27 Ιανουαρίου 2016

Η Αριστερά ως τέκνο της ανάγκης


Το «κίνημα των συμφωνιών», μια περίπλοκη κατάσταση πολιτικών και ιδεολογικών καταναγκασμών», εν εξελίξει. 

 «Μια κομματικά αποστασιοποιημένη οπτική δεν μπορεί παρά να βλέπει το κυβερνών κόμμα σαν ένα κεντροαριστερό κόμμα που, ενώ έχει επιτύχει –και μάλιστα χωρίς να τον επιδιώξει– τον “κεντρισμό”, προσπαθεί με νύχια και με δόντια να διατηρήσει την αριστερή – σοσιαλιστική φυσιογνωμία του…», έγραφα στο προηγούμενο άρθρο μου. Και κατέληγα ότι, προς το παρόν, έχουμε «απ’ τη μια την Αριστερά (που μπορείς να την πεις και «κεντροαριστερά») να προσπαθεί να κυβερνήσει χωρίς να χάσει τη φυσιογνωμία της ως Αριστερά, απ’ την άλλη τη Δεξιά (νεοφιλελεύθερη περισσότερο παρά ποτέ), με τον σούπερ διαπλεκόμενο νέο αρχηγό της, να επιχειρεί άδοξα να την καμουφλάρει σε «κεντροδεξιά», και στη μέση τα «περιτρίμματα της πολιτικής διαδικασίας, να ψάχνονται υπαρξιακά ένθεν κακείθεν»… 

 «Εξαιρετικό!», σχολίασε μια διαδικτυακή αναγνώστρια του κειμένου (η κ. Ε. Ν. Ε.), προσθέτοντας τη δική της ανάλυση: «Η στροφή του ΣΥΡΙΖΑ προς το κέντρο δεν έχει να κάνει μόνο με τους ψηφοφόρους, νομίζω, έχει να κάνει με το ότι ΔΕΝ ΔΥΝΑΤΑΙ αυτή τη στιγμή να εφαρμόσει ριζοσπαστικότερο πρόγραμμα – προσπαθεί μόνο να διαχειριστεί με αριστερό πρόσημο το μνημόνιο, την εξάρτηση μας από τους ξένους. ΠΩΣ να μιλήσεις για ριζοσπαστική αριστερά όταν η πολιτική σου δεν μπορεί να εφαρμοστεί;». Μια άλλη αναγνώστρια (η Ε.Κ.) ήταν πιο… ψυχαναλυτική: «Έχει σχιζοφρενικά χαρακτηριστικά η κατάσταση που περιγράφετε». 

Οι τρεις «κύκλοι» 

 Άδικο έχει; Αν όχι σχιζοφρενικά, τα χαρακτηριστικά της κυβερνώσας αριστεράς περιγράφουν μια περίπλοκη κατάσταση πολιτικών και ιδεολογικών «ψυχαναγκασμών»• καταναγκαστικών μεν, απαραίτητων δε, για να την διατηρήσουν στον αφρό των ημερών: να την κρατήσουν ζωντανή, ως την υποδειγματικά σύγχρονη, δραστική και διαδραστική Αριστερά του 21ου αιώνα. 

 Ένας βασικός «ψυχαναγκασμός» που έχει ήδη περιγραφεί απ’ αυτήν εδώ τη στήλη, είναι ο χρονισμός της κυβερνώσας Αριστεράς. Το γεγονός, δηλαδή, ότι ο Αλέξης Τσίπρας, η κυβέρνησή του, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθούν να ζουν με τον χρόνο, κι ας είναι χρόνος μνημονιακός, σύνθετος, αντιφατικός – μια πραγματική… σχιζοφρένεια: «ζούμε σε τρεις διαφορετικούς πολιτικούς χρόνους, τρεις ομόκεντρους κύκλους, που επικαλύπτονται, αλλά και συγκρούονται», αφηγείται ο Κώστας Δουζίνας: ο πρώτος κύκλος είναι ο παρόντας χρόνος, όπου «η κυβέρνηση νομοθετεί και εφαρμόζει το μνημονιακό πρόγραμμα», ο δεύτερος είναι ο μεσοπρόθεσμος, όπου «η κυβέρνηση πειραματίζεται και σταδιακά μεταβάλλεται σε αριστερή διακυβέρνηση» και ο τρίτος είναι ο πιο αργός και μακροπρόθεσμος, ο κύκλος του κοινωνικού μετασχηματισμού»… 

Γενικότερα, η Αριστερά του παρόντος είναι τέκνο της ανάγκης, όπως λέει και ξαναλέει ο Αλέξης Τσίπρας για τον ΣΥΡΙΖΑ, αφού η πολιτική φυσιογνωμία της, αναδύεται από το «ελληνικό παράδειγμα», το πρώτο σ’ αυτό «το κίνημα συμφωνιών» (οι συμφωνίες διαφόρων τάσεων και κομμάτων της Αριστεράς» που εκδηλώνεται στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου} που περιγράφει ο Μποαβεντούρα ντε Σόουζα Σάντος*: «Δείτε την ενότητα γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, παρά τις μεγάλες αντιξοότητες και τις δυσκολίες…». 

Το «κίνημα των συμφωνιών» 

 Φυσικά, Μποαβεντούρα ντε Σόουζα Σάντος, εντάσσει στο «παράδειγμά» του για το «κίνημα συμφωνιών» και την περίπτωση της Πορτογαλίας (συμφωνία Σοσιαλιστικού κόμματος με το ΚΚ και το «Αριστερό Μπλόκ») καθώς και την περίπτωση της Ισπανίας, τη διαφαινόμενη συμφωνία του Σοσιαλιστικού Κόμματος με το Podemos και τα άλλα αριστερά κόμματα. Και, προχωρώντας την ανάλυσή του με την μέθοδο που ο ίδιος ονομάζει «κοινωνιολογία των αναδύσεων», δίνει το περίγραμμα της ανάγκης που γέννησε αυτές τις «συμφωνίες»: είναι η επιθετικότητα της κυρίαρχης Δεξιάς (σε συνδυασμό με την παγίδα των «Ευρωπαϊκών Θεσμών»), που τα τελευταία πέντε χρόνια ήταν τόσο καταστροφική για τα δικαιώματα των πολιτών και για την αξιοπιστία του δημοκρατικού καθεστώτος, ώστε οι δυνάμεις της Αριστεράς πείθονται πλέον ότι οι νέες δικτατορίες του 21ου αιώνα θα έρθουν –έχουν έρθει– σαν πολύ χαμηλής έντασης δημοκρατίες. Συμφωνούν, λοιπόν, ότι αυτό που διακυβεύεται τώρα είναι η ίδια η επιβίωση μιας δημοκρατίας αντάξιας του ονόματός της. Και ότι οι διαφορές σχετικά με το τι σημαίνει αυτή (η Δημοκρατία) είναι τώρα λιγότερο πιεστικές από την ανάγκη να διασωθεί ό,τι δεν έχει καταφέρει ακόμα να καταστρέψει η Δεξιά… 

Πόσο βιώσιμες είναι αυτές οι «συμφωνίες», αυτή η αναδυόμενη Νέα Αριστερά; Η απάντηση του Πορτογάλου είναι φιλοσοφική: σύμφωνα με τον Σπινόζα, οι άνθρωποι (και εγώ θα προσέθετα, και οι κοινωνίες) διέπονται από δύο βασικά συναισθήματα: τον φόβο και την ελπίδα. Υπάρχει μια σύνθετη ισορροπία ανάμεσα στα δύο, αλλά τα χρειαζόμαστε και τα δύο, εάν θέλουμε να επιβιώσουμε. 

 Τι λέγαμε; Σχιζοφρένεια… 

 *Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κοΐμπρα (Πορτογαλία). Το απόσπασμα γι α το «κίνημα των συμφωνιών», από άρθρο του με τίτλο Η Αριστερά του Μέλλοντος (Critical Legal Thinking», 8 Ιανουαρίου)

Νίκος Τσαγκρής

20 Ιανουαρίου 2016

Ο Κυριάκος, ο ΣΥΡΙΖΑ, τα περιτρίμματα


ΟΙ βασικές πολιτικές και επικοινωνιακές παρενέργειες από την αλλαγή σκυτάλης στην ηγεσία της ΝΔ    

Η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ είχε δυο βασικές παρενέργειες. Ενθάρρυνε την διαπλεκόμενη οικονομική ελίτ (αναπτερώνοντας ελπίδες για επανέλεγχο του πολιτικού συστήματος) και πανικόβαλε τα περιτρίμματα της πολιτικής διαδικασίας*, (Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ κ.λπ.), διεγείροντας μύχιους υπαρξιακούς φόβους. 

Η πρώτη παρενέργεια είχε ως συνέπεια την ολική επαναφορά των διαπλεκομένων συμφερόντων στην ονείρωξη της «αριστερής παρένθεσης»• με τα οπλικά τους συστήματα (ραδιοτηλεοπτικά και έντυπα ΜΜΕ, «μονταζιέρες» κ.λπ.) να βάλλουν και πάλι επί παντός του (δικαίου ή αδίκου) συριζαίικου επιστητού. Η δεύτερη παρενέργεια γεννήθηκε από την ανάγκη του νέου αρχηγού να εμφανιστεί ως κεντροδεξιός, προκειμένου να επιχειρήσει διεύρυνση της εκλογικής βάσης της ΝΔ προς το Κέντρο. Και είχε ως συνέπεια την ανάπτυξη φυγόκεντρων τάσεων (του τύπου «ο σώζων εαυτόν σωθήτω) στα «περιτρίμματα της πολιτικής διαδικασίας», καθώς και των σπασμωδικών αντιδράσεων πανικού των μικροηγετών τους. 

Στο επίπεδο της επικοινωνίας, οι συγκεκριμένες «παρενέργειες και οι συνέπειές τους πήραν τη διάσταση ενός ξαφνικού έρωτα με το Κέντρο – μιας γραφικής κεντρομανίας. Ενώ δεν είναι παρά ανακλαστικές τεχνικές μικροκομματικής (στην κυριολεξία) επιβίωσης, που έλκονται από τα βάθη της αστικής πολιτικής κουλτούρας: εκεί όπου το Κέντρο εγγράφεται ως πολιτικό σωσίβιο της Δεξιάς και της Αριστεράς… 

Το καμουφλάρισμα 

«Κέντρο είναι ο βαθμός μηδέν της πολιτικής», υποστηρίζει η ομάδα των εκλεκτών πολιτικών επιστημόνων που συνυπογράφουν την περίφημη «Μικρή Πολιτική Εγκυκλοπαίδεια»: στην πραγματικότητα, κέντρο σημαίνει δύο πράγματα. Ή είναι, απλά και καθαρά, ένα καμουφλάρισμα της δεξιάς ή είναι το γεωμετρικό σημείο προς το οποίο τείνουν οι μετριοπαθείς τής δεξιάς και οι μετριοπαθείς της αριστεράς, όταν αποσπώνται από τούς εξτρεμιστές των αντίστοιχων παρατάξεών τους και προσπαθούν να κυβερνήσουν μαζί. Ό κατάλληλος όρος είναι τότε «κεντρισμός». 

Συνεκτιμώντας τις πρώτες ενέργειες του Κυριάκου Μητσοτάκη (το συμβολικό «διορισμό» των Χατζηδάκη – Γεωργιάδη σε κορυφαία κομματικά πόστα, την αβάντα στους καναλάρχες με την άρνησή του να συναινέσει στη συγκρότηση του ΕΣΡ κ.λπ.), με την ρητορική του περί «στροφής προς το κέντρο», αυτό που προκύπτει είναι μια καμουφλαρισμένη (με κεντρώα ρητορική) νεοφιλελεύθερη και διαπλεκόμενη Δεξιά. Και, πάντως, σε καμιά περίπτωση δεν προκύπτει κεντρισμός (στροφή προς το κέντρο), αφού κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε, αν όχι την απόσπαση, την αποστασιοποίηση του νέου αρχηγού (και του κόμματός του) από τους εξτρεμιστές της παράταξης. Ενώ, μέχρις στιγμής τουλάχιστον, συμβαίνει το αντίθετο. 

Εξάλλου, για να επιτευχθεί ο κεντρισμός χρειάζεται Κέντρο, κεντρώα κόμματα, κεντρώα πολιτική «πελατεία». Και, όπως είπαμε, στο πολιτικό μας παρόν, ο ενδιάμεσος χώρος κατοικείται από πανικόβλητα «περιτρίμματα της πολιτικής διαδικασίας». Με φυγόκεντρες τάσεις του τύπου «ο σώζων εαυτόν σωθήτω»… 

 Ο «κεντρισμός» του ΣΥΡΙΖΑ

Εδώ, ίσως κάνω… δυστυχισμένους μερικούς συντρόφους, αλλά αυτό οφείλω να το πω: καθώς αναθυμόμουν τις προσεγγίσεις των πολιτικών επιστημόνων για το Κέντρο, διαπίστωσα ότι ο όρος «κεντρισμός» ταιριάζει περισσότερο στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ παρά στη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Υπό την έννοια ότι στο δρόμο προς τη δεύτερη κυβερνητική τους φάση, οι μετριοπαθείς του ΣΥΡΙΖΑ αποσπάστηκαν από τους εξτρεμιστές της παράταξής τους και, «τείνοντας» προς το κέντρο, απέσπασαν κυβερνητική πλειοψηφία!... 

Εντάξει, παραδέχομαι ότι η αντιστοίχιση του ορισμού με την εξέλιξη του κυβερνώντος κόμματος είναι ελαφρώς αναντίστοιχη (οι «εξτρεμιστές» αποσπάστηκαν απ’ τους «μετριοπαθείς» και όχι οι «μετριοπαθείς» απ’ τους «εξτρεμιστές» κ.λπ. κ.λπ.), ωστόσο οι αντιστοιχίες πλεονεκτούν: ο ΣΥΡΙΖΑ «έτεινε», αναγκαστικά έστω, προς το «κέντρο» (μνημονιακές «μεταρρυθμίσεις» με «κοινωνικό πρόσημο»), για να κυβερνήσει – να μη μεταβληθεί σε «αριστερή παρένθεση». Ενώ και το «κέντρο» (στο κοινωνικό επίπεδο), με τη σειρά του, «έτεινε» προς τον (διαθέτοντα το ηθικό πλεονέκτημα) ΣΥΡΙΖΑ… Για να κυβερνηθεί από ένα αξιόπιστο κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς; 

Νομίζω όχι: μια κομματικά αποστασιοποιημένη οπτική δεν μπορεί παρά να βλέπει το κυβερνόν κόμμα σαν ένα κεντροαριστερό κόμμα που, ενώ έχει επιτύχει – και μάλιστα χωρίς να τον επιδιώξει – τον «κεντρισμό», προσπαθεί με νύχια και με δόντια να διατηρήσει την αριστερή – σοσιαλιστική φυσιογνωμία του καθώς και το περίφημο «ηθικό πλεονέκτημά του. Και, τελευταία, να μην τα καταφέρνει και τόσο καλά… 

Εδώ είμαστε: Από τη μια η Αριστερά (που μπορείς να την πεις και «κεντροαριστερά») να προσπαθεί να κυβερνήσει χωρίς να χάσει την φυσιογνωμία της ως Αριστερά, απ’ την άλλη η Δεξιά (νεοφιλελεύθερη περισσότερο παρά ποτέ) με τον σούπερ διαπλεκόμενο νέο αρχηγό της να επιχειρεί άδοξα να την καμουφλάρει σε «κεντροδεξιά», και στη μέση τα κεντρώα «περιτρίμματα της πολιτικής (μνημονιακής λέω εγώ) διαδικασίας να ψάχνονται υπαρξιακά ένθεν κακείθεν. Προς το παρόν… 

*Φράση πουείχε χρησιμοποίησει ο Γεώργιος Μαύρος για να χαρακτηρίσει τα ευεπίφορα σε προσαρτήσεις κομματικά απολειφάδια

Νίκος Τσαγκρής

6 Ιανουαρίου 2016

Μια ανούσια αναμέτρηση


Μια θορυβώδης, αλλά πολιτικά ανούσια αναμέτρηση, για την αρχηγία ενός κόμματος που «δεν υπάρχει»  

Οι αριστεροί σπάνια υπήρξαν (υπήρξαμε, αν θέλετε) φρόνιμοι. Και όποτε υπήρξαν, εξαντλούσαν τη φρονιμάδα τους απέναντι στο κόμμα. Υπό μορφήν πίστης και, σε πολλές περιπτώσεις, τυφλής πίστης. Αλλά μια τέτοια φρονιμάδα, διόλου φρονιμάδα δεν ήταν. Αφού ήταν μια «φρονιμάδα» που οδήγησε εκατοντάδες αριστερούς στα εκτελεστικά αποσπάσματα και χιλιάδες στις εξορίες και στις φυλακές. 

Φυσικά, αν ήταν φρόνιμοι, θα κοίταζαν τα προσωπικά τους συμφέροντα, δεν θα ήταν αλτρουιστές. Δεν θα θυσίαζαν ακόμα και τη ζωή τους για ιδέες όπως η ισότητα, η ελευθερία, η κοινωνική δικαιοσύνη. Άλλωστε, η μητέρα της φρονιμάδας, η Φρόνηση, ελάχιστα ευδοκίμησε ως αρετή. «Δεν είναι παρά μια φωτισμένη ή επιδέξια φιλαυτία δίχως ηθική αξία», απεφάνθη πολύ νωρίς ο Καντ και δεν είχε άδικο, αφού η φρόνηση παραείναι συμφέροντολογική για να είναι ηθική... 

Κάνοντας ένα άλμα στο ζοφερό παρόν, μπορούμε να το διασκεδάσουμε λέγοντας ότι, στην εποχή μας, οι μόνοι που διαθέτουν φρόνηση, και κατά συνέπεια φρονιμάδα, είναι οι πολιτικοί! Πράγμα που δεν είναι εντελώς αστείο, αφού οι περισσότεροι από τους πολιτικούς μας διακρίνονται από… δεξιά προς τα αριστερά για τη φιλαυτία τους. Άλλοτε... φωτισμένη και άλλοτε επιδέξια. Τις περισσότερες, όμως, φορές αδέξια, αφού εύκολα αποκαλύπτεται. Και τους κάνει να γίνονται του κόσμου ο περίγελος, που έλεγε και ο μη φρόνιμος φίλος μου Άκης Πάνου. 

Απουσία πολιτικής 

Ο Ευάγγελος Μεϊμαράκης, ας πούμε. Ο οποίος, λίγες μέρες πριν, αποκαλύφθηκε ως χαρακτηριστικός φορέας αδέξιας φιλαυτίας, μη διστάζοντας, ο αφιλότιμος, να το παίξει ακόμα και Τσίπρας στη θέση του Τσίπρα, υιοθετώντας πλήρως τη ρητορική του προέδρου του κυβερνώντος κόμματος: «οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να έχουν κοινωνικό πρόσημο», είπε αίφνης ο «Βαγγέλας». Και πρόσθεσε: «ποτέ δεν κατάλαβα γιατί αποτελεί μεταρρύθμιση η κατάργηση της Δημοτικής Αστυνομίας, η οποία συνέβαλλε σημαντικά στην ενίσχυση των εσόδων της Αυτοδιοίκησης και την εύρυθμη λειτουργία των πόλεων. Ή γιατί αποτελεί αυτοτελή μεταρρύθμιση η απόλυση των καθαριστριών και των σχολικών φυλάκων»*… 

Είναι σαφές ότι η αδέξια φιλαυτία του κ. Μεϊμαράκη τον οδήγησε στην υποκλοπή αριστερής πολιτικής ρητορείας προκειμένου να «ταπώσει» τον συνυποψήφιό του (και υπουργό απολύσεων της κυβέρνησης Σαμαρά) Κυριάκο Μητσοτάκη. Ο οποίος σε ένα κρεσέντο αδέξιας φιλαυτίας, υπέκλεψε την υποκλεμμένη ρητορική Μεϊμαράκη για να «ταπώσει» τον… Μεϊμαράκη: «η υποψηφιότητά μου δεν έχει ταξικό χρώμα… η πολιτική των απολύσεων της κυβέρνησης Σαμαρά υπήρξε εσφαλμένη… ενδιαφέρομαι για τους ασθενέστερους και αγωνίζομαι για την αύξηση της απασχόλησης»**.. 

