19 Νοεμβρίου 2014

Εξάρχεια: Κράτος, Αστυνομία, Θάνατος

           

           "Ξέρετε εσείς να υπάρχει κάποιο κράτος
που να είναι κράτος δικαίου; Τα κράτη
δεν είναι οργανισμοί ήθους και ηθικής,
είναι οργανισμοί ισχύος".
                                                Νόαμ Τσόμσκι*                      

Το αγανακτισμένο post στο διαδικτυακό «προφίλ» του «Ni Ls», (του βάναυσα κακοποιημένου, από τους άνδρες των ΜΑΤ, Γερμανού φοιτητή) έκλεινε με μια φράση έμπλεη πολιτικής αθωότητας: «τι χώρα είναι αυτή που πρέπει να φοβάσαι την αστυνομία;». 

Προφανώς, ο νεαρός φοιτητής του προγράμματος Erasmus δεν είχε δει τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού• μέχρι που του την έπεσαν οι μπάτσοι στο εορταστικό γιουρούσι τους (για την 45η επέτειο του Πολυτεχνείου) στα Εξάρχεια. 

Στη φωτεινή της πλευρά, η Αστυνομία μπορεί να φαντάζει ανθρώπινη, φιλική: να τηρεί την τάξη, να αποτρέπει τις παραβάσεις, να καταδιώκει και να συλλαμβάνει τους κακοποιούς, να προανακρίνει. Αυτές είναι οι αρμοδιότητες της Αστυνομίας και, υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο πολίτης έχει πιθανότητες να ανακαλύψει στον αστυνομικό τον όμοιό του. 

Ωστόσο η Αστυνομία, είτε πατρική, είτε ανησυχητική, ταράζει τον πολίτη. Γενικά την αποφεύγει, καμιά φορά τη χρειάζεται, προτιμά να μην τη σκέπτεται και είναι ικανοποιημένος με τη φόρμουλα: «είναι ένα αναγκαίο κακό».** 

Η Αστυνομία είναι, πρώτα απ’ όλα, ένας μηχανισμός κατά του κακού. Το πρόβλημα είναι ότι η φύση του κακού επαφίεται στην πολιτική φιλοσοφία της εκάστοτε κρατικής – κυβερνητικής εξουσίας˙ στη διάθεση της οποίας, ωστόσο, βρίσκεται και ο «μηχανισμός κατά του κακού», η Αστυνομία! Έτσι, μοιραία, ο «μηχανισμός κατά του κακού», (η Αστυνομία) τίθεται στην υπηρεσία ενός κακού! Του κράτους…

Εξάρχεια, το απόλυτο κακό!.. 

Δέκα χρόνια πριν, το κράτος της νεοκαραμανλικής δεξιάς εντόπισε τη φύση του κακού στα Εξάρχεια. Και διέταξε τον «μηχανισμό κατά του κακού» να περιπολεί μέρα – νύχτα στην περιοχή, προκειμένου να το αποκαλύψει και να το αποτρέψει. Μια νύχτα, ο «μηχανισμός» είδε το «κακό» στο πρόσωπο ενός δεκαεξάχρονου και επιχείρησε να το αποτρέψει πυροβολώντας στο ψαχνό!.. 

Φυσικός αυτουργός, βέβαια, ήταν ένας στρατιώτης του «μηχανισμού κατά του κακού», ένας αστυνομικός: Οι αστυνομικοί, ακόμα και όταν γνωρίζουν καλά τις αρμοδιότητές τους, δεν διστάζουν να τις ξεπερνούν από υπερβάλλοντα ζήλο, προκειμένου να πετύχουν, με κάθε μέσο, τον υποδεδειγμένο σκοπό: ενθαρρυμένοι, φυσικά, από μια διοίκηση που τους καλύπτει, από μια Δικαιοσύνη που δεν θέλει ποτέ να τους στενοχωρεί και, κυρίως, από την εκάστοτε κυβερνητική εξουσία που τους «καθοδηγεί», υποδεικνύοντάς τους το «κακό» που την… βολεύει. 

Από τότε, τα Εξάρχεια εξακολουθούν να υποδεικνύονται ως ο τόπος του «κακού» από κάθε κυβερνητική εξουσία και, ως εκ τούτου, νυχθημερόν αλωνίζει εκεί, ο «μηχανισμός κατά του κακού». Που, διαρκώς διευρύνεται και διευρύνεται και καταλαμβάνει ακόμα και περίπτερα της πλατείας. Μακελεύοντας τα… νερά τους. Και τους περιπτεράδες τους.

Είπαμε, η φύση του κακού επαφίεται στην πολιτική φιλοσοφία της εκάστοτε κυβερνητικής εξουσίας…

Κράτος – Αστυνομία – θάνατος… 

 «Μη μπερδεύεσαι, κράτος είναι ο στρατός και τα σώματα Ασφαλείας», με κανοναρχούσε (το 1968, στις φυλακές της Αίγινας) ο γλυκύτατος συγκρατούμενός μου Περικλής Ροδάκης• κι ήταν αυτός ο πιο αφαιρετικός, αλλά και ο πιο ουσιώδης ορισμός του κράτους που έχω ακούσει στη ζωή μου. Ο Λένιν ήταν πιο αφοριστικός: όσο υπάρχει κράτος, δεν υπάρχει ελευθερία. Όταν υπάρχει ελευθερία, δεν υπάρχει κράτος. 

«Το Κράτος είναι η εκτελεστική επιτροπή της άρχουσας τάξης», όριζε ο Κάρολος Μάρξ: μια δύναμη που «τοποθετήθηκε πάνω απ’ την κοινωνία για να μετριάζει τη σύγκρουση (σ. σ: την πάλη των τάξεων) να την κρατάει μέσα στα όρια της ‘τάξης’», συμπλήρωνε ο Φρ. Ένγκελς• υποσχόμενος την κατάργησή του με τη κατάργηση των τάξεων. 

Ο Στάλιν το είχε… εμπεδώσει πιο εμπειρικά: «το Κράτος είναι ένα όργανο στα χέρια της άρχουσας τάξης, που σκοπός του είναι να καταπολεμήσει την αντίσταση αυτών που είναι αντίθετοι σε αυτήν την τάξη». 

Αλλά ποια είναι (κάθε φορά) η άρχουσα τάξη, ποια η κυβέρνηση που «δουλεύει» για λογαριασμό της και ποια η «φύση του κακού» που καλείται να αποτρέψει, να καταστείλει, να καταστρέψει, χρησιμοποιώντας το «όργανο της άρχουσας τάξης», το Κράτος; 

Το ερώτημα αυτό, αποσπασμένο από την ιστορία, οφείλει να απασχολεί (ως ζήτημα θεμελιακό) τον «κυβερνητικό» ΣΥΡΙΖΑ, δίπλα και παράλληλα με το δραματικό ερώτημα - απάντηση του Νόαμ Τσόμσκι που προτάσσεται σε τούτο το κείμενο: "Ξέρετε εσείς να υπάρχει κάποιο κράτος που να είναι κράτος δικαίου; Τα κράτη δεν είναι οργανισμοί ήθους και ηθικής, είναι οργανισμοί ισχύος". 

Προσωπικά δεν τρέφω ψευδαισθήσεις – εδώ και χρόνια υιοθετώ την άποψη αυτή του Ιονέσκο: «το Κράτος, (σ. σ: λαϊκό ή αστικό, καπιταλιστικό, σοσιαλιστικό ή κομμουνιστικό) είναι παντού, και αλλού ακόμη περισσότερο, μια τεράστια μηχανή που συντρίβει τα άτομα. Το Κράτος είναι ο θάνατος… Δεν είναι δυνατή μια δίκαιη τάξη χωρίς τη αλληλεγγύη και την αγάπη»… 

* Από μια παλαιότερη συνέντευξή του Ν. Τ. στο Βήμα. 
** Καζαμαγιόρ, στη Μικρή Πολιτική Εγκυκλοπαίδια (Εκδόσεις ’70)

Νίκος Τσαγκρής

14 Νοεμβρίου 2014

Πολυτεχνείο: ο Τόπος της Ελευθερίας



Η Ελευθερία που διεκδικούσαμε τότε ήταν μια ελευθερία δίχως όρια, μια ουτοπία. Όμως, αξιωθήκαμε να την βιώσουμε, από στιγμή σε στιγμή, στα λίγα εικοσιτετράωρα της εξέγερσης



«Σε αστυνομικό κλοιό με 7.500 αστυνομικούς,                  
11 εισαγγελείς και τις πρυτανικές αρχές επί ποδός           
πολέμου θα πραγματοποιηθούν οι εορτασμοί                   
για την 40η επέτειο του Πολυτεχνείου…»                      
Από τον Τύπο της Τρίτης 11/11/2014                        

Κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, μια παρόμοια είδηση παίρνει τη θέση της στον Τύπο. Η«είδηση» είναι, πια, τόσο συνηθισμένη που δεν αποτελεί είδηση. Ωστόσο, από μια ψυχαναλυτική, τρόπον τινά, θεώρηση της μεταπολιτευτικής Ελληνικής Δημοκρατίας, είναι μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είδηση: γιατί σε «αστυνομικό κλοιό»; Προς τι τα δρακόντεια μέτρα; Γιατί χρειάζεται περιφρούρηση η στοιχειώδης πολιτική ελευθερία μερικών χιλιάδων πολιτών που θεωρούν (ακόμα!) υποχρέωσή τους τη συμμετοχή στις εκδηλώσεις μνήμης του Πολυτεχνείου; Πόσο ελεύθερη είναι μια πολιτική ελευθερία που της επιβάλλεται «αστυνομική περιφρούρηση»; Ποια είναι η ποιότητα της ελευθερίας που βιώνουμε στο πολιτικό παρόν, (ειδικά σήμερα, με την Ελληνική Δημοκρατία στον γύψο της τροϊκανής συγκυβέρνησης) σε σχέση με την ελευθερία που διεκδικούσαμε τότε, στο Πολυτεχνείο;

*****

Το αίτημα της Ελευθερίας στο κεντρικό σύνθημα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου – «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία» – φαίνεται να αφορά την πολιτική ελευθερία των Ελλήνων από τα δεσμά της χούντας των συνταγματαρχών. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η απελευθέρωση απ’ τη χούντα αποτελούσε ένα ελάχιστο μέρος της ελευθερίας που διεκδικούσαν οι ρομαντικοί καταληψίες του Νοέμβρη: όσοι έζησαν από μέσα την εξέγερση του Πολυτεχνείου, γνωρίζουν (ή οφείλουν να γνωρίζουν) ότι η ελευθερία που διεκδικούσαν ήταν µια ελευθερία δίχως όρια. Και ότι η ελευθερία που διεκδικούσαν δεν υπήρχε πουθενά, παρά µόνο εντός του Πολυτεχνείου! 

Ήταν η ελευθερία που βίωναν, από στιγμή σε στιγμή, από ώρα σε ώρα, από μέρα σε νύχτα και από νύχτα σε μέρα, τα λίγα εικοσιτετράωρα που κράτησε η εξέγερσή τους. Ήταν η ελευθερία της εξέγερσης, η ελευθερία του εξεγερμένου! Και ήταν μια ελευθερία που αξιώθηκαν να βιώσουν χάρις σε κάποιες παραλείψεις της κυβέρνησης των συνταγματαρχών!...

*****

Το εξηγεί θαυμάσια ο Ζ. Χανέιν, καθώς διαπραγματεύεται το λήμμα «Ελευθερία» στη «Μικρή Πολιτική Εγκυκλοπαίδεια»: το πραγματικά διαθέσιμο μέρος της ελευθερίας προκύπτει από µία απλή κυβερνητική αμέλεια που μπορεί κάθε στιγμή να διορθωθεί. Μια παράλειψη που επανορθώνεται αμέσως, όταν η ελευθερία –ανεκτή, σε λανθάνουσα κατάσταση– προτίθεται να πραγματωθεί, να πάρει σάρκα. Και να µπει σαν παράσιτο, σαν µία απόπειρα διαταραχής, στο σύστημα ρυθμίσεως των ανθρωπίνων υπάρξεων, που αποτελεί το απόλυτο σχέδιο κάθε επιστημονικής διακυβερνήσεως… 

Ακριβώς έτσι: όταν οι συνταγματάρχες αντελήφθησαν ότι οι ελεύθεροι-εξεγερμένοι του Πολυτεχνείου μπήκαν «σαν παράσιτο, σαν μια απόπειρα διαταραχής», στο χουντικό, στην περίπτωσή μας, «σύστημα ρυθμίσεως των ανθρωπίνων υπάρξεων», διόρθωσαν την αμέλειά τους, δίδοντας τέλος σ’ αυτή την… διαταραχή. Με την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο…

*****

Κατά τα λοιπά, συνειδητά ή υποσυνείδητα, τα «παιδιά του Πολυτεχνείου», όπως και όλα τα παιδιά που εξεγείρονται διεκδικώντας ελευθερία, γνωρίζουν ότι δεν είναι κανείς, κανείς δεν δύναται να είναι, πραγματικά Ελεύθερος. Μπορούμε μόνο να είμαστε «ελεύθεροι από...», ελεύθεροι από κάτι, από κάποια απ’ όλα εκείνα τα δεσμά που, καταναγκαστικά, μας επιβάλλονται από τη στιγμή που γεννιόμαστε και βιώνουμε τον ανθρώπινο κόσμο: γεννιόμαστε σε συνθήκες «δουλείας» και υποχρεωνόμαστε σε διαδοχικές μικρές ή μεγαλύτερες «εξεγέρσεις», προκειμένου να νιώσουμε ελεύθεροι από κάτι, και από κάτι άλλο, κι από κάτι άλλο... 

Στο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, η ελευθερία ήταν και είναι μια παραδρομή της εξουσίας. Εκεί όπου υπάρχει, υπάρχει χάρη σε ένα κενό εξουσίας. Ειδικά στις μέρες μας, η πολιτική ελευθερία είναι μια μακρά, συγκινητική μεν, άτυχη δε περιπέτεια, που συντελεί στη διαμόρφωση καταναλωτών και μακάριων θεατών της τηλεόρασης. Πολίτες που τους διαμορφώνουν τα μονοπώλια της πληροφορίας και οι νόμοι της «ανάπτυξης». Σε ορισμένους απ’ αυτούς, η πραγματική ελευθερία φυτοζωεί στην κατάσταση της νοσταλγίας. Σε άλλους υπάρχει σαν είδος ενός τρελού σχεδίου, που το υπερασπίζονται άγρια ενάντια στην πραγματικότητα.

Νίκος Τσαγκρής

12 Νοεμβρίου 2014

Ο παράξενος διεθνισμός της κ. Μέρκελ


Εικοσιπέντε χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου ο ψυχρός πόλεμος ζει και… αναθερμαίνεται  

Η κυρία Μέρκελ έδειχνε ευτυχισμένη∙ στα μάτια της καθρεφτιζόταν o «ύμνος στη χαρά» του Ludwig van Beethoven καθώς, με φόντο το μνημείο του Τείχους του Βερολίνου, εκφωνούσε τον πανηγυρικό: ένα απίστευτο ταρατατζούμ για το κοσμοϊστορικό γεγονός και τον συμβολισμό του, την αρχή του τέλους του ψυχρού πολέμου. 

Η πτώση του Τείχους ήταν ο θρίαμβος του ανθρώπινου πνεύματος, έλεγε η γερμανίδα καγκελάριος. «Μια μεγάλη νίκη της ελευθερίας έναντι της κατοχής – ένα επικό πλήγμα στην τυραννία», προκαλούσε… 

Λέω ‘προκαλούσε’ και το εννοώ. Διότι η αναφορά της Γερμανίδας κυρίας σε εκείνη την αλλοτινή «κατοχή», σ’ εκείνο το «επικό πλήγμα στην τυραννία», ηχούσε ως σαρκασμός της ελληνικής αδυναμίας αντίστασης στην τωρινή, τη γερμανική «κατοχή» της χώρας μας. Ως τραγική ειρωνεία της ελληνικής αδυναμίας να επιφέρει ένα – κάποιο «επικό πλήγμα» στην οικονομική «τυραννία» που μας βασανίζει. 

Ακολούθως, σε ένα παράξενο διεθνιστικό κρεσέντο που ξεπερνούσε τον προλεταριακό διεθνισμό και κάθε διεθνισμό κάθε… Διεθνούς, η Γερμανίδα κυρία καλούσε τις «σημερινές και τις μελλοντικές γενιές» να εμπνευστούν από την πτώση του βερολινέζικου Τείχους και «να γκρεμίσουν τα τείχη – τα τείχη της δικτατορίας, της βίας, των ιδεολογιών, του μίσους»…

Έτσι ακριβώς! Λες και μιλούσε την 9η Νοεμβρίου του 1989, εν μέσω των πανηγυρισμών για την πτώση του «τείχους της ντροπής». Που, σύμφωνα με τους κοσμοκράτορες της εποχής, ένθεν – κακείθεν του Ατλαντικού, σηματοδοτούσε το τέλος του ψυχρού πολέμου: το οριστικό τέλος των ιδεολογικών συγκρούσεων Ανατολής – Δύσης. Την ανατολή ενός ενιαίου – ειρηνικού κόσμου, ενός νέου – μεταμοντέρνου διεθνισμού. Της περίφημης «παγκοσμιοποίησης»… 

Ο «Ιντερνετικός Διεθνισμός» 

Σήμερα, 25 χρόνια μετά την πτώση του Τείχους, ο μόνος… μεταμοντέρνος διεθνισμός που ανιχνεύεται (εύκολα, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια) είναι η διεθνιστική ελίτ που σχηματίζεται από τους μεγιστάνες του πλούτου. Τους βασιλιάδες και τυράννους της εποχής μας που, είτε προέρχονται απ’ την οικονομία είτε απ’ τις σόου – μπιζ είτε απ’ τον αθλητισμό, μιλούν την καινούργια πλανητική εσπεράντο, τα wallish, τα αγγλικά της Γουώλ Στρήτ. Και κατοικούν στο μαγευτικό βασίλειο της μεγάλης χλιδής και των πολυτελών διασκεδάσεων. 

Στον αντίποδα, ένας πραγματικά μεταμοντέρνος «διεθνισμός», ο ιντερνετικός – ας τον πούμε, διεθνισμός. Μια άτυπη «Πέμπτη Διεθνής» που σχηματίζεται (και διαρκώς ανασχηματίζεται) από μυριάδες χρήστες του διαδικτύου. Και ανιχνεύεται μαζικά στη μπλογκόσφαιρα, στα social media εν γένει.

Είναι η αγανακτισμένη – καταγγελτική και αρκούντως αντισυστημική «Διεθνής» του 21ου αιώνα. Που σπάει τους παραδοσιακούς κοινωνικούς κώδικες, ανατρέπει την πολιτική και κομματική τάξη, γκρεμίζει τα εθνικά σύνορα και τα γεωπολιτικά τείχη και, «νάτη πετιέται από ξαρχής / κι αντρειεύει και θεριεύει». Στις πλατείες των κοσμοπόλεων: Μαδρίτη – Αθήνα – Κωνσταντινούπολη – Κάιρο – Νέα Υόρκη – Τύνιδα... 

Ο νέος ψυχρός πόλεμος 

Σαν να λέμε δυό νέοι… διεθνισμοί και στη μέση ο ψυχρός πόλεμος. Τον οποίο η κυρία Μέρκελ δεν κατάφερε να… τερματίσει με τον πανηγυρικό της στην επέτειο της «πτώσης». Κι ας υποσχόταν το τέλος του ψυχρού πολέμου, (που η συγκεκριμένη «πτώση»… προμηνούσε) λες και έβγαζε το λόγο το ’89, μέσα από του Τείχους τα συντρίμμια. Κι όχι σήμερα, εν μέσω ενός ψυχρού πολέμου εν εξελίξει∙ ο οποίος, δίχως να είναι εκείνος που τερμάτισε… η Μέρκελ, είναι ολόιδιος μ’ εκείνον! 

Ίσως και χειρότερος: «Ο νέος Ψυχρός Πόλεμος θα αποδειχθεί ίσως ακόμα πιο επικίνδυνος από τον προηγούμενο», λέει ο αμερικανός διεθνολόγος Στέφεν Φ. Κοέν στην Μonde Diplomatique. Γιατί; τον ρωτάει ο δημοσιογράφος: «Γιατί, αντίθετα από αυτόν, δεν θα συναντήσει καμία αντίσταση, ούτε στο Κογκρέσο, ούτε στα μέσα ενημέρωσης, τα πανεπιστήμια, τα think tanks… 

Ασφαλώς ούτε στην καγκελαρία της κ. Μέρκελ. Διότι, ήρθε η ώρα να σας το αποκαλύψω, η Γερμανίδα καγκελάριος κορόιδευε την κοινωνία με τον… διεθνιστικό πανηγυρικό της επί τη ευκαιρία της επετείου για την πτώση του Τείχους. Στην πραγματικότητα έριχνε λάδι στη φωτιά του ψυχρού πολέμου όταν, σε μια χαμένη στη μετάφραση, αποστροφή του λόγου της καλούσε ευθέως τους πολίτες της Ουκρανίας, της Συρίας και του Ιράκ να γκρεμίσουν τα δικά τους «τείχη». Ποια «τείχη», άραγε; 

Η ερώτηση είναι, βεβαίως, ρητορική. Ο ψυχρός πόλεμος, που αυτή τη φορά είναι κυρίως οικονομικός και γεωπολιτικός (και πλαγίως μόνο ιδεολογικός), πυροδοτείται εμφανώς από τον σοβινιστικό μεγαλοϊδεατισμό της κ. Μέρκελ. Και θερμαίνεται, και αναθερμαίνεται… 

Ακριβώς την ώρα που το ΝΑΤΟ αγγίζει το μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας, ζαχαρώνοντας τα ενεργειακά κοιτάσματα. Και για να τα γευτεί, αποβλέπει στον έλεγχο όλων των κρατών της πρώην ΕΣΣΔ. Αναγκάζοντας τον πιο αξιόπιστο σοφό της εποχής μας, τον Νόαμ Τσόμσκι, να γράφει τα «σενάρια» ενός πιθανού πυρηνικού πολέμου: Μπουρλότο!...

Νίκος Τσαγκρής

5 Νοεμβρίου 2014

Μονόλογος με... κανονικό κομμουνιστή


Ιστορικό στέλεχος της κομμουνιστικής αριστεράς μου εμπιστεύτηκε την συγκρατημένη… απαισιοδοξία του για την πιθανότητα «μιας πραγματικά αριστερής διακυβέρνησης της χώρας – «όπως την ονειρευόμαστε εμείς», μου είπε –, ακόμα και στην περίπτωση αυτοδύναμης ανόδου του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην κυβερνητική εξουσία». 

 Τον ρώτησα τι, κατά την γνώμη του, φταίει και μου απάντησε με το γνωστό επιτιμητικό του χαμόγελο – απομεινάρι της κομμουνιστικής παντογνωσίας… 
- Ξέρω, φταίει το ήπιο προφίλ του Τσίπρα, προσπάθησα να τον… διευκολύνω να γίνει ομιλητικός. 
- Σύντροφε, στην εποχή μας είναι εξαιρετικά δύσκολο, ακόμα και για τον πιο χαρισματικό πολιτικό ηγέτη, να πει το μεγάλο ναι ή το μεγάλο όχι, μου απάντησε σιβυλλικά… 

 Αρχικά συνέδεσα τον συγκεκριμένο χρησμό με την κομμουνιστική αρχαιότητα του συνομιλητή μου, δεδομένου ότι το επίθετο «χαρισματικός», ιδιαίτερα όταν προηγείται του λήμματος «ηγέτης», έχει διαγραφεί από το λεξικό του Κόμματος, από τότε που πέθανε ο… «πατερούλης». Ο μόνος χαρισματικός ηγέτης στην ιστορία της ανθρωπότητας, για τους κομμουνιστές παλαιάς κοπής…

Εκ των υστέρων, ομολογώ ότι αδίκησα τον… παλαιό των ημερών σύντροφο, δεδομένου ότι η συζήτησή μας ήταν για τον Τσίπρα, και ο άνθρωπος παραδέχτηκε (έμμεσα…, τολμώ να πω) ότι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είναι χαρισματικός ηγέτης, καθώς έλεγε πως «στην εποχή μας είναι εξαιρετικά δύσκολο, ακόμα και για τον πιο χαρισματικό πολιτικό ηγέτη, να πει το μεγάλο ΝΑΙ ή το μεγάλο ΟΧΙ»…

Άρνηση, ρήξη, επανάσταση 

Κατά τα λοιπά, είναι προφανές, ο παλαιός σύντροφος με τον σιβυλλικό χρησμό του προφήτευσε το αυτονόητο: την αντικειμενική αδυναμία μιας – ακόμα και αυτοδύναμης – κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, να αρθρώσει το ΟΧΙ που εδώ και κάτι… αιώνες τού υπόσχεται το Κόμμα, το όχι της ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος∙ και μάλιστα του καπιταλιστικού συστήματος των καιρών μας, της «δικτατορίας των αγορών». Αμ’ εύκολο είναι, σύντροφε; 

Ωστόσο η άρνηση – η κοινωνική άρνηση, η πολιτική άρνηση, το ξέρεις εσύ, κομμουνιστή μου, ακόμα κι όταν δεν είναι οριστική – ακόμα κι αν δεν ισοδυναμεί με το απόλυτο ΟΧΙ, είναι μια πολυτελής λειτουργία. Τόσο πολυτελής, όσο η ρήξη, όσο η επανάσταση. 

Τολμώ να σου θυμίσω ότι, κατά τον Νίτσε, η άρνηση εκδηλώνεται ως θέληση δύναμης και μπορεί να θέσει σε κίνηση όλη την ανθρώπινη Ιστορία: «θέληση δύναμης, που μπορεί να μεταμορφώνει τον άνθρωπο σε υπεράνθρωπο». 

Για τον Φρόυντ, άλλωστε, η άρνηση είναι «η εκδήλωση των δυνάμεων της ζωής που επιθυμούν να αρνούνται οτιδήποτε αντιτίθεται σ’ αυτές». Ενώ, κατά τον Χέγκελ, «η άρνηση εξακολουθεί να δρα σε όλη την ανθρώπινη Ιστορία, παράγοντας το καινούργιο, κάθε φορά το καινούργιο». Είναι φυσικό, λοιπόν, να μην χωράει στην εφαρμοσμένη πολιτική η οποία δεν είναι παρά μια λειτουργία ευτελής, μια διαδικασία. Πολλές φορές δε, γίνεται τόσο ευτελής, όσο η διαχείριση πραγμάτων, ή καταστάσεων, από πράγματα ή καταστάσεις. 

Αλλά και όταν η πολιτική ασκείται ως πολιτική, ως θεώρηση δηλαδή των πολιτικών προβλημάτων με στόχο την εφικτή λύση τους, οι ιστορικά σπάνιες περιπτώσεις επιτυχημένων πολιτικών και κοινωνικών «αρνήσεων», εκδηλώνονται στα πλαίσια του εφικτού. Είναι αρνήσεις – θέσεις, όπως αυτή του ΣΥΡΙΖΑ. 

Η «άρνηση – θέση» του ΣΥΡΙΖΑ 

 Σύντροφε, είναι καιρός, νομίζω, να ξεπεράσεις τον κομμουνιστικό μεγαλοϊδεατισμό∙ να αφήσεις επί του παρόντος στη διάθεση της… ιστορίας την «επανάσταση», τα μεγάλα ΝΑΙ και τα μεγάλα ΟΧΙ. 

Επί του παρόντος, στην πατρίδα σου – την πατρίδα μας – στο πλαίσιο του εφικτού, επιχειρείται μια από εκείνες τις ιστορικά σπάνιες, που λέγαμε, περιπτώσεις πολιτικών και κοινωνικών «αρνήσεων». Μια άρνηση – θέση που (σ’ το λέω με τα δικά σου λόγια) , «στην εποχή μας είναι εξαιρετικά δύσκολο, ακόμα και για τον πιο χαρισματικό πολιτικό ηγέτη, να την εκφράσει», κι ακόμα πιο δύσκολο, λέω εγώ, να την πραγματώσει με επιτυχία, όπως το υπόσχεται – και δεσμεύεται γι’ αυτό – ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας.

Σ’ αυτή την «άρνηση – θέση», κομμουνιστή μου, σ’ αυτό το «μικρό όχι», (όπως το λες) του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα, που είναι το μεγάλο ελληνικό ΟΧΙ στα μνημόνια, την τρόικα, την δικτατορία των αγορών και το σύστημα των Βρυξελών που την αποδέχεται και με προθυμία την εφαρμόζει, οφείλεις να πεις το μεγάλο ΝΑΙ, να συμπορευτείς… 

Αν μη τι άλλο, είναι κρίμα να χάσεις την χαρά της συμμετοχής σ’ αυτή την ανεπανάληπτη στιγμή της Ελληνικής Αριστεράς∙ που δεν είναι παρά μια από εκείνες τις ιστορικά σπάνιες στιγμές των πολιτικών και κοινωνικών «αρνήσεων» που, όπως λένε οι σοφοί, όταν συμβαίνουν παράγουν το καινούργιο: «κάθε φορά το καινούργιο»…

Νίκος Τσαγκρής

29 Οκτωβρίου 2014

Η Ελληνική Ιστορία πίσω απ' τα κάγκελα


«Η κοινωνία και η ιστορία δεν υπόκεινται σε αδήριτους αντικειμενικούς ιστορικούς νόμους – διαρρηγνύουν τα πλαίσια του καθορισμένου, είναι δημιουργίες ακαθόριστες…» 

 Το μόνο που δεν ακούσαμε είναι ότι το ιστορικό ΟΧΙ ειπώθηκε με εντολή Σαμαρά. Ωστόσο η ιστορία του Αλβανικού μετώπου και των φασιστικών και αντιφασιστικών… πέριξ, γραφόταν και ξαναγραφόταν διαρκώς κατά τη διάρκεια των φετινών επετειακών εκδηλώσεων για το «έπος του ’40». 

 Καλά, στο επίπεδο της νεοελληνικής καφενειακής σκέψης το ΟΧΙ το είπε ο Μεταξάς, («ποιος, αυτός με τα κονιάκ;», με ρώτησε ένας θαμώνας) ο Άρης, ο Ζέρβας, ο Μιχαλολιάκος, ο Ζαχαριάδης και εντάξει, το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ, το… Πολυτεχνείο. 

Στο επίπεδο της πολιτικής και των μίντια τώρα, η μισαλλοδοξία χτύπησε κόκκινο, συνάδοντας με τις καγκελόφραχτες παρελάσεις και την ανοϊκή προεδρική φιγούρα πίσω τους∙ και εμπρός τους… Πολιτεία χωρίς πολίτες, χώρα χωρίς λαό. Κι ας λένε οι σοφοί του κόσμου τούτου πως ο ελληνικός λαός είπε το ΟΧΙ, πως οι λαοί – και όχι οι ιστορικοί – είναι εκείνοι που γράφουν την ιστορία: «Η κοινωνία και η ιστορία δεν υπόκεινται σε αδήριτους αντικειμενικούς ιστορικούς νόμους, δεν υπακούουν στην καθοριστικότητα∙ διαρρηγνύουν τα πλαίσια του καθορισμένου, είναι δημιουργίες ακαθόριστες. Η ιστορία είναι δημιουργία, ποίησις, γένεση οντολογική νέων μορφών, νέων ειδών», μας λέει ο Κορνήλιος Καστοριάδης*, διορθώνοντας την κρατούσα αντίληψη για την ανθρώπινη κοινωνία και ιστορία*. Στον ίδιο ιστορικό χρόνο, κάποιοι ξαναγράφουν την ιστορία. Ή την… διορθώνουν… 

 Στη σφαίρα της ψυχανάλυσης 

 Διορθώνεται η ιστορία; Εύκολα! Σας θυμίζω την περίπτωση της κ. Μαρίας Ρεπούση που, στο πλαίσιο του γενικότερου εκσυγχρονισμού της χώρας και της ιστορίας της, υποθέτω, διόρθωσε εκείνο το… συνωστισμένο εγχειρίδιο ιστορίας της Ε’ δημοτικού. (Λίγο αργότερα βέβαια, η συγκεκριμένη ιστορικός διόρθωνε τις διορθώσεις της με τις διορθώσεις που της επέβαλε η Ακαδημία Αθηνών, αποκαλύπτοντας τη συνάφεια του επαγγέλματος του ιστορικού μ’ αυτό του διορθωτή!..) 

