Ωστόσο, επειδή κανένα παρελθόν δεν είναι παρελθόν παρά στον βαθμό που σημαίνει κάτι για το παρόν και το μέλλον, το κοινότοπο και εν πολλοίς αