ως συνέπεια το σημερινό κρατικό και δημόσιο τέρας. Ή την καταστροφή του χρόνου στους τομείς της διπλωματίας και της εθνικής στρατηγικής, στους τομείς της Παιδεία, της Υγείας, των Συγκοινωνιών, των Δημοσίων έργων.
Στον παρόντα χρόνο η κυβέρνηση Καραμανλή ροκανίζει τον πολιτικό χρόνο της δεύτερης τετραετούς θητείας της. Με την ίδια βουλιμία που ροκάνισε και την πρώτη. Και ακόμα χειρότερα…
Νίκος Τσαγκρής
31 Ιανουαρίου 2008
Έσπασε την σιωπή των "κοσμικών"
Μπορεί να βρεθεί ένας «Χριστόδουλος» για να μπει στη θέση του Χριστόδουλου; «Όχι! Διότι η επιστήμη έχει αποδείξει ότι κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και, επομένως, αναντικατάστατος». «Ναι! Διότι η ζωή έχει αποδείξει ότι ουδείς αναντικατάστατος…».
Ο θάνατος του Αρχιεπίσκοπου προκάλεσε, εκτός των άλλων, μικρές αντεγκλήσεις μεταξύ επιστήμης και ζωής. Μεταξύ επιστημονικής και εμπειρικής γνώσης, για την ακρίβεια. Στο τέλος, όπως πάντα, επικράτησε η… λογική του «ναι μεν, αλλά...»: Ναι μεν, θα αντικατασταθεί από κάποιον, αλλά είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν αυτός ο κάποιος θα μοιάζει, ελάχιστα έστω, στον μεταστάντα.
Όχι στην εμφάνιση, βεβαίως. Ούτε στο φρόνημα αφού, μέσες – άκρες, η πλειοψηφία της Ορθόδοξης Ιεραρχίας διακατέχεται παραδοσιακά από το «δόγμα Χριστόδουλου», ας το πούμε τώρα: «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια». Το δύσκολο είναι να έχει ο νέος Αρχιεπίσκοπος το επικοινωνιακό χάρισμα του Χριστόδουλου. Και, να τα λέει. Να τα λέει, σε απλά, σύγχρονα, αγοραία, τηλεοπτικά να πούμε, ελληνικά. Χωρίς αναστολές και πρωτόκολλα, εφ’ όλης της… κοσμικής (όπως λένε οι δεξιοί και αριστεροί ψαλιδοκώληδες) ύλης. Οι οποίοι, δεξιοί κι αριστεροί τοιούτοι, είναι εκείνοι που, δια της κοιμήσεως του «ενοχλητικού» ιερέα, ωφελούνται. Αφού εξασφάλισαν την αιώνια σιωπή του…
Αλλά, «Σιωπή είναι ο Θεός» σύμφωνα με μια –κάποια– φιλοσοφική θεώρηση των πραγμάτων. Υπό την έννοια ότι ο Θεός δεν παρεμβαίνει σε οτιδήποτε κοσμικό, ότι παραμένει σιωπηλός ακόμη και απέναντι στις μεγαλύτερες καταστροφές, απέναντι και στα μεγαλύτερα εγκλήματα κατά του ανθρώπου και της ανθρωπότητας. Και, απ’ αυτή την άποψη, η παραβίαση της «θεϊκής σιωπής» από τον σούπερ-ένθεο Χριστόδουλο θα έπρεπε να ικανοποιεί τους «νεωτερικούς», τους «προοδευτικούς» και, ιδιαίτερα, τους αριστερούς και τους κομμουνιστές πολιτικούς.
Όμως όχι, διότι η πολιτική σιωπή είναι, στην κυριολεξία, χρυσός για κάθε μορφής εξουσία. Και η πολιτική σιωπή (ως σημείο αμηχανίας ή πολιτικού συμβιβασμού ή και υποταγής της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης απέναντι στον αμερικανόπεμπτο πολιτικό και πολιτιστικό βαρβαρισμό της εποχής) τότε, το 1998,είχε ήδη εγκατασταθεί στην πολιτική ζωή της χώρας. Όταν, αίφνης, ήρθε ο Χριστόδουλος και έσπασε τη σιωπή. Με μια φωνή πολιτικά και θρησκευτικά ακομπλεξάριστη, που τάραξε τα λιμνάζοντα πολιτικά και κοινωνικά ύδατα…
Από αυτή την άποψη, ο Χριστόδουλος, σε πείσμα των βυθισμένων στην αμήχανη ή συμβιβασμένη ή υποταγμένη σιωπή (και, επομένως, απουσία) των κυβερνώντων πολιτικών της τελευταίας δεκαετίας, πέρασε την… απαγορευμένη πύλη που χωρίζει, λέει, τους ιερείς από τους κοσμικούς. Και μίλησε για τα παρόντα, τα πολιτικά, τα ανθρώπινα. Δηλώνοντας παρών στη ζωή και στον θάνατο: «Γιατί σιωπή μας είναι ο δισταγμός μας για τη ζωή και τον θάνατο…», λέει ο εκκωφαντικά σιωπηλός ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης.
Νίκος Τσαγκρής
Ο θάνατος του Αρχιεπίσκοπου προκάλεσε, εκτός των άλλων, μικρές αντεγκλήσεις μεταξύ επιστήμης και ζωής. Μεταξύ επιστημονικής και εμπειρικής γνώσης, για την ακρίβεια. Στο τέλος, όπως πάντα, επικράτησε η… λογική του «ναι μεν, αλλά...»: Ναι μεν, θα αντικατασταθεί από κάποιον, αλλά είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν αυτός ο κάποιος θα μοιάζει, ελάχιστα έστω, στον μεταστάντα.
Όχι στην εμφάνιση, βεβαίως. Ούτε στο φρόνημα αφού, μέσες – άκρες, η πλειοψηφία της Ορθόδοξης Ιεραρχίας διακατέχεται παραδοσιακά από το «δόγμα Χριστόδουλου», ας το πούμε τώρα: «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια». Το δύσκολο είναι να έχει ο νέος Αρχιεπίσκοπος το επικοινωνιακό χάρισμα του Χριστόδουλου. Και, να τα λέει. Να τα λέει, σε απλά, σύγχρονα, αγοραία, τηλεοπτικά να πούμε, ελληνικά. Χωρίς αναστολές και πρωτόκολλα, εφ’ όλης της… κοσμικής (όπως λένε οι δεξιοί και αριστεροί ψαλιδοκώληδες) ύλης. Οι οποίοι, δεξιοί κι αριστεροί τοιούτοι, είναι εκείνοι που, δια της κοιμήσεως του «ενοχλητικού» ιερέα, ωφελούνται. Αφού εξασφάλισαν την αιώνια σιωπή του…
Αλλά, «Σιωπή είναι ο Θεός» σύμφωνα με μια –κάποια– φιλοσοφική θεώρηση των πραγμάτων. Υπό την έννοια ότι ο Θεός δεν παρεμβαίνει σε οτιδήποτε κοσμικό, ότι παραμένει σιωπηλός ακόμη και απέναντι στις μεγαλύτερες καταστροφές, απέναντι και στα μεγαλύτερα εγκλήματα κατά του ανθρώπου και της ανθρωπότητας. Και, απ’ αυτή την άποψη, η παραβίαση της «θεϊκής σιωπής» από τον σούπερ-ένθεο Χριστόδουλο θα έπρεπε να ικανοποιεί τους «νεωτερικούς», τους «προοδευτικούς» και, ιδιαίτερα, τους αριστερούς και τους κομμουνιστές πολιτικούς.
Όμως όχι, διότι η πολιτική σιωπή είναι, στην κυριολεξία, χρυσός για κάθε μορφής εξουσία. Και η πολιτική σιωπή (ως σημείο αμηχανίας ή πολιτικού συμβιβασμού ή και υποταγής της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης απέναντι στον αμερικανόπεμπτο πολιτικό και πολιτιστικό βαρβαρισμό της εποχής) τότε, το 1998,είχε ήδη εγκατασταθεί στην πολιτική ζωή της χώρας. Όταν, αίφνης, ήρθε ο Χριστόδουλος και έσπασε τη σιωπή. Με μια φωνή πολιτικά και θρησκευτικά ακομπλεξάριστη, που τάραξε τα λιμνάζοντα πολιτικά και κοινωνικά ύδατα…
Από αυτή την άποψη, ο Χριστόδουλος, σε πείσμα των βυθισμένων στην αμήχανη ή συμβιβασμένη ή υποταγμένη σιωπή (και, επομένως, απουσία) των κυβερνώντων πολιτικών της τελευταίας δεκαετίας, πέρασε την… απαγορευμένη πύλη που χωρίζει, λέει, τους ιερείς από τους κοσμικούς. Και μίλησε για τα παρόντα, τα πολιτικά, τα ανθρώπινα. Δηλώνοντας παρών στη ζωή και στον θάνατο: «Γιατί σιωπή μας είναι ο δισταγμός μας για τη ζωή και τον θάνατο…», λέει ο εκκωφαντικά σιωπηλός ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης.
Νίκος Τσαγκρής
28 Ιανουαρίου 2008
Δεν πάει άλλο...
Όσο αντέξαμε, αντέξαμε. Δεν πάει άλλο. Το ψέμα δεν πάει άλλο. Είτε έθνος λέγεται αυτό, είτε λαός, είτε δημοκρατικό πλεόνασμα, δεν υφίσταται πλέον. Ο τόπος εξάντλησε το ζωτικό του ψεύδος. Δεν υπάρχει άλλο ακαθάριστο εθνικό προϊόν. Η χώρα έχει καταρρεύσει από τους αλλότριους παράγοντες, οι οποίοι εισέρρευσαν στην ψευδή συλλογικότητα της επονομαζόμενης Ελλάδας.
Οι συνακόλουθες γελοιότητες -φρικτές γελοιότητες- της παπαδοκρατούμενης θρησκείας, της παπαδοκρατούμενης φρικωδίας, στην οποία προσπίπτει η εξουσία ιστορικώς, είναι απλώς απόδειξη τρέχουσας απελπισίας. Δεν υφιστάμεθα. Εκτός από μια νομική εγγραφή (η οποία σε άλλα ανώτερα κιτάπια δεν διαφέρει από τη λογιστική εγγραφή) στην παγκόσμια κατανομή εργασίας, δεν υφιστάμεθα. Και φυσικά χρειάστηκαν όλα τα χρόνια από την έναρξη του εγχειρήματος "Ελλάδας", που αντί για επιχείρημα ιστορίας αναστηλωμένης, κατάντησε εξάμβλωμα πατριδοκαπηλίας, ώστε να φτάσουμε στη σημερινή τελειωμένη κατάσταση. Ό,τι χειρότερο, κυβέρνησε τη χώρα. Προδότες, καταδότες των συντρόφων τους, εξωνημένοι, αργυρώνητοι, αρσενοκοίτες προς ίδιον όφελος, κουκουλοφόροι, ατιμώρητοι πλουτίσαντες, κυβέρνησαν το ψεύδος που θα μπορούσε να ήταν τρυφερό και μεγάλωσε ως τέρας.
Θέλω να πω σήμερα: Ένας Διονύσιος Σολωμός έγινε ομοτράπεζος ενός Κλαδά. Ένας Ανδρέας Κάλβος έγινε ομοτράπεζος ενός Ζαχόπουλου. Ένας Καρυωτάκης έγινε ομοτράπεζος ενός Μάκη Τριανταφυλλόπουλου. Ένας Καβάφης έγινε ομοτράπεζος ενός Θέμου Αναστασιάδη. Ένας Σεφέρης έγινε ομοτράπεζος του Θοδωρή Ρουσόπουλου. Ένας Γιάννης Ρίτσος έγινε ομοτράπεζος του Αντώναρου. Ένας Ελύτης έγινε ομοτράπεζος του Κόκκαλη. Ένας Σκαλκώτας έγινε ομοτράπεζος του Λαμπράκη και άλλων συναφών εταιρειών δημοσίου συμφέροντος. Ένας Γιάννης Χρήστου έγινε ομοτράπεζος του Δημήτρη Καπράνου (του ΤΣΠΕΑΘ). Ένας Ιάνης Ξενάκης έγινε ομοτράπεζος του υπουργού Παιδείας Στυλιανίδη (τι αίσχος αυτός ο άνθρωπος!). Ένας Γιώργος Σαραντάρης έγινε ομοτράπεζος των Μητσοτάκηδων. Οι 200 της Καισαριανής γίνανε ομοτράπεζοι των οικοπεδοφάγων. Ο Γιώργος Τοπολίνος (παιδάκι 12 χρόνων που εκτελέστηκε στην Καισαριανή λίγες μέρες πριν φύγουν οι Γερμανοί από την Αθήνα) έγινε ομοτράπεζος στα γκαλά των Βαρδινογιάννηδων του συλλόγου "Ελπίδα". Ποια ελπίδα, μωρέ;
Τελειώσαμε. Αφού ένας Γιώργος Χειμωνάς εγκατέλειψε την προσπάθεια κλινικής θρησκείας του ανθρώπου. Κι ένας Τσίρκας έγινε ομοτράπεζος του αστυνομικού βόρβορου που τα παίρνει και δέρνει μετανάστες! "Ακυβέρνητες πολιτείες" σου λέει ο Τσίρκας. Αχ "Αριάγνη", αχ "Νυχτερίδα". Τελειώσαμε. Κοίτα τον Γιώργο Ιωάννου, κοίτα τον Κώστα Ταχτσή, κοίτα τον Κλείτο Κύρου, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Γιάννη Τσαρούχη, κοίτα τον μέγα Νίκο Καρούζο. Κοίτα: Ομοτράπεζοι με το στανιό του κάθε γενναίου αθύρματος. Χειρότερα κι από την εξορία. Χειρότερα κι απ' τη διάψευση. Τελειώσαμε. Δεν υφιστάμεθα. Άρα δεν μπορούμε να ζήσουμε.
Οι συνακόλουθες γελοιότητες -φρικτές γελοιότητες- της παπαδοκρατούμενης θρησκείας, της παπαδοκρατούμενης φρικωδίας, στην οποία προσπίπτει η εξουσία ιστορικώς, είναι απλώς απόδειξη τρέχουσας απελπισίας. Δεν υφιστάμεθα. Εκτός από μια νομική εγγραφή (η οποία σε άλλα ανώτερα κιτάπια δεν διαφέρει από τη λογιστική εγγραφή) στην παγκόσμια κατανομή εργασίας, δεν υφιστάμεθα. Και φυσικά χρειάστηκαν όλα τα χρόνια από την έναρξη του εγχειρήματος "Ελλάδας", που αντί για επιχείρημα ιστορίας αναστηλωμένης, κατάντησε εξάμβλωμα πατριδοκαπηλίας, ώστε να φτάσουμε στη σημερινή τελειωμένη κατάσταση. Ό,τι χειρότερο, κυβέρνησε τη χώρα. Προδότες, καταδότες των συντρόφων τους, εξωνημένοι, αργυρώνητοι, αρσενοκοίτες προς ίδιον όφελος, κουκουλοφόροι, ατιμώρητοι πλουτίσαντες, κυβέρνησαν το ψεύδος που θα μπορούσε να ήταν τρυφερό και μεγάλωσε ως τέρας.
Θέλω να πω σήμερα: Ένας Διονύσιος Σολωμός έγινε ομοτράπεζος ενός Κλαδά. Ένας Ανδρέας Κάλβος έγινε ομοτράπεζος ενός Ζαχόπουλου. Ένας Καρυωτάκης έγινε ομοτράπεζος ενός Μάκη Τριανταφυλλόπουλου. Ένας Καβάφης έγινε ομοτράπεζος ενός Θέμου Αναστασιάδη. Ένας Σεφέρης έγινε ομοτράπεζος του Θοδωρή Ρουσόπουλου. Ένας Γιάννης Ρίτσος έγινε ομοτράπεζος του Αντώναρου. Ένας Ελύτης έγινε ομοτράπεζος του Κόκκαλη. Ένας Σκαλκώτας έγινε ομοτράπεζος του Λαμπράκη και άλλων συναφών εταιρειών δημοσίου συμφέροντος. Ένας Γιάννης Χρήστου έγινε ομοτράπεζος του Δημήτρη Καπράνου (του ΤΣΠΕΑΘ). Ένας Ιάνης Ξενάκης έγινε ομοτράπεζος του υπουργού Παιδείας Στυλιανίδη (τι αίσχος αυτός ο άνθρωπος!). Ένας Γιώργος Σαραντάρης έγινε ομοτράπεζος των Μητσοτάκηδων. Οι 200 της Καισαριανής γίνανε ομοτράπεζοι των οικοπεδοφάγων. Ο Γιώργος Τοπολίνος (παιδάκι 12 χρόνων που εκτελέστηκε στην Καισαριανή λίγες μέρες πριν φύγουν οι Γερμανοί από την Αθήνα) έγινε ομοτράπεζος στα γκαλά των Βαρδινογιάννηδων του συλλόγου "Ελπίδα". Ποια ελπίδα, μωρέ;
Τελειώσαμε. Αφού ένας Γιώργος Χειμωνάς εγκατέλειψε την προσπάθεια κλινικής θρησκείας του ανθρώπου. Κι ένας Τσίρκας έγινε ομοτράπεζος του αστυνομικού βόρβορου που τα παίρνει και δέρνει μετανάστες! "Ακυβέρνητες πολιτείες" σου λέει ο Τσίρκας. Αχ "Αριάγνη", αχ "Νυχτερίδα". Τελειώσαμε. Κοίτα τον Γιώργο Ιωάννου, κοίτα τον Κώστα Ταχτσή, κοίτα τον Κλείτο Κύρου, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Γιάννη Τσαρούχη, κοίτα τον μέγα Νίκο Καρούζο. Κοίτα: Ομοτράπεζοι με το στανιό του κάθε γενναίου αθύρματος. Χειρότερα κι από την εξορία. Χειρότερα κι απ' τη διάψευση. Τελειώσαμε. Δεν υφιστάμεθα. Άρα δεν μπορούμε να ζήσουμε.
Κώστας Καναβούρης
24 Ιανουαρίου 2008
Ένας άσκεφτος και αδρανής κόσμος
Λοιπόν, που λέτε, βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρουσες τις χρηματιστηριακές κρίσεις και τους κλυδωνισμούς που αυτές προκαλούν στις αγορές. Τότε μπορείς να απολαύσεις τη νευρικότητα των τοποτηρητών του κλυδωνιζόμενου καπιταλιστικού συστήματος, καθώς πασχίζουν να διαχειριστούν τις κρίσεις. Μάταια. Το μόνο που, συνήθως, καταφέρνουν είναι να συντονίζουν την νευρικότητά τους με τις διακυμάνσεις του Dow Jones…
Έχω την αίσθηση ότι υπάρχει ένας κόσμος μέσα στον κόσμο, που προσδοκά το βάθεμα της κρίσης, με την ελπίδα ότι θα ακολουθήσει μια κάποια πιο ανθρωποκεντρική οικονομική ισορροπία. Μα έτσι; Τυχαία και αφηρημένα; Αδύνατον. Μια τέτοια προσδοκία δεν συνιστά, ούτε καν, μια oλoκληρωμέvn ουτοπία. Αλίμονο, η ιστορία δεν κινείται από αδρανείς πολίτες και πολιτικούς.
Αλλά ακόμη και οι εναπομείναντες διανοούμενοι, οι ελάσσονες στοχαστές των καιρών μας, δεν έχουν να προτείνουν τίποτα «οργανωμένο», τίποτα καινούργιο. Αρκούνται σε ωραιοποιημένους περιπάτους στα άγονα τοπία της κριτικής ή αυτοφυγαδεύονται σε - ενδιαφέρουσες, είναι η αλήθεια - συμπαντοκοσμολογικές εξερευνήσεις. Άλλοι μηρυκάζουν την αφρόκρεμα της σκέψης των ιστορικών φιλοσόφων και ποιητών της ανθρωπότητας, βάζοντας τον προκύπτοντα «πολτό» σε ωραία αμπαλάζ με την υπογραφή τους. Κατά τα άλλα, όταν σπάνια - παρεμβαίνουν στα δρώμενα του αβέβαιου παρόντος, περιορίζονται σε αυτονόητες παρατηρήσεις και ενίοτε σε απελπιστικά κοινότοπες υποδείξεις.
Προσωπικά, δεν τα κατάφερα να συγκρατήσω μέσα μου την ειρωνεία που αυθόρμητα μου βγήκε, καθώς διάβαζα μια ακόμα συνέντευξη ενός ακόμα εκ των «σοφών» των καιρών μας, ιδιαίτερα στο σημείο που πρότεινε την επιστροφή στην πολιτική (την αναγκαιότητα πολιτικών παρεμβάσεων) ως αντίδοτο στην κρίση του καπιταλισμού, της «παγκοσμιοποίησης». Καταλαβαίνετε, ένας ακόμα «σοφός» έλεγε πράγματα που όλοι εμείς τα λέμε και τα γράφουμε χρόνια τώρα, ενώ την ίδια στιγμή (τα ίδια χρόνια) κι εμείς, φαντάζομαι και οι «σοφοί», παίζουμε σαν ανόητα μωρά με τα νέα «παιχνίδια» που μας προσφέρει η παγκόσμια αγορά της «οικονομίας» και της «πολιτικής». Εξαγοράζοντας την αδράνειά μας. Δημιουργώντας μια νέα, παράλληλη παγκοσμιότητα: την παγκόσμια κοινωνία της αδράνειας ...
Νίκος Τσαγκρής
Έχω την αίσθηση ότι υπάρχει ένας κόσμος μέσα στον κόσμο, που προσδοκά το βάθεμα της κρίσης, με την ελπίδα ότι θα ακολουθήσει μια κάποια πιο ανθρωποκεντρική οικονομική ισορροπία. Μα έτσι; Τυχαία και αφηρημένα; Αδύνατον. Μια τέτοια προσδοκία δεν συνιστά, ούτε καν, μια oλoκληρωμέvn ουτοπία. Αλίμονο, η ιστορία δεν κινείται από αδρανείς πολίτες και πολιτικούς.
Αλλά ακόμη και οι εναπομείναντες διανοούμενοι, οι ελάσσονες στοχαστές των καιρών μας, δεν έχουν να προτείνουν τίποτα «οργανωμένο», τίποτα καινούργιο. Αρκούνται σε ωραιοποιημένους περιπάτους στα άγονα τοπία της κριτικής ή αυτοφυγαδεύονται σε - ενδιαφέρουσες, είναι η αλήθεια - συμπαντοκοσμολογικές εξερευνήσεις. Άλλοι μηρυκάζουν την αφρόκρεμα της σκέψης των ιστορικών φιλοσόφων και ποιητών της ανθρωπότητας, βάζοντας τον προκύπτοντα «πολτό» σε ωραία αμπαλάζ με την υπογραφή τους. Κατά τα άλλα, όταν σπάνια - παρεμβαίνουν στα δρώμενα του αβέβαιου παρόντος, περιορίζονται σε αυτονόητες παρατηρήσεις και ενίοτε σε απελπιστικά κοινότοπες υποδείξεις.
Προσωπικά, δεν τα κατάφερα να συγκρατήσω μέσα μου την ειρωνεία που αυθόρμητα μου βγήκε, καθώς διάβαζα μια ακόμα συνέντευξη ενός ακόμα εκ των «σοφών» των καιρών μας, ιδιαίτερα στο σημείο που πρότεινε την επιστροφή στην πολιτική (την αναγκαιότητα πολιτικών παρεμβάσεων) ως αντίδοτο στην κρίση του καπιταλισμού, της «παγκοσμιοποίησης». Καταλαβαίνετε, ένας ακόμα «σοφός» έλεγε πράγματα που όλοι εμείς τα λέμε και τα γράφουμε χρόνια τώρα, ενώ την ίδια στιγμή (τα ίδια χρόνια) κι εμείς, φαντάζομαι και οι «σοφοί», παίζουμε σαν ανόητα μωρά με τα νέα «παιχνίδια» που μας προσφέρει η παγκόσμια αγορά της «οικονομίας» και της «πολιτικής». Εξαγοράζοντας την αδράνειά μας. Δημιουργώντας μια νέα, παράλληλη παγκοσμιότητα: την παγκόσμια κοινωνία της αδράνειας ...
Νίκος Τσαγκρής
18 Ιανουαρίου 2008
Η Διαφθορά είναι παντού
Τώρα οι προβολείς στρέφονται στη δημοσιογραφία γενικώς. Να φωτίσουν τη διαφθορά μέσα της: τους διαφθορείς, τους διαφθειρόμενους, τους διεφθαρμένους. Μα αυτοί που στρέφουν τους προβολείς στη δημοσιογραφία για να φωτίσουν τη διαφθορά μέσα της (τους διαφθορείς, τους διαφθειρόμενους, τους διεφθαρμένους,) είναι δημοσιογράφοι. Και τι πιο φυσικό: οι προβολείς φωτίζουν εαυτούς και αλλήλους.
Διότι η διαφθορά είναι παντού: κυοφορείται και γεννιέται μαζί με τον άνθρωπο˙ στα παιδικά της χρόνια είναι αθώα, σαν παιδί. Μα καθώς μεγαλώνει γίνεται ακραία φιλοχρήματη και φιλόδοξη, ανατρέφεται και εκφράζεται τέλεια δίπλα στο χρήμα, τη δόξα, τη φήμη, την εξουσία Ως εκ’ τούτου, ναι, στη δημοσιογραφία βρίσκει στάδιο δόξης λαμπρό.
Μα δεν είναι, ανάγκη να είσαι δημοσιογράφος, ή πολιτικός ή δικαστικός ή γιατρός για να είσαι διεφθαρμένος. Όπως, δεν αρκεί να είσαι υδραυλικός, ζαχαροπλάστης ή οδοκαθαριστής για να μην είσαι… Ακόμα κι όταν περνούν τη μέση της ζωής τους, λίγοι άνθρωποι ξέρουν πώς έφτασαν στον εαυτό τους, στις διασκεδάσεις τους, στην κοσμοθεωρία τους, στη γυναίκα τους, στο χαρακτήρα, στο επάγγελμα και στις επιτυχίες τους. Και, βέβαια, οι διεφθαρμένοι στη διαφθορά τους.
Άλλωστε, σαν τον «άνθρωπο χωρίς ιδιότητες» του Ρόμπερτ Μούζιλ, διεφθαρμένοι ή μη, οι περισσότεροι των ανθρώπων έχουν την αίσθηση πως «τώρα τα πράγµατα είναι αδύνατον πλέον να αλλάξουν ουσιαστικά». Θα μπορούσε μάλιστα να ειπωθεί ότι εξαπατήθηκαν. Πως δεν µπορεί ποτέ να ανακαλύψει κανείς κάποιον αποχρώντα λόγο που να εξηγεί γιατί τα πράγµατα ήρθαν ακριβώς όπως ήρθαν. Θα μπορούσαν να έχουν έρθει και διαφορετικά˙ διότι τα συµβάντα προκλήθηκαν σε ελάχιστο βαθµό από τους ίδιους, συνήθως εξαρτήθηκαν από κάθε λογής περιστάσεις, από τις διαθέσεις, τη ζωή, τον έρωτα, τον θάνατο τελείως διαφορετικών ανθρώπων, κι απλώς τη δεδομένη στιγµή έσπευσαν καταπάνω τους. Και τους διέφθειραν!
Νίκος Τσαγκρής
9 Ιανουαρίου 2008
Παρακμιακοί γλεντοκόποι...
Αυτό που εντυπωσιάζει είναι η ακινησία της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ακινησία πολιτικού πτώματος, σε μια περίοδο που, αν μη τι άλλο, είναι ό,τι πρέπει για εύκολη και κερδοφόρα αντιπολιτευτική ρητορεία. Απέναντι σε μια κυβέρνηση βουτηγμένη στην αμαρτία, έτοιμη να αυτοκτονήσει: ατιμασμένη και… μαγνητοσκοπημένη.
Ίσως αυτό περιμένουν, να αυτοκτονήσει. Για να πάρουν τη θέση της. Και ίσως πιστεύουν ότι αυτή είναι η μοναδική πιθανότητα που τους μένει να ξανακυβερνήσουν. Μια πίστη έωλη, αν πιστέψουμε τα γκάλοπ: όχι, το ΠΑΣΟΚ δεν είναι καλύτερο από την, βουτηγμένη στην αμαρτία, κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Και η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ είναι «άσ’ τα να πάνε…», αλλά το ΠΑΣΟΚ εξακολουθεί να είναι περισσότερο… «άσ’ τα να πάνε…» από τη Ν. Δ.
Ίσως αυτό περιμένουν, να αυτοκτονήσει. Για να πάρουν τη θέση της. Και ίσως πιστεύουν ότι αυτή είναι η μοναδική πιθανότητα που τους μένει να ξανακυβερνήσουν. Μια πίστη έωλη, αν πιστέψουμε τα γκάλοπ: όχι, το ΠΑΣΟΚ δεν είναι καλύτερο από την, βουτηγμένη στην αμαρτία, κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Και η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ είναι «άσ’ τα να πάνε…», αλλά το ΠΑΣΟΚ εξακολουθεί να είναι περισσότερο… «άσ’ τα να πάνε…» από τη Ν. Δ.
Αντίθετα ο Συνασπισμός, κάτι με την έξυπνη αριστεροπιασιάρικη ρητορεία του Αλαβάνου, κάτι με το …τρυφερό δόλωμα Τσίπρα, μαζεύει όλο και περισσότερες χαμάδες ψήφων του ΠΑΣΟΚ και, στα χαρτιά μιλάμε, άγγιξε ήδη το 8%. Και πάει για… κυβέρνηση. Αυτό, τουλάχιστον δείχνει να πιστεύει το ΠΑΣΟΚ αφού, κάθιδρο από το σύνδρομο κυβερνητικής στέρησης, θέτει προς τον πρόεδρο του ΣΥΝ Αλέκο Αλαβάνο καίρια πολιτικά… ζητήματα του τύπου «θα συνεργαστείτε μαζί μας;»˙ με την βεβαιότητα ότι μόνο σε μια εκλογική συνεργασία με τον ΣΥΝ μπορεί να εναποθέσει τις ελπίδες του για επάνοδο στην κυβερνητική εξουσία.
Καίρια πολιτικά ζητήματα! Όλα τα καίρια ζητήματα, όλων (ή σχεδόν όλων) των πολιτικών στελεχών, όλων των κομμάτων, είναι ζητήματα υπαρξιακού χαρακτήρα. Ζητήματα που έχουν να κάνουν με τις εξουσιαστικές φαντασιώσεις των ιδίων, που είναι φαντασιώσεις νομής της κυβερνητικής εξουσίας, ως επί το πλείστον. Και όχι με την πολιτική, τα πολιτικά, δηλαδή, προβλήματα της χώρας, που είναι τα προβλήματα των πολιτών της χώρας: η ανεξέλεγκτη ασυδοσία της αγοράς και η εξωφρενική ακρίβεια, η τοκογλυφική λειτουργία της τραπεζικής αγοράς, η προσβλητική, σε βαθμό ταπείνωσης της ανθρώπινης προσωπικότητας, ποιότητα των υπηρεσιών υγείας και περίθαλψης, το προβληματικό και αναποτελεσματικό εκπαιδευτικό σύστημα….
Εξουσία για την εξουσία, αυτή είναι η αντικειμενική κριτική προσέγγιση της πολιτικής συμπεριφοράς των κυβερνητικών στελεχών και των στελεχών της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Όσο για τα ηγετικά στελέχη του Συνασπισμού, εδώ μπορούμε να κάνουμε μια διάκριση, να παραδεχτούμε ότι κάνουν πολιτική για… την πολιτική. Μέχρις εδώ όμως. Πολιτική «για την Ελλάδα και τους Έλληνες», που λένε και ξαναλένε οι κυβερνώντες, κανένας. Με αποτέλεσμα το «πολιτικό σύστημα» να έχει μετατραπεί σε μια θλιβερή εξουσιαστική συντεχνία. Μια διεφθαρμένη κάστα παρακμιακών γλεντοκόπων με μοναδικό μέλημα την αυτοσυντήρηση στην κυβερνητική κυρίως, αλλά και στην εν γένει, πολιτική εξουσία. Μέχρις αυτοκτονίας!..
Νίκος Τσαγκρής
3 Ιανουαρίου 2008
Ατιμασμένος και...αυτοκτονημένος
Τον είδα για πρώτη φορά τότε που, κάθιδρος και πελιδνός, με φόντο το φλεγόμενο τοπίο της Ολυμπίας, προσπαθούσε να πείσει τους ρεπόρτερ πως έκανε ό,τι περνούσε απ’ το χέρι του (ως το καθ’ ύλην αρμόδιο κυβερνητικό χέρι) για να σώσει το μουσείο και τον περιβάλλοντα αρχαιολογικό χώρο. Και θυμάμαι ότι με είχε εντυπωσιάσει ο κυβερνητικός ζήλος του που, όμως, δεν είχε το χρώμα του ζήλου ενός κυβερνητικού εκπροσώπου, αλλά τις συμπεριφορικές αποχρώσεις αρχικηπουρού βασιλικής αυλής του δέκατου ένατου αιώνα: τυφλός υπηρέτης του στέμματος…
Το αναφέρω γιατί είναι το μόνο ασφαλές «ψυχαναλυτικό υλικό», ας το πούμε, που διαθέτω για την προσωπικότητα του ατυχούς Ζαχόπουλου. Οι δεκάδες άλλες πληροφορίες που διατίθενται από την πολιτική και την δημοσιογραφική αγορά, καθώς και από το υπηρεσιακό και οικογενειακό περιβάλλον του αυτόχειρα, δεν αποτελούν υλικό ανάλυσης της προσωπικότητας Ζαχόπουλου. Αντίθετα, αποτελούν υλικό «ψυχανάλυσης» της πολιτικής και δημοσιογραφικής «αγοράς», καθώς και του υπηρεσιακού και οικογενειακού περιβάλλοντος του αυτόχειρα.
«Τυφλός υπηρέτης του στέμματος», λοιπόν, ο Ζαχόπουλος. Στην περίπτωσή μας, πιστός υπηρέτης της πρωθυπουργικής αυλής. Πέραν αυτού, ένα μόνο αστυνομικό στοιχείο: ο αυτόχειρας διατηρούσε κρυφές ερωτικές σχέσεις με την 35άχρονη υφισταμένη του. Και, ακόμα, η ευσταθής βεβαιότητα ότι στο περιεχόμενο του βίντεο οφείλεται η αποπομπή του απ’ το υπουργείο και η απόπειρα αυτοκτονίας. Πράγματα ικανά, ωστόσο, να οδηγήσουν έναν μετρ της… ψυχανάλυσης σε ένα ασφαλές συμπέρασμα για τους λόγους που οδήγησαν τον Ζαχόπουλο στο απονενοημένο.
Ξεκινώ αποκλείοντας τους συνήθεις λόγους αυτοκτονίας: ανίατους σωματικούς ή συναισθηματικούς πόνους, σωματικές παραμορφώσεις και ακρωτηριασμούς, σεξουαλική κακοποίηση, έρωτα χωρίς ανταπόκριση, ψυχικές ασθένειες, όπως κατάθλιψη, διπολική διαταραχή κλπ. Αποκλείω επίσης λόγους όπως, κατάχρηση εξουσίας, απ’ ευθείας αναθέσεις έργων, φωτογραφικούς διαγωνισμούς για ημετέρους προμηθευτές του δημοσίου, αποχαρακτηρίσεις αρχαιολογικών χώρων κατά το δοκούν, κλπ. (Αν αυτοί ήσαν λόγοι αυτοκτονίας θα είχαν φουντάρει όλοι οι γραμματείς υπουργείων μηδέ των υπουργών τους εξαιρουμένων). Έτσι καταλήγω στον μοναδικό λόγο που ταιριάζει σε έναν αφοσιωμένο «υπηρέτη του στέμματος»: στην αυτοκτονία ως πράξη τιμής μπροστά σε μια επαπειλούμενη ατίμωση. Και ατίμωση, για τον «πιστό υπηρέτη του στέμματος» Ζαχόπουλο, δεν θα ήταν παρά η δημοσιοποίηση κάποιας πράξης του που, λόγω ή έργω, προσβάλει βάναυσα τον «αφέντη» (και φίλο) του, τον Κώστα Καραμανλή.
Η ατιμωτική πράξη είναι προφανές ότι περιέχεται στο ερωτικό βίντεο˙ είναι, επίσης, προφανές ότι δεν σχετίζεται με σκανδαλώδεις πολιτικές αποκαλύψεις, δεδομένου ότι σε κανένα εγχειρίδιο σεξουαλικών πράξεων δεν καταγράφεται παρόμοια διαστροφή. Επομένως, πρόκειται για λόγω ή έργω βάναυση προσβολή, σεξουαλικού χαρακτήρα, του «αφέντη» Κώστα. Ατιμωτική σε βαθμό αυτοκτονίας για τον «υπηρέτη» Ζαχόπουλο. Αυτό είναι το πόρισμά μου και, αμαρτίαν ουκ έχω…
Νίκος Τσαγκρής
Το αναφέρω γιατί είναι το μόνο ασφαλές «ψυχαναλυτικό υλικό», ας το πούμε, που διαθέτω για την προσωπικότητα του ατυχούς Ζαχόπουλου. Οι δεκάδες άλλες πληροφορίες που διατίθενται από την πολιτική και την δημοσιογραφική αγορά, καθώς και από το υπηρεσιακό και οικογενειακό περιβάλλον του αυτόχειρα, δεν αποτελούν υλικό ανάλυσης της προσωπικότητας Ζαχόπουλου. Αντίθετα, αποτελούν υλικό «ψυχανάλυσης» της πολιτικής και δημοσιογραφικής «αγοράς», καθώς και του υπηρεσιακού και οικογενειακού περιβάλλοντος του αυτόχειρα.
«Τυφλός υπηρέτης του στέμματος», λοιπόν, ο Ζαχόπουλος. Στην περίπτωσή μας, πιστός υπηρέτης της πρωθυπουργικής αυλής. Πέραν αυτού, ένα μόνο αστυνομικό στοιχείο: ο αυτόχειρας διατηρούσε κρυφές ερωτικές σχέσεις με την 35άχρονη υφισταμένη του. Και, ακόμα, η ευσταθής βεβαιότητα ότι στο περιεχόμενο του βίντεο οφείλεται η αποπομπή του απ’ το υπουργείο και η απόπειρα αυτοκτονίας. Πράγματα ικανά, ωστόσο, να οδηγήσουν έναν μετρ της… ψυχανάλυσης σε ένα ασφαλές συμπέρασμα για τους λόγους που οδήγησαν τον Ζαχόπουλο στο απονενοημένο.
Ξεκινώ αποκλείοντας τους συνήθεις λόγους αυτοκτονίας: ανίατους σωματικούς ή συναισθηματικούς πόνους, σωματικές παραμορφώσεις και ακρωτηριασμούς, σεξουαλική κακοποίηση, έρωτα χωρίς ανταπόκριση, ψυχικές ασθένειες, όπως κατάθλιψη, διπολική διαταραχή κλπ. Αποκλείω επίσης λόγους όπως, κατάχρηση εξουσίας, απ’ ευθείας αναθέσεις έργων, φωτογραφικούς διαγωνισμούς για ημετέρους προμηθευτές του δημοσίου, αποχαρακτηρίσεις αρχαιολογικών χώρων κατά το δοκούν, κλπ. (Αν αυτοί ήσαν λόγοι αυτοκτονίας θα είχαν φουντάρει όλοι οι γραμματείς υπουργείων μηδέ των υπουργών τους εξαιρουμένων). Έτσι καταλήγω στον μοναδικό λόγο που ταιριάζει σε έναν αφοσιωμένο «υπηρέτη του στέμματος»: στην αυτοκτονία ως πράξη τιμής μπροστά σε μια επαπειλούμενη ατίμωση. Και ατίμωση, για τον «πιστό υπηρέτη του στέμματος» Ζαχόπουλο, δεν θα ήταν παρά η δημοσιοποίηση κάποιας πράξης του που, λόγω ή έργω, προσβάλει βάναυσα τον «αφέντη» (και φίλο) του, τον Κώστα Καραμανλή.
Η ατιμωτική πράξη είναι προφανές ότι περιέχεται στο ερωτικό βίντεο˙ είναι, επίσης, προφανές ότι δεν σχετίζεται με σκανδαλώδεις πολιτικές αποκαλύψεις, δεδομένου ότι σε κανένα εγχειρίδιο σεξουαλικών πράξεων δεν καταγράφεται παρόμοια διαστροφή. Επομένως, πρόκειται για λόγω ή έργω βάναυση προσβολή, σεξουαλικού χαρακτήρα, του «αφέντη» Κώστα. Ατιμωτική σε βαθμό αυτοκτονίας για τον «υπηρέτη» Ζαχόπουλο. Αυτό είναι το πόρισμά μου και, αμαρτίαν ουκ έχω…
Νίκος Τσαγκρής
27 Δεκεμβρίου 2007
Σχολιαστές αυτοκτονιών...
Όλοι αυτοί που βγαίνουν στο γυαλί για να σχολιάσουν την απόπειρα αυτοκτονίας του Ζαχόπουλου, πριν σχολιάσουν εύχονται ταχείαν ανάρρωσιν στον αυτόχειρα. Κάτι που, στην καλύτερη, μοιάζει με γκάφα και στη χειρότερη με αστείο, αφού ο αυτόχειρας βούτηξε στον ακάλυπτο για να γλυτώσει απ’ τα εγκόσμια και όχι για να βρεθεί στην εντατική του κόσμου τούτου. Γενικότερα, συνιστώ στους σχολιαστές αυτοκτονιών να αναβαθμίσουν τις ψυχαναλυτικές δυνατότητές τους. Δεδομένου ότι έρχονται ακόμα χειρότερες πολιτικές ημέρες και η ειδικότητα «σχολιαστής αυτοκτονιών» θα καταστεί περιζήτητη από τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης.
Επιχειρώντας, ως έγκυρος σχολιαστής αυτοκτονιών (του Τύπου και όχι των ηλεκτρονικών μέσων), μια εμπεριστατωμένη ανάλυση της απόπειρας αυτοκτονίας Ζαχόπουλου, διακρίνω κάποια βαθύτερα αίτια, τα οποία, οι συνάδελφοι των ηλεκτρονικών μέσων, δεν διαθέτουν το επίπεδο να διακρίνουν. Ένα εξ αυτών, το βασικότερο ίσως, είναι ότι ο αυτόχειρας υπήρξε υποκείμενο μιας μεγάλης πολιτικής απάτης: προϊστάμενος ενός υπουργείου το οποίο υποτίθεται ότι ιδρύθηκε για να διαχειρίζεται την, πάλαι ποτέ, πεμπτουσία της ανθρώπινης δημιουργικότητας, τα γράμματα και τις τέχνες. Και κατέληξε να διαχειρίζεται την πεμπτουσία της ανθρώπινης δημιουργικότητας των καιρών μας, το δημόσιο χρήμα.
Αλλά,ακόμα κι αυτή, η διαχείριση του δημοσίου χρήματος, είναι κακός μπελάς για τον διαχειριστή˙ ανεξάρτητα εάν είναι γραμματέας υπουργείου ή υπουργός, αν λέγεται Ζαχόπουλος ή Τσιτουρίδης, να πούμε, μπορεί να οδηγηθεί στο σπίτι του, στην κατάθλιψη, ακόμα και στην αυτοκτονία. Αφού, αργά ή γρήγορα, θα κληθεί να μοιράσει δημόσιο χρήμα. Και, καθώς θα το μοιράζει, είναι πιθανότατο να κάνει το μοιραίο ορθογραφικό λάθος: αντί να το μοιράσει στους υμετέρους να το μοιράσει στους ημετέρους! Το μόνο που λείπει είναι το πρόσωπο που θα αποκαλύψει το… ορθογραφικό λάθος. Αν προκύψει νεαρή -παρακοιμωμένη του διαχειριστή- συνάδελφος, τότε είναι πιθανή ακόμα και η αυτοκτονία. Του διαχειριστή…
Στην περίπτωση Ζαχόπουλου, διακρίνω και μια περιέργεια πέρα απ’ τη συνήθη περιέργεια που εγείρει μια ανεπιτυχής απόπειρα αυτοκτονίας (και είναι περιέργεια του τύπου «Μας δουλεύει τώρα ή το ήθελε;» και «Θέατρο έκανε, άραγε;» ή «Είναι σίγουρα ψυχάκιας ή…») και αυτή είναι μια πολιτική περιέργεια ή μια περιέργεια των πολιτικών: ήταν δεξιός ή αριστερός ο αυτόχειρας; Πως τα κατάφερε και επιβίωσε ως ισχυρός γραμματέας και επί ΠΑΣΟΚ και επί Νέας Δημοκρατίας; Ήταν απλώς υμέτερος της Ρηγίλλης ή ήταν ημέτερος του Καραμανλή και της Νατάσσας, όπως ακούγεται; Και, ως διαχειριστής δημοσίου χρήματος, ευνοούσε υμετέρους του ΠΑΣΟΚ, υμετέρους της ΝΔ, ή απλώς ημετέρους; Και ποιους ακριβώς; Είναι ερωτήματα που μόνο ο αυτόχειρας θα μπορούσε να απαντήσει. Πράγμα που, εν μέρει, αιτιολογεί την ευχή «ταχείαν ανάρρωσιν», ακόμα και αν απευθύνεται σε αυτόχειρα!..
Νίκος Τσαγκρής
Επιχειρώντας, ως έγκυρος σχολιαστής αυτοκτονιών (του Τύπου και όχι των ηλεκτρονικών μέσων), μια εμπεριστατωμένη ανάλυση της απόπειρας αυτοκτονίας Ζαχόπουλου, διακρίνω κάποια βαθύτερα αίτια, τα οποία, οι συνάδελφοι των ηλεκτρονικών μέσων, δεν διαθέτουν το επίπεδο να διακρίνουν. Ένα εξ αυτών, το βασικότερο ίσως, είναι ότι ο αυτόχειρας υπήρξε υποκείμενο μιας μεγάλης πολιτικής απάτης: προϊστάμενος ενός υπουργείου το οποίο υποτίθεται ότι ιδρύθηκε για να διαχειρίζεται την, πάλαι ποτέ, πεμπτουσία της ανθρώπινης δημιουργικότητας, τα γράμματα και τις τέχνες. Και κατέληξε να διαχειρίζεται την πεμπτουσία της ανθρώπινης δημιουργικότητας των καιρών μας, το δημόσιο χρήμα.
Αλλά,ακόμα κι αυτή, η διαχείριση του δημοσίου χρήματος, είναι κακός μπελάς για τον διαχειριστή˙ ανεξάρτητα εάν είναι γραμματέας υπουργείου ή υπουργός, αν λέγεται Ζαχόπουλος ή Τσιτουρίδης, να πούμε, μπορεί να οδηγηθεί στο σπίτι του, στην κατάθλιψη, ακόμα και στην αυτοκτονία. Αφού, αργά ή γρήγορα, θα κληθεί να μοιράσει δημόσιο χρήμα. Και, καθώς θα το μοιράζει, είναι πιθανότατο να κάνει το μοιραίο ορθογραφικό λάθος: αντί να το μοιράσει στους υμετέρους να το μοιράσει στους ημετέρους! Το μόνο που λείπει είναι το πρόσωπο που θα αποκαλύψει το… ορθογραφικό λάθος. Αν προκύψει νεαρή -παρακοιμωμένη του διαχειριστή- συνάδελφος, τότε είναι πιθανή ακόμα και η αυτοκτονία. Του διαχειριστή…
Στην περίπτωση Ζαχόπουλου, διακρίνω και μια περιέργεια πέρα απ’ τη συνήθη περιέργεια που εγείρει μια ανεπιτυχής απόπειρα αυτοκτονίας (και είναι περιέργεια του τύπου «Μας δουλεύει τώρα ή το ήθελε;» και «Θέατρο έκανε, άραγε;» ή «Είναι σίγουρα ψυχάκιας ή…») και αυτή είναι μια πολιτική περιέργεια ή μια περιέργεια των πολιτικών: ήταν δεξιός ή αριστερός ο αυτόχειρας; Πως τα κατάφερε και επιβίωσε ως ισχυρός γραμματέας και επί ΠΑΣΟΚ και επί Νέας Δημοκρατίας; Ήταν απλώς υμέτερος της Ρηγίλλης ή ήταν ημέτερος του Καραμανλή και της Νατάσσας, όπως ακούγεται; Και, ως διαχειριστής δημοσίου χρήματος, ευνοούσε υμετέρους του ΠΑΣΟΚ, υμετέρους της ΝΔ, ή απλώς ημετέρους; Και ποιους ακριβώς; Είναι ερωτήματα που μόνο ο αυτόχειρας θα μπορούσε να απαντήσει. Πράγμα που, εν μέρει, αιτιολογεί την ευχή «ταχείαν ανάρρωσιν», ακόμα και αν απευθύνεται σε αυτόχειρα!..
Νίκος Τσαγκρής
25 Δεκεμβρίου 2007
Η τρυφερότητα των Χριστουγέννων
Περπατώ στην εορταστική οδό Ερμού, ανάμεσα σε όλο εκείνο το πλήθος των ανθρώπων που περπατούν στην εορταστική οδό Ερμού. Ο ώμος της βιαστικής κυρίας με τη γούνα που με σπρώχνει για να περάσει, η πλάτη του νεαρού με το δερμάτινο μπουφάν και το ξυρισμένο κεφάλι που βαδίζει μπροστά μου, το γελαστό καστανόξανθο κοριτσίστικο κεφαλάκι, δίπλα μου, που αρκεί να απλώσω το χέρι μου για να το χαϊδέψω, το κουρασμένο πρόσωπο πίσω απ' τη μάσκα του Αϊ Bασiλη με το χάρτινο έλκηθρο, τα υγρά μάτια των παιδιών μιας ορχήστρα του δρόμου, όλο αυτό το πλήθος, που συνιστά ένα ρευστό ανθρώπινο σύνολο στριμωγμένο στον μακρύ πεζόδρομο, ανάμεσα στις λουσάτες χριστουγεννιάτικες βιτρίνες των καταστημάτων, δεξιά κι αριστερά, μου προκαλεί μια σπάνια τρυφερότητα.
Είναι μια τρυφερότητα που, υποθέτω, γεννιέται από εκείνο το καστανόξανθο κοριτσίστικο κεφαλάκι δίπλα μου, εκείνο το παιδικό χεράκι που κρατώ μες στο χέρι μου και με τραβολογά, ιδρωμένο, από εδώ και από εκεί. Και τοποθετώ, τους πάντες (και τα πάντα!) γύρω μου, μέσα σ' αυτήν την τρυφερότητα.
Μα αν είναι έτσι, πώς εχώρεσε μέσα σε μια μοναχική (ίσως μελοδραματική, ίσως αστεία) τρυφερότητα αυτός ο συρφετός προσώπων και πραγμάτων: οι δεσποινίδες που ξεσπούν σε γέλια και χαρούμενα ξεφωνητά καθώς ο Τσάρλι Τσάπλιν της Ερμού τους κλείνει πονηρά το μάτι, οι χοντρές κυρίες που ασθμαίνουν φορτωμένες με τα ψώνια, τα αγόρια με τα αθλητικά παπούτσια και τα άνορακ που περιφέρονται άσκοπα επιδεικνύοντας τον έφηβο ναρκισσισμό τους. Και ο ξεχασμένος κόσμος πίσω τους, πίσω απ’ τις λαμπρές βιτρίνες της Ερμού, κόσμος μυρίων αισθηματικών, αισθητικών και υλικών, βεβαίως, ελλειμμάτων˙ o κόσμος της ανέχειας, της διαφθοράς, της βίας και των βιασμών. Πώς χώρεσε, λοιπόν, αυτός ο κόσμος σε μια μικρούλα τρυφερότητα που την προκάλεσε το καστανόξανθο χαμόγελο ενός παιδιού, που πιάνεται απ’ το χέρι μου και περπατά μαζί μου στον κατάμεστο χριστουγεννιάτικο πεζόδρομο…
«Είναι απλώς κάποιοι άνθρωποι», θα σχολίαζε με συγκατάβαση, αν μας έβλεπε, ο Φερνάντο Πεσόα: «Περπατούν στον δρόμο με τη συμπεριφορά εκείνη που χαρακτηρίζει την ενσυνείδητη κατάσταση κι όμως δεν έχουν συνείδηση κανενός πράγματος, γιατί δεν έχουν συνείδηση ότι έχουν συνείδηση». Ωστόσο, έχω τη συνείδηση ότι αυτή η τρυφερότητα που με κατακλύζει καθώς περπατώ στον εορταστικό πεζόδρομο είναι μεν ασυνείδητη, αλλά αποτελεί προϊόν μιας ενσυνείδητης κατάστασης που,στιγμιαία, βιώνω: ναι, είναι η τρυφερότητα που μου προκάλεσε εκείνο το ξανθό κοριτσάκι δίπλα μου, εκείνο το παιδικό χεράκι που κρατώ με το χέρι μου και με τραβολογά, ιδρωμένο, από εδώ κι από εκεί. Μια επαφή που, αναπόφευκτα, με ενώνει συναισθηματικά με όλους τους ανθρώπους, τα πράγματα, τον κόσμο γύρω μου: όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε!..
Νίκος Τσαγκρής
Είναι μια τρυφερότητα που, υποθέτω, γεννιέται από εκείνο το καστανόξανθο κοριτσίστικο κεφαλάκι δίπλα μου, εκείνο το παιδικό χεράκι που κρατώ μες στο χέρι μου και με τραβολογά, ιδρωμένο, από εδώ και από εκεί. Και τοποθετώ, τους πάντες (και τα πάντα!) γύρω μου, μέσα σ' αυτήν την τρυφερότητα.
Μα αν είναι έτσι, πώς εχώρεσε μέσα σε μια μοναχική (ίσως μελοδραματική, ίσως αστεία) τρυφερότητα αυτός ο συρφετός προσώπων και πραγμάτων: οι δεσποινίδες που ξεσπούν σε γέλια και χαρούμενα ξεφωνητά καθώς ο Τσάρλι Τσάπλιν της Ερμού τους κλείνει πονηρά το μάτι, οι χοντρές κυρίες που ασθμαίνουν φορτωμένες με τα ψώνια, τα αγόρια με τα αθλητικά παπούτσια και τα άνορακ που περιφέρονται άσκοπα επιδεικνύοντας τον έφηβο ναρκισσισμό τους. Και ο ξεχασμένος κόσμος πίσω τους, πίσω απ’ τις λαμπρές βιτρίνες της Ερμού, κόσμος μυρίων αισθηματικών, αισθητικών και υλικών, βεβαίως, ελλειμμάτων˙ o κόσμος της ανέχειας, της διαφθοράς, της βίας και των βιασμών. Πώς χώρεσε, λοιπόν, αυτός ο κόσμος σε μια μικρούλα τρυφερότητα που την προκάλεσε το καστανόξανθο χαμόγελο ενός παιδιού, που πιάνεται απ’ το χέρι μου και περπατά μαζί μου στον κατάμεστο χριστουγεννιάτικο πεζόδρομο…
«Είναι απλώς κάποιοι άνθρωποι», θα σχολίαζε με συγκατάβαση, αν μας έβλεπε, ο Φερνάντο Πεσόα: «Περπατούν στον δρόμο με τη συμπεριφορά εκείνη που χαρακτηρίζει την ενσυνείδητη κατάσταση κι όμως δεν έχουν συνείδηση κανενός πράγματος, γιατί δεν έχουν συνείδηση ότι έχουν συνείδηση». Ωστόσο, έχω τη συνείδηση ότι αυτή η τρυφερότητα που με κατακλύζει καθώς περπατώ στον εορταστικό πεζόδρομο είναι μεν ασυνείδητη, αλλά αποτελεί προϊόν μιας ενσυνείδητης κατάστασης που,στιγμιαία, βιώνω: ναι, είναι η τρυφερότητα που μου προκάλεσε εκείνο το ξανθό κοριτσάκι δίπλα μου, εκείνο το παιδικό χεράκι που κρατώ με το χέρι μου και με τραβολογά, ιδρωμένο, από εδώ κι από εκεί. Μια επαφή που, αναπόφευκτα, με ενώνει συναισθηματικά με όλους τους ανθρώπους, τα πράγματα, τον κόσμο γύρω μου: όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε!..
Νίκος Τσαγκρής
17 Δεκεμβρίου 2007
Ανώνυμες Εταιρίες Φονιάδων
Σε μία από τις, νομίζω, κρισιμότερες σκηνές προς το τέλος της ταινίας «Λέοντες αντί αμνών», του Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ο επερχόμενος (προικισμένος αλλά σε σύγχυση φοιτητής) που έχει αποφασίσει να καταταγεί στο στρατό, για να πολεμήσει -τα πολλαπλά, δυναστικά αδιέξοδά του...- στο Αφγανιστάν, παρατηρεί στον απερχόμενο (καθηγητή του) που προσπαθεί να τον αποτρέψει: «Κι εσύ πολέμησες τότε στο Βιετνάμ!». «Ναι...», απάντησε μελαγχολικά ο καθηγητής, «αλλά εγώ ήμουν κληρωτός!»...
Είχα σχεδόν ξεχάσει αυτή τη σημαντική στιχομυθία που δείχνει -ή δίνει στο θεατή να υποψιαστεί-, με δύο ατάκες, τι άλλαξε, από το Βιετνάμ του '60 - '70 έως το Αφγανιστάν και το Ιράκ του 21ου αιώνα: κληρωτοί τότε, μισθοφόροι τώρα. Και τι μισθοφόροι! Ανθρωπομηχανές, που ούτε λογαριάζουν τίποτα ούτε δίνουν λογαριασμό σε κανένα. Απλώς, εξοντώνουν «εχθρούς» -κατά παραγγελίαν, όταν εκτελούν αποστολή-, με την ευχέρεια που πυροβολεί κανείς στόχους σε λουναπάρκ. Αλλά και «στην πλάκα», όταν είναι εκτός αποστολής και τους ψυχοπλακώνει η βαρεμάρα από την... αργία θανάτου...
Διάβασα στο «Εψιλον» (25/11) το δημοσίευμα του Γιάννη Μπογιόπουλου, για τους μισθοφόρους -κάθε λογής φυράματος -της «Blackwater»- μίας από τις... 177 ιδιωτικές στρατιωτικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται σήμερα στο Ιράκ, και πιο αδυσώπητης!- που οι υπερβάσεις... ασυδοσίας (παρότι έχουν νόμιμη ασυλία!) των ανθρωπομηχανών της, όχι μόνο θορύβησαν την ιρακινή «κυβέρνηση», που ζήτησε την απομάκρυνση της «εταιρείας», αλλά και προβλημάτισαν την αμερικανική Γερουσία.
Ο πρόεδρος της «Blackwater», μεγαλοεργολάβος φόνων, πολυεκατομμυριούχος 38χρονος, Ερικ Πρινς, είναι -σημειώνει το δημοσίευμα- παιδιόθεν, οικογενειακώς, συνδεδεμένος με τους Μπους, μέσω ακροδεξιάς χριστιανικής οργάνωσης. Εννοήσαμε...
ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΝΤΑΙΟΣ (Από την Ελευθεροτυπία)
Είχα σχεδόν ξεχάσει αυτή τη σημαντική στιχομυθία που δείχνει -ή δίνει στο θεατή να υποψιαστεί-, με δύο ατάκες, τι άλλαξε, από το Βιετνάμ του '60 - '70 έως το Αφγανιστάν και το Ιράκ του 21ου αιώνα: κληρωτοί τότε, μισθοφόροι τώρα. Και τι μισθοφόροι! Ανθρωπομηχανές, που ούτε λογαριάζουν τίποτα ούτε δίνουν λογαριασμό σε κανένα. Απλώς, εξοντώνουν «εχθρούς» -κατά παραγγελίαν, όταν εκτελούν αποστολή-, με την ευχέρεια που πυροβολεί κανείς στόχους σε λουναπάρκ. Αλλά και «στην πλάκα», όταν είναι εκτός αποστολής και τους ψυχοπλακώνει η βαρεμάρα από την... αργία θανάτου...
Διάβασα στο «Εψιλον» (25/11) το δημοσίευμα του Γιάννη Μπογιόπουλου, για τους μισθοφόρους -κάθε λογής φυράματος -της «Blackwater»- μίας από τις... 177 ιδιωτικές στρατιωτικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται σήμερα στο Ιράκ, και πιο αδυσώπητης!- που οι υπερβάσεις... ασυδοσίας (παρότι έχουν νόμιμη ασυλία!) των ανθρωπομηχανών της, όχι μόνο θορύβησαν την ιρακινή «κυβέρνηση», που ζήτησε την απομάκρυνση της «εταιρείας», αλλά και προβλημάτισαν την αμερικανική Γερουσία.
Ο πρόεδρος της «Blackwater», μεγαλοεργολάβος φόνων, πολυεκατομμυριούχος 38χρονος, Ερικ Πρινς, είναι -σημειώνει το δημοσίευμα- παιδιόθεν, οικογενειακώς, συνδεδεμένος με τους Μπους, μέσω ακροδεξιάς χριστιανικής οργάνωσης. Εννοήσαμε...
ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΝΤΑΙΟΣ (Από την Ελευθεροτυπία)
13 Δεκεμβρίου 2007
Η Σταδίου ήταν γεμάτη...
Έχω καμιά εικοσαριά, τουλάχιστον, χρόνια να πάω σε διαδήλωση. Για τον ίδιο, περίπου, λόγο που εδώ και καμιά εικοσαριά, επίσης, χρόνια έχω να πάω σε θέατρο: το «έργο» είχε καταντήσει ανούσιο, στημένο, βαρετό. Και καλά, στο θέατρο θεατής είσαι, το πολύ-πολύ να βαρεθείς τους θεατρίνους. Αλλά, στη διαδήλωση, ο θεατρίνος είσαι εσύ. Και διατρέχεις τον κίνδυνο να βαρεθείς τον εαυτό σου...
Για να είμαι ακριβής, καμιά εικοσαριά χρόνια έχω να πάρω μέρος (και όχι «να πάω») σε διαδήλωση। Σε μερικές είχα πάει, τις είχα παρακολουθήσει θέλω να πω, για δημοσιογραφικούς, κυρίως, λόγους. Τελευταία φορά είχα πάει στα «Γιαννίτσεια», όπως λέμε στην παρέα την διαδήλωση κατά του νομοσχεδίου Γιαννίτση για το ασφαλιστικό. Που ήταν μια απ’ τις μεγαλύτερες «εργατικές» διαδηλώσεις της μεταπολίτευσης και έκανε τους ρομαντικούς της Αριστεράς να αναθαρρήσουν ότι… «νάτο, πετιέται απ’ την αρχή, το εργατικό κίνημα»˙ αλλά ο Σημίτης την είδε τη δουλειά, ότι θα χάσει το… μεροκάματο, το απέσυρε το νομοσχέδιο, και το… εργατικό κίνημα γύρισε σπίτι…
Θέλω να καταλήξω ότι είχα να πάω σε διαδήλωση απ’ τα «Γιαννίτσεια», μέχρι που την περασμένη Τετάρτη πήγα στα Μαγγίνεια (έτσι αρχίσαμε να λέμε στην παρέα την διαδήλωση κατά της υποτιθέμενης «μεταρρύθμισης Μαγγίνα» για το ασφαλιστικό). Πάλι ως θεατής πήγα, κατ’ αρχήν, και στα «Μαγγίνεια». Ξεκίνησα απ’ το Σύνταγμα γύρω στις 12.30. Η αστυνομία έκανε ήδη το καθήκον της. Έκλεινε με κλούβες και με κάνα δυο διμοιρίες ΜΑΤ τον δρόμο προς την αμερικανική πρεσβεία. Ένα γύρω, καμιά τρακοσαριά άτομα με σημαίες και πανό του ΠΑΜΕ έκαναν πρόβα διαδήλωσης. Η Πανεπιστημίου και η Σταδίου κλειστές ήδη, αλλά άδειες. «Είναι νωρίς», σκέφτηκα και πήγα για καφέ στου Ζόναρς. Πεντέμισι ευρώ ο καφές στου Ζόναρς!
Μία και κάτι, κατηφόρισα στη Σταδίου όπου περνούσαν ήδη οι πρώτοι διαδηλωτές και έπιασα μια καλή θέση στο κιγκλίδωμα του πεζοδρομίου δίπλα στους άλλους παρατηρητές. Τα μπλοκ των διαδηλωτών (ντουντούκα, κεντρικό πανό, εργαζόμενοι – ντουντούκα, κεντρικό πανό, εργαζόμενοι) σε μια αργή, σχεδόν πένθιμη, αλληλουχία βημάτων, εναλλάσσονταν ατελείωτα: οι μηχανικοί, οι τραπεζικοί, οι εκπαιδευτικοί, οι εργαζόμενοι της Ολυμπιακής, οι σιδηροδρομικοί… Άνθρωποι κουρασμένοι, καθημαγμένοι από το βάρος της εργασίας που γίνεται δουλεία, από το άγος αβίωτων βίων. Άνθρωποι, ωστόσο, που ακόμα αντιστέκονται, που βγήκαν στο δρόμο να υπερασπιστούν την αξιοπρέπειά τους˙ την τιμή του Έλληνα εργαζόμενου…
Μιάμιση ώρα αργότερα έφτασε μπροστά μου το μπλοκ των δημοσιογράφων। Δεν άντεξα, καβάλησα το κιγκλίδωμα και μπήκα, μαζί τους, στη διαδήλωση. Με τη σκέψη σε μια ρήση του Ρόμπερτ Μούζιλ: οι άνθρωποι περιπλανώνται στη γη σαν προφητείες του μέλλοντος, και όλες οι πράξεις τους είναι απόπειρες και δοκιμές. Διότι κάθε πράξη μπορεί να ξεπεραστεί από την επόμενη...
Νίκος Τσαγκρής
10 Δεκεμβρίου 2007
ΠΓΔΜ: Το όνομα και το παρατσούκλι
Η εγγονούλα µου, όπως και κάθε εγγονούλα, έχει δύο γιαγιάδες. Τη µία γιαγιά τη λένε Γιάννα και την άλλη Φωτεινή. Όπως συµβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες, υπήρξε µία διχογνωµία για το ποιας γιαγιάς το όνοµα θα πάρει. Μετά από πολύµηνες διαπραγµατεύσεις για το «όνοµα» τελικά οι «αρµόδιοι παράγοντες» της οικογένειας αποφάσισαν να τη βαπτίσουν Φωτεινή. Η άλλη γιαγιά, η γιαγιά Γιάννα, δεν µπορούσε παρά να αποδεχθεί την απόφαση. Ανέπτυξε, εντούτοις, µία τελευταία «γραµµή άµυνας». «…Εγώ θα τη φωνάζω Φαίη, γιατί είναι πιο ωραίο από το Φωτεινή…», είπε. «…Όχι, να τη φωνάζεις Φένια…», της είπε µία φίλη της. «…Όχι καλέ, Φώφη είναι καλύτερο…», είπε κάποιος τρίτος. Οπότε στο τέλος πετάχτηκε και ο καλαµπουρτζής τής παρέας και είπε:«…Γιατί δεν τη λέµε ΦΥΡΟΜ ρε παιδιά…και βλέπουµε!!!...».Αυτό ήταν! Της κόλλησε το παρατσούκλι. Από τότε έχουν περάσει τρία χρόνια και ακόµα µερικοί ΦΥΡΟΜ το λένε το µωρό µας.
Η παραπάνω ιστορία είναι αληθινή όπως, βέβαια, αληθινή είναι και η ιστορία µε το όνοµα - παρατσούκλι τής γειτονικής µας χώρας.Η θέση µας ξεκίνησε µε «καθαρές κουβέντες», ώστε να τις καταλαβαίνουν όλοι και να αποφεύγονται και οι παρεξηγήσεις και οι αποµιµήσεις: «…Ούτε η λέξη Μακεδονία ούτε παράγωγο αυτής της λέξης στην ονοµασία αυτής της χώρας…».Εν τω µεταξύ, εδώ και δεκαπέντε χρόνια αυτή η χώρα «ακούει» στο συνταγµατικό όνοµα που είναι Δηµοκρατία της Μακεδονίας, ενώ στους διεθνείς οργανισµούς η Ελλάδα έχει καταφέρει να χρησιµοποιείται η ονοµασία FYROM που σηµαίνει Πρώην Μακεδονία κλπ.
Αποτέλεσµα αυτής της διένεξης είναι η εξής κατάσταση:Πρώτον, η συντριπτική πλειοψηφία των χωρών όλου του κόσµου –πλην των Ελλήνων– καθώς και όλων των πολιτών τής οικουµένης –εφόσον, βέβαια, γνωρίζουν την ύπαρξη αυτής της χώρας– την αποκαλούν Δηµοκρατία της Μακεδονίας και τους πολίτες της Μακεδόνες καιΔεύτερον, εµείς στην Ελλάδα επισήµως µεν την αποκαλούµε ΠΓΔΜ –θα µπορούσαµε να τη λέµε και Πουγουδουµία όπως µάθαµε να λέµε Κουπουσού τα λεφτά που παίρνουµε από την ΕΕ– αλλά µας βόλεψε τελικά να τη λέµε Σκόπια και τους πολίτες της Σκοπιανούς. Όσοι από τους Έλληνες –σχετικά λίγοι– θέλουν να είναι «πολιτικά ορθοί» τη λένε ΦΥΡΟΜ και όσοι απ’ αυτούς θέλουν να δείξουν ότι ξέρουν και καλά αγγλικά –ακόµα λιγότεροι– τη λένε ΦΑΪΡΟΜ.
Επί της ουσίας της διαµάχης έχουν ειπωθεί τα πάντα. • Έχει αναλυθεί το ενδεχόµενο του αλυτρωτισµού, του επεκτατισµού και της διεκδίκησης της ιστορικότητας της λέξης Μακεδονία από έναν λαό σε αναζήτηση ταυτότητας. • Έχουν αναδειχθεί όλα τα στοιχεία τού ψευτοτσαµπουκά των ελλήνων εθνικιστών, και του λαϊκισµού της φιλοχουντικής ηγεσίας τής εκκλησίας που εκµεταλλεύονται το λαϊκό αίσθηµα και οδηγούν όλη τη χώρα σε εθνικές ήττες.• Έχει, τέλος, διαπιστωθεί η πλήρης παγίδευση του πολιτικού µας συστήµατος επί δεκαπέντε χρόνια στην ακραία θέση τού «ούτε παράγωγο της λέξης Μακεδονία» και η πλήρης ανικανότητά του να διαπραγµατευθεί από την αρχή µία σύνθετη ονοµασία.
Σήµερα η σύνθετη ονοµασία δεν γίνεται αποδεκτή. Τόσο το όνοµα όσο και το παρατσούκλι όταν επικρατήσουν στα «χείλη ολουνών» δεν αλλάζουν. Όποια επίσηµη συµφωνία και να γίνει, εµείς οι Έλληνες θα συνεχίσουµε να τους λέµε µε το παρατσούκλι που τους έχουµε κολλήσει, δηλαδή Σκόπια και Σκοπιανούς, και όλος ο υπόλοιπος κόσµος θα τους λέει Μακεδονία και Μακεδόνες. Αυτό, άλλωστε, προτείνουν και οι γείτονές µας, οι «αδιάλλακτοι» Σκοπιανοί. Το θέµα έχει ουσιαστικά τελειώσει. Το µόνο ζήτηµα που υπάρχει είναι το πώς θα πεισθούµε γι’ αυτό εµείς οι Έλληνες, δηλαδή πώς θα πεισθούµε ότι το µόνο που θα µας αναγνωρίσει η διεθνής κοινότητα µε τη σύµφωνη γνώµη και των Σκοπίων είναι να τους λέµε και επισήµως µε παρατσούκλι.Τι να κάνουµε; Έχουν και τα παρατσούκλια τη γοητεία τους, την ιστορία τους και την ερµηνεία τους.
Γιώργος Γληνός
Η παραπάνω ιστορία είναι αληθινή όπως, βέβαια, αληθινή είναι και η ιστορία µε το όνοµα - παρατσούκλι τής γειτονικής µας χώρας.Η θέση µας ξεκίνησε µε «καθαρές κουβέντες», ώστε να τις καταλαβαίνουν όλοι και να αποφεύγονται και οι παρεξηγήσεις και οι αποµιµήσεις: «…Ούτε η λέξη Μακεδονία ούτε παράγωγο αυτής της λέξης στην ονοµασία αυτής της χώρας…».Εν τω µεταξύ, εδώ και δεκαπέντε χρόνια αυτή η χώρα «ακούει» στο συνταγµατικό όνοµα που είναι Δηµοκρατία της Μακεδονίας, ενώ στους διεθνείς οργανισµούς η Ελλάδα έχει καταφέρει να χρησιµοποιείται η ονοµασία FYROM που σηµαίνει Πρώην Μακεδονία κλπ.
Αποτέλεσµα αυτής της διένεξης είναι η εξής κατάσταση:Πρώτον, η συντριπτική πλειοψηφία των χωρών όλου του κόσµου –πλην των Ελλήνων– καθώς και όλων των πολιτών τής οικουµένης –εφόσον, βέβαια, γνωρίζουν την ύπαρξη αυτής της χώρας– την αποκαλούν Δηµοκρατία της Μακεδονίας και τους πολίτες της Μακεδόνες καιΔεύτερον, εµείς στην Ελλάδα επισήµως µεν την αποκαλούµε ΠΓΔΜ –θα µπορούσαµε να τη λέµε και Πουγουδουµία όπως µάθαµε να λέµε Κουπουσού τα λεφτά που παίρνουµε από την ΕΕ– αλλά µας βόλεψε τελικά να τη λέµε Σκόπια και τους πολίτες της Σκοπιανούς. Όσοι από τους Έλληνες –σχετικά λίγοι– θέλουν να είναι «πολιτικά ορθοί» τη λένε ΦΥΡΟΜ και όσοι απ’ αυτούς θέλουν να δείξουν ότι ξέρουν και καλά αγγλικά –ακόµα λιγότεροι– τη λένε ΦΑΪΡΟΜ.
Επί της ουσίας της διαµάχης έχουν ειπωθεί τα πάντα. • Έχει αναλυθεί το ενδεχόµενο του αλυτρωτισµού, του επεκτατισµού και της διεκδίκησης της ιστορικότητας της λέξης Μακεδονία από έναν λαό σε αναζήτηση ταυτότητας. • Έχουν αναδειχθεί όλα τα στοιχεία τού ψευτοτσαµπουκά των ελλήνων εθνικιστών, και του λαϊκισµού της φιλοχουντικής ηγεσίας τής εκκλησίας που εκµεταλλεύονται το λαϊκό αίσθηµα και οδηγούν όλη τη χώρα σε εθνικές ήττες.• Έχει, τέλος, διαπιστωθεί η πλήρης παγίδευση του πολιτικού µας συστήµατος επί δεκαπέντε χρόνια στην ακραία θέση τού «ούτε παράγωγο της λέξης Μακεδονία» και η πλήρης ανικανότητά του να διαπραγµατευθεί από την αρχή µία σύνθετη ονοµασία.
Σήµερα η σύνθετη ονοµασία δεν γίνεται αποδεκτή. Τόσο το όνοµα όσο και το παρατσούκλι όταν επικρατήσουν στα «χείλη ολουνών» δεν αλλάζουν. Όποια επίσηµη συµφωνία και να γίνει, εµείς οι Έλληνες θα συνεχίσουµε να τους λέµε µε το παρατσούκλι που τους έχουµε κολλήσει, δηλαδή Σκόπια και Σκοπιανούς, και όλος ο υπόλοιπος κόσµος θα τους λέει Μακεδονία και Μακεδόνες. Αυτό, άλλωστε, προτείνουν και οι γείτονές µας, οι «αδιάλλακτοι» Σκοπιανοί. Το θέµα έχει ουσιαστικά τελειώσει. Το µόνο ζήτηµα που υπάρχει είναι το πώς θα πεισθούµε γι’ αυτό εµείς οι Έλληνες, δηλαδή πώς θα πεισθούµε ότι το µόνο που θα µας αναγνωρίσει η διεθνής κοινότητα µε τη σύµφωνη γνώµη και των Σκοπίων είναι να τους λέµε και επισήµως µε παρατσούκλι.Τι να κάνουµε; Έχουν και τα παρατσούκλια τη γοητεία τους, την ιστορία τους και την ερµηνεία τους.
Γιώργος Γληνός
2 Δεκεμβρίου 2007
Ένα σενάριο για τον Αλέκο
Πράγματι, το θέμα της αποχώρησης του Αλαβάνου – για προσωπικούς λόγους (;) – από την ηγεσία του Συνασπισμού μοιάζει με κακόγουστη φάρσα: «Καλά, αυτό είναι χιούμορ;», μου απάντησε ο ανενημέρωτος (λόγω της δημοσιογραφικής απεργίας) μανάβης της γειτονιάς, ενθουσιώδης ψηφοφόρος του ΣΥΡΙΖΑ, όταν τον κάλεσα να μου πει τη γνώμη του. Τον ενημέρωσα, του εξήγησα ότι δεν είναι φήμη ούτε πληροφορία, ότι ο ίδιος ο Αλαβάνος το ανακοίνωσε, αλλά τίποτα, εξακολουθούσε να το θεωρεί απίστευτο: μια κακόγουστη φάρσα…
Και μπορεί να είναι! Αν όχι μια κακόγουστη φάρσα, μπορεί να είναι ένα κακόγουστο πολιτικό παιγνίδι. Απίστευτο κι αυτό για Αλαβάνο και Συνασπισμό, αλλά γιατί όχι; Στην εποχή μας το κακόγουστο είναι καλόγουστο. Είμαστε μια κοινωνία, που αποθεώνει το εύκολο, το γρήγορο, το το καινούργιο, το μιας χρήσης. Επομένως, ο Τσίπρας πρόεδρος του Συνασπισμού! Γιατί όχι; Είναι νέος, εύκολος (με την… καλή έννοια), γρήγορος και, να μην ξεχάσω, αυτό που λένε «επικοινωνιακός». Εξάλλου, ποιοί άλλοι «κλασάτοι» απέμειναν στον ΣΥΝ; Έχουμε και λέμε: Παπαδημούλης, Παπαγιαννάκης απ’ τους «ανανεωτικούς», Δραγασάκης, Λαφαζάνης από το «ρεύμα», και τέλος. Το σχεδόν τίποτα! Εντάξει, ο Κουβέλης είναι ο πιο διακεκριμένος και ο πλέον αξιόπιστος απ’ όλους τους εναπομείναντες αλλά ξαναπαίζει; Και τον ξαναπαίζουνε; Αμφίβολο. Σιγά μην ξαναπαίξουν και τον Κωνσταντόπουλο…
Και μπορεί να είναι! Αν όχι μια κακόγουστη φάρσα, μπορεί να είναι ένα κακόγουστο πολιτικό παιγνίδι. Απίστευτο κι αυτό για Αλαβάνο και Συνασπισμό, αλλά γιατί όχι; Στην εποχή μας το κακόγουστο είναι καλόγουστο. Είμαστε μια κοινωνία, που αποθεώνει το εύκολο, το γρήγορο, το το καινούργιο, το μιας χρήσης. Επομένως, ο Τσίπρας πρόεδρος του Συνασπισμού! Γιατί όχι; Είναι νέος, εύκολος (με την… καλή έννοια), γρήγορος και, να μην ξεχάσω, αυτό που λένε «επικοινωνιακός». Εξάλλου, ποιοί άλλοι «κλασάτοι» απέμειναν στον ΣΥΝ; Έχουμε και λέμε: Παπαδημούλης, Παπαγιαννάκης απ’ τους «ανανεωτικούς», Δραγασάκης, Λαφαζάνης από το «ρεύμα», και τέλος. Το σχεδόν τίποτα! Εντάξει, ο Κουβέλης είναι ο πιο διακεκριμένος και ο πλέον αξιόπιστος απ’ όλους τους εναπομείναντες αλλά ξαναπαίζει; Και τον ξαναπαίζουνε; Αμφίβολο. Σιγά μην ξαναπαίξουν και τον Κωνσταντόπουλο…
Πάμε τώρα σ’ αυτή την κακόγουστη φάρσα, που μπορεί να είναι ένα «κακόγουστο-καλόγουστο», όπως λέγαμε, πολιτικό παιγνίδι. Ή ένα ευφάνταστο σενάριο: Ο Αλαβάνος, για «προσωπικούς λόγους», αποσύρεται από την προεδρία του Συνασπισμού και τον οδηγεί (ο ΣΥΝ σύρεται επί της ουσίας) σε μια επιλογή προέδρου τύπου Τσίπρα (όπως θα ‘θελε ο Αλέκος) ή Παπαδημούλη να πούμε, ή Δραγασάκη, ενώ ο ίδιος αναλαμβάνει τον ρόλο κοινοβουλευτικού ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτομάτως, από την σημειολογία της εξέλιξης και μόνον, αλλά και «επικοινωνιακά», που λέει ο λόγος (τους), και πραγματικά, (που μας ενδιαφέρει), ο ΣΥΝ εκπίπτει από το status του κόμματος-οδηγού (leader) στο χώρο της ανανεωτικής αριστεράς, σε ένα ακόμα «ρεύμα» του ΣΥΡΙΖΑ. Ενώ ο Αλαβάνος, ως ηγέτης της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, κατοχυρώνει ένα είδος ηγεμονίας της… «όλης ριζοσπαστικής Αριστεράς», που θα ‘λεγε και ο Βενιζέλος ο νεότερος. Και εγγράφει υποθήκη για την προεδρία του σχήματος που θα προκύψει από την (επιδιωκόμενη) μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα-κίνημα.
Είπαμε, ένα ευφάνταστο σενάριο είναι. Για μια πολιτική φάρσα, ένα πολιτικό παιγνίδι που, ποιος ξέρει, κρυφίως, ίσως παίζεται. Το βρίσκετε κακόγουστο; Σωστά, αλλά στην εποχή μας το κακόγουστο είναι καλόγουστο, και στην Αριστερά! Είμαστε μια κοινωνία που αποθεώνει το νέο, το καινούργιο, το γρήγορο, το μιας χρήσης…
Νίκος Τσαγκρής
29 Νοεμβρίου 2007
Δυσμαθείς και ανάλγητοι
Να το πάμε ακόμη μια φορά από την αρχή: μας κυβερνούν (και δεν εννοώ μονάχα την κυβέρνηση) άνθρωποι χυδαίοι, αμόρφωτοι, ταπεινότατων αισθημάτων άνθρωποι, ανδράρια και γύναια χθαμαλής ποιότητας. Μας κυβερνούν όντα που είναι αποκυήματα της πολλαπλής δυσπλασίας (η οποία συνιστά και τη δυστυχία της) από την οποία προέκυψε το ελληνικό κράτος και ο καινοφανής (ου μην αλλά και κενός) ελληνικός λαός. Ένας λαός όχι μόνο ή κυρίως όχι μόνο χωρίς ιστορικό περιεχόμενο πλην εκείνου του εμβαλωματικού για να συμπληρωθεί όπως - όπως το κενό στην ιστορία των εθνικών κρατών του 19ου αιώνα, με τα αιμοσταγή συμπαρομαρτούντα κατά τη διάρκεια του 20ού, αλλά κυρίως ένας λαός χωρίς ιστορικό αντικείμενο μέσα στην τερατωδώς πολύπλοκη πλημμυρίδα ενός κόσμου που άλλαξε άρδην πολλές φορές κατά τη διάρκεια αυτών των δύο τελευταίων αιώνων πριν από τον 21ο.
Και η Ελλάς επί δύο αιώνες αποτυγχάνει. Διαρκώς. Μια υπόθεση που πίστεψαν έντιμα μυαλά και επίκαιρα έως θανάτου σώματα, απέτυχε. Διά της σπατάλης. Ιστορικής, κοινωνικής και οποιαδήποτε άλλης. Διότι η Ελλάδα κατασκευάσθηκε (πράγμα διόλου κακό, συμβαίνει σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη με διάφορους τρόπους κατά περίπτωση, σε ένα πλέγμα που μπροστά του ο γόρδιος δεσμός μοιάζει με παιδικό παιχνίδι), και αντί να προχωρήσει ώστε να αποκτήσει περιεχόμενο, σπατάλησε ακόμη και την ιδεοληπτική σκευή της, αγριεύτηκε από ανθρώπους ανάξιους και άξεστους που αντί να εισχωρήσουν στο άγνωστο κατέφυγαν στο επίπλαστα γνωστό και έτσι από κατάντια σε κατάντια, από τραγωδία σε τραγωδία φτάσαμε στο σημερινό χυδαίο τίποτα που αν το αναλογιστεί κανείς είναι για αυτοκτονία (τρόπος του λέγειν).
Η Ελλάδα δεν υφίσταται. Δεν υπάρχει. Και δεν είναι πια εφεύρημα της φαντασίας της. Είναι αποκύημα της ιστορικής της χυδαιότητας απ' όπου ο καθένας (σύστημα, ομάδα, οικονομική διάσταση, ατομική οντότητα) άρπαξε ό,τι πρόλαβε, το εγκατέστησε στον τόπο και αυτό το συνονθύλευμα το προβάλλει ως συντεταγμένη κρατική υπόσταση, διαθέτουσα λαό, έδαφος, εξουσία. Ψέματα. Τίποτα δεν υπάρχει. Χυδαίοι ομνύουν για τη σημαία, χυδαίοι ομνύουν για τον τόπο, χυδαίοι ομνύουν για τη θρησκεία. Δυσμαθείς και ανάλγητοι ομιλούν. Θρασύστομοι επιτίθενται και αργυρώνητοι εξηγούν τα θέσφατα. Και τα εξηγούν σε έναν λαό πρόθυμο να πιστέψει τους θρασύστομους, τους αργυρώνητους, τους χυδαίους, τους τιποτένιους, τα ανδράρια και τα γύναια της κάθε λογής εξουσίας. Και είναι πρόθυμος ο λαός να τους πιστέψει γιατί είναι σάρκα από τη σάρκα του. Αληθώς. Τομάρια που πρόδωσαν, κτήνη που έβγαλαν κέρδη από την προδοσία, μαυροφορεμένα γουρούνια που πούλησαν τη θεία κοινωνία σε κάθε κατακτητή και απάνθρωπες γραβάτες που ξέσκισαν και ξεσκίζουν κάθε έννοια κοινού κτήματος της δημοκρατίας προς ίδιον όφελος, όλοι αυτοί λατρεύτηκαν.
Αλλά για να λατρευτούν όλοι αυτοί, σημαίνει, ότι τους λατρεύουν δούλοι. Η παινεμένη, αποενοχοποιημένη λατρευτή πλειοψηφία. Αυτή η χρυσοτόκος όρνις που γεννάει τα χρυσά αυγά του τίποτα. Τα χρυσά αυγά ενός χρήματος που δεν είναι των ανθρώπων αλλά ωστόσο μέσα στο στρεβλό μπορεί να καταβάλει τους ανθρώπους. Ζωοδούν, φρικωδούν, ανασκολοπίζουν, κλέβουν, σκοτώνουν ζωές και όμως! Όλα είναι φυσιολογικά. Φτύνουν και λέμε ότι βρέχει. Κλέβουν και λέμε ότι ο θόρυβος της κλοπής είναι ψαλμωδία. Λοιδορούν και ξεσκίζουν (κάποτε την έστησαν και στον τοίχο του εκτελεστικού αποσπάσματος) όποια ελπίδα πάει να γεννηθεί κι εμείς ψάχνουμε να βρούμε το ποσοστό της αλήθειας τους. Το ποσοστό της αλήθειας τους. Το ποσοστό των τεράτων. Που όπως είπαμε προέκυψαν από την πολλαπλή τερατογένεση που λέγεται Ελλάδα.
Καθαρά πράγματα: δεν υπάρχει σήμερα επώνυμη οικογένεια στην Ελλάδα με οποιασδήποτε μορφής εξουσία (κυβερνητική ή άλλη) που να μην είναι προϊόν τερατουργίας. Προϊόν τερατώδους νομιμότητας η οποία οδήγησε και οδηγεί τον τόπο Ελλάδα στον χαμό. Οι άνθρωποι λοιπόν που συμμετέχουν στην άσκηση αυτής της πολυπλόκαμης εξουσίας, μαζί με τον ακατάσχετο και πολυπλόκαμο εσμό που τους υποστηρίζει είναι τέρατα ασημαντότητας και αρπαγής. Και να εξηγούμαστε: το πράγμα δεν τελειώνει με τα δύο κόμματα εξουσίας, ούτε με τους βαρείς υποστηρικτές τους. Έχει διαχυθεί παντού, σε μια κραυγαλέα ομερτά της απάτης. Καθαρά πράγματα: τα πάντα είναι προδομένα. Όλοι οι θεσμοί είναι μη αντιστρέψιμα διαβρωμένοι, και η συζήτηση, δείγματος χάριν, επί του ασφαλιστικού, ένα απλό σφαγείο.
Εδώ ο πρωθυπουργός είναι γιος του πατέρα του και ανιψιός του θείου του εν θριάμβω κι εσύ μου λες... Ο Ρουσόπουλος και ο Μαγγίνας μας μάρανε. Σαν να λέμε ο Ρέππας και ο Πρωτόπαπας. Σαν να λέμε ο "Ακτωρ" της ΔΟΛιας Ελλάδας. Και στην επιφάνεια το Μητσοτακέικο. Και στην ακτή η θάλασσα να ξεβράζει πτώματα αγαλμάτων. Υπάρχει κανένας για να τα δει; Υπάρχει. Οι αρχαιοκάπηλοι. Επειδή η Ελλάδα είναι απλώς εμπόρευμα. Φτηνό. Που εμπορεύεται το ίδιο της το άγαλμα. Το μόνο σταθερό της σημείο.
Και η Ελλάς επί δύο αιώνες αποτυγχάνει. Διαρκώς. Μια υπόθεση που πίστεψαν έντιμα μυαλά και επίκαιρα έως θανάτου σώματα, απέτυχε. Διά της σπατάλης. Ιστορικής, κοινωνικής και οποιαδήποτε άλλης. Διότι η Ελλάδα κατασκευάσθηκε (πράγμα διόλου κακό, συμβαίνει σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη με διάφορους τρόπους κατά περίπτωση, σε ένα πλέγμα που μπροστά του ο γόρδιος δεσμός μοιάζει με παιδικό παιχνίδι), και αντί να προχωρήσει ώστε να αποκτήσει περιεχόμενο, σπατάλησε ακόμη και την ιδεοληπτική σκευή της, αγριεύτηκε από ανθρώπους ανάξιους και άξεστους που αντί να εισχωρήσουν στο άγνωστο κατέφυγαν στο επίπλαστα γνωστό και έτσι από κατάντια σε κατάντια, από τραγωδία σε τραγωδία φτάσαμε στο σημερινό χυδαίο τίποτα που αν το αναλογιστεί κανείς είναι για αυτοκτονία (τρόπος του λέγειν).
Η Ελλάδα δεν υφίσταται. Δεν υπάρχει. Και δεν είναι πια εφεύρημα της φαντασίας της. Είναι αποκύημα της ιστορικής της χυδαιότητας απ' όπου ο καθένας (σύστημα, ομάδα, οικονομική διάσταση, ατομική οντότητα) άρπαξε ό,τι πρόλαβε, το εγκατέστησε στον τόπο και αυτό το συνονθύλευμα το προβάλλει ως συντεταγμένη κρατική υπόσταση, διαθέτουσα λαό, έδαφος, εξουσία. Ψέματα. Τίποτα δεν υπάρχει. Χυδαίοι ομνύουν για τη σημαία, χυδαίοι ομνύουν για τον τόπο, χυδαίοι ομνύουν για τη θρησκεία. Δυσμαθείς και ανάλγητοι ομιλούν. Θρασύστομοι επιτίθενται και αργυρώνητοι εξηγούν τα θέσφατα. Και τα εξηγούν σε έναν λαό πρόθυμο να πιστέψει τους θρασύστομους, τους αργυρώνητους, τους χυδαίους, τους τιποτένιους, τα ανδράρια και τα γύναια της κάθε λογής εξουσίας. Και είναι πρόθυμος ο λαός να τους πιστέψει γιατί είναι σάρκα από τη σάρκα του. Αληθώς. Τομάρια που πρόδωσαν, κτήνη που έβγαλαν κέρδη από την προδοσία, μαυροφορεμένα γουρούνια που πούλησαν τη θεία κοινωνία σε κάθε κατακτητή και απάνθρωπες γραβάτες που ξέσκισαν και ξεσκίζουν κάθε έννοια κοινού κτήματος της δημοκρατίας προς ίδιον όφελος, όλοι αυτοί λατρεύτηκαν.
Αλλά για να λατρευτούν όλοι αυτοί, σημαίνει, ότι τους λατρεύουν δούλοι. Η παινεμένη, αποενοχοποιημένη λατρευτή πλειοψηφία. Αυτή η χρυσοτόκος όρνις που γεννάει τα χρυσά αυγά του τίποτα. Τα χρυσά αυγά ενός χρήματος που δεν είναι των ανθρώπων αλλά ωστόσο μέσα στο στρεβλό μπορεί να καταβάλει τους ανθρώπους. Ζωοδούν, φρικωδούν, ανασκολοπίζουν, κλέβουν, σκοτώνουν ζωές και όμως! Όλα είναι φυσιολογικά. Φτύνουν και λέμε ότι βρέχει. Κλέβουν και λέμε ότι ο θόρυβος της κλοπής είναι ψαλμωδία. Λοιδορούν και ξεσκίζουν (κάποτε την έστησαν και στον τοίχο του εκτελεστικού αποσπάσματος) όποια ελπίδα πάει να γεννηθεί κι εμείς ψάχνουμε να βρούμε το ποσοστό της αλήθειας τους. Το ποσοστό της αλήθειας τους. Το ποσοστό των τεράτων. Που όπως είπαμε προέκυψαν από την πολλαπλή τερατογένεση που λέγεται Ελλάδα.
Καθαρά πράγματα: δεν υπάρχει σήμερα επώνυμη οικογένεια στην Ελλάδα με οποιασδήποτε μορφής εξουσία (κυβερνητική ή άλλη) που να μην είναι προϊόν τερατουργίας. Προϊόν τερατώδους νομιμότητας η οποία οδήγησε και οδηγεί τον τόπο Ελλάδα στον χαμό. Οι άνθρωποι λοιπόν που συμμετέχουν στην άσκηση αυτής της πολυπλόκαμης εξουσίας, μαζί με τον ακατάσχετο και πολυπλόκαμο εσμό που τους υποστηρίζει είναι τέρατα ασημαντότητας και αρπαγής. Και να εξηγούμαστε: το πράγμα δεν τελειώνει με τα δύο κόμματα εξουσίας, ούτε με τους βαρείς υποστηρικτές τους. Έχει διαχυθεί παντού, σε μια κραυγαλέα ομερτά της απάτης. Καθαρά πράγματα: τα πάντα είναι προδομένα. Όλοι οι θεσμοί είναι μη αντιστρέψιμα διαβρωμένοι, και η συζήτηση, δείγματος χάριν, επί του ασφαλιστικού, ένα απλό σφαγείο.
Εδώ ο πρωθυπουργός είναι γιος του πατέρα του και ανιψιός του θείου του εν θριάμβω κι εσύ μου λες... Ο Ρουσόπουλος και ο Μαγγίνας μας μάρανε. Σαν να λέμε ο Ρέππας και ο Πρωτόπαπας. Σαν να λέμε ο "Ακτωρ" της ΔΟΛιας Ελλάδας. Και στην επιφάνεια το Μητσοτακέικο. Και στην ακτή η θάλασσα να ξεβράζει πτώματα αγαλμάτων. Υπάρχει κανένας για να τα δει; Υπάρχει. Οι αρχαιοκάπηλοι. Επειδή η Ελλάδα είναι απλώς εμπόρευμα. Φτηνό. Που εμπορεύεται το ίδιο της το άγαλμα. Το μόνο σταθερό της σημείο.
Κώστας Καναβούρης
25 Νοεμβρίου 2007
Από την Θάτσερ στον Κωστάκη
Η έκφραση «θα γίνει της Γαλλίας» γεμίζει τον ελληνικό κοινωνικοπολιτικό “αέρα” αυτές τις μέρες. «Θα γίνει της Γαλλίας», που σημαίνει θα βγει στους δρόμους το πόπολο, έρχεται κοινωνική αναταραχή, έρχονται απεργίες, διαδηλώσεις, εξεγέρσεις. Όπως στη Γαλλία.
-Και γιατί στην Ελλάδα όπως στην Γαλλία, παρακαλώ;
-Διότι, όπως στη Γαλλία έχουν τον Σαρκοζί, έτσι κι εμείς έχουμε τον Κωστάκη: Κωστάκης α λα Σαρκοζί. Αποφασισμένος να επιβάλλει τις μεταρρυθμίσεις ο Γάλλος, κολλημένος με τις “μεταρρυθμίσεις” και ο δικός μας… Κάπως έτσι τα βλέπει ο κοσμάκης. Και, «θα γίνει της Γαλλίας»…
Φυσικά και θα …γίνει της Γαλλίας. Και της Γαλλίας και της Αργεντινής θα γίνει. Το θέμα είναι να μη γίνει της Αγγλίας. Θα μου πείτε, τι δουλειά έχει η Αγγλία; Θα σας πω: αυτή η ιστορία με τους δικούς μας… μεταρρυθμιστές, μου θυμίζει την πιλοτική εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη. Είκοσι χρόνια πριν, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, τότε που γινόταν «της Αγγλίας». Από τη μια η Αγγλίδα ιέρεια του νεοφιλελευθερισμού, η «σιδηρά κυρία», η Μάργκαρετ Θάτσερ. Και από την άλλη οι Βρετανοί ανθρακωρύχοι με την χαλύβδινη συνδικαλιστική ηγεσία τους. Η σύγκρουση μετωπική, αδυσώπητη, αλλά στο τέλος τα οδοφράγματα των ανθρακωρύχων έπεσαν, η «σιδηρά κυρία»… μεταρρύθμισε (εξόντωσε, στην κυριολεξία) τους ανθρακωρύχους.
Ήταν η εποχή που η… μεταρρυθμίστρια Θάτσερ έκανε ένα εξαιρετικό δίδυμο με τον διαπλανητικό… μεταρρυθμιστή Ρόναλντ Ρήγκαν. Εμείς είχαμε τον «σοσιαλισμό» του Ανδρέα, μα (για ιστορικούς μόνο λόγους) θυμίζω ότι τότε ακριβώς ξετσούμισε ο… μεταρρυθμιστής Σημίτης. Ο οποίος, θυμάστε, από τότε ήθελε να μεταρρυθμίσει την οικονομία (και την σοσιαλδημοκρατία, εν γένει) κατά τα πρότυπα της Θάτσερ. Το έκανε δέκα χρόνια αργότερα, σε ένα εξαιρετικό δίδυμο με τον Γάλλο ομοϊδεάτη του, τον (πώς να τους πούμε τώρα αυτούς; σοσιαλφιλελεύθερους;) Λιονέλ Ζοσπέν. Τώρα έχουμε ένα ακόμα ελληνογαλλικό δίδυμο… μεταρρυθμιστών. Πιο straight αυτή τη φορά, πιο κανονικά φιλελεύθερο: το δίδυμο των Σαρκοζί-Κωστάκη.
Αλλά γιατί πιο straight, γιατί πιο δεξιοί, γιατί πιο κανονικοί φιλελεύθεροι οι Σαρκοζί και Κωστάκης από τους Ζοσπέν και Σημίτη; Όχι, αν αφαιρέσουμε τις ιδεολογικές σφραγίδες, αυτό που προκύπτει είναι μια απλή αλλαγή φρουράς στο στρατόπεδο των ευρωπαίων… μεταρρυθμιστών: Από την Θάτσερ ως τον Μπλερ, από τον Ζοσπέν ως τον Σαρκοζί, από τον Σημίτη ως τον Κωστάκη, μια διαρκής σταυροφορία ρυθμίσεων και μεταρρυθμίσεων στην ίδια, νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση. Υπέρ της οικονομικής ολιγαρχίας, κατά της κοινωνίας των εργαζομένων.
«Ποια κοινωνία; Ποιοι εργαζόμενοι; Δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα…», μοιάζουν να λένε Σαρκοζί και Κώστας, όπως έλεγε τριάντα χρόνια πριν η Θάτσερ. Ε, δεν είναι φυσικό να γίνει «της Γαλλίας»;
Νίκος Τσαγκρής
-Και γιατί στην Ελλάδα όπως στην Γαλλία, παρακαλώ;
-Διότι, όπως στη Γαλλία έχουν τον Σαρκοζί, έτσι κι εμείς έχουμε τον Κωστάκη: Κωστάκης α λα Σαρκοζί. Αποφασισμένος να επιβάλλει τις μεταρρυθμίσεις ο Γάλλος, κολλημένος με τις “μεταρρυθμίσεις” και ο δικός μας… Κάπως έτσι τα βλέπει ο κοσμάκης. Και, «θα γίνει της Γαλλίας»…
Φυσικά και θα …γίνει της Γαλλίας. Και της Γαλλίας και της Αργεντινής θα γίνει. Το θέμα είναι να μη γίνει της Αγγλίας. Θα μου πείτε, τι δουλειά έχει η Αγγλία; Θα σας πω: αυτή η ιστορία με τους δικούς μας… μεταρρυθμιστές, μου θυμίζει την πιλοτική εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη. Είκοσι χρόνια πριν, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, τότε που γινόταν «της Αγγλίας». Από τη μια η Αγγλίδα ιέρεια του νεοφιλελευθερισμού, η «σιδηρά κυρία», η Μάργκαρετ Θάτσερ. Και από την άλλη οι Βρετανοί ανθρακωρύχοι με την χαλύβδινη συνδικαλιστική ηγεσία τους. Η σύγκρουση μετωπική, αδυσώπητη, αλλά στο τέλος τα οδοφράγματα των ανθρακωρύχων έπεσαν, η «σιδηρά κυρία»… μεταρρύθμισε (εξόντωσε, στην κυριολεξία) τους ανθρακωρύχους.
Ήταν η εποχή που η… μεταρρυθμίστρια Θάτσερ έκανε ένα εξαιρετικό δίδυμο με τον διαπλανητικό… μεταρρυθμιστή Ρόναλντ Ρήγκαν. Εμείς είχαμε τον «σοσιαλισμό» του Ανδρέα, μα (για ιστορικούς μόνο λόγους) θυμίζω ότι τότε ακριβώς ξετσούμισε ο… μεταρρυθμιστής Σημίτης. Ο οποίος, θυμάστε, από τότε ήθελε να μεταρρυθμίσει την οικονομία (και την σοσιαλδημοκρατία, εν γένει) κατά τα πρότυπα της Θάτσερ. Το έκανε δέκα χρόνια αργότερα, σε ένα εξαιρετικό δίδυμο με τον Γάλλο ομοϊδεάτη του, τον (πώς να τους πούμε τώρα αυτούς; σοσιαλφιλελεύθερους;) Λιονέλ Ζοσπέν. Τώρα έχουμε ένα ακόμα ελληνογαλλικό δίδυμο… μεταρρυθμιστών. Πιο straight αυτή τη φορά, πιο κανονικά φιλελεύθερο: το δίδυμο των Σαρκοζί-Κωστάκη.
Αλλά γιατί πιο straight, γιατί πιο δεξιοί, γιατί πιο κανονικοί φιλελεύθεροι οι Σαρκοζί και Κωστάκης από τους Ζοσπέν και Σημίτη; Όχι, αν αφαιρέσουμε τις ιδεολογικές σφραγίδες, αυτό που προκύπτει είναι μια απλή αλλαγή φρουράς στο στρατόπεδο των ευρωπαίων… μεταρρυθμιστών: Από την Θάτσερ ως τον Μπλερ, από τον Ζοσπέν ως τον Σαρκοζί, από τον Σημίτη ως τον Κωστάκη, μια διαρκής σταυροφορία ρυθμίσεων και μεταρρυθμίσεων στην ίδια, νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση. Υπέρ της οικονομικής ολιγαρχίας, κατά της κοινωνίας των εργαζομένων.
