ΟΙ βασικές πολιτικές και επικοινωνιακές παρενέργειες από την αλλαγή σκυτάλης στην ηγεσία της ΝΔ
Η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ είχε δυο βασικές παρενέργειες. Ενθάρρυνε την διαπλεκόμενη οικονομική ελίτ (αναπτερώνοντας ελπίδες για επανέλεγχο του πολιτικού συστήματος) και πανικόβαλε τα περιτρίμματα της πολιτικής διαδικασίας*, (Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ κ.λπ.), διεγείροντας μύχιους υπαρξιακούς φόβους.
Η πρώτη παρενέργεια είχε ως συνέπεια την ολική επαναφορά των διαπλεκομένων συμφερόντων στην ονείρωξη της «αριστερής παρένθεσης»• με τα οπλικά τους συστήματα (ραδιοτηλεοπτικά και έντυπα ΜΜΕ, «μονταζιέρες» κ.λπ.) να βάλλουν και πάλι επί παντός του (δικαίου ή αδίκου) συριζαίικου επιστητού. Η δεύτερη παρενέργεια γεννήθηκε από την ανάγκη του νέου αρχηγού να εμφανιστεί ως κεντροδεξιός, προκειμένου να επιχειρήσει διεύρυνση της εκλογικής βάσης της ΝΔ προς το Κέντρο. Και είχε ως συνέπεια την ανάπτυξη φυγόκεντρων τάσεων (του τύπου «ο σώζων εαυτόν σωθήτω) στα «περιτρίμματα της πολιτικής διαδικασίας», καθώς και των σπασμωδικών αντιδράσεων πανικού των μικροηγετών τους.
Στο επίπεδο της επικοινωνίας, οι συγκεκριμένες «παρενέργειες και οι συνέπειές τους πήραν τη διάσταση ενός ξαφνικού έρωτα με το Κέντρο – μιας γραφικής κεντρομανίας. Ενώ δεν είναι παρά ανακλαστικές τεχνικές μικροκομματικής (στην κυριολεξία) επιβίωσης, που έλκονται από τα βάθη της αστικής πολιτικής κουλτούρας: εκεί όπου το Κέντρο εγγράφεται ως πολιτικό σωσίβιο της Δεξιάς και της Αριστεράς…
Το καμουφλάρισμα
«Κέντρο είναι ο βαθμός μηδέν της πολιτικής», υποστηρίζει η ομάδα των εκλεκτών πολιτικών επιστημόνων που συνυπογράφουν την περίφημη «Μικρή Πολιτική Εγκυκλοπαίδεια»: στην πραγματικότητα, κέντρο σημαίνει δύο πράγματα. Ή είναι, απλά και καθαρά, ένα καμουφλάρισμα της δεξιάς ή είναι το γεωμετρικό σημείο προς το οποίο τείνουν οι μετριοπαθείς τής δεξιάς και οι μετριοπαθείς της αριστεράς, όταν αποσπώνται από τούς εξτρεμιστές των αντίστοιχων παρατάξεών τους και προσπαθούν να κυβερνήσουν μαζί. Ό κατάλληλος όρος είναι τότε «κεντρισμός».
Συνεκτιμώντας τις πρώτες ενέργειες του Κυριάκου Μητσοτάκη (το συμβολικό «διορισμό» των Χατζηδάκη – Γεωργιάδη σε κορυφαία κομματικά πόστα, την αβάντα στους καναλάρχες με την άρνησή του να συναινέσει στη συγκρότηση του ΕΣΡ κ.λπ.), με την ρητορική του περί «στροφής προς το κέντρο», αυτό που προκύπτει είναι μια καμουφλαρισμένη (με κεντρώα ρητορική) νεοφιλελεύθερη και διαπλεκόμενη Δεξιά. Και, πάντως, σε καμιά περίπτωση δεν προκύπτει κεντρισμός (στροφή προς το κέντρο), αφού κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε, αν όχι την απόσπαση, την αποστασιοποίηση του νέου αρχηγού (και του κόμματός του) από τους εξτρεμιστές της παράταξης. Ενώ, μέχρις στιγμής τουλάχιστον, συμβαίνει το αντίθετο.
Εξάλλου, για να επιτευχθεί ο κεντρισμός χρειάζεται Κέντρο, κεντρώα κόμματα, κεντρώα πολιτική «πελατεία». Και, όπως είπαμε, στο πολιτικό μας παρόν, ο ενδιάμεσος χώρος κατοικείται από πανικόβλητα «περιτρίμματα της πολιτικής διαδικασίας». Με φυγόκεντρες τάσεις του τύπου «ο σώζων εαυτόν σωθήτω»…
Ο «κεντρισμός» του ΣΥΡΙΖΑ
Εδώ, ίσως κάνω… δυστυχισμένους μερικούς συντρόφους, αλλά αυτό οφείλω να το πω: καθώς αναθυμόμουν τις προσεγγίσεις των πολιτικών επιστημόνων για το Κέντρο, διαπίστωσα ότι ο όρος «κεντρισμός» ταιριάζει περισσότερο στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ παρά στη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Υπό την έννοια ότι στο δρόμο προς τη δεύτερη κυβερνητική τους φάση, οι μετριοπαθείς του ΣΥΡΙΖΑ αποσπάστηκαν από τους εξτρεμιστές της παράταξής τους και, «τείνοντας» προς το κέντρο, απέσπασαν κυβερνητική πλειοψηφία!...
Εντάξει, παραδέχομαι ότι η αντιστοίχιση του ορισμού με την εξέλιξη του κυβερνώντος κόμματος είναι ελαφρώς αναντίστοιχη (οι «εξτρεμιστές» αποσπάστηκαν απ’ τους «μετριοπαθείς» και όχι οι «μετριοπαθείς» απ’ τους «εξτρεμιστές» κ.λπ. κ.λπ.), ωστόσο οι αντιστοιχίες πλεονεκτούν: ο ΣΥΡΙΖΑ «έτεινε», αναγκαστικά έστω, προς το «κέντρο» (μνημονιακές «μεταρρυθμίσεις» με «κοινωνικό πρόσημο»), για να κυβερνήσει – να μη μεταβληθεί σε «αριστερή παρένθεση». Ενώ και το «κέντρο» (στο κοινωνικό επίπεδο), με τη σειρά του, «έτεινε» προς τον (διαθέτοντα το ηθικό πλεονέκτημα) ΣΥΡΙΖΑ… Για να κυβερνηθεί από ένα αξιόπιστο κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς;
Νομίζω όχι: μια κομματικά αποστασιοποιημένη οπτική δεν μπορεί παρά να βλέπει το κυβερνόν κόμμα σαν ένα κεντροαριστερό κόμμα που, ενώ έχει επιτύχει – και μάλιστα χωρίς να τον επιδιώξει – τον «κεντρισμό», προσπαθεί με νύχια και με δόντια να διατηρήσει την αριστερή – σοσιαλιστική φυσιογνωμία του καθώς και το περίφημο «ηθικό πλεονέκτημά του. Και, τελευταία, να μην τα καταφέρνει και τόσο καλά…
Εδώ είμαστε: Από τη μια η Αριστερά (που μπορείς να την πεις και «κεντροαριστερά») να προσπαθεί να κυβερνήσει χωρίς να χάσει την φυσιογνωμία της ως Αριστερά, απ’ την άλλη η Δεξιά (νεοφιλελεύθερη περισσότερο παρά ποτέ) με τον σούπερ διαπλεκόμενο νέο αρχηγό της να επιχειρεί άδοξα να την καμουφλάρει σε «κεντροδεξιά», και στη μέση τα κεντρώα «περιτρίμματα της πολιτικής (μνημονιακής λέω εγώ) διαδικασίας να ψάχνονται υπαρξιακά ένθεν κακείθεν. Προς το παρόν…
*Φράση πουείχε χρησιμοποίησει ο Γεώργιος Μαύρος για να χαρακτηρίσει τα ευεπίφορα σε προσαρτήσεις κομματικά απολειφάδια
Νίκος Τσαγκρής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου