21 Νοεμβρίου 2007

Οι χορευτές της απογνώσεως


Ίσως να μιλούσαμε για τη χορογραφία της απόγνωσης στο κέντρο της πόλης; Να μιλούσαμε μήπως για μια performance της απελπισίας που φεύγει κι έρχεται μπροστά στα μάτια του ανώνυμου πλήθους, αν βέβαια η μάζα έχει μάτια ώστε συνακολούθως θα έπρεπε ως αποτέλεσμα να έχει και ψυχή, πράγμα το οποίον δεν φαίνεται να συμβαίνει; Να μιλούσαμε επίσης για μια συντεταγμένη και σαφώς ευδιάκριτη (άρα και η σημασία της ευδιάκριτη) κίνηση της ανωνυμίας μέσα στην ανωνυμία, να μιλούσαμε δηλαδή για την απόδειξη του αναπόδεικτου μέσα από την αγωνία των ανθρώπων; Να μιλούσαμε για τον παφλασμό της σιωπής μέσα στην άγρια κίνηση του δρόμου, εκείνο τον παφλασμό μιας ματαιωμένης επανάστασης που δεν ξεκίνησε ποτέ διότι το πένθος ήταν μεγαλύτερο από την ανάγκη της; Να μιλούσαμε. Και να σιωπούσαμε επίσης. Και να βλέπαμε το ξαφνικό να αναδύεται, να αναμένει, να αναμέλπει και να αναμέλπεται, να έρχεται τρέχοντας να στέκεται χαμογελώντας όπως ο χρησμός του Ηνίοχου στο Μαντείο των Δελφών κι ύστερα πάλι βιαστικά να εξατμίζεται χωρίς κραυγή αλλά όπως μαχαιριά, στο ασήμι του πεζοδρομίου, στο ασήμι μια παλαιότατης βροχής που κι αυτή δεν ήξερε τον εαυτό της.

Αν ήμουν χορογράφος θα μελετούσα τις κινήσεις τους. Αν ήμουν χορευτής θα ακολουθούσα τα βήματά τους μέχρι να τα μάθω. Αν ήμουν ενδυματολόγος θα κρατούσα το κάθε στοιχείο και στοιχειό της ένδυσής τους και προπαντός εκείνους τους μεγάλους λευκούς μπόγους που τους φορτώνονται στην πλάτη και τρέχουν όταν τους κυνηγάει -όποτε της καπνίσει- η αστυνομία λες και τους κυνηγάει το μεγάλο ανήμερο θηρίο του εφιάλτη τους. Αν ήμουν γλύπτης θα μελετούσα την ακινησία τους στις παρόδους και στους παράδρομους των κεντρικών δρόμων, μια ακινησία κλασικής ποιότητας που μόνο η απόγνωση και η απελπισία προκαλούν: μια ακινησία Ερμή, φτιαγμένη από τον Πραξιτέλη, δηλαδή ακαριαία ακινησία~ ακινησία που αφουγκράζεται τον κίνδυνο: Έχουν ήδη κυνηγηθεί. Για αιώνες. Για χρόνια. Για εποχές. Για μήνες. Για ώρες. Για λεπτά. Για δευτερόλεπτα. Αυτό το δευτερόλεπτο. Τώρα. Δεν υπάρχει αργότερα. Τώρα. Μόνο τώρα. Ένα δευτερόλεπτο ή το κλάσμα του πριν ο σκληρός αφέτης δώσει και πάλι το σύνθημα του κυνηγιού. Κι όμως τώρα, ελάχιστα πριν, ο θίασος των κυνηγημένων ξεκουράζεται. Θα κινηθεί ακαρεί. Όμως τώρα ξεκουράζεται και σκέπτεται ο θίασος της απελπισίας και της απόγνωσης, ακαρεί. Ένας ανώνυμος πόλεμος με τους πολεμιστές του γεμάτους από πολεμοφόδια. Ξέρουν ότι ο εχθρός είναι ταπεινός. Ξέρουν ότι θα νικήσουν. Αλλά με νόημα της νίκης εντελώς διαφορετικό απ' ό,τι ο ταπεινός εχθρός τους δίνει στη νίκη.

Μιμήσεις πολυτελούς ψευδότητας. Μιμήσεις άγνοιας. Ήθος της απογνώσεως. Ρήμα πάντοτε στον ενεστώτα, αφού κι η κάθε παράσταση στον ενεστώτα συμβαίνει. Τα υπόλοιπα του παρελθόντος και του μέλλοντος, απλώς να διηγείται. Γι' αυτή την παράσταση μιλώ. Που αν ήμουνα ο σκηνογράφος της θα έπρεπε να ξαναβαπτισθώ στο χάος ώσπου να μπορέσω να ξαναβρώ το μέγεθος της πόλης ώστε να ξαναβρώ το μέγεθος των ανθρώπων της. Και στο μεταξύ ο θίασος κινείται. Συντεταγμένος πάντοτε. Όλοι μαζί. Χορός. Στο πιο αμίλητο τραγούδι που άκουσα ποτέ. Στην πιο παγκόσμια γλώσσα: εκείνη της ανεπίδοτης ανθρωπιάς που γίνεται γάγγραινα και πάει την εξέγερση είτε από την υποταγή στο έγκλημα, είτε από το πουθενά στο τίποτα. Σε σπάνιες μόνο περιπτώσεις -κι αυτό για λίγο- σε άνθη της Κρονστάνδης και της Καρχηδόνας. Απλά μαθηματικά της ύπαρξης είναι αυτά. Μουσικές αγαλμάτων, σημαίες του χαμόγελου μιας Αφροδίτης που έμειναν χρόνια στον βυθό κι απέκτησε τη σημασία της.

Ένα πένθος χορού είναι αυτοί οι άνθρωποι στο κέντρο της Αθήνας. Γιατί χορεύουνε τα μαθηματικά τους με μια μουσική που μόνο οι ίδιοι ακούνε. Αυτοί και κάτι παραπεταμένοι και ασήμαντοι (ανώνυμοι) της εργασίας που οι άλλοι τους περιφρονούν. Ένα απόβραδο -δεν πάει πολύς καιρός- ένα περιφρονημένο, βρεγμένο, τυχαίο, ανεμάρτιστο φαινομενικά απόβραδο του Νοεμβρίου, ένα καυτό απόβραδο, έχει σταματήσει μέσα στην Ερμού αυτοκίνητο της Δημοτικής Αστυνομίας, ο δρόμος κενός, έχει κατέβει ο μπάτσος της δημοτικής αστυνομίας και ουρλιάζει προς τον θίασο εκείνου του απόβραδου: Τώωωωρα τα πήραααα, τώωωρα τα πήρααα θα σας αυτό... θα σας εκείνο.... Κι εκείνοι γελώντας καμώνονται πως τρέχουν, βράδυ, οι άσπροι μπόγοι, πλάτες, καθημαγμένη πολυτέλεια, θίασος χορευτών που δεν θα πάρει μέρος σε καμιά τελετή έναρξης Ολυμπιάδας. Η κίνησίς του δεν θα αναλυθεί αισθητικώς. Κι όμως. Αυτός ο μπάτσος που ερμήνευε την χάριν... Αυτά τα χαμόγελα. Το τρέξιμο. Το άφημα. Τα λεπτά μαύρα δάκτυλα στο λευκό πανί μιας ανεκλάλητης αποκαθηλώσεως του κόσμου. Αυτά όλα. Ο χορός. Αυτή η τελετή της εξαγνίσεως. Τρέχει αίμα. Λάλον ύδωρ. Πίνουνε οι χορευτές της απογνώσεως και της απελπισίας και χορεύουνε τα μαθηματικά της μουσικής τους σιωπής. Συμβαίνει. Κάθε μέρα. Δεν θα το βρείτε στο Διαδίκτυο. Γιατί όπως λέει και ο φίλος μου ο μαθηματικός (εκ των κορυφαίων διεθνώς) Δημήτρης Θηλυκός, "μεγάλα μαθηματικά χωρίς απόγνωση και χωρίς απελπισία, δεν γίνονται". Και δεν ξέρω πως, αλλά αυτή του η φράση μου ταίριαζε με μια φράση - τίτλο του Νίκου Καρούζου καθώς έβλεπε τον ακίνητο θίασο των μαύρων πωλητών να αναμένει τον αφέντη, με τους άσπρους μπόγους έτοιμους στην οδό Βουκουρεστίου: "Λογική μεγάλου σχήματος".

Κώστας Καναβούρης

Δεν υπάρχουν σχόλια: