9 Ιουλίου 2007

Ελληνικό Πολιτικό Λεξικό
Αλλαγή: Καπνογόνο πρασινωπής απόχρωσης। Κάθε φορά που κάποιος πολιτικός φωνάζει «Αλλαγή τώρα!» το πλήθος αναλαμβάνει να πυροδοτήσει μια Αλλαγή και η πλατεία γεμίζει πράσινους καπνούς। Κυκλοφορεί και σε μορφή πυροτεχνήματος.
Αστυνομία: Τμήμα της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, επιφορτισμένο με τη μελέτη των κλοπών και των εγκλημάτων.
Δημοκράτης: Ο αριστερός συνδικαλιστής που αρθρογραφεί σε δεξιά εφημερίδα. Ο δεξιός που εκδίδει αριστερό περιοδικό. Επικίνδυνη διασταύρωση κουνελιού και κατσαρίδας.
Δημοκρατία: Το μοναδικό πολιτικό σύστημα, που παρέχει στους πολίτες τη δυνατότητα να εκλέξουν αυτούς που θα το καταλύσουν.
Δημοσιογράφος: Ο Πανεπιστημιακός που παίρνει τον μισθό του από την εφημερίδα στην οποία διδάσκει.
Εκλογές: Διαδικασία μυστικής ψηφοφορίας, με την οποία η κυβέρνηση αποφασίζει αν θέλει να συνεχίσει να κυβερνά.
Ζαρντινιέρα: Αυτόματη συσκευή σύλληψης, προανάκρισης και προσαγωγής στον εισαγγελέα των ταραξιών.
Ιστορία: Η συστηματική έκθεση των πράξεων στις οποίες προβαίνουν οι Ιστορικοί.
Ιστορική Επιστήμη: Η συστηματική μελέτη των πράξεων στις οποίες προβαίνουν οι άνθρωποι, έξω από τους χώρους των πανεπιστημίων.
Κοινοβούλιο: Ορθή γραφή- Κυνοβούλιο.
Κόκκαλο: Άχρωμη, άοσμη και απίστευτα, αγνώστου προελεύσεως, στην οποία χώνουν μαχαίρια οι Υπουργοί, όταν συμβεί ατύχημα στην περιοχή των αρμοδιοτήτων τους। Γνωστή είναι η έκφραση «Το μαχαίρι θα φτάσει μέχρι το κόκαλο», που έχει το ίδιο νόημα με την έκφραση «Ναι, σιγά μην ασχοληθώ!»
Κόρη Ναυάρχου: Έλλην βουλευτής και υπουργός. Ενώ οι αποκαλύψεις για την καταλήστευση των δημόσιων ταμείων από τους πολιτικούς δίνουν και παίρνουν, εκείνος ωρύεται για τις εκφράσεις που χρησιμοποιούν οι κλέφτες πολιτικοί μέσα στον ιερό χώρο της βουλής. Ο όρος συναντάται για πρώτη φορά στην ελληνική ταινία Ο Πύργος των οργίων, όπου μετά τη σύλληψη του παράνομου ζεύγους και τη μεταφορά του με αδαμιαία περιβολή στο αστυνομικό τμήμα, η τσατσά στο σπίτι της οποίας διενεργείτο η μοιχεία, φωνάζει στους αστυνομικούς: «Αχ, μιλάτε μου στον πληθυντικό, σας παρακαλώ. Είμαι κόρη ναυάρχου!»
Νοικοκύρεμα: Πολιτική τακτική αυστηρής οργάνωσης της κατασπατάλησης του δημοσίου χρήματος, που κάθε προηγούμενη κυβέρνηση δεν ήξερε πώς να συστηματοποιήσει.
Πανεπιστημιακός: Ο Δημοσιογράφος που παίρνει τον μισθό του από το Υπουργείο Παιδείας.
Παράγκα: Σύγχρονος ευεργετικός θεσμός της άμεσης καθημερινής δημοκρατίας। Το Κοινοβούλιο απασχολημένο με τη διαχείριση των οικονομικών προβλημάτων των μελών του, δεν μπορεί να παίρνει άμεσες αποφάσεις για τα οικονομικά προβλήματα των πολιτών। Η κυβέρνηση, απασχολημένη με τη διαχείριση των διαθρωτικών προβλημάτων της, δεν είναι δυνατόν να ασχοληθεί με τα διαρθρωτικά προβλήματα της κοινωνίας। Η παράγκα παίρνει άμεσες αποφάσεις και τις εκτελεί με εξαιρετική ταχύτητα। Κάθε δέκα Έλληνες συνιστούν μια παράγκα, οι αποφάσεις της οποίας εφαρμόζονται σε κάθε εκατό Έλληνες. Υπολογίζεται πως σήμερα υπάρχουν εκατό χιλιάδες παράγκες σε όλη την επικράτεια.
Πολιτική: Αρχικά, επίθετο που σήμαινε «πόρνη». Αργότερα, αφηρημένο ουσιαστικό που δεν θυμάται τι ακριβώς σημαίνει.
Πολιτική Επιστήμη: Το σύνολο των γνώσεων που θα πρέπει να έχει όποιος θέλει να ξέρει γιατί οι πολιτικοί επιστήμονες σπανίως ασχολούνται με την πολιτική.
Πολιτικό Κόμμα: [Μέχρι να βρεθεί καλύτερος ορισμός] «Κάτι σαν την κλασική μουσική. Ένας ψέλνει μπροστά στο μικρόφωνο κι οι άλλοι κάθονται από κάτω κι ακούνε με ανοιχτό το στόμα, μέχρι να τους πάρει ο χάρος». (Από έκθεση του μαθητού της 4ης δημοτικού Ιωάννη Βούλγαρη).
Σύνταγμα: Επίσημο έγγραφο, που περιέχει δύο είδη διατάξεων με ισχύ νόμου: α) τις απολύτως αυτονόητες, που δεν παραβιάζουν παρά μόνο οι πνευματικά καθυστερημένοι και β) τις εντελώς ανεφάρμοστες, που δεν ακολουθούν παρά μόνο οι πνευματικά καθυστερημένοι.
Τρομοκρατία: Η άσκηση πολιτικής βίας, χωρίς δίπλωμα।