Επί της ιστορίας, καθ’ όλη τη διάρκειά της, ασελγούν ποικιλοτρόπως οι κάθε μορφής και είδους εξουσίες. Αυτό το γνωρίζει (ή οφείλει να το γνωρίζει) κάθε ενήλικας πολίτης, κάθε ιστορικής περιόδου. Εκτός και αν είναι… ανιστόρητος. 

 Απ’ αυτή την άποψη θεωρώ ότι υπάγονται στη σφαίρα μιας… εθνικής, να πούμε, ψυχανάλυσης, οι εξαιρετικά αγωνιώδεις και μισαλλόδοξες αντιδράσεις κάποιων υποστηρικτών της «εθνικής ορθοδοξίας» (κάθε ιδεολογικού τύπου και πολιτικής προέλευσης) εν όψει ορισμένων… νεωτερικών ιστορικών διορθώσεων. Ιδίας, εξάλλου, ψυχανάλυσης χρήζουν και οι, επίσης, μισαλλόδοξες κραυγές κάποιων «ευρωεκσυγχρονιστών» της Δεξιάς, του ΠΑΣΟΚ ή της Αριστεράς, κατά των «εθνικιστών», όπως συλλήβδην αποκαλούν όλους όσους αντιδρούν «στον εκσυγχρονισμό (!) της ιστορίας». 

 Το ερώτημα είναι πηγαίο, προκύπτει με… αυτόματη γραφή: Τι έπαθαν όλοι αυτοί και βάλθηκαν ξαφνικά να πειράξουν (να διορθώσουν, να ξαναγράψουν) την ιστορία; - «Για να λειάνουν τις τουρκικές βαρβαρότητες, να καταστήσουν λιγότερο αντιπαθείς τους Τούρκους στους νεοέλληνες», υποστηρίζουν οι μεν: στο πλαίσιο της διπλωματίας της ελληνοτουρκικής «προσέγγισης». Κι ακόμα χειρότερα: στο πλαίσιο κάποιας μυστήριας ευρωαμερικανικής οδηγίας που δουλεύει για την ισοπέδωση των εθνικών χαρακτηριστικών, την «πτώση» των εθνοτήτων, την παγκοσμιοποίηση. - «Όχι, πρόκειται για κάποιες αναγκαίες αλλαγές στοιχείων της ελληνικής ιστορίας», υποστηρίζουν οι δε: προκειμένου, τη θέση των εθνικών μύθων (περί του αμύθητου ελληνικού ηρωισμού, κλπ.) να πάρουν οι «πραγματικότητες». Να λάμψει, επιτέλους, η ιστορική αλήθεια. 

Υπάρχει ιστορική αλήθεια; 
  
Η «ιστορική αλήθεια»! Υπάρχει, αλήθεια, «ιστορική αλήθεια»; Μόνο κάποιοι ιστορικοί καταφάσκουν. Στην πραγματικότητα η ιστορική αλήθεια είναι η αλήθεια των ιστορικών. Που μπορεί να είναι πιο κοντά στην αλήθεια ή πιο κοντά στο ψέμα, σπάνια όμως η αλήθεια, μα διόλου σπάνια το ψέμα.

 Άλλωστε, μια παραγνωρισμένη αλήθεια είναι ότι οι Έλληνες, από την επανάσταση και εντεύθεν, μαθαίναμε την ιστορία μας από τη λαϊκή παράδοση: από διηγήσεις του παππού και της γιαγιάς, από ομιλίες στις Εθνικές επετείους, από τα δημοτικά και τα λαϊκά τραγούδια, απ’ τους ποιητές, τον Ρήγα και τον Μακρυγιάννη, τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Μπάϊρον, τον Βαλαωρίτη… Και ελάχιστα από τα σχολικά βιβλία. 

Και όσα μάθαμε δεν μας χάλασαν, ανεξάρτητα πόσο κοντά ήσαν στην «ιστορική αλήθεια». Το λιγότερο, μας έκαναν να αγαπάμε την πατρίδα, αλλά κυρίως την ανεξαρτησία, την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Να σεβόμαστε την ελευθερία ως υπέρτατο ανθρώπινο αγαθό και να αγωνιζόμαστε μέχρι θανάτου για αυτήν. 

 Ενοχλεί άραγε αυτή η «φρονηματική» μας ταυτότητα και, πιστεύουν κάποιοι ότι θα την αλλάξουν… διορθώνοντας την ιστορία; Ίσως. Το σίγουρο είναι ότι αυτή η «ταυτότητα» που, σαφώς, προέκυψε από τη σχέση μας με την ιστορία μας (όπως μέχρι σήμερα την μαθαίναμε) δεν είναι παρά η ταυτότητα ενός ιστορικά αξιοθαύμαστου πατριωτισμού: του παραδοσιακού πατριωτισμού υμών των Ελλήνων… 

 * Απόσπασμα από δημοσίευμα του Γιώργου Οικονόμου στο Lifo

Νίκος Τσαγκρής

22 Οκτωβρίου 2014

Η στρατηγική του πολιτικού φόβου


Πως η «θρησκεία των αγορών», εμποτισμένη από τον γερμανικό προτεσταντισμό, επιβάλλεται επί των χωρών - μελών της ευρωζώνης ως «πολιτική» στη θέση της πολιτικής   

Ας δούμε αυτό το κωμικοτραγικό επεισόδιο (την παταγώδη άρνηση των «αγορών» να δεχτούν ξανά στην… μεγάλη χρηματοπιστωτική οικογένεια το θλιβερό κυβερνητικό δίδυμο) στη μεταφυσική του διάσταση: οι δύο άσωτοι αδελφοί (Σαμαράς – Βενιζέλος) υπέβαλαν εαυτούς και… αλλήλους σε οδυνηρές θυσίες και τιμωρίες και, όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, αποφάσισαν να επιζητήσουν τη συμπόνια – των «αγορών», την «αγάπη του πατέρα». Να σωθούν… 

«Η συμπόνια και η αγάπη του πατέρα της παραβολής του Ασώτου», εξηγούν οι θεολόγοι, «παριστάνει την συμπόνια και την αγάπη του Πατέρα Θεού: ο Θεός θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι∙ να έρθουν στην επίγνωση της αλήθειας…». 

Μάλιστα…. Ωστόσο οι δικοί μας άσωτοι, οι Σαμαράς – Βενιζέλος, παρά την αυστηρή τους θρησκευτικότητα, παρά την διετή προσήλωσή στους κανόνες, δεν αξιώθηκαν τη συμπόνια και την αγάπη της παραβολής. Έφαγαν πόρτα! Από τις «αγορές»… 

 Άλλοι, πάλι, λένε πως σώθηκαν. Πως μετά απ’ αυτή τη μικρή τους πολιτική παρασπονδία «επανήλθαν στην επίγνωση της αλήθειας». Που δεν είναι παρά η «μεταφυσική διάσταση της Οικονομίας», όπως την περιέγραφε ο Πασκάλ Μπρυκνέρ στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας: Μες στη γενική πανωλεθρία των πεποιθήσεων και των ιδεολογιών, υπάρχει τουλάχιστον μία που αντέχει ακόμα και που η ζωτικότητά της δεν διαψεύδεται: η Οικονομία. Έχει πάψει από καιρό να είναι μια ξερή επιστήμη, μια ψυχρή δραστηριότητα της λογικής, τώρα έχει γίνει η ύστατη θρησκευτικότητα του ανεπτυγμένου κόσμου, η θρησκεία των αγορών… 

Η «θρησκεία των αγορών»! Που εδώ και μια δεκαετία, εμποτισμένη από τον γερμανικό προτεσταντισμό, επεβλήθη επί των χωρών - μελών της ευρωζώνης ως «πολιτική» στη θέση της πολιτικής, καθορίζοντας τη μοίρα των λαών της. Νηστεία και προσευχή: ήγγικε γάρ η βασιλεία των Αγορών 

 Φταίνε και οι δημοσιογράφοι 

 Αλλά εάν «ήγγικε η βασιλεία των Αγορών», πως γίνεται οι αγορές να φοβούνται τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ; Και δεν μιλάω για τις δηλώσεις της εκπροσώπου των… ασώτων, της κ. Βούλτεψη. Αυτές, είναι σαφές, αποκάλυπταν την εσπευσμένη επιστροφή των Σαμαρά – Βενιζέλου στη… στρατηγική «για όλα φταίει ο Τσίπρας», μετά την «πόρτα» που έφαγαν από τις «αγορές». 

Μιλάω για τη «στρατηγική του φόβου» που εκπορεύεται από το «βασίλειο των Αγορών» και, μέσω των… αγοραίων – και όχι μόνον – διεθνών media κοινωνικοποιείται, καταλαμβάνοντας το ανθρώπινο σύμπαν και, είναι ο φόβος για την πολιτική: « Οι αγορές φοβούνται μία κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ», μας είπε προ ημερών, (κινούμενος στη γραμμή Βούλτεψη) ο Σάιμον Νίξον της Wall Street Journal. Άλλοι, των Financial Times σήμερα, της Αυγής χθες, του Βήματος προχθές, της Καθημερινής καθημερινά, μας λένε ότι «οι αγορές σκέφτονται», «οι αγορές έχουν χιούμορ», «οι αγορές πονούν», «αισθάνονται», «δρουν και αντιδρούν». Κάνουν σεξ οι αγορές; Είναι η μόνη απορία που μου απέμεινε. Αν γνωρίζουν ας μου απαντήσουν οι… συνάδελφοι. 

 Το πρώτο που διδάσκεται ο νεαρός δημοσιογράφος – αν έχει την τύχη να θητεύσει δίπλα σε κανονικούς δημοσιογράφους – είναι να αποφεύγει στα κείμενα και στους τίτλους του την υποκειμενοποίηση των αντικειμένων προκειμένου να μη συντελεί στην αποπροσωποίηση των ευθυνών. Ωστόσο οι τίτλοι του τύπου «Νταλίκα – φονιάς», και εκφράσεις του τύπου «Βουλή – άβουλη», κατακυριεύουν, καθημερινά τις σελίδες των εφημερίδων… 

 Οι αγορές έχουν ψυχή; 

 Αυτό όμως που γίνεται με τις «αγορές», η συστηματική υποκειμενοποίησή του εν λόγω αντικειμένου από το συστημικό –και το αντισυστημικό εν πολλοίς, σύμπαν (παγκόσμια πολιτική ηγεσία, οικονομολόγοι, διεθνή Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και, για να μην αποπροσωποποιούμε τις ευθύνες μας, εμείς οι δημοσιογράφοι) – είναι εξαιρετικά σκανδαλώδες. Σαν μια εν εξελίξει θεωρία συνωμοσίας που στοχεύει στην διαρκή υποκειμενοποίηση των «αγορών» για να τους δώσει σώμα και ψυχή. Και να αποκρύψει τα πραγματικά σώματα και τις ψυχές πίσω τους. 

Αλλά τα «σώματα» πίσω απ’ τις «αγορές» έχουν κατηγορίες, (είναι Tράπεζες, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, Hedge Funds και άλλα κερδοσκοπικά ιδρύματα) και οι «κατηγορίες» έχουν και brand names ( Goldman Sachs, Neuberger Berman, Blackrock U.K και δεκάδες ακόμα επώνυμους ναούς του χρήματος σε κάθε γεωγραφικό μήκος και πλάτος, καθώς και τους τρεις ρουφιάνους τους στις εθνικές οικονομίες του πλανήτη, τους Fitch, Moody’s, και Standard & Poor’s) και έχουν και ονοματεπώνυμα, όπως Rothschilds (Λονδίνο), Lazar Brothers (Παρίσι), Warburg Bros (Αμβούργο), Kuhn Loeb (Νέα Υόρκη) κλπ, κλπ, κλπ… 

 Όμως η σημαντικότερη παρενέργεια της σχεδιασμένης – ή μη, από το «σύστημα», υποκειμενοποίησης των «αγορών», είναι η περιβολή τους με στοιχεία έλλογης οντότητας: να βλέπουν να ακούνε, να σκέφτονται – αν είναι δυνατόν καλύτερα από τους πολίτες και τους πολιτικούς. 

 Να προκύψει η θεοποίησή του εκλεκτού «υποκειμένου», η θέσπιση της «θρησκείας των αγορών». Που θα υποκαταστήσει – τείνει να συμβεί, συμβαίνει – τις ιδεολογίες, την πολιτική.

Νίκος Τσαγκρής

15 Οκτωβρίου 2014

Η ελίτ των media στήνει «συναινέσεις»


Με προπομπό το ιδιόκτητό της μιντιακό σύστημα, η οικονομική ελίτ της χώρας τα δίνει όλα, για τη σταθεροποίηση στη σημερινή κατάσταση των κυβερνητικών πραγμάτων. 

Η ουσία των πραγμάτων καθόλου δεν συνδέεται με την πραγματικότητά τους. Πέρα απ’ το πραγματικό υπάρχει και η τυχαιότητα, η ψευδαίσθηση, το φανταστικό, το όνειρο. Οι σουρεαλιστές ονόμαζαν σουρεαλισμό (υπερπραγματικότητα), ακριβώς τη συγχώνευση του πραγματικού με το φανταστικό. 

Πάντως, η ουσία των κυβερνητικών μας πραγμάτων (παραλυσία, αποσύνθεση, σήψη) σε καμιά περίπτωση δεν συνδέεται με την πραγματικότητά τους: η κυβερνητική ηγεσία φαντασιώνεται εξάντληση της τετραετίας και, για να ολοκληρωθεί η… συγχώνευση του πραγματικού με το φανταστικό, η οικονομική ελίτ της χώρας ονειρεύεται νέες… συναινέσεις. Και με προπομπό το ιδιόκτητό της μιντιακό σύστημα αγωνίζεται να τις επιβάλει, προκειμένου να σταθεροποιήσει την ουσία των κυβερνητικών μας πραγμάτων,( παραλυσία, αποσύνθεση, σήψη). Την «υπερπραγματικότητα» που, αδιατάραχτη για τα επόμενα δυό χρόνια, θα τους βολεύει. 

Εκείνο το απροσδόκητο μπαράζ κηρυγμάτων, εκκλήσεων, προσευχών και προτροπών του τύπου «αφήστε τα μίση» και… «πάμε να φτιάξουμε μια κυβέρνηση ειδικού σκοπού», που ξεκίνησε από τα έδρανα της βουλής σ’ αυτή την ανεκδιήγητη διεκδίκηση ψήφου εμπιστοσύνης της συγκυβέρνησης απ’ τον εαυτό της – που δεν ήταν διεκδίκηση ψήφου εμπιστοσύνης της συγκυβέρνησης απ’ τον εαυτό της, αλλά πρόβα εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας – ήταν μόνο η αρχή… 


 Η «γραμμή» των media 


Δεν εννοώ – ούτε καν υπονοώ, ότι όλοι οι τύπου «πάμε να φτιάξουμε μια κυβέρνηση ειδικού σκοπού» βουλευτές, (είτε ανεξάρτητοι με… προοδευτικό πρόσημο είτε δεξιούληδες), ή κάτι άλλοι, του τύπου «δεν είναι σωστό να παίζουμε με το θεσμό του προέδρου», είναι βαλτοί. 

 Ούτε το αντίθετο. Διότι εκόντες – άκοντες (είτε ανεξάρτητοι με… προοδευτικό πρόσημο είτε δεξιούληδες), τη «γραμμή» της μιντιοφόρου οικονομικής ελίτ παπαγαλίζουν. Όπως την δίνει ο πρύτανης των διαπλεκομένων media, (ο και εξ αίματος μέτοχος της συγκυβέρνησης) από το κυριακάτικο βήμα του: 

 Βήμα πρώτο, η… πόρνη ιστορία: Η Ελλάδα έχει πάμπολλες πικρές εμπειρίες από τα παιχνίδια εξουσίας μεταξύ των κυρίαρχων κάθε φορά αντίπαλων πολιτικών σχηματισμών, μπλα, μπλα, μπλα… 

 Βήμα δεύτερο, το… καχεκτικό παρόν: Τώρα πάλι, είναι οι πολιτικοί ανταγωνισμοί που ορθώνουν εμπόδια στην προοπτική οριστικής απεμπλοκής της ελληνικής οικονομίας από τον μακρύ κύκλο της υποχώρησης και της καχεκτικής ανάπτυξης, μπλα, μπλα, μπλα… 

Βήμα τρίτο, η επάνοδος στην…κανονικότητα: Ο ελληνικός λαός, χωρίς αμφιβολία, επιθυμεί την επάνοδο στην κανονικότητα, δεν θέλει να δει τους κόπους και τις θυσίες τόσων χρόνων να πάνε στράφι. Μπλα, μπλα… 

 Βήμα τέταρτο, τα… εξουσιομανή κόμματα: Το δυστύχημα είναι ότι οι πολιτικές δυνάμεις δεν ανταποκρίνονται στην έκκλησή του. Τη διεκδίκηση εξουσίας προκρίνουν, αυτή πριμοδοτούν και απ' αυτή καθοδηγούνται. 

Βήμα πέμπτο, τι να κάνουμε (η «γραμμή»): Θα μπορούσαν όλοι και ιδιαιτέρως οι βασικοί ανταγωνιστές να βρουν έστω για τούτη την τελευταία επίμαχη διαπραγμάτευση του χρέους κοινό τόπο, κοινή στάση, κοινό σκοπό, μπλα, μπλα, μπλα… 


 Ο… σκοπός που τους βολεύει 



«Κοινός πολιτικός τόπος, κοινή πολιτική στάση, κοινός πολιτικός σκοπός», είναι η «γραμμή» της οικονομικής ελίτ της χώρας. Και, με προπομπό το ιδιόκτητό τους μιντιακό σύστημα, απεργάζονται την επιβολή του στο πεδίο της διακυβέρνησης. Φανερός στόχος η σταθεροποίηση της ουσίας των σημερινών κυβερνητικών μας πραγμάτων (παράδοση, παραλυσία, αποσύνθεση, σήψη). Η «υπερπραγματικότητα», όπως την είπαμε, που τους βολεύει. 

 Ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις. Κι ας μην τρέφουν αυταπάτες τα κόμματα – συμπολιτευόμενα ή μη, κυβερνητικά ή μη, μνημονιακά ή μη. Η μιντιοφόρος οικονομική ελίτ δεν ορρωδεί προ ουδενός. Στο προσκήνιο καθοδηγεί, στο παρασκήνιο βυσσοδομεί: αγοράζει και εξαγοράζει… συναινέσεις, πουλάει και ξεπουλάει συμμάχους, («όλα τα σφάζω – όλα τα μαχαιρώνω») προκειμένου να πετύχει τον σκοπό της, τη σταθεροποίηση της σημερινής συγκυβερνητικής πραγματικότητας. 

 Ου μην αλλά δια της παραδοσιακής μεθόδου της αποστασίας – πιο εύκολα δε, με τη δοκιμασμένη παραθεσμική μέθοδο σχηματισμού κυβέρνησης «ειδικού σκοπού», τύπου Παπαδήμου. Προεκλογικά ή μετεκλογικά, αναλόγως… 

 Αλλά δεν τελειώνουμε εδώ. Η μιντιοφόρος οικονομική ελίτ της χώρας ονειρεύεται και…συναινέσεις που υπερβαίνουν το στόχο της σταθεροποίησης στη σημερινή κατάσταση των κυβερνητικών πραγμάτων και αγγίζουν τη σφαίρα της γερμανικής πολιτικής και ιδεολογικής αφασίας. Υιοθετώντας την ιδεολογικά αποστειρωμένη εφαρμογή των «μεγάλων συνασπισμών: «Η λύση ενός μεγάλου συνασπισμού μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ, κατά τα πρότυπα του αντίστοιχου Χριστιανοδημοκρατών - Σοσιαλδημοκρατών που εφαρμόστηκε δύο φορές τις τελευταίες δεκαετίες στη Γερμανία, θα ήταν ιδανική για την Ελλάδα.» καταλήγει σε μια… συναινετική παρέμβασή του ο υπ’ αριθ. 2 αρθρογράφος του αλλοτριωμένου μιντιακού συστήματος. 

Και για του λόγου το αληθές πετάει το μπαλάκι στην… Berlin Alexanderplatz: «Ειδικά τώρα που η χώρα πρέπει να ανασυγκροτηθεί εν ειρήνη μια τέτοια συνεργασία θα προσέφερε την καλύτερη και αποτελεσματικότερη διέξοδο, λένε χαρακτηριστικά οι Βερολινέζοι…». Φοβερός;

Νίκος Τσαγκρής

8 Οκτωβρίου 2014

Χέρι - χέρι ως το το τέλος (τους)


Υπαρξιακό άγχος, κατάθλιψη, παραλογισμός, απονενοημένα διαβήματα, θεωρίες συνωμοσίας: το θλιβερό κυβερνητικό και παρακυβερνητικό παρασκήνιο των ημερών 

Εκτός ελέγχου. Αυτός είναι ο πιο χαλαρός τίτλος για τον προσδιορισμό της κατάστασης που επικρατεί στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Στο Μαξίμου, στη Συγγρού, στη Χαριλάου Τρικούπη, στα «καμένα» μυαλά του συγκυβερνητικού διδύμου. Των συμβούλων τους, των άβουλων βουλευτών τους. 

 «Καμένα μυαλά». Θολωμένα, ας τα πούμε εμείς: ο κόσμος με αρνείται, με εγκαταλείπει. Το «σύστημα» με προδίδει, η στήριξή του είναι αμφίβολη, ελλιπής, προσχηματική. Το εξουσιαστικό μου σύμπαν γίνεται ξαφνικά ένα σύμπαν στερημένο από ψευδαισθήσεις και φώτα∙ χάνω τον όγκο, το σχήμα μου, αποσχηματίζομαι…

 Παραλογίζονται, και ο παραλογισμός τούς οδηγεί ακόμα και σε αυτοκτονικές απόπειρες. Όπως αυτή του αιτήματος ψήφου εμπιστοσύνης, από τους ίδιους τους (άβουλους) βουλευτές τους!.. 

 Πολλοί απέδωσαν το συγκεκριμένο… απονενοημένο διάβημα στην κάθετη πτώση της αυτοεκτίμησής του Σαμαρά μετά την τριπλή χυλόπιτα που έφαγε από τη Μέρκελ: η πρώτη απ’ ευθείας στα μούτρα, σε εκείνη την ξενέρωτη βίζιτα (23 Σεπτεμβρίου), στο Βερολίνο. Η δεύτερη, μέσω Βρυξελλών. Όταν η καγκελάριος αρνήθηκε στον Γιούνκερ τα 100 δις της… ανάπτυξης των Νοτίων, από το «μαξιλαράκι» των 400 δις του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας. Που δεν είναι «μαξιλαράκι» αλλά το… στρώμα της Μέρκελ. Η τρίτη και φαρμακερή (και για τον ΣΥΡΙΖΑ) μέσω Ντράγκι: χωρίς μνημόνιο, τα ελληνικά ομόλογα βάλτε τα… εκεί που ξέρετε… 

 Όλα άρχισαν στη ΔΕΘ 

Ωστόσο, είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι για όλα φταίει… ο Τσίπρας! Και η γνώση αυτή δεν βασίζεται στις γνωστές ψυχαναλυτικές μου ικανότητες, αλλά σε ασφαλείς πληροφορίες προερχόμενες από πηγές του ευρέως πρωθυπουργικού περιβάλλοντος, διασταυρωμένες με πληροφορίες προερχόμενες από πηγές του, ευρέως επίσης, αντιπροεδρικού (της κυβερνήσεως) περιβάλλοντος. 

 Όλα άρχισαν από τη δυναμική εμφάνιση του Αλέξη Τσίπρα στην Δ.Ε.Θ., συγκλίνουν οι πηγές μου. Από την εξαγγελία του κοστολογημένου προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ ιδιαίτερα, και «την απήχηση που είχε στο εκλογικό σώμα»: «από την αρχή, ο Σαμαράς κατάλαβε ότι έχει πρόβλημα, ότι δεν έχει καμιά πιθανότητα να ανταγωνιστεί το κοστολογημένο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ με ένα αντίστοιχο δικό του…». 

Στο σημείο αυτό θεωρώ απαραίτητο να σας ενημερώσω ότι, σύμφωνα με τις «πηγές» μου, ο πρωθυπουργός και ο βοηθός του, (σ. σ: ο κύριος «Όταν Εμείς Γυρίζαμε ο Τσίπρας Πήγαινε») γνωρίζουν πολύ καλά αυτό που κι εμείς οι απλοί πολίτες γνωρίζουμε: ότι, εφ’ όρου ζωής, δεν δικαιούνται να έχουν δικό τους πρόγραμμα. Ούτε κοστολογημένο ούτε ακοστολόγητο, παρά εκείνο που έχουν συνυπογράψει με την τρόικα. Εκείνο που εμείς λέμε μνημόνιο και αυτοί… «πρόγραμμα». 

Ας συνεχίσω όμως την αναμετάδοση των… πηγαίων, (εκ του ευρέως κυβερνητικού περιβάλλοντος) πληροφοριών. Με δικά μου λόγια, λόγω περιορισμένου χώρου: Ο Σαμαράς ένοιωθε ήδη πιεσμένος από τον Τσίπρα. Από τις διεθνείς επαφές του, την ηγετική αναβάθμισή του, τη σταδιακή αποδοχή του από το σύστημα ως «αντιπάλου κυβερνητικού δέους». Ήρθε και η ΔΕΘ με το κοστολογημένο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και… 

 Κατάθλιψη και παραφροσύνη 

 «Ήταν η χαριστική βολή. Άγχος, αϋπνίες, παραλογισμός, σπασμωδικές κινήσεις, τα ξέρεις»: Άντε να πάμε στη Μέρκελ μήπως πάρουμε τίποτα, τίποτα! Άντε να αγκαλιαστούμε με τον Γιούνκερ μήπως το παίξουμε ανάπτυξη, τίποτα! Έβλεπε κι εκείνες τις δημοσκοπήσεις με τα εντεκάρια και πάθαινε: «αν έρθει ο Τσίπρας θα…», θα πάρω τις καταθέσεις μου και θα φύγω, τον… επικοινώνησε ο Άδωνης. Όχι, θα αφήσει τα λεφτά του να τα… φάει ο Βαρεμένος!.. 

 «Σ` αυτό το χρονικό σημείο, στο Μαξίμου εκδηλώνονται συμπτώματα κατάθλιψης», μου διηγείται η διασταυρωμένη (εκ του αντιπροεδρικού, αυτή τη φορά, περιβάλλοντος) «πηγή» μου. «Ο πρόεδρος (σ. σ: ο κύριος «Όταν Εμείς Γυρίζαμε ο Τσίπρας Πήγαινε»), έσπευσε να βοηθήσει τον Σαμαρά», μου εξηγεί: «δική του ήταν η ιδέα για την ψήφο εμπιστοσύνης.» 

 »Εντάξει, και οι δυό είχαν πειστεί ότι δεν βγαίνουν οι 180 και τον έπεισε ότι το μόνο που τους απομένει να κάνουν είναι αυτό το τετριμμένο κοινοβουλευτικό κόλπο. Να κοπάσουν για λίγο οι εκλογολογικές επικοινωνιακές «αυτονομήσεις» των βουλευτών τους. Να κερδίσουν χρόνο. Να φτάσουν στον Μάρτη (σ. σ: στις εκλογές) με τις λιγότερες δυνατές απώλειες, ηγούμενοι της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, αντίστοιχα»… 

 Διηγούμαι εδώ, βασικά μόνο σημεία της… συλλογής μου από το παρασκήνιο της παραπολιτικής κυβερνητικής και παρακυβερνητικής δραστηριότητας των ημερών. Αφήνω εκτός αρκετά προϊόντα ακραίας παραφροσύνης. Μιά θεωρία συνωμοσίας, ας πούμε, που εξυφάνθηκε γύρω από τη συνάντηση του Γερμανού υπουργού Εργασίας με τους Δραγασάκη – Σταθάκη. Που θέλει τον Γιοργκ Άσμουσεν… «διπλό πράκτορα, εντεταλμένο για τον ΣΥΡΙΖΑ»! 

 Το λέω και το υπογράφω. Μ’ αυτούς που μπλέξαμε, έτσι θα πάμε μέχρι τέλους: «για όλα φταίει ο Τσίπρας» - «για όλα φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ»…

Νίκος Τσαγκρής

1 Οκτωβρίου 2014

Δυό γάιδαροι μαλώνανε...


Αν δεχτούμε την άποψη ΠΑΣΟΚ ότι «δημοκρατική παράταξη» είναι… παραδοσιακά «η άλλη παράταξη σε σχέση με τη ΝΔ», τότε η δημοκρατική παράταξη του παρόντος είναι ο ΣΥΡΙΖΑ!..

 Η Δημοκρατία είναι ένας τρόπος δραστηριότητας που ξεκινά από την ιδέα πως πρέπει να δώσεις στον αντίπαλο τη δυνατότητα της παρουσίας για να μην κινδυνεύεις ο ίδιος να εξαντληθείς αντιμετωπίζοντάς τον, ούτε να κηρυχθείς στην αφάνεια αν συμβεί εκείνος να θριαμβεύσει. 

Αυτό δεν το γνωρίζει ο Έλληνας πρωθυπουργός. Ο Αντώνης Σαμαράς είναι ένας συντηρητικός πολιτικός χωρίς ίχνος δημοκρατικής παιδείας που, χάρη σε μια σειρά πολιτικών και θεσμικών εξαπατήσεων βρέθηκε στην πρωθυπουργική καρέκλα. Και… κατσικώθηκε σ’ αυτήν αρνούμενος πεισματικά να δώσει στον αντίπαλό του (τον ηγέτη του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης) «τη δυνατότητα της παρουσίας» – τον πολιτικό χώρο που αρμόζει στον κ. Τσίπρα, στη συγκεκριμένη περίπτωση. Με αποτέλεσμα να έχει ήδη εξαντληθεί. Και να κινδυνεύει να «κηρυχθεί στην αφάνεια», καθώς όλα δείχνουν ότι ο αντίπαλός του θα θριαμβεύσει. 

 Έτσι, εντελώς φυσιολογικά, εισπράξαμε ως ένα χαρακτηριστικό φθέγμα πανικού μπρος στον επερχόμενο πολιτικό αφανισμό του, εκείνο το γελοίο και ανιστόρητο «εμείς είμαστε η Δημοκρατική Παράταξη». Ως μία ακόμα, την έσχατη ίσως, σπασμωδική απόπειρα εξαπάτησης. Αυτή τη φορά, όχι μόνο του εκλογικού σώματος αλλά και της ίδιας της «παράταξής» του. Των καραμανλικών στελεχών της, ενώπιον των οποίων εκστόμισε την συγκεκριμένη μπαλαφάρα… 

 Δυο γάιδαροι μαλώνανε… 

 Η διασκεδαστική πλευρά της μπαλαφάρας Σαμαρά πήρε διαστάσεις φαρσοκωμωδίας με την αντίδραση του συντρόφου του και συγκυβερνήτη του Ευάγγελου Βενιζέλου. Και των στελεχών της… παράταξής του: «Φτάνει πια κύριε Σαμαρά» (αυτό δεν τόλμησαν να το πουν), «ας σεβόμαστε τις έννοιες και την ιστορία» (αυτό το είπαν), «εμείς είμαστε η Δημοκρατική Παράταξη»!.. 

 Μάλιστα! Η Δημοκρατική Παράταξη της τάξεως του 5%, σχολίαζαν γελώντας τα πλήθη. Ύστερα βγήκε η Σοφία Βούλτεψη: 
- Το μαλλί πως είναι; (μόλις είχε βγει απ’ το κομμωτήριο) 
- Γέλια… 
- Γιατί γελάτε, ρε παιδιά, καλά τα είπε ο Σαμαράς: «εμείς είμαστε η μεγάλη Δημοκρατική Παράταξη»! 
«Τι λες τώρα, εμείς είμαστε, κλπ, κλπ.» απάντησε ο κ. Καρύδης. Του Βενιζέλου. Και ευθύς άρχισε η διελκυστίνδα: το τραβολόγημα της μισοπεθαμένης Ελληνικής Δημοκρατίας από τους εκπροσώπους των συγκυβερνόντων κομμάτων. Που, εδώ και δυό χρόνια, αντί να την λειτουργούν, της ετοιμάζουν την ταφόπλακα. 

 Τι να πει κανείς; Η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά. Και ως προς τη διαλεύκανση του μυστηρίου της… ιδιοκτησίας της «δημοκρατικής παράταξης» και ως προς την δημοκρατικότητα των διεκδικητών της: «ο Σαμαράς δεν είναι παρά ένας ιερέας του παραδοσιακού πολιτικού συντηρητισμού που βιώνει τον πανικό του αποσχηματισμού του, ο δε Βενιζέλος είναι πολιτικά ανύπαρκτος», γνωματεύει ο επιστήμων. «Και ιδεολογικά αποσχηματισμένος, κι αυτός», προσθέτει: με απόφαση του προέδρου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς Γιωργάκη Παπανδρέου… «Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα», κλείνει τη γνωμάτευση… 

 Τι λέει η… επιστήμη

Πραγματικά τώρα, η επιστήμη μας λέει ότι η μπαλαφάρα Σαμαρά και η γελοία διαμάχη που ακολούθησε για την… ιδιοκτησία της «δημοκρατικής παράταξης» επαναλαμβάνεται διαρκώς στη διάρκεια δύο αιώνων πολιτικής ιστορίας (1789 – 1989) και ότι έχει τις ρίζες της «στην περίοδο ανάπτυξης των τριών ιδεολογιών του σύγχρονου κόσμου: Του «συντηρητισμού» (που ήθελε οι όποιες αλλαγές και η εμβέλειά τους να περιοριστούν όσο το δυνατόν περισσότερο) τον «φιλελευθερισμό» (που πρέσβευε το τέλος της εποχής των «αθέμιτων» προνομίων και τη «διόρθωση του κόσμου διά των μεταρρυθμίσεων») και τον «σοσιαλισμό» που… μας βολεύει (που βολεύει την κάθε τάση του, εννοώ). 

 Και οι τρεις ιδεολογίες», μας λέει η επιστήμη, «είχαν ήδη οργανωθεί κατά το 1848 και έκτοτε θα δώσουν μεταξύ τους έντονες μάχες καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα. 

 Εντάξει, καμιά σχέση με τις μάχες των Σαμαρά – Βενιζέλου και των εκπροσώπων τους (Σοφίας Βούλτεψη – Δημήτρη Καρύδη για την… ιδιοκτησία της «Δημοκρατικής Παράταξης». Εξάλλου, το μόνο ουσιαστικό που προέκυψε απ’ αυτές τις «μάχες» κάτι που είπε ο εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ: «Η δημοκρατική παράταξη ήταν και είναι ιστορικά και ιδεολογικά η «άλλη» παράταξη σε σχέση με τη ΝΔ», δήλωσε εμφατικά. Παραδεχόμενος ότι η «Δημοκρατική Παράταξη» του παρόντος (ως… η «άλλη παράταξη σε σχέση με τη ΝΔ) είναι ο ΣΥΡΙΖΑ!... 

Αστεία πράγματα. Ποιες «Δημοκρατικές Παρατάξεις»; Η Δημοκρατία σήμερα, μπερδεμένη ανάμεσα στην τραχύτητα των κοινωνιών της ανέχειας και στην ευφορία των κοινωνιών της κατανάλωσης, βλέπει τις δυνατότητές της να εξαντλούνται. Το χρήμα και οι ηλεκτρονικοί διερευνητές είναι ανώνυμοι, ανώνυμες και οι καταπιεστικές γραφειοκρατίες, ανώνυμες οι καινούριες κάστες πού, λίγο πολύ παντού, καθορίζουν με υποχρεωτικά σχέδια τη ζωή. Εναντίον αυτού του κλειστού, χωρίς ανοιχτά παράθυρα μέλλοντος, ή δημοκρατική έφεση εξαντλείται στα αντισυστημικά κοινωνικά κινήματα, και στα ευρωπαϊκά κόμματα της ριζοσπαστικής αριστεράς. Ευτυχώς…

Νίκος Τσαγκρής

24 Σεπτεμβρίου 2014

Ο πολιτικός φθόνος κυκλώνει τον Τσίπρα


Πώς ο… συντετριμμένος θαυμασμός (2008) για το «φαινόμενο Τσίπρα» διαχύθηκε στην περιοχή του μνημονιακού κυβερνητισμού και μεταλλάχθηκε σε αρρωστημένο πολιτικό φθόνο 

 «Μη φοβού τέκνον μου, ο φθόνος είναι συντετριμμένος θαυμασμός", καθησύχασε ο Πάπας Φραγκίσκος τον Αλέξη Τσίπρα όταν αντελήφθη τον σοσιαλφιλελεύθερο φθόνο που περιέβαλε το Βατικανό κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους. 

 Αυτό το εξαιρετικά αληθοφανές «παρασκήνιο» από την επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στο Βατικανό, δεν είναι ένα δημοσιογραφικό «παρασκήνιο» από την επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στο Βατικανό, αλλά μια λαϊκή φαντασία∙ ένα εξαιρετικά σαρκαστικό σχόλιο από αυτά που ενέπνευσαν στους χρήστες των social media οι ελληνικές και διεθνείς αντιδράσεις στην αιφνίδια συνάντηση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ με τον Πάπα της Ρώμης. Ένα εύστοχο πολιτικό σχόλιο με ψυχαναλυτικές προεκτάσεις που θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για τη συγγραφή ενός μικρού δοκιμίου πάνω στον πολιτικό φθόνο, με άξονα τον φθόνο των ημερών. Που δεν είναι παρά ο πολιτικός φθόνος για τον Αλέξη Τσίπρα. Και ως εκ τούτου, για το κόμμα του οποίου ηγείται, τον ΣΥΡΙΖΑ.

 «Δεν είναι πολιτικός φθόνος αλλά συντετριμμένος θαυμασμός», λέω εγώ. Όπως ο… Πάπας*! Και από μια άποψη θα μπορούσα να έχω δίκιο. Κι εγώ και ο… Πάπας… 

 Η κουλτούρα του φθόνου 

 Δείτε τι έγραφα το 2008 (στο ΕΘΝΟΣ) προσπαθώντας να τιθασεύσω τον περιρρέοντα (από τότε!) στους πολιτικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους… συντετριμμένο θαυμασμό, για τον νέο (και ωραίο) ηγέτη του Συνασπισμού της Αριστεράς: «Αλέξης Τσίπρας, το Φαινόμενο! Αυτός ο θαυμαστικός προσδιορισμός (που έχει να συνοδεύσει Έλληνα πολιτικό από την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου και από τότε αποδίδεται μόνο σε διεθνείς σταρ της show business και σε ποδοσφαιριστές τύπου Ρονάλντο) αποδίδεται ήδη, από τα media στον νεαρό πρόεδρο του Συνασπισμού. Και ομολογώ ότι του ταιριάζει, αρκεί να μην αποδειχτεί φαινόμενο… φαινομενικό, και ως φαινόμενο και ως Τσίπρας…». 

Ωστόσο σήμερα, έξι χρόνια μετά, ο «νεαρός πρόεδρος του Συνασπισμού» είναι ο πρόεδρος του μεγαλύτερου ελληνικού κόμματος (του ΣΥΡΙΖΑ), ένας πολιτικός με διεθνή αναγνώριση, ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της ευρωπαϊκής Αριστεράς, ένας «πρωθυπουργός εν αναμονή», όπως έγραψαν, προ ημερών, οι Financial Times. 

 Έτσι, (το καταλαβαίνετε, υποθέτω) ο… συντετριμμένος θαυμασμός του 2008 διαχύθηκε στην περιοχή του μνημονιακού κυβερνητισμού και εκτός αυτού (ακόμα και στις παρυφές του ΣΥΡΙΖΑ!) και σταδιακά μεταλλάχθηκε σε «κουλτούρα». Μια μαζική πολιτική νεύρωση, αυτήν που ονομάζω «σοσιαλφιλελεύθερο φθόνο». 

Άδωνης Γεωργιάδης, Φαήλος Κρανιδιώτης, Σοφία Βούλτεψη, Ευάγγελος Βενιζέλος, Αντώνης Σαμαράς, Δημήτρης Κουτσούμπας και λοιποί… ασθενείς: «η πολιτική κουλτούρα του φθόνου» λέει η ψυχανάλυση, «αναπτύσσεται και επικρατεί όταν στον αντίπαλο ηγέτη βλέπεις τον δικό σου πολιτικό θάνατο». 

Ο Πάγκαλος στο… ντιβάνι 

Φυσικά, ο πλέον αντιπροσωπευτικός εκφραστής του «σοσιαλφιλελεύθερου φθόνου», ο πιο μεγάλος ασθενής, να πούμε, είναι ο Θεόδωρος Πάγκαλος. Στην τελευταία, μάλιστα, ψυχαναλυτική συνεδρία, από το ντιβάνι του MEGA – ψυχαναλυτή του, εξομολογήθηκε μιαν πράξη του που παραπέμπει στο διαγνωστικό σχήμα Φθόνος – Μίσος – Παράνοια: «Ψήφισα Ν.Δ. στις περασμένες εκλογές. Βεβαίως! Με δυσκολία, αλλά πήγε το χέρι μου, διότι ήθελα οπωσδήποτε να αποφύγω αυτό που δεν απέφυγα τελικά, δηλαδή την πρωτοπορία του ΣΥΡΙΖΑ» Και αμέσως μετά ο μεγάλος ασθενής εμφάνισε το σύνηθες – στο διαγνωσμένο «σχήμα» – σύμπτωμα της συστολής: «θα μπορούσε να μου πει κάποιος ότι πρέπει να ντρέπομαι, αλλά έτσι σκεπτόμουν (.....) και πράγματι ήρθε πρώτο κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ (.....) υπήρχε σοβαρό θέμα, για να παρεμποδιστεί». 

 Εδώ, η τελευταία… συνεδρία Πάγκαλου, διασταυρώνεται με τη θέση του Λακάν, η οποία αναδεικνύει την παράνοια ως μία στρατηγική που αποσκοπεί να ταυτίσει την απόλαυση με τον «τόπο» του άλλου. Έτσι το πολιτικό ύφος της παράνοιας συνίσταται στο να καθίσταται απόλυτη η εχθρότητα προς τον εχθρό (στην περίπτωσή μας, τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ) ως τρομακτικό Άλλο, ως ακάθαρτο Άλλο, ως Άλλο που, ακριβώς, απολαμβάνει. 

Από την πλευρά της πολιτικής φιλοσοφίας, τώρα, το σύνδρομο του «νεοφιλελεύθερου φθόνου» – που το λέω εγώ – , ειδικά στην περίπτωση του ψυχαναλυτικού σχήματος «Φθόνος – Μίσος – Παράνοια, συμπίπτει με το μηδενισμό, είναι μηδενισμός: οι μηδενιστές κατευθύνονται «πέρα από το καλό και το κακό» και ο Νίτσε είχε χαλκεύσει τη συγκεκριμένη φράση με βάση μια εμπειρία πολύ πιο ανώδυνη από εκείνη του Θεόδωρου Πάγκαλου στην πορεία του προς τον πολιτικό φθόνο, το μίσος, τον μηδενισμό, τη δυστυχία… 

«Καμιά δυστυχία»!, με διορθώνει ο… εξπέρ του μηδενισμού Αντρέ Γκλικσμάν. Δεν υπάρχουν δυστυχείς μηδενιστές. Καιρός να τους ξαναδούμε με την οξυδέρκεια που τους έβλεπε ο Πασκάλ. Εξοπλισμένους με μια μυθική ικανότητα προς «διασκέδαση» υπό μίαν τριπλή έννοια: «τον διασκορπισμό και την αποσύνθεση του νου, την απομάκρυνση από κάθε πίστη και την αδιαφορία για κάθε αρχή, τη χαρούμενη και τερπνή ζωή…». 

 * το απόφθεγμα ο φθόνος είναι συντετριμμένος θαυμασμός" είναι του Δανού φιλόσοφου Σέρεν Κίρκεγκορ ( 1813-1855)

Νίκος Τσαγκρής

18 Σεπτεμβρίου 2014

Η... "κοστολόγηση" της κοστολόγησης


Το κοστολογημένο «κυβερνητικό πρόγραμμα» του ΣΥΡΙΖΑ εξέθεσε την συγκυβέρνηση καταρρίπτοντας τον μύθο της μνημονιακής αναγκαιότητας.  

Δεν υπάρχει πιο γελοίο, πιο αυτιστικό, εάν θέλετε, περιστατικό στο άγραφο χρονικό της συγκυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου, από την απόπειρα επανακοστολόγησης του «κυβερνητικού προγράμματος» του ΣΥΡΙΖΑ – που δεν είναι το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ αλλά «ό,τι µπορούµε να κάνουµε, ένα ρεαλιστικό και υλοποιήσιμο (κοστολογημένο) σχέδιο ανακούφισης και επανεκκίνησης της οικονομίας», όπως διευκρίνισε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας στην ομιλία του στη ΔΕΘ. 

 Το γελοίο του πράγματος αποτυπώθηκε ανάγλυφα την περασμένη Τρίτη στο βασικό τίτλο της πλέον πιστής συστημικής θεραπαινίδας, της ηλεκτρονικής έκδοσης της εφημερίδας «ΤΟ ΒΗΜΑ»: Ο τίτλος: Την Τρίτη ο Χαρδούβελης απαντά στις εξαγγελίες Τσίπρα. Ο υπότιτλος: Οργασμός δραστηριότητας στο υπουργείο Οικονομικών για τη λεπτομερή κοστολόγηση του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Το «ρεπορτάζ» που ακολουθεί είναι η χαρά της… συριζαίας και του συριζαίου, αφού αποκαλύπτει το σοκ που προκάλεσε το «σχέδιο Τσίπρα» στο κυβερνητικό στρατόπεδο και τις σπασμωδικές ενέργειες που ακολούθησαν: 

- Από νωρίς το πρωί της Δευτέρας (σ. σ: με εντολή… Σαμαρά), ο κ. Χαρδούβελης δίνει εντολή στο νέο γενικό γραμματέα του υπουργείου κ. Τάσο Αναστασάτο, αλλά και σε υπηρεσιακούς παράγοντες να ετοιμάσουν μια αναλυτική κοστολόγηση των εξαγγελιών του κ. Τσίπρα.

 - Σύμφωνα με πληροφορίες (σ. σ: με εντολή… Σαμαρά), ο ΥΠΟΙΚ θα ανεβάσει σημαντικά το «λογαριασμό» από τα 13 δισ. ευρώ στα οποία υπολόγισε ο ΣΥΡΙΖΑ τις εξαγγελίες, ενώ θα διατυπώνονται σοβαρές ενστάσεις για το κατά πόσο μπορούν όντως να αξιοποιηθούν οι πηγές των κεφαλαίων που περιγράφονται από την αντιπολίτευση. 

 Ακολούθως ο ρεπόρτερ μας ενημερώνει ότι η επικοινωνιακή γραμμή (σ. σ: η… ανάβαση του «λογαριασμού» από τα 13 δις. Ευρώ στα 20 και άνω,) συζητήθηκε σε συνάντηση των Σαμαρά, Βενιζέλου, Χαρδούβελη, που έγινε το μεσημέρι της Δευτέρας. 

 Η κοστολόγηση ως παραδοχή 

Πέρα από το γελοίο του πράγματος, η συγκεκριμένη… κοστολόγηση της κοστολόγησης, είναι η απόλυτη σημειολογική παραδοχή της κυβερνητικής ανυπαρξίας: μια κυβέρνηση που, σύσσωμη, ασχολείται με την κοστολόγηση του κυβερνητικού προγράμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν είναι κυβέρνηση αλλά αξιωματική αντιπολίτευση που ασχολείται με τον έλεγχο του κυβερνητικού προγράμματος μιας κυβέρνησης. Ή μιας αξιωματικής αντιπολίτευσης που θεωρείται ήδη κυβέρνηση. Επομένως, αυτή η κυβέρνηση είναι μια ανύπαρκτη κυβέρνηση… 

Πιθανότατα δε, θα παραμείνει ανύπαρκτη και ως αξιωματική αντιπολίτευση, αφού μια αξιωματική αντιπολίτευση που σέβεται τον εαυτό της (βλέπε… ΣΥΡΙΖΑ) οφείλει, πάνω απ’ όλα, να διαθέτει και να προτείνει ένα κοστολογημένο κυβερνητικό πρόγραμμα. Ωστόσο, η Νέα Δημοκρατία του Σαμαρά καθώς και το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου ακόμα και σήμερα, που υποτίθεται ότι συνιστούν μιαν κάποια κυβέρνηση, δεν διαθέτουν δικό τους κυβερνητικό πρόγραμμα – ούτε κοστολογημένο ούτε… ακοστολόγητο: έχουν το πρόγραμμα της τρόικας! Και είναι δεσμευμένοι με τις υπογραφές τους – δεσμεύοντας και τα κόμματα που εκπροσωπούν – να το εφαρμόζουν πιστά μέχρις ότου το χρέος γίνει… βιώσιμο. Δηλαδή, στον αιώνα τον άπαντα, είτε ως κυβέρνηση είτε ως αντιπολίτευση… 

 Η κοστολόγηση ως αποδοχή 

Και κάτι πραγματικά σοβαρό: η πανικόβλητη και εξαιρετικά γελοία κυβερνητική «απάντηση» στην καταλυτικά αξιόπιστη «κυβερνητική» παρουσία του Αλέξη Τσίπρα στη ΔΕΘ (με την απόπειρα κοστολόγησης της… κοστολόγησης του «κυβερνητικού προγράμματος» του ΣΥΡΙΖΑ – που δεν είναι το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ αλλά «ό,τι μπορούμε να κάνουμε, ένα ρεαλιστικό και υλοποιήσιμο σχέδιο ανακούφισης της κοινωνίας και επανεκκίνησης της οικονομίας») κατέρριψε τον κυβερνητικό μύθο της μνημονιακής αναγκαιότητας: εξαναγκάζοντας το ορκισμένο στο μερκελικό δημοσιοοικονομικό ευαγγέλιο κυβερνητικό δίδυμο να ξεχαστεί για λίγο. Να αυτομολήσει περιστασιακά από την στοχοπροσήλωσή του στις μνημονιακές εφαρμογές προκειμένου να θεωρήσει και να… επιθεωρήσει το κοστολογημένο «πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Και μέσω της εντολής… κοστολόγησης της κοστολόγησης να «αποδεχτεί» ως δημοσιονομικά συμβατό, το «κυβερνητικό πρόγραμμα» του ΣΥΡΙΖΑ. 

 Όμως το «κυβερνητικό πρόγραμμα» του ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα «πρόγραμμα» που προϋποθέτει ως θεμελιακή βάση εφαρμογής την κατάργηση του μνημονίου και την έναρξη πολιτικών διαπραγματεύσεων με τους θεσμικούς φορείς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την οριστική διευθέτηση του χρέους. Είναι το ίδιο «πρόγραμμα» που σύμφωνα με την Π.Κ. (Π.Κ. = Προ Κοστολόγησης!) Νέα Δημοκρατία θα οδηγούσε την Ελλάδα στην κόλαση, στα τάρταρα, στο πυρ το εξώτερον. 

Τώρα, Μ.Κ., (Μ.Κ. = Μετά Κοστολόγησιν) το κοστολογημένο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ καταγράφεται ως το «κυβερνητικό πρόγραμμα» που κατέρριψε το μύθο της μνημονιακής αναγκαιότητας. Που έδωσε την ευκαιρία στους ορκισμένους μνημονιακούς κ. κ. Σαμαρά και Βενιζέλο να αυτομολήσουν από την στοχοπροσήλωσή τους στις μνημονιακές εφαρμογές και να ασχοληθούν με την πολιτική, ως… κοστολόγοι έστω, ενός πραγματικού κυβερνητικού προγράμματος. Περιστασιακά. Για λίγα μόνο εικοσιτετράωρα. Ύστερα, ο πρώτος ρίχτηκε και πάλι στην αγκαλιά της Μέρκελ. Ο δεύτερος… δεν υπάρχει: χάθηκε οριστικά στο σοσιαλφιλελεύθερο σύμπαν.

Νίκος Τσαγκρής