«Ποια κοινωνία; Ποιοι εργαζόμενοι; Δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα…», μοιάζουν να λένε Σαρκοζί και Κώστας, όπως έλεγε τριάντα χρόνια πριν η Θάτσερ. Ε, δεν είναι φυσικό να γίνει «της Γαλλίας»;
Νίκος Τσαγκρής
21 Νοεμβρίου 2007
Οι χορευτές της απογνώσεως
Ίσως να μιλούσαμε για τη χορογραφία της απόγνωσης στο κέντρο της πόλης; Να μιλούσαμε μήπως για μια performance της απελπισίας που φεύγει κι έρχεται μπροστά στα μάτια του ανώνυμου πλήθους, αν βέβαια η μάζα έχει μάτια ώστε συνακολούθως θα έπρεπε ως αποτέλεσμα να έχει και ψυχή, πράγμα το οποίον δεν φαίνεται να συμβαίνει; Να μιλούσαμε επίσης για μια συντεταγμένη και σαφώς ευδιάκριτη (άρα και η σημασία της ευδιάκριτη) κίνηση της ανωνυμίας μέσα στην ανωνυμία, να μιλούσαμε δηλαδή για την απόδειξη του αναπόδεικτου μέσα από την αγωνία των ανθρώπων; Να μιλούσαμε για τον παφλασμό της σιωπής μέσα στην άγρια κίνηση του δρόμου, εκείνο τον παφλασμό μιας ματαιωμένης επανάστασης που δεν ξεκίνησε ποτέ διότι το πένθος ήταν μεγαλύτερο από την ανάγκη της; Να μιλούσαμε. Και να σιωπούσαμε επίσης. Και να βλέπαμε το ξαφνικό να αναδύεται, να αναμένει, να αναμέλπει και να αναμέλπεται, να έρχεται τρέχοντας να στέκεται χαμογελώντας όπως ο χρησμός του Ηνίοχου στο Μαντείο των Δελφών κι ύστερα πάλι βιαστικά να εξατμίζεται χωρίς κραυγή αλλά όπως μαχαιριά, στο ασήμι του πεζοδρομίου, στο ασήμι μια παλαιότατης βροχής που κι αυτή δεν ήξερε τον εαυτό της.
Αν ήμουν χορογράφος θα μελετούσα τις κινήσεις τους. Αν ήμουν χορευτής θα ακολουθούσα τα βήματά τους μέχρι να τα μάθω. Αν ήμουν ενδυματολόγος θα κρατούσα το κάθε στοιχείο και στοιχειό της ένδυσής τους και προπαντός εκείνους τους μεγάλους λευκούς μπόγους που τους φορτώνονται στην πλάτη και τρέχουν όταν τους κυνηγάει -όποτε της καπνίσει- η αστυνομία λες και τους κυνηγάει το μεγάλο ανήμερο θηρίο του εφιάλτη τους. Αν ήμουν γλύπτης θα μελετούσα την ακινησία τους στις παρόδους και στους παράδρομους των κεντρικών δρόμων, μια ακινησία κλασικής ποιότητας που μόνο η απόγνωση και η απελπισία προκαλούν: μια ακινησία Ερμή, φτιαγμένη από τον Πραξιτέλη, δηλαδή ακαριαία ακινησία~ ακινησία που αφουγκράζεται τον κίνδυνο: Έχουν ήδη κυνηγηθεί. Για αιώνες. Για χρόνια. Για εποχές. Για μήνες. Για ώρες. Για λεπτά. Για δευτερόλεπτα. Αυτό το δευτερόλεπτο. Τώρα. Δεν υπάρχει αργότερα. Τώρα. Μόνο τώρα. Ένα δευτερόλεπτο ή το κλάσμα του πριν ο σκληρός αφέτης δώσει και πάλι το σύνθημα του κυνηγιού. Κι όμως τώρα, ελάχιστα πριν, ο θίασος των κυνηγημένων ξεκουράζεται. Θα κινηθεί ακαρεί. Όμως τώρα ξεκουράζεται και σκέπτεται ο θίασος της απελπισίας και της απόγνωσης, ακαρεί. Ένας ανώνυμος πόλεμος με τους πολεμιστές του γεμάτους από πολεμοφόδια. Ξέρουν ότι ο εχθρός είναι ταπεινός. Ξέρουν ότι θα νικήσουν. Αλλά με νόημα της νίκης εντελώς διαφορετικό απ' ό,τι ο ταπεινός εχθρός τους δίνει στη νίκη.
Μιμήσεις πολυτελούς ψευδότητας. Μιμήσεις άγνοιας. Ήθος της απογνώσεως. Ρήμα πάντοτε στον ενεστώτα, αφού κι η κάθε παράσταση στον ενεστώτα συμβαίνει. Τα υπόλοιπα του παρελθόντος και του μέλλοντος, απλώς να διηγείται. Γι' αυτή την παράσταση μιλώ. Που αν ήμουνα ο σκηνογράφος της θα έπρεπε να ξαναβαπτισθώ στο χάος ώσπου να μπορέσω να ξαναβρώ το μέγεθος της πόλης ώστε να ξαναβρώ το μέγεθος των ανθρώπων της. Και στο μεταξύ ο θίασος κινείται. Συντεταγμένος πάντοτε. Όλοι μαζί. Χορός. Στο πιο αμίλητο τραγούδι που άκουσα ποτέ. Στην πιο παγκόσμια γλώσσα: εκείνη της ανεπίδοτης ανθρωπιάς που γίνεται γάγγραινα και πάει την εξέγερση είτε από την υποταγή στο έγκλημα, είτε από το πουθενά στο τίποτα. Σε σπάνιες μόνο περιπτώσεις -κι αυτό για λίγο- σε άνθη της Κρονστάνδης και της Καρχηδόνας. Απλά μαθηματικά της ύπαρξης είναι αυτά. Μουσικές αγαλμάτων, σημαίες του χαμόγελου μιας Αφροδίτης που έμειναν χρόνια στον βυθό κι απέκτησε τη σημασία της.
Ένα πένθος χορού είναι αυτοί οι άνθρωποι στο κέντρο της Αθήνας. Γιατί χορεύουνε τα μαθηματικά τους με μια μουσική που μόνο οι ίδιοι ακούνε. Αυτοί και κάτι παραπεταμένοι και ασήμαντοι (ανώνυμοι) της εργασίας που οι άλλοι τους περιφρονούν. Ένα απόβραδο -δεν πάει πολύς καιρός- ένα περιφρονημένο, βρεγμένο, τυχαίο, ανεμάρτιστο φαινομενικά απόβραδο του Νοεμβρίου, ένα καυτό απόβραδο, έχει σταματήσει μέσα στην Ερμού αυτοκίνητο της Δημοτικής Αστυνομίας, ο δρόμος κενός, έχει κατέβει ο μπάτσος της δημοτικής αστυνομίας και ουρλιάζει προς τον θίασο εκείνου του απόβραδου: Τώωωωρα τα πήραααα, τώωωρα τα πήρααα θα σας αυτό... θα σας εκείνο.... Κι εκείνοι γελώντας καμώνονται πως τρέχουν, βράδυ, οι άσπροι μπόγοι, πλάτες, καθημαγμένη πολυτέλεια, θίασος χορευτών που δεν θα πάρει μέρος σε καμιά τελετή έναρξης Ολυμπιάδας. Η κίνησίς του δεν θα αναλυθεί αισθητικώς. Κι όμως. Αυτός ο μπάτσος που ερμήνευε την χάριν... Αυτά τα χαμόγελα. Το τρέξιμο. Το άφημα. Τα λεπτά μαύρα δάκτυλα στο λευκό πανί μιας ανεκλάλητης αποκαθηλώσεως του κόσμου. Αυτά όλα. Ο χορός. Αυτή η τελετή της εξαγνίσεως. Τρέχει αίμα. Λάλον ύδωρ. Πίνουνε οι χορευτές της απογνώσεως και της απελπισίας και χορεύουνε τα μαθηματικά της μουσικής τους σιωπής. Συμβαίνει. Κάθε μέρα. Δεν θα το βρείτε στο Διαδίκτυο. Γιατί όπως λέει και ο φίλος μου ο μαθηματικός (εκ των κορυφαίων διεθνώς) Δημήτρης Θηλυκός, "μεγάλα μαθηματικά χωρίς απόγνωση και χωρίς απελπισία, δεν γίνονται". Και δεν ξέρω πως, αλλά αυτή του η φράση μου ταίριαζε με μια φράση - τίτλο του Νίκου Καρούζου καθώς έβλεπε τον ακίνητο θίασο των μαύρων πωλητών να αναμένει τον αφέντη, με τους άσπρους μπόγους έτοιμους στην οδό Βουκουρεστίου: "Λογική μεγάλου σχήματος".
Κώστας Καναβούρης
Αν ήμουν χορογράφος θα μελετούσα τις κινήσεις τους. Αν ήμουν χορευτής θα ακολουθούσα τα βήματά τους μέχρι να τα μάθω. Αν ήμουν ενδυματολόγος θα κρατούσα το κάθε στοιχείο και στοιχειό της ένδυσής τους και προπαντός εκείνους τους μεγάλους λευκούς μπόγους που τους φορτώνονται στην πλάτη και τρέχουν όταν τους κυνηγάει -όποτε της καπνίσει- η αστυνομία λες και τους κυνηγάει το μεγάλο ανήμερο θηρίο του εφιάλτη τους. Αν ήμουν γλύπτης θα μελετούσα την ακινησία τους στις παρόδους και στους παράδρομους των κεντρικών δρόμων, μια ακινησία κλασικής ποιότητας που μόνο η απόγνωση και η απελπισία προκαλούν: μια ακινησία Ερμή, φτιαγμένη από τον Πραξιτέλη, δηλαδή ακαριαία ακινησία~ ακινησία που αφουγκράζεται τον κίνδυνο: Έχουν ήδη κυνηγηθεί. Για αιώνες. Για χρόνια. Για εποχές. Για μήνες. Για ώρες. Για λεπτά. Για δευτερόλεπτα. Αυτό το δευτερόλεπτο. Τώρα. Δεν υπάρχει αργότερα. Τώρα. Μόνο τώρα. Ένα δευτερόλεπτο ή το κλάσμα του πριν ο σκληρός αφέτης δώσει και πάλι το σύνθημα του κυνηγιού. Κι όμως τώρα, ελάχιστα πριν, ο θίασος των κυνηγημένων ξεκουράζεται. Θα κινηθεί ακαρεί. Όμως τώρα ξεκουράζεται και σκέπτεται ο θίασος της απελπισίας και της απόγνωσης, ακαρεί. Ένας ανώνυμος πόλεμος με τους πολεμιστές του γεμάτους από πολεμοφόδια. Ξέρουν ότι ο εχθρός είναι ταπεινός. Ξέρουν ότι θα νικήσουν. Αλλά με νόημα της νίκης εντελώς διαφορετικό απ' ό,τι ο ταπεινός εχθρός τους δίνει στη νίκη.
Μιμήσεις πολυτελούς ψευδότητας. Μιμήσεις άγνοιας. Ήθος της απογνώσεως. Ρήμα πάντοτε στον ενεστώτα, αφού κι η κάθε παράσταση στον ενεστώτα συμβαίνει. Τα υπόλοιπα του παρελθόντος και του μέλλοντος, απλώς να διηγείται. Γι' αυτή την παράσταση μιλώ. Που αν ήμουνα ο σκηνογράφος της θα έπρεπε να ξαναβαπτισθώ στο χάος ώσπου να μπορέσω να ξαναβρώ το μέγεθος της πόλης ώστε να ξαναβρώ το μέγεθος των ανθρώπων της. Και στο μεταξύ ο θίασος κινείται. Συντεταγμένος πάντοτε. Όλοι μαζί. Χορός. Στο πιο αμίλητο τραγούδι που άκουσα ποτέ. Στην πιο παγκόσμια γλώσσα: εκείνη της ανεπίδοτης ανθρωπιάς που γίνεται γάγγραινα και πάει την εξέγερση είτε από την υποταγή στο έγκλημα, είτε από το πουθενά στο τίποτα. Σε σπάνιες μόνο περιπτώσεις -κι αυτό για λίγο- σε άνθη της Κρονστάνδης και της Καρχηδόνας. Απλά μαθηματικά της ύπαρξης είναι αυτά. Μουσικές αγαλμάτων, σημαίες του χαμόγελου μιας Αφροδίτης που έμειναν χρόνια στον βυθό κι απέκτησε τη σημασία της.
Ένα πένθος χορού είναι αυτοί οι άνθρωποι στο κέντρο της Αθήνας. Γιατί χορεύουνε τα μαθηματικά τους με μια μουσική που μόνο οι ίδιοι ακούνε. Αυτοί και κάτι παραπεταμένοι και ασήμαντοι (ανώνυμοι) της εργασίας που οι άλλοι τους περιφρονούν. Ένα απόβραδο -δεν πάει πολύς καιρός- ένα περιφρονημένο, βρεγμένο, τυχαίο, ανεμάρτιστο φαινομενικά απόβραδο του Νοεμβρίου, ένα καυτό απόβραδο, έχει σταματήσει μέσα στην Ερμού αυτοκίνητο της Δημοτικής Αστυνομίας, ο δρόμος κενός, έχει κατέβει ο μπάτσος της δημοτικής αστυνομίας και ουρλιάζει προς τον θίασο εκείνου του απόβραδου: Τώωωωρα τα πήραααα, τώωωρα τα πήρααα θα σας αυτό... θα σας εκείνο.... Κι εκείνοι γελώντας καμώνονται πως τρέχουν, βράδυ, οι άσπροι μπόγοι, πλάτες, καθημαγμένη πολυτέλεια, θίασος χορευτών που δεν θα πάρει μέρος σε καμιά τελετή έναρξης Ολυμπιάδας. Η κίνησίς του δεν θα αναλυθεί αισθητικώς. Κι όμως. Αυτός ο μπάτσος που ερμήνευε την χάριν... Αυτά τα χαμόγελα. Το τρέξιμο. Το άφημα. Τα λεπτά μαύρα δάκτυλα στο λευκό πανί μιας ανεκλάλητης αποκαθηλώσεως του κόσμου. Αυτά όλα. Ο χορός. Αυτή η τελετή της εξαγνίσεως. Τρέχει αίμα. Λάλον ύδωρ. Πίνουνε οι χορευτές της απογνώσεως και της απελπισίας και χορεύουνε τα μαθηματικά της μουσικής τους σιωπής. Συμβαίνει. Κάθε μέρα. Δεν θα το βρείτε στο Διαδίκτυο. Γιατί όπως λέει και ο φίλος μου ο μαθηματικός (εκ των κορυφαίων διεθνώς) Δημήτρης Θηλυκός, "μεγάλα μαθηματικά χωρίς απόγνωση και χωρίς απελπισία, δεν γίνονται". Και δεν ξέρω πως, αλλά αυτή του η φράση μου ταίριαζε με μια φράση - τίτλο του Νίκου Καρούζου καθώς έβλεπε τον ακίνητο θίασο των μαύρων πωλητών να αναμένει τον αφέντη, με τους άσπρους μπόγους έτοιμους στην οδό Βουκουρεστίου: "Λογική μεγάλου σχήματος".
Κώστας Καναβούρης
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)