25 Φεβρουαρίου 2012

Το ημερολόγιο των συμπτωμάτων



Τα σημεία της κρίσης όπως σχηματίζονται στα πρόσωπα και τα πράγματα της καθημερινότητάς μας

Τελευταία, όλο και πιο συχνά, σημειώνω τις αλλαγές που εντοπίζω στις καθημερινές περιηγήσεις μου στον τόπο κατοικίας μου, το Παγκράτι. Είναι, αυτή, μια νέα συνήθεια, άσχετη με τη δημοσιογραφική μου ιδιότητα που εκφράζει, υποθέτω, το αφυπνισμένο ενδιαφέρον μου για τον αλλαγμένο, αιφνιδίως, ζωτικό μου χώρο. Τα πρόσωπα και τα πράγματα που τον ζωντανεύουν και τον κοσμούν. Τις συμπεριφορές των ανθρώπων, την αισθητική των πραγμάτων…

Ονομάζω τις εν λόγω σημειώσεις «ημερολόγιο συμπτωμάτων», υπό την έννοια ότι συνιστούν μια ανθολογία σημείων της κρίσης, που αντιγράφω από τα πρόσωπα και τα πράγματα της καθημερινότητάς μου: Τρίτη, 21/2/012. Σήμερα, στο καφενείο του Φλόκα, οι μεσημβρινοί θαμώνες ήσαν απελπιστικά αραιότεροι από χθες, μόλις έξι τραπέζια πιασμένα. Και αυτό είναι το λιγότερο. Στη θέση της χάβρας που επικρατούσε παλαιότερα, άκουγες μόνο ψιθύρους. Χαμόγελα ελάχιστα. Πρόσωπα σκοτεινά, στα όρια της κατάθλιψης…

Άλλο: Πέμπτη, 23/2/012. Φτάνω στο κέντρο και παρκάρω άνετα, σ’ ένα χώρο που άλλοτε δεν μπορούσες να παρκάρεις ποδήλατο. Ύστερα βλέπω με κατάπληξη άλλες πέντε άδειες θέσεις πάρκινγκ ένα γύρω. «Να που η κρίση απέδωσε κάτι θετικό», σκέφτομαι. «Δεν φτάνουν πια τα λεφτά για να κινούνται με αυτοκίνητα»! Μετά το ξανασκέφτομαι: «Μα, αλήθεια, είναι θετικό κάτι τέτοιο;»…

Θετικό, ωστόσο, βρίσκω το σημείο πολιτικής γνώσης – απόγνωσης των θυμάτων της κρίσης, όπως εμφαίνεται στην ατάκα του «στασιαστή πελάτη», στη σημείωση που ακολουθεί: Παρασκευή, 24/2/012. Περιμένω τη σειρά μου, στην τράπεζα, όταν δυο κύριοι με ντοσιέ στα χέρια πλησιάζουν στο γραφείο τραπεζικού στελέχους. «Είστε μαζί;», ρωτάει το στέλεχος. Όχι, δεν είναι μαζί, όμως το θέμα τους είναι… συναφές: «Αδυναμία πληρωμών!», δηλώνουν δυνατά και καθαρά. Ακολουθούν κραυγές και ψίθυροι επιδοκιμασίας από ένα ακροατήριο υπερηλίκων που περιμένουν να εισπράξουν την πετσοκομμένη σύνταξη τους. Και σαν αρχαίος χορός κινούνται, σχηματίζοντας έναν ασφυκτικό κλοιό γύρω από τον τραπεζικό που εξανίσταται:
-Μα τι θέλετε, κύριοι; Να διαγράψουμε έτσι απλά τα χρέη σας;
-Κάθε άλλο, αποκρίνεται υπό την κάλυψη του χορού των συνταξιούχων ο… στασιαστής πελάτης: «Αυτό που ζητώ από σας είναι να δείτε τα πράγματα στις σωστές διαστάσεις. Εκπρόσωπος του καπιταλιστικού συστήματος δεν είστε; Ε, πείτε λοιπόν στους ανώτερους σας ότι στο πρόσωπό μου έκαναν μια λάθος επένδυση!»…

(Χρονογράφημα του Νίκου Τσαγκρή δημοσιευμένο στην εφημερίδα ΕΘΝΟΣ)

19 Φεβρουαρίου 2012

Κράτος - Αστυνομία - Θάνατος...




Είδα τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μανώλη Γλέζο. Τους είδα να πέφτουν στην παγίδα των ΜΑΤ, στις αστυνομικές επιχειρήσεις κατά των Ελλήνων που συγκεντρώθηκαν έξω απ'τη Βουλή για να πουν το ΌΧΙ στην προδοσία της συγκυβέρνησης ΠΑΣΟΚ - ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, να αντισταθούν στο ξεπούλημα της πατρίδας.

Ο Μίκης κι ο Μανώλης. Έλληνες ωραίοι, όρθιοι, αξιοπρεπείς. Βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή του μπλοκ των διαδηλωτών καθώς δέχτηκαν έκπληκτοι, σχεδόν με ένα χαμόγελο ντροπής, μια ριπή χημικών στα πρόσωπα. Αντιμετώπισαν με ολύμπια ψυχραιμία τη βαναυσότητα των αστυνομικών που τους ψέκαζαν με μίσος, λες και οι δυο κολοσσοί του σύγχρονου ελληνισμού ήσαν κάποια ενοχλητικά έντομα. Είδα από τη μια τη βαρβαρότητα, τον πρωτογονισμό. Κι από την άλλη τον πολιτισμό, την κουλτούρα. Από τη μια το κακό, από την άλλη το καλό. Άραγε γνώριζαν εκείνοι οι αστυνομικοί ποιοι ήσαν οι "δυο γέροντες" που ψέκαζαν με χημικά; Αναρωτήθηκα …

Υποτίθεται ότι η Αστυνομία είναι ένας μηχανισμός κατά του κακού, αλλά δεν είναι παρά ένας μηχανισμός στην υπηρεσία του κράτους: «υπάρχει περίσσεια κακού στον κόσμο, και μία από τις όψεις της είναι το Κράτος», λέει ο Ευγένιος Ιονέσκο σε ένα σημείωμα για την κουλτούρα και την πολιτική: «…το Κράτος έχει γίνει παντού, και αλλού ακόμη περισσότερο, μια τεράστια μηχανή που συντρίβει τα άτομα. Το Κράτος είναι ο θάνατος… Δεν είναι δυνατή μια δίκαιη τάξη χωρίς τη αλληλεγγύη και την αγάπη»…

Για τους φανατικούς και τους αδαείς, διευκρινίζω ότι ο Ιονέσκο δεν αναφέρεται στο φιλελεύθερο ή στο σοσιαλιστικό ή στο κομμουνιστικό κράτος, αλλά στο Κράτος˙ σε μια περίοδο που αμφισβητούσε τον μαρξισμό και δήλωνε ότι, μεταξύ των δυο κακών που ονομάζονται καπιταλισμός και κομμουνισμός, προτιμά το πρώτο, ως το λιγότερο κακό. Και πράγματι, καπιταλιστικό ή κομμουνιστικό, το Κράτος, η κρατική εξουσία, η συγκέντρωση εξουσίας σε ένα υπερτροφικό Κράτος, μπορεί να είναι μια φοβερή μορφή του κακού, να οδηγήσει στον θάνατο: Στο τέλος του ανθρωπισμού, στο τέλος του πολιτισμού, στο τέλος της κουλτούρας…

Λοιπόν, το Κράτος «ή είναι κάτι νεκρό ή εμπεριέχει τον θάνατο». Και η αστυνομία, που υποτίθεται πως είναι ένας μηχανισμός κατά του κακού, δεν είναι παρά ένας μηχανισμός στην υπηρεσία του κακού, στην υπηρεσία του κράτους. Ένας μηχανισμός πού, όπως στο κατά Ιονέσκο Κράτος, «εφαρμόζεται στους ζωντανούς, αλλά με τέτοια δύναμη, ώστε καταλήγει στην ισοπέδωση, στην οπισθοδρόμηση, στον θάνατο»: Λοιπόν, όταν είδα τον Μίκη και τον Μανώλη να πέφτουν στην παγίδα των ΜΑΤ στις αστυνομικές επιχειρήσεις κατά των Ελλήνων που συγκεντρώθηκαν έξω απ'τη Βουλή για να πουν ΌΧΙ στην προδοσία των πολιτικών, να αντισταθούν στο ξεπούλημα της πατρίδας τους, είδα απ’ τη μια το καλό κι απ’ την άλλη το κακό˙ την ισοπέδωση, την οπισθοδρόμηση, τον θάνατο…

Νίκος Τσαγκρής

16 Φεβρουαρίου 2012

O πεζογράφος της ειλικρίνειας



Πρώτα - πρώτα, ο Γιώργος Ιωάννου είναι για 'μένα ο πεζογράφος της ειλικρίνειας. Ύστερα, ο ποιητής της νοσταλγίας και της Σαλονικιάς μνήμης. Τον γνώρισα στις αρχές του '80, όταν παρουσίαζε το "Κέντρο διερχομένων", έναν κύκλο τραγουδιών με μουσικές του Νίκου Μαμαγκάκη: Μην περπατάς μαζί μου να μη σε γράψουνε, με ξέρουνε στην πιάτσα και θα σε κάψουνε... ( http://www.youtube.com/watch?v=uQmkiKXB47M) Μου φάνηκε περίεργος, ένα πλάσμα σουρεαλιστικό, με κείνο το πέτρινο κεφάλι, τα γραφτά φρύδια και τα τεράστια μάτια - αβγά  να σε κοιτάζουν με παιδική σοβαρότητα. 
Έχω να πω πολλά γι αυτόν αλλά όλο τ' αφήνω, όπως συνήθως, γι αργότερα, σήμερα λόγω της ομίχλης τον θυμήθηκα. Που σκέπασε για λίγο, πριν το σούρουπο, το δασάκι του Λογγίνου, εδώ στο Μετς.
Ύστερα είδα την καλαίσθητη αναφορά της Πόλυς Χατζημανωλάκη υπό τον τίτλο "Το σώμα - χάρτης του Γιώργου Ιωάννου" , στον "τοίχο" της που λέμε, στο facebook. Μας θύμιζε ότι ο Γ.Ι. χάθηκε σαν σήμερα - απροσδόκητα να προσθέσω, μ' έναν περίεργο θάνατο.
Αποφάσισα λοιπόν, τιμώντας τη μνήμη του - μα και λόγω της ομίχλης στο Μετς και της γενικότερης ομίχλης που μας τύλιξε εσχάτως, να αναδημοσιεύσω την δικιά του, τη Σαλλονικιά  του Ομίχλη...


Η ομίχλη
Δεν ξέρω πια τι γίνεται με την ομίχλη κι αν εξακολουθεί να πέφτει τόσο πηχτή ή μήπως χάθηκε ολότελα κι αυτή, όπως η πάχνη πάνω απ' τα πρωινά κεραμίδια. Bλέποντας την παρθενική πάχνη να γυαλίζει παντού, λέγαμε: "Eίχε κρύο τη νύχτα" ή "τα λάχανα θα γίνουν με την πάχνη πιο γλυκά• πρέπει να κάνουμε ντολμάδες".

Όταν ερχόταν ο καιρός της ομίχλης, είχα πάντα το νου μου σ' αυτήν. Mέρα τη μέρα περίμενα να με σκεπάσει κι εγώ να χώνομαι αθέατος μέσα της. Θλιβόμουν όμως πολύ, όταν έπεφτε τις καθημερινές, την ώρα που βασανιζόμουν με τα χαρτιά στο γραφείο.

Παρακαλούσα να κρατήσει ώς το βράδυ, συνήθως όμως γύρω στο μεσημέρι διαλυόταν από έναν ήλιο ιδιαίτερα δυσάρεστο.

Mα, καμιά φορά, όταν ξυπνώντας τ' απόγευμα, την ώρα που έλεγα αν θα πάω στο σινεμά ή στο καφενείο, έβλεπα αναπάντεχα απ' το παράθυρο το απέραντο θέαμα της ομίχλης, άλλαζα αμέσως σχέδια και πορείες. Σήκωνα το γιακά της καμπαρντίνας, κατέβαινα με σιγουριά τα σκαλιά κι έφευγα για την παραλία, χωρίς ταλαντεύσεις. H ομίχλη είναι για να βαδίζεις μέσα σ' αυτήν. Διασχίζεις κάτι που είναι πυκνότερο από αέρας και σε στηρίζει. Aλλά και κάτι ακόμα, ομίχλη χωρίς λιμάνι είναι πράγμα αταίριαστο.