Ο υποκλέψας του υποκλέψαντος, προκειμένου να ταπώσουν αλλήλους και να αποδείξουν με ντεμέκ ρητορική Τσίπρα ότι είναι… καταλληλότεροι του Τσίπρα: δεν είναι, ωστόσο, η αδέξια φιλαυτία ως γέννημα της απουσίας φρονιμάδας και φρόνησης – είναι η απουσία πολιτικού φρονήματος που αναγκάζει τους δυο αντίπαλους νεοδημοκράτες να τσαλαβουτούν σε δάνειες πολιτικές προκειμένου να υπηρετήσουν την πολιτική φιλαυτία τους: η Νέα Δημοκρατία «δεν υπάρχει»! Δεν έχει ήχο, δεν έχει υλικό… 

Μια ανούσια αναμέτρηση 

Δεν έχει ιδέες, δεν έχει πολιτικές επιλογές, δεν έχει εθνική στρατηγική. Στρατηγική της Νέας Δημοκρατίας είναι η στρατηγική του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, που είναι η στρατηγική του Ευρωπαϊκού Διευθυντηρίου: προστασία του ευρώ, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ενίσχυση των επενδύσεων, δημοσιονομική προσήλωση… 

Από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ σταθεροποίησε (δημοψήφισμα – εκλογές 20/ 9/2015) την πολιτική ηγεμονία του στη χώρα, η «Νέα Δημοκρατία» έπαψε να υπάρχει ως εναλλακτική κυβερνητική λύση: «Έπρεπε να συμφιλιώσουμε δύο όψεις της ευρωπαϊκής δημοκρατίας», ομολογεί ο Βέλγος ο Βέλγος πρωθυπουργός Σαρλ Μισέλ («Le Soir») αναφερόμενος στις εξελίξεις στην Ελλάδα και στον ευρωπαϊκό Νότο, την Πορτογαλία και την Ισπανία: «Αφενός είχαμε την εθνική δημοκρατία, με τη νομιμοποίηση του Αλέξη Τσίπρα και του κόμματός του, του ΣΥΡΙΖΑ, του μεγάλου δηλαδή νικητή των εκλογών, και αφετέρου υπήρχε η ευρωπαϊκή στρατηγική για την προστασία του ευρώ, τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, την ενίσχυση των επενδύσεων, τη δημοσιονομική σοβαρότητα»… 

Έκτοτε, η συντετριμμένη ηγεσία της ΝΔ, αντί να αναζητεί μια νέα (προσαρμοσμένη στις ανάγκες του ελληνικού παρόντος) πολιτική ταυτότητα, εξαντλείται σε μια δημόσια επίδειξη της αδέξιας φιλαυτίας της. Επιδιδόμενη σε μια ανούσια αναμέτρηση για την αρχηγία ενός κόμματος που «δεν υπάρχει». 

Τέλος, επιθυμώ να καταγραφεί η δημοσιογραφική έκπληξή μου για την αμέριστη υποστήριξη της οποίας απολαμβάνει, τρείς μήνες τώρα, η ανούσια αυτή αναμέτρηση από τα ΜΜΕ. Μια επίδειξη δημοσιογραφικής φρόνησης που δεν είναι παρά η καντιανή «επιδέξια φιλαυτία», η κατά Μαξ Βέμπερ «ηθική της ευθύνης»: να υποστηρίζουμε τους «δικούς μας» ακόμα κι αν λένε αρλούμπες. Να τους συντηρούμε πολιτικά, να μας συντηρούν επαγγελματικά… 

*Από την τελευταία συνέντευξη του Ευάγγελου Μεϊμαράκη στην εφημερίδα «Real News» 
**Από την συνέντευξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Ναυτεμπορική

Νίκος Τσαγκρής