Γιώργος Μπλάνας
Γραφέας Α΄

8 Ιουλίου 2007

Δυό αδέρφια αγκαλιασμένα

Καθώς παρακολουθούσα την τηλεοπτική επιθεώρηση με τον τίτλο «καυγάς στ’ αποκαΐδια», μέσα μου έπαιζε εκείνο το σμυρναίικο τραγούδι που κάποτε το πήρε ο Μουφλουζέλης, το μεταποίησε λιγάκι και το έκανε ολοδικό του σουξέ:
Από μιαν απροσεξία κάηκε μια συνοικία κάηκε ένα σταυροδρόμι που ανταμώνανε οι δρόμοι Κάηκε κι ένα σχολείο που 'ταν ορφανοτροφείο κάηκε και μια δασκάλα που 'ταν άσπρη σαν το γάλα
Δεν ξέρω πως μού ‘ρθε, η θλίψη πιστεύω πως το ‘φερε, που νοιώθει ένας κανονικός άνθρωπος όταν βλέπει τους συγγενείς του νεκρού να καυγαδίζουν κατά τη διάρκεια της κηδείας.

Η εικόνα άλλαξε, όταν «έπαιζαν» οι ακροτελεύτιοι στίχοι. Τότε ήρθε στο νου μου ο θλιβερός καυγάς του πρωθυπουργού με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στη Βουλή:
Δυο αδέρφια τα καημένα στη φωτιά αγκαλιασμένααπό μια λογομαχία μια μεγάλη αδικία…
Η λογομαχία, στη δικιά μας περίπτωση, είχε να κάνει με τις ποιοτικές και ποσοτικές εμπρηστικές επιδόσεις των καυγατζήδων :
-Εσείς καίτε περισσότερο!
-Όχι, εσείς καίτε περισσότερο!
-Εσείς καίτε καλύτερα!
-Όχι, εσείς καίτε καλύτερα!
Στο τέλος κάηκαν και οι δυο: δυο αδέρφια τα καημένα στη φωτιά αγκαλιασμένα… Κάηκαν πολιτικά, εννοώ, στις συνειδήσεις των τηλεθεατών που τους έβλεπαν να ασχημονούν πάνω στα αποκαΐδια της δόλιας Πάρνηθας.

Αλλά μπορεί και όχι. Μάλλον όχι. Ίσως, στιγμιαία, να τσουρουφλίστηκαν λιγάκι, ο ένας σίγουρα περισσότερο απ’ τον άλλο. Ο άλλος αρκετά, αλλά με περισσή πονηριά, την κατάλληλη στιγμή, άνοιξε την ομπρέλα των ομολόγων και απέδρασε από το φλέγον ζήτημα με ελαφρά πηδηματάκια. Αφήνοντας τον Γιώργο να καίγεται, μαζί με την κατακαημένη την Πάρνηθα και ό,τι απέμεινε απ’ την χλωρίδα της πολιτικής.

Έτσι το είδα εγώ, εσείς το είδατε διαφορετικά ίσως, μπορεί και εντελώς αντίθετα, ο κάθε άνθρωπος βλέπει τα πράγματα με τα δικά του «γυαλιά». Το βέβαιο είναι ότι τις επόμενες μέρες αρχίσαμε, λίγο-πολύ, όλοι να ξεχνάμε την Πάρνηθα! Τη δικιά μας την Πάρνηθα, το μαγικό βουνό των παιδικών μας χρόνων, το ερωτικό κρησφύγετο της εφηβείας μας, τον τόπο αναψυχής της ωριμότητάς μας. Τώρα, όπως τα ελάχιστα πουλιά και ζωάκια της που γλύτωσαν από τις φλόγες, έτσι κι εμείς, ψαχνόμαστε για άλλους τόπους επιβίωσης κι αναψυχής. Μέχρι να βάλουνε μπουρλότο, και σ’ αυτούς και… Τέλος.

Μα η Πάρνηθα δεν γίνεται να ξεχάσει. Ακόμα κι αν το θέλει, δεν μπορεί παρά να εκδικηθεί. Αρκεί να πιάσουνε οι πρώτες δυνατές νεροποντές και τότε…
Τότε, θα μας θυμηθεί. Και θα την θυμηθούμε, θέλουμε δεν θέλουμε, κι εμείς. Οι Θρακομακεδόνες πρώτα, το Μενίδι, ο Ασπρόπυργος, η Ελευσίνα, η Μάντρα, το Χαλκούτσι, ο Ωρωπός. Και έπονται φυσικές αυτοδικίες άπειρες. Εμείς τις λέμε ακόμα φυσικές καταστροφές.