H ομίχλη ήταν ακόμα πιο γλυκιά, όταν την ψιλοκεντούσε εκείνη η βροχή, η πολύ ψιλή βροχή του ουρανού μας. Aυτή που δε σε βρέχει, μα σε ποτίζει μονάχα και φυτρώνουν πιο λαμπερά τα μαλλιά σου την άλλη βδομάδα. Kαι τότε έπαιρναν νόημα τα φώτα και τα τραμ και τα κορναρίσματα. Aκόμα κι οι πολυκατοικίες γίνονταν ελκυστικές μες στην αχνάδα.

Kι ύστερα έφτανα στο καφενείο του λιμανιού, αυτό που από χρόνια είναι γκρεμισμένο, να ξαναβρώ την παρέα μου. Kι όταν δεν ήταν εκεί -και δεν ήταν ποτέ εκεί- καθόμουν ώρες και καρτερούσα. Πίσω απ' τα τζάμια διαβαίναν αράδα οι σκιές αυτών, που τώρα έχουν πεθάνει. Kολλούσαν το μούτρο τους για μια στιγμή στο θαμπό τζάμι κι άλλοι έμπαιναν μέσα, ενώ άλλοι τραβούσαν ανατολικά για τον Πύργο του Aίματος. Kι αν δε μου έγνεφε κανείς, έβγαινα κι ακολουθούσα μια σκιά, που ποτέ δεν μπορούσα να προφτάσω.

Δε θυμάμαι από πού ερχόταν εκείνη η ομίχλη• μάλλον κατέβαινε από ψηλά. Tώρα, πάντως, ξεκινάει βαθιά απ' τα όνειρα. Aυτά που χρόνια μένανε σκεπασμένα μ' ένα βαρύ καπάκι, που όμως πήρε απ' την πίεση για καλά να παραμερίζει.

Πέφτει πολλή ομίχλη, γίνομαι ένα μ' αυτήν, και ξεκινάω. Aκολουθώ άλλες σκιές ονοματίζοντάς τες. Περπατώ κοιτάζοντας το λιθόστρωτο. Aυτό σε πολλούς δρόμους και δρομάκια ακόμα διατηρείται. Δεν υπάρχει, βέβαια, ανάμεσα στις πέτρες το χορταράκι, που φύτρωνε τότε. Όλα έχουν γκρεμίσει ή ξεραθεί.

Kανένας θάνατος δεν είναι καλός. Ω, και νά 'ταν αλήθεια, αυτό που λένε, πως θα τους ξαναβρούμε όλους…

Aκολουθώντας τις σκιές μπαίνω πάντα στον ίδιο δρόμο. Tα δέντρα και τα φυτά θεριεύουν μες στη μοναξιά και τη θολούρα. Γίνονται σαν κάστρα τεράστια. Φτάνω στο αγέρωχο σπίτι το τυλιγμένο με κισσούς και φυλλώματα. Παρόλο που οι σκιές κοντοστέκονται και σα να μου γνέφουν, εγώ δεν πλησιάζω καν στην Πορτάρα. Θαρρώ πως μόνο αγαπημένο πρόσωπο θα με πείσει κάποτε να την περάσω.

Φεύγω και ξαναχάνομαι μέσα στα τραμ, τα φώτα και την κίνηση. O νους μου είναι κολλημένος στην ομίχλη και σ' όλα όσα είδα μέσα σ' αυτήν. Προσπαθώντας να ξεχαστώ περπατώ πολύ τις ομιχλιασμένες νύχτες. Aισθάνομαι κάποια ανακούφιση με το βάδισμα. Tα μεγάλα βάσανα κατασταλάζουνε σιγά σιγά στο κορμί και διοχετεύονται απ' τα πόδια στο υγρό χώμα.


(Από το H Μόνη Κληρονομιά, Kέδρος 1982)

8 Φεβρουαρίου 2012

Ο Άκης Πάνου μιλάει για τον Μάρκο



 Άκης Πάνου - Νίκος Τσαγκρής: Συζήτηση στο γραφείο του διευθυντή των Φυλακών Κομοτηνής 

Όταν, μετά τον φόνο, ο Άκης Πάνου μεταφέρθηκε στις φυλακές Κομοτηνής, με πήρε στο τηλέφωνο. Νίκο θέλω να έρθεις να στα πω, θέλω να τα γράψεις εσύ, μου είπε. Συμφωνήσαμε, μάλιστα, να κάνει εκείνος τις ενέργειες για την άδεια από το υπουργείο Δικαιοσύνης, προκειμένου να μπω μέσα να πάρω τη συνέντευξη.Δεν πέρασαν παρά τέσσερις – πέντε ημέρες και έφτασε στην εφημερίδα η άδεια εισόδου μου στις φυλακές Κομοτηνής μαζί με ένα χειρόγραφο σημείωμα του υπουργού. Ήταν ο Βαγγέλης Γιαννόπουλος τότε: «Να δώσεις τους χαιρετισμούς μου στον Άκη Πάνου»…


Μιλούσαμε δύο ολόκληρες μέρες, ο διευθυντής των φυλακών μας είχε παραχωρήσει το γραφείο του, γέμισα έξι – επτά κασέτες των 90 λεπτών: η συνέντευξη για τον φόνο με τα πριν και τα μετά, μια συνοπτική βιογραφία,πολλές λεπτομέρειες για τις σχέσεις του με τις εταιρίες δίσκων και κριτικές αξιολογήσεις σπουδαίων δημιουργών του ελληνικού τραγουδιού και ορισμένων εκ' των τραγουδιστών που συνεργάστηκε... Μέρος αυτού του "υλικού'' δημοσιεύτηκε σε μια σειρά συνεντεύξεων στο ΕΘΝΟΣ και στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής. Ένα άλλο μέρος παραμένει ανέκδοτο. Απ' αυτό, αποσπώ και δημοσιεύω σήμερα μια αναφορά του Άκη Πάνου στον Μάρκο Βαμβακάρη...

   

Ο Μάρκος ήταν το εξέχον πρόσωπο 
*Τον Μάρκο τον είχα γνωρίσει σαν δημιουργό μέσα από τα τραγούδια του από τα πολύ μικρά μου χρόνια. Η μητέρα μου ήταν γεννημένη στον Πειραιά. Ο πατέρας της ήταν Καλαματιανός, η μάνα της ήταν από το Κρανίδι, τελικά είχε μεγαλώσει στην Τσουλήθρα, στην Τερψιθέα. Και, χωρίς αυτό να της αφαιρεί τίποτα από την αξιοπρέπεια ή την σοβαρότητά της, τραγουδούσε και όταν ήταν χαρούμενη και όταν ήταν πικραμένη.
(Ηταν καλή φωνή, όπως και όλα μου τα αδέρφια. Εξαίρεση αποτελούσε ο πατέρας μου, που ήτανε μεν φάλτσος, αλλά, ήθελε να τραγουδάει μαζί με τους άλλους στα οικογενειακά γλέντια μας που ήταν στο σπίτι μας τρόπος ζωής, τουλάχιστον ως την κήρυξη του πολέμου. Εγώ πάλι είχα πάθει διφθερίτιδα όταν ήμουν δύο ετών με αποτέλεσμα να μείνω βραχνοκόκκορας.)
Το μεγαλύτερο μέρος λοιπόν του ατέλειωτου ρεπερτορίου της μητέρας μου το αποτελούσαν τραγούδια του Μάρκου και των άλλων δημιουργών της εποχής που οι μετέπειτα ταξινόμοι του τραγουδιού θα την ονομάσουν εποχή του ρεμπέτικου.
Τα τραγούδια του Μάρκου τα ξεχώρισα ανάμεσα στα τραγούδια που τραγουδούσαν τότε στα κέντρα σου λέω. Δηλαδή ανάμεσα σε Σακελλαρίδη, σε βαφτιστικούς και σε τέτοια, ανάμεσα νομίζω αργότερα στα ταγκό και στα τέτοια. Αυτό που ξεχώριζε στα αυτιά μου, και πιστεύω ότι αυτό που με έκανε να είμαι κοντά στο Μάρκο, τα ακούσματά μου να είναι κοντά στον Μάρκο, να ανέχονται οι πόροι μου εύκολα τον Μάρκο, αναλύοντάς το αργότερα με έκανε να καταλάβω, να πούμε, γιατί μου άρεσε ο Μάρκος. Γιατί δηλαδή χωρίς προσπάθεια μπορούσα να έρχομαι σε επαφή με τον δημιουργό Βαμβακάρη:
Ο Βαμβακάρης προέρχεται από τη Σύρα, είναι Φραγκολεβαντινός, έζησε τα περισσότερα χρόνια του εκεί πέρα. Η Σύρα ήτανε πολύ πριν από την Αθήνα πρωτεύουσα της Ελλάδος, ήτανε αστός εν ολίγοις ο Βαμβακάρης. Και εγώ πάλι ήμουνα γεννημένος αστός. Από μάνα Πειραιώτισσα, από πατέρα Αθηναίο. Ήταν λοιπόν πολύ κοντά μου. Ο τρόπος ζωής μου, στην οδό Αθηνάς, (αργότερα, όταν κυκλοφόρησα σαν πιτσιρίκος από τα πολύ μικρά μου χρόνια) στο Μοναστηράκι και στα τέτοια, τα ακούσματα που είχα στην πόλη που γεννήθηκα, ήταν κυρίως τα τραγούδια του Μάρκου. Και εν πάση περιπτώσει ήταν ο τρόπος που δεχόμαστε εμείς ευχαρίστως στην Αθήνα, τα αλάνια της εποχής εκείνης ας πούμε, οι πιτσιρικάδες, αυτά τα ακούσματα ήτανε ο τρόπος μας,ήτανε τα δικά μας ακούσματα. Αυτά που νιώθαμε ότι ήτανε δικά μας…