Νίκος Τσαγκρής (Από το ΕΘΝΟΣ της Κυριακής 8-7-07)

6 Ιουλίου 2007

Τα παιδιά με το φρύδι της έπαρσης



Είναι κάτι χλωμά παιδιά που φοβούνται το σκοτάδι. Το φοβούνται τόσο πολύ που νομίζουν ότι το αγαπούν. Ας έχουμε επιείκεια γι' αυτά τα χλωμά παιδιά με το τοξωτό φρύδι της έπαρσης. Φοβούνται τόσο πολύ το σκοτάδι και ξέρουν τόσα πολλά για τον μικρόκοσμό τους που αξίζουν την κατανόησή μας. Ακόμα και μια ιδέα τρυφερότητας όταν μας εξοργίζει ο φόβος τους που μετατρέπεται σε προπέτεια, ας την αφήσουμε να τα σκεπάζει για να μην κρυώνουν από τον παγωμένο τρόμο του αγνώστου.
Ας αφήσουμε λοιπόν κατά μέρος τουλάχιστον αυτά τα χλωμά παιδιά να θορυβούν νομίζοντας ότι βρίσκονται στο κέντρο του κόσμου, ενώ βρίσκονται στο κέντρο του φόβου. Και φωνάζουν και τρέχουν από 'δώ κι από 'κεί (όχι μακριά) και ασθμαίνουν και δείχνουν τους άλλους και ζούνε μια εύκολη αγριότητα, ένα παιχνίδι θορύβων, που φορές - φορές μοιάζει να είναι αληθινό.
Δεν είναι. Γιατί δεν έχει το σπέρμα του κακού. Δεν έχει το τρομερό βάρος της ευθύνης και του σπαραγμού που είναι η σκέψη. Ας αφήσουμε λοιπόν να περιφέρονται στους πέντε δρόμους και στα δέκα στέκια που όλο αλλάζουν κι όλα είναι νέα, αλλά πάντα φωτισμένα από το ίδιο χλωμό σκοτάδι της ακινησίας. Γιατί το σκοτεινό σκοτάδι, το αληθινό κακό είναι λίγο πιο έξω, λίγο πιο 'κεί. Στο απέναντι πεζοδρόμιο που μοιάζει με την απέναντι όχθη του Αχέροντα. Τα κουρασμένα χλωμά παιδιά δεν το γνωρίζουν. Είναι υπερβολικά καλοβαλμένα για να γνωρίζουν την απέναντι όχθη του Αχέροντα. Και υπερβολικά καλόγουστα για μια ολόκληρη κραυγή. Που βγαίνει όταν σε σφάζουν ή όταν σφάζεις. Και είναι υπερβολικά ομιλητικά αυτά τα παιδιά γιατί δεν έμαθαν να μαθαίνουν. Έμαθαν να ξέρουν. Τις νέες τάσεις, τις νέες απόψεις, τις νέες πρωτοτυπίες, τα νέα είδη της μελαγχολίας. Γιατί η παλιά στέρεη και απέραντα ήρεμη και απειλητική μελαγχολία είναι λίγο πιο 'κεί, λίγο πιο έξω~ στο σκοτάδι. Κι έχει πολύ σιωπή.
Σιωπή ενέδρας και σιωπή επίθεσης। Και οξύτατη ακοή ώστε ν' ακούσεις πρώτος τον κίνδυνο να πλησιάζει και τα κλειδιά της Κερκόπορτας να κουδουνίζουν ελαφρά. Κι εσύ είσαι έτοιμος με κάθε δυνατότητα του μυαλού τεντωμένη για να τ' αρπάζεις από εκείνον που τα κρατάει. Έτσι αρχίζουν όλες οι σφαγές. Και λίγο πιο πέρα τα χλωμά παιδιά δεν θα έχουν αντιληφθεί τίποτα γιατί η μουσική θα παίζει πολύ δυνατά και οι χειρονομίες θα είναι τόσο ωραίες, ώστε εύκολα να ξεγελιούνται πως συμμετέχουν σ' ένα έργο τέχνης, κι ότι αυτό το έργο είναι πολύ μπροστά και πολύ πάνω από τους άλλους και είναι η ζωή τους είναι το μόνο που αξίζει γιατί άλλο δεν υπάρχει. Ωραία, απενοχοποιημένα παιδιά, με μάτια που λάμπουν από πίστη αλλά όχι και από την αμφιβολία. Έτοιμα ν' ακολουθήσουν τις πρωτοπορίες αρκεί κάποιος άλλος να αναλάβει την ευθύνη. Ωραία ασφαλή παιδιά μέσα στον κόσμο τους, γιατί να βγούνε παραέξω; Παραέξω κάνει κρύο και την τροφή σου πρέπει να την βρεις μόνο σου. Κι ν' αφήσεις το αίμα να τρέξει για να μπορέσεις να φας και ν' αντέξεις. Τι ξέρουν τα χλωμά παιδιά από αίμα; Ας τα αφήσουμε λίγο ακόμα μέσα σ' αυτή την κακής ποιότητας εγωπαθή αθωότητα. Έτσι κι αλλιώς αυτά τα παιδιά είναι που θα μας ταλαιπωρήσουν μεγαλώνοντας. Αυτά θα κυβερνήσουνε τον τόπο, έναν τόπο που δεν ξέρουν. Γιατί εδώ που φτάσαμε μήτε τους εχθρούς μας δεν μπορούμε να διαλέξουμε. Ας αφήσουμε αυτά τα παιδιά να παριστάνουν πότε τον εισαγγελέα, πότε τον αγριεμένο και πότε τον πρωτοπόρο. Πού ξέρεις; Αν έχουμε άφεση μπορεί κάτι να μάθουν. Και να γίνουν κάποτε εχθροί που ν' αξίζει τον κόπο να τους καταδεχτεί κανείς. Το οφείλουμε στα παιδιά μας που ζούνε στο αληθινό σκοτάδι. Τους οφείλουμε μια ζωή καλύτερη απ' τη δική μας με τους επαίσχυντους εχθρούς. Ας προσπαθήσουμε να μη ζήσουν τα παιδιά μας μέσα στη φτώχεια που ζήσαμε εμείς: μέσα στη φτώχεια μιας ακίνδυνης ζωής.
Κώστας Καναβούρης

Απάντηση στο ερώτημα αν είμαι καλά





Σκέφτομαι πως είμαι ένα είδος Φάουστ. Πούλησα την ψυχή μου στον πιο ασύστατο απ’ όλους τους δαίμονες, στον δαίμονα τον φορτικό της εντιμότητας και τώρα περιφέρομαι, χωρίς να μπορώ ν’ αποφασίσω τι ακριβώς κέρδισα και τι ήταν εκείνο που έδωσα. Ξέρω μονάχα πως ήθελα ν’ αποφύγω το αβάσταχτο φορτίων των μικρών καθημερινών ενοχών. Νόμιζα πως συνδέονται μεταξύ τους, πως απορρέουν από το ίδιο συμπαγές κακό που αρέσκεται να εκδηλώνεται με μικρές σχεδόν ασήμαντες δόσεις ανθρώπινης αδεξιότητας και αμηχανίας και αθωότητας. Νόμιζα πως η εντιμότητα είναι ένα είδος προεξόφλησης της αθανασίας. Τι σημασία έχει αν την δουλειά αυτή —της αθανασίας— την κάνει ένας θεός, μια λογική, μια ιστορία, μια φύση. Στην περίπτωσή μου θα την αναλάμβανε ένας ακαθόριστος αριθμός έντιμων ανθρώπων, κρυμμένων στις γωνιές των δρόμων που θα έπαιρνα. Αυτά μπορώ να πω με κάθε ειλικρίνεια πως γνωρίζω για την υπόθεση. Τι έδωσα, παραμένει —και για μένα τον ίδιο— μυστήριο ακόμη. Σημασία έχει πως ο δαίμονας πήρε κάτι. Κάτι πήρε, δεν γίνεται αλλιώς. Και συμφώνησα. Συμφώνησα οπωσδήποτε. Πώς αλλιώς; Κέρδισα τίποτε; Όσο γι’ αυτό... τίποτε. Απ’ όσο μπορώ να ξέρω, τίποτε. Περιφέρομαι μόνο, χωρίς να μπορώ να ζήσω κάτι ολόκληρο. Εννοώ να χαρώ κάτι με την βαθιά χαρά που χαίρεται ο καθένας κάτι. Ομολογώ πως δεν έχω ιδέα πόσο βαθιά μπορεί να είναι η χαρά καθενός, αλλά τέλος πάντων αναφέρομαι σ’ εκείνο το είδος απουσίας της πείνας, της συνεχούς πείνας, μιας πείνας που... Ε, τώρα, διάολε, καταλαβαίνεις, τι ζητούσε ο Φάουστ; Να σου πω την καθαρή μου αλήθεια; Να σου πω τι ζητούσε; Άσε με να σου πω, αλλά μην περιμένεις κάτι που δεν ξέρεις. Απάλλαξέ με από τον ρόλο του ρόλου μου και θα σου πω εγώ τι ζητούσε ο Φάουστ. Λοιπόν, δεν δίνω δεκάρα για τον ρόλο. Ο Φάουστ ήθελε να διακορεύσει χωρίς συνέπειες την πιο άσπιλη παρθένα μιας πόλης στην οποία οι άσπιλες παρθένες ήσαν περισσότερες από τις παντρεμένες. Καταλαβαίνεις! Ο καθένας είχε την δική του προστυχιά και μόνο ένας μεσήλικας καθηγητής έμενε παραπονεμένος. Αυτό ήθελε ο Φάουστ. Ε; Η δική μου περίπτωση είναι κάπως διαφορετική. Εγώ βγήκα έξω, μάζεψα έναν λύκο, τον μεγάλωσα κι όταν ο λύκος που ήταν λύκος με δάγκωσε σαν λύκος, με τον τρόπο που οι λύκοι είναι λύκοι, χωρίς να ξέρουν πως είναι λύκοι, εγώ άρχισα να κλωτσάω τα σκυλιά στον δρόμο, για την αχαριστία τους. Αυτή είναι η δική μου περίπτωση. Αυτό έπαθα με τους ανθρώπους. Γύρω μου.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ, γραφέας Α'

5 Ιουλίου 2007

Η μετάλλαξη του ωραίου


Το ωραίο δεν είναι παρά η υπόσχεση της ευτυχίας, αποφαίνεται ο Σταντάλ. Όμως, ποιο είναι το ωραίο;
Πολλοί βρήκαν ωραία την ταινία του Κλιντ Ίστγουντ «Γράμματα από το Ίβο Τζίμα». Άλλοι τη βρήκαν αδιάφορη.
Είναι ωραίος ένας πίνακας του Ρέμπραντ, να πούμε, ή μήπως νομίζουμε ότι είναι ωραίος επειδή υπογράφεται από τον Ρέμπραντ;
Είναι ωραίος ο Χατζηγιάννης; Η δεκαεξάχρονη ανιψιά μου τον βλέπει σαν θεό! Θα ήταν ευτυχισμένη αν, απλώς, τον έβλεπε από κοντά!
Απ’ αυτήν την άποψη, ο Σταντάλ έχει δίκιο, το ωραίο δεν είναι παρά η υπόσχεση της ευτυχίας.
Το «χαμόγελο της Τζοκόντα», ένα κόσμημα του Καρτιέ, ο Σάκης Ρουβάς, μια γούνα… Χουντάλας, ο Αντώνης Νικοπολίδης, η Μόνικα Μπελούτσι, ο Μάρλον Μπράντο (κάποτε), η Έλενα Παπαρίζου, μια Φεράρι, δεν είναι παρά υποσχέσεις ευτυχίας για εκείνους που βλέπουν «ωραία» αυτά τα υποκείμενα ή τα αντικείμενα…
Προσωπικά, υιοθετώ, όσον αφορά το ωραίο, μια νεανική άποψη του Σαρλ Μπωντλαίρ:
«Το ωραίο αποτελείται από ένα στοιχείο αιώνιο, αμετάβλητο, που την ποσότητά του είναι υπερβολικά δύσκολο να προσδιορίσουμε, και από ένα στοιχείο σχετικό, περιστασιακό, που είναι (το ένα μετά το άλλο ή όλα μαζί) η εποχή, η μόδα, η ηθική, το πάθος.
Χωρίς αυτό, το δεύτερο στοιχείο, που είναι σαν το διασκεδαστικό, γαργαλιστικό, ορεκτικό περιτύλιγμα ενός θεσπέσιου γλυκίσματος, το πρώτο στοιχείο θα ήταν δύσπεπτο.
Δεν θα μπορούσε να εκτιμηθεί, δεν θα ταίριαζε στην ανθρώπινη φύση…»
Υπό το πρίσμα του Σαρλ Μπωντλαίρ για το ωραίο, τα πρόσωπα και τα πράγματα στην εποχή μας είναι δύσκολο να προσφέρουν έστω και μιαν υπόσχεση ευτυχίας.
Και αυτό, επειδή συνήθως απουσιάζει απ’ αυτά το στοιχείο της αιωνιότητας (διαχρονικότητας), ενώ το στοιχείο του «ορεκτικού περιτυλίγματος», όπου υπάρχει, είναι σχεδόν πάντα άνοστο.
Τι τα θέλετε; Ζούμε σε μιαν εποχή διόλου ωραία.
Σε μιαν εποχή όπου, ακόμα και το «περιτύλιγμα» είναι τόσο φθηνό που μεταβάλλει τις όποιες υποσχέσεις σε ψέμα। Από τη μια στιγμή ως την άλλη

Νίκος Τσαγκρής

4 Ιουλίου 2007

Πολιτικός μαζοχισμός

Κάθε γραφιάς παλαιάς κοπής υποφέρει από ένα είδος φιλαργυρίας. Συσσωρεύει αποκόμματα από εφημερίδες και περιοδικά, μαζεύει βιβλία ή ειδικά έντυπα, με την ελπίδα πως κάποτε θα είναι πολύτιμα βοηθήματα.

Εδώ δενμιλάμε για συλλέκτες. Αυτοί ξέρουν τι μαζεύουν. Ο γραφιάς δεν ξέρει. Αυτά που αποθησαυρίζει θα είναι ίσως εν δυνάμει χρήσιμα. Αλλά αυτό το «εν δυνάμει» δεν είναι πρακτικός οδηγός. Και με τα χρόνια μαζεύονται τόνοι τυπωμένου χαρτιού. Οι γραφιάδες αυτής της κατηγορίας μπορεί να αποτελούν ενιαίο σύνολο ως προς τη φιλαργυρία του εντύπου αλλά διαφέρουν στη διαχείριση αυτού του χάρτινου θησαυρού. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν τέτοια υποδειγματική τάξη, που δεν θα τη βρεις ποτέ σε καμιά δημόσια υπηρεσία. Στον αντίποδα βρίσκονται αυτοί που δεν έχουν καμιά τάξη και το σπίτι τους μοιάζει παλαιοπωλείο.Οι τελευταίοι έχουν το πλεονέκτημα της ισχυρής μνήμης και βρίσκουν πάντα αυτό που ψάχνουν αλλά δεν είναι ευτυχισμένοι. Ζουν κάτω από διαρκή συζυγική γκρίνια. Και ενίοτε συζυγικά δράματα, αν η γυναίκα είναι νοικοκυρά και θελήσει να βάλει κάποια τάξη. Μπορεί το σπίτι να προβλέπει γραφείο και βιβλιοθήκη, αλλά ο χώρος δεν επαρκεί. Οι στοίβες των χαρτιών επεκτείνονται στο διάδρομο, ενίοτε και στην κρεβατοκάμαρα.Υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία, στην οποία ανήκω εγώ, που είναι μείγμα αταξίας και τάξης. Οταν μπαίνω σε περίοδο τάξης, πρέπει να κάνω μια εκκαθάριση και να πετάξω αυτά που δεν είναι πια αξιοποιήσιμα. Και αυτό έπραξα τον τελευταίο καιρό, οπότε διαπίστωσα πως είχα αποκόμματα από το '74. Δηλαδή, τριάντα τρία ολόκληρα χρόνια.Αυτό μου έδωσε τη δυνατότητα να διαπιστώσω πως σχεδόν κάθε χρόνο γίνονται τα ίδια πράγματα. Πυρκαγιές στα δάση και πλημμύρες στην πόλη. Αποκλεισμοί χωριών από τα χιόνια και καταστροφές αγροτικών προϊόντων από την κακοκαιρία. Κυκλοφοριακή ασφυξία σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας. Θανατηφόρο νέφος σε όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας. Παιδεία, Υγεία, δημόσιες συγκοινωνίες στο μαύρο τους το χάλι. Φτώχεια, ακρίβεια, ανεργία. Ολα επαναλαμβάνονται, ακόμα και τα ναυάγια, αλλά όχι σε ετήσια βάση. Η απαρίθμηση είναι ενδεικτική και όχι εξαντλητική. Οι πολιτικοί μας κάνουν πάντα τις ίδιες δηλώσεις, είτε είναι στη συμπολίτευση είτε στην αντιπολίτευση, στη γνωστή μανιχαϊστική λογική: άσπρο ο ένας, μαύρο ο άλλος. Και τούμπαλιν.Το εκπληκτικό είναι πως κάθε χρόνο εκφράζουμε την έκπληξή μας, λες και αυτά τα πράγματα συνέβησαν για πρώτη φορά. Η μνήμη αυτού του λαού είναι βραχεία και η κρίση του περιορισμένη. Ολα αυτά δεν είναι ούτε θεομηνίες ούτε ανικανότητα των ιθυνόντων. Είναι μια συγκεκριμένη πολιτική βούληση, που τη μοιράζονται και τα δύο κόμματα εξουσίας. Κάθε καινούργια κυβέρνηση συμπληρώνει την καταστροφή που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει η προηγούμενη κυβέρνηση. Κι έτσι το μέλλον είναι προβλέψιμο. Κάθε επόμενος χρόνος θα είναι χειρότερος από τον προηγούμενο. Αν κάποιος δημοσιογράφος μελετούσε καλά μια χρονιά και ήξερε τη νέα τεχνολογία, θα μπορούσε να πληρώνεται, χωρίς να δουλεύει, μέχρι να πάρει σύνταξη. Θα έπαιρνε το περσινό άρθρο του, θα πρόσθετε τις νέες καταστροφές και θα ήταν πάντα στην επικαιρότητα. Και κανείς δεν θα θυμόταν πως τα ίδια είχε γράψει και πέρυσι. Εκτός αν ήταν υπό επιτήρηση.Ολα αυτά τα προβλήματα είναι πολιτικά και λύνονται διά της πολιτικής. Θεωρητικά, με την πρώτη πυρκαγιά θα έπρεπε το κράτος να εξοπλιστεί με όλα τα απαραίτητα μέσα. Και αν δεν τα έπαιρνε, να είχε την κατακραυγή του κόσμου και να πλήρωνε το πολιτικό αντίτιμο. Αλλά αυτός ο λαός έχει περίεργα πολιτικά κριτήρια. Διαλέγει πάντα για κυβέρνηση αυτόν που θα εργαστεί εναντίον του. Ολοι οι πολιτικοί της εξουσίας στο ίδιο τσουβάλι, είτε βρίσκονται στην αντιπολίτευση είτε στη διακυβέρνηση ή ακόμα και του ΣΥΡΙΖΑ, όπως υποστηρίζει το ιστορικό κόμμα της Αριστεράς;Οχι. Το κάθε κόμμα έχει τους δικούς του λόγους ύπαρξης και τη δικιά του ευθύνη· το ίδιο ισχύει και για κάθε πολιτικό. Το ερώτημα που μπαίνει είναι πιο βαθύ. Τι είναι πολιτική σήμερα, στον 21ο «Αμερικανικό Αιώνα»; Παλαιότερα, και ιδίως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, είχαμε προσωπικότητες που χάραζαν πολιτική για τη χώρα τους και είχαν μια άποψη για τον κόσμο. Σήμερα πια αυτό έχει καταργηθεί. Στην ουσία δεν έχουμε πια εθνικά κράτη, όσο κι αν η κάθε χώρα κρατάει το όνομά της και αναγνωρίζεται σαν κυρίαρχη. Οι κυβερνήσεις σήμερα είναι εντολοδόχοι του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου και όργανα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, τουλάχιστον στα «δυτικότροπα» κράτη, ανεξαρτήτως ηπείρου. Αλλά για το δικό μας το λαό αυτά είναι αδιάφορα δεν δεν


Περικλής Κοροβέσης (από την Ελευθεροτυπία)



2 Ιουλίου 2007

Έρωτας με το μηδέν της πολιτικής



Αν αρχίσεις να συναναστρέφεσαι πολιτικούς, να συχνάζεις στα στέκια τους, να συζητάς καθημερινά μαζί τους, να προσεγγίζεις τα πολιτικά πράγματα με τον τρόπο που τα προσεγγίζουν αυτοί, με την ελαφρότητα, δηλαδή, και την αλαζονεία, και τον κυνισμό, και την πολιτική ανευθυνότητα, εν τέλει, του σύγχρονου Έλληνα (και Ευρωπαίου, υποθέτω) επαγγελματία πολιτικού, τότε…
Τότε, το πιθανότερο είναι να χάσεις την επαφή σου με την πεμπτουσία της Πολιτικής: τον ουμανισμό, τον αλτρουισμό, τον ιδεαλισμό. Και να αρχίσεις να μοιάζεις με τους σύγχρονους Έλληνες (και τους Ευρωπαίους, υποθέτω) επαγγελματίες πολιτικούς. Να μην ασκείς πολιτική, αλλά να ασκείσαι καθημερινά στην επεξεργασία παραπολιτικών στοιχείων που συνθέτουν μικροπολιτικές ίντριγκες. Οι οποίες προβάλλονται στα δελτία των οκτώ ως σενάρια πολιτικών εξελίξεων. Να κάνεις, εν τέλει, ό, τι κάνουν οι πολιτικοί. Κι ας είσαι δημοσιογράφος!
Ένα μικροπολιτικό σενάριο των ημερών, ας πούμε, θέλει τον Γιώργο Παπανδρέου (λόγω «αριστερής προεκλογικής ρητορείας»!!!) να χάνει τον έλεγχο του μεσαίου χώρου. Να έχει απώλειες απ’ το Κέντρο, δηλαδή, τις οποίες, λέει, ενσωματώνει ο Κώστας Καραμανλής «λόγω κεντρώας προεκλογικής ρητορείας»!!!
Εύκολα μπορεί να πει (και να αποδείξει) κανείς ότι όλα αυτά είναι ανυπόστατα. Ότι δεν υφίσταται «αριστερή ρητορεία» Παπανδρέου, ούτε εξ αυτής «απώλεια ελέγχου του μεσαίου χώρου», τον έλεγχο του οποίου κέρδισε ο Καραμανλής απ’ τον Σημίτη στην περίοδο 2003-2004, αναπτύσσοντας μια κεντρώα ρητορεία είναι αλήθεια, ρητορεία που συνεχίζεται και σήμερα, και σ’ αυτήν, κατά πάσα πιθανότητα, οφείλεται η διάρκεια ελέγχου της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος από την (κατά τα άλλα, ανύπαρκτη) κυβέρνηση της ΝΔ, ενώ αυτό που λείπει από το προφίλ του Γιώργου Παπανδρέου είναι η πειστική αριστερή ρητορεία των κεντρώων πολιτικών ηγετών που, παραδοσιακά, ελκύει τις μάζες των κεντροαριστερών ψηφοφόρων και τα λοιπά, και τα λοιπά…
Όλα αυτά είναι πολιτική; Όχι, αναλυτικές… ουρές σε μια μικροπολιτική ίντριγκα είναι. Αρθρωμένες από επαγγελματίες πολιτικούς και…συντρόφους τους δημοσιογράφους, επίσης, για επικοινωνιακή κατανάλωση. Με γνώμονα την επαγγελματική τους αυτοσυντήρηση και ανέλιξη.
Όσο για το εξαιρετικά… ερωτεύσιμο, αυτό τον καιρό, Κέντρο, δεν είναι παρά το μηδέν της πολιτικής. Μια θεωρητική κατασκευή που, στην πράξη, μεταβάλλεται σε καμουφλάζ πότε της Δεξιάς, πότε της Αριστεράς. Δίκην πολιτικού σωσιβίου.
Άλλωστε, οι πλέον σύγχρονοι πολιτικοί στοχαστές διατυπώνουν την άποψη ότι, ακόμα και ο διαχωρισμός Δεξιά-Αριστερά, με το παραδοσιακό περιεχόμενο των εννοιών (συντήρηση, απ’ τη μια, και πρόοδος απ’ την άλλη) έχει οριστικά εκλείψει.
Προσωπικά, ταλαντεύομαι μεταξύ αυτής της άποψης και μιας βεβαιότητας ότι αυτό που λέμε κόσμος (και εννοούμε την ανθρωπότητα, τις κοινωνίες των πολιτών, τους λαούς – χωρίς τις πολιτικές και οικονομικές ιντελιγκέντσιες), είναι και θα είναι Αριστερά, ανεξάρτητα αν κατά καιρούς συμβάλλει καθοριστικά στην ανάδειξη απάνθρωπων κυβερνήσεων και καθεστώτων.
Νίκος Τσαγκρής

1 Ιουλίου 2007

Αύρα, λαύρα, σαύρα...


Χάνομαι στις λέξεις। Με περιτριγυρίζουν απειλητικές, με πολιορκούν απ’ όλες τις πλευρές σαν αόρατα κουνούπια, μου ρουφάνε το αίμα। Το «αργυρόχρωμο» σκαρφαλώνει στην πλάτη του «πορτοκαλόδεντρου» για να κλίνει το ρήμα «αναρριχώνται»। Το «αυγαταίνουν» ξιφομαχεί με το «επαυξάνουν» και του δίνει τη χαριστική βολή με μια σπαθιά στην καρδιά, κραυγάζοντας το σύνθημα: «φευγαλέος στεναγμός». Το «απελπισμένο» περιγελάει το «ξέφρενο» και συνάπτει πίσω από την πλάτη του συμφωνία με το «κελάηδημα». Βρίσκομαι στο κεντρικό Βιετνάμ, κάτω από τη σκιά της οροσειράς Τρουόνγκ Σον, και μεταφράζω ένα βιβλίο μαγικό. Ήτανε, λέει, μια πόλη όπου οι τριανταφυλλιές και οι κάκτοι που φύτρωναν στις μάντρες ευωδίαζαν τόσο που σκέπαζαν την αποφορά της προλεταριακής πυραμιδόσχημης καμαρίλας… Ντουόνγκ Θου Χουόνγκ: «Η Χώρα των Λησμονημένων»!

Βίκη Δέμου


24 Ιουνίου 2007

Ας γράψω κάτι...

 Δεν ξέρω, πια, αν έχει νόημα να γράφω. Οι λέξεις μου δεν σχηματίζονται επάνω στο χαρτί, δεν «γράφουν», λιώνουν σαν λαδομπογιές στονέφτι.

Δεν έχω ιδέα πού οφείλεται αυτή η αναποδιά. Όσες φορές προσπάθησα να καταλάβω, μια κούραση όμοια με πλήξη με απέτρεπε. Αμέσως έστρεφα το βλέμμα στο παράθυρο να διαπιστώσω αν ο κόσμος, πράγματι, υπάρχει. Λες κι αν υπήρχε θα ’κανε τις λέξεις μου αλεξίσφαιρες.

Σπάνια υπήρχε. Κι όποτε υπήρξε ήταν κόσμος-άκοσμος, απόκοσμος. Αποκαθηλωμένος από την συνείδηση του σύμπαντος. Κι εντός του, η ανθρωπότητα άσκεφτη, ασυνείδητη, αδρανής…

Είναι η εικονική πραγματικότητα αυτή που βλέπω ή είμαι εγώ μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, μια εικόνα κείμενη στον χρόνο. Tί τρέχει, ξέχασα να ζω, να αισθάνομαι, να υπάρχω;

Ελπίζω όχι, ωστόσο ναι, ομολογώ πώς σπάνια έχω τη συνείδηση της κοσμικής ζωής, πως μόνο μέσα μου, στον εσωτερικό μου κόσμο ζω πραγματικά. Εκεί βρίσκω άφθονα σπαράγματα των στίχων της ψυχής. Και χρώματα να βάζω στα όνειρα και μουσικές για να χορεύει η φαντασία.

Δεν θέλω να είμαι εδώ, στο πνιγηρό παρόν, θέλω να ζωγραφίσω τη ζωή με πινελιές ονείρων. Θέλω να γράψω κάτι τρυφερό, όμως αμέσως όταν ξεκινώ το ξανασκέφτομαι: Υπάρχει ελπίδα να συναντηθούν οι προτιμήσεις μας, η διάθεσή μου με τη διάθεσή σας; Κι αν όχι, δεν θα μείνω εκτός; Μοναχικός κι ανεπιθύμητος ανάμεσα σ’ ανθρώπους που αμύνονται μανιωδώς στην τρυφερότητα της φύσης, των ανθρώπων, της ζωής;

Όμως θα το ρισκάρω και θα γράψω κάτι τρυφερό. Τουλάχιστον, να προσπαθήσω, θέλω:


Καθόμαστε στη λίμνη, αργά τη νύχτα, με το φως του φεγγαριού. Σχεδόν απόλυτη σιωπή στην παραλία. Μόνο οι ψίθυροι των ελαχίστων παφλασμών έφταναν ως τ’ αυτιά μας.

Αίφνης ακούστηκε ένας ήχος πιο ξεχωριστός. Σαν να ’πεφτε ένα βότσαλο έξω, στα ρηχά. Πήραμε το φακό και πήγαμε να δούμε τι συμβαίνει. Ήτανε δύο μικρές σουπιές, που ερωτευμένες έπαιζαν στο φως του φεγγαριού. Τότε ο Στέλιος πήρε την απόχη και με μια απλωτή τις μάζεψε και τις απέθεσε στα βότσαλα της παραλίας.

Σε λίγο οι φτωχές σουπιές άρχισαν να ξεψυχούν ψεκάζοντας τριγύρω μικρές σταγόνες ασφυξίας. Ένιωσα αποστροφή και μια αφόρητη ντροπή. Σαν δήμιος μικρών ψαριών. 

Ο Στέλιος, το κατάλαβε, τις πήρε με το χέρι και τις έβαλε ξανά μες στο αλμυρό νερό.Ύστερα άρχισε να τις χαϊδεύει τρυφερά, μέχρι που αυτές ξαναζωντάνεψαν, αμόλησαν μελάνι και με απαλές κινήσεις χάθηκαν ανάμεσα στα πετραδάκια του μαγιάτικου γιαλού…

Νίκος Τσαγκρής