Αργότερα είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τον Βαμβακάρη και σαν πρόσωπο, σαν άνθρωπο. Εχω την εντύπωση πως με αγαπούσε, είχε εκδηλώσει την αγάπη του για μένα, και μια από τις μεγαλύτερες στενοχώριες μου ήτανε η μέρα που έφυγε από την ζωή ο Μάρκος ο Βαμβακάρης. Γιατί όταν έμπλεξα εγώ με την δισκογραφία είχαμε συναντηθεί πολλές φορές, και επειδή δεν ήξερε αν εγώ ήμουν αποδεκτός, ας το πούμε έτσι, επειδή με θεωρούσε μορφωμένο, μου έλεγε μια χοντρή κουβέντα. «Εσύ θα τους αυτώσεις... Εμάς μας πιάσανε κορόιδα γιατί δεν ξέρουμε γράμματα, ενώ εσύ ξέρεις γράμματα».
Εγώ πάλι τον σεβόμουνα. Κύριο Βαμβακάρη βεβαίως τον έλεγα πάντα, ποτέ δεν τον έλεγα Μάρκο όπως τον έλεγαν οι νεότεροι για να δείξουν ότι είχαν οικειότητα μαζί του. Δεν είχα την τύχη να δουλέψω μαζί του. Δούλεψα με πολλούς άλλους παλιούς, αλλά όχι με τον Βαμβακάρη. Δηλαδή δούλεψα ένα διάστημα και με την Σωτηρία την Μπέλου, σε κάτι πανηγύρια νομίζω ή Σαββατοκύριακα θυμάμαι με την Ιωάννα την Γεωργακοπούλου, με τον Πρόδρομο τον Τσαουσάκη στον Μπούκλα, με τον Στράτο τον Παγιουμτζή, μάλιστα με τον οποίο συμπτωματικά με το ψευδώνυμο Φώτης Γκιόκας, το όνομα του κουνιάδου μου, του έχω δώσει τα δύο τελευταία τραγούδια της ζωής του.
Ο Μάρκος λοιπόν ήταν, για αυτή την εποχή που εγώ γνωρίστηκα με το λαϊκό τραγούδι, το εξέχον πρόσωπο. Ο Μάρκος όταν κρίνεται σήμερα νομίζω ότι αδικείται, γιατί οι άνθρωποι αυτό πρέπει να κρίνονται σύμφωνα με τη εποχή που λειτούργησαν. Ο Μάρκος αν κριθεί σήμερα σαν εκτελεστής θα πούμε ότι ήταν ένας πολύ κακός παίκτης, πολύ άτυχος. Όμως για την εποχή εκείνη δεν ήταν αυτό. Ήταν πάρα πολύ μεγάλος παίκτης. Από την άλλη μεριά, ο Μάρκος δεν βρήκε σχεδόν τίποτα. Δηλαδή, αυτό που βρήκε ο Μάρκος σαν λαϊκό τραγούδι ήταν το «Πάρε με Αντριάννα μου να σε βοηθώ στην βρύση και να σου κουβαλώ νερό απ` το Βατραχονήσι» από την εποχή του Σουρή. Γιατί το λαϊκό τραγούδι λέμε ότι ήρθε το `22, αλλά υπάρχουν τραγούδια που μπορούν να χαρακτηριστούν λαϊκά, όχι με την έννοια του ρεμπέτικου, αλλά τραγούδια που έχουν γραφτεί από τους πολλούς για τους πολλούς. Αυτό είναι το λαϊκό τραγούδι, το μελοποιημένο χρονογράφημα κάθε εποχής.
Ο Βαμβακάρης λοιπόν ήταν ένας άνθρωπος που βρήκε σχεδόν τίποτα και δημιούργησε τα πάντα. Έβαλε τα θεμέλια για να κτιστεί αυτό που είπαμε μετά λαϊκό τραγούδι. Γιατί το λαϊκό τραγούδι είναι μια συνέχεια. Λαϊκό τραγούδι ήταν το δημοτικό που τραγουδούσαν στα χωριά, γιατί αυτά υπήρχαν και λέγανε «Του Κίτσου η μάνα κάθεται στην άκρη στο ποτάμι, με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε, ποτάμι για λιγόστεψε, ποτάμι στρέψε πίσω, για να περάσω αντίπερα, στα κλέφτικα λημέρια». Οι εποχές αλλάξανε, και του Κίτσου η μάνα πήρε ρετιρέ στο Κολωνάκι…
Θέλω να πω λοιπόν ότι μια μορφή λαϊκού τραγουδιού είναι το τραγούδι του Μάρκου, αλλά με την μορφή του ρεμπέτικου αυτό το τραγούδι ήταν κάτι ξεχωριστό στην αλυσίδα των λαϊκών τραγουδιών. Δηλαδή ήταν ένας κρίκος τελείως ξεχωριστός στην αλυσίδα που ενώνει ας πούμε το δημοτικό με αυτό που λέμε μετά ρεμπέτικο ή το ελαφρολαϊκό. Όλα αυτά είναι ελληνικά λαϊκά τραγούδια.
Έχω πει ότι η μόνη σχέση που έχω με τον Βαμβακάρη είναι ότι αυτός έλεγε την αλήθεια της εποχής του και εγώ λέω την αλήθεια της δικής μου εποχής. Δεν ήταν πλαστός ο Βαμβακάρης., αλλά γνήσιος στην έκφρασή του. Έλεγε αυτό που ζούσε, αυτό που ένιωθε, αδιαφορώντας για τα πάντα. Σαν άνθρωπο τον υπερεκτιμούσα, τον αγαπούσα πάρα πολύ. Και σου είπα ότι με αγαπούσε και εκείνος. Και μου έλειψε πολύ. Πάνω στον Μάρκο, πάνω στα θεμέλια Βαμβακάρη χτίστηκαν όλα…    
 *© Νίκος Τσαγκρής. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση χωρίς την άδεια του συγγραφέα 

1 Φεβρουαρίου 2012

Υποταγή του εθνικού στο υπερεθνικό


Ενώ η χώρα σφαδάζει πληγωμένη θανάσιμα από τις μαχαιριές της Ευρώπης, οι πολιτικοί ηγέτες μας (από τους αιρετούς Γιωργάκη Παπανδρέου και Αντώνη Σαμαρά μέχρι και τον δοτό Λουκά Παπαδήμο) επιμένουν στην γραμμή Σημίτη που συνοψίζεται στην άποψη ότι «η απάντηση στην κρίση είναι περισσότερη Ευρώπη». Άποψη εξ' αρχής προσβλητική για τους Έλληνες εργαζόμενους, αφού σημαίνει «φάτε μάτια Ευρώπη και κοιλιά περίδρομο». Αφήνεται, ωστόσο,  να σημαίνει και αυτό που η πλειοψηφία των Ελλήνων, από καταβολής ευρωζώνης επιθυμούν, χωρίς ποτέ να το αποκτήσουν: πλήρη οικονομική σύγκλιση της χώρας με την Ε.Ε. Κάτι που, κάποτε, ο κ. Σημίτης μας είχε τάξει. Και τώρα, μοιάζει με κάτι που θα ονειρευόμαστε για πάντα επειδή είναι αδύνατον να υπάρξει…

Όμως το κατά Σημίτην «περισσότερη Ευρώπη» σημαίνει ελληνική πολιτική σιωπή, ελληνική πολιτική απραξία, πλήρη ανταπόκριση στις επιταγές του γαλλογερμανικού άξονα. Το γιατί, το εξηγεί θαυμάσια ο ίδιος: Διότι «η αποτελεσματικότητα της εθνικής πολιτικής εξαρτάται κυρίως από τον βαθμό ανταπόκρισής της στους κανόνες του υπερεθνικού συστήματος στο οποίο εκάστοτε ανήκει»! Και εμείς ανήκομεν εις το υπερεθνικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο ελέγχει ο γαλλογερμανικός άξονας! Δεν συμφωνείτε;

Όχι, «η Ευρώπη κατάντησε το βασίλειο του τίποτα, ο πολιτισμός του μηδενός», λένε οι ακραίοι ευρωσκεπτικιστές, μηδενίζοντας ακόμα και την νομισματική ενότητα. Και η αλήθεια είναι πως τώρα (με την κρίση) το έλλειμμα αυτονομίας της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής είναι ευδιάκριτο. «Επειδή η αποτελεσματικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας εξαρτάται κυρίως από τον βαθμό ανταπόκρισής της στους κανόνες του υπερεθνικού συστήματος στο οποίο ανήκει», υποθέτω˙ υιοθετώντας μια Σημιτικού… χαρακτήρα σκέψη…

Το γνωρίζουμε όλοι, ας μην το ομολογούμε: Η «εθνική», ας την πούμε, ευρωπαϊκή οικονομία, ανήκει στο «υπερεθνικό οικονομικό σύστημα» των ΗΠΑ. Γι’ αυτό και ανταποκρίνεται στους κανόνες που θέτουν οι ΗΠΑ για την υπέρβαση της κρίσης. Τι κι αν γεμίζουν με αίσθημα απελπισίας τον Πολ Κρούγκμαν, τι κι αν κάνουν τον Τζότζεφ Στίγκλις να δηλώνει ότι «πρόκειται για κανονική ληστεία των εργαζομένων»…

Για την πλευρά των προθύμων, να πούμε, τα πράγματα πάνε κατ’ ευχήν: Ο βαθμός ανταπόκρισης της Ε.Ε. στους κανόνες του υπερεθνικού συστήματος που ανήκει (ΗΠΑ) είναι θετικός. Αντίστοιχα θετικός πρέπει να είναι και ο βαθμός ανταπόκρισης της Ελλάδας στους κανόνες του υπερεθνικού συστήματος που ανήκει, τους κανόνες της Ευρωζώνης.

Δείτε, οι πολιτικοί ηγέτες μας (από τους αιρετούς Γιωργάκη Παπανδρέου και Αντώνη Σαμαρά μέχρι και τον δοτό Λουκά Παπαδήμο) όπως και ο υπουργός μας επί των οικονομικών κ. Βενιζέλος, σε αγαστή συνεργασία με την τρόϊκα, απεργάζονται την οριστική μετατροπή της Ελλάδας σε δουλοπαροικία της Ευρώπης. Εφαρμόζοντας, προφανώς, την άποψη Σημίτη για… περισσότερη Ευρώπη!.. 

Νίκος Τσαγκρής (Από άρθρο δημοσιευμένο στο ΕΘΝΟΣ / http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22733&subid=2&pubid=2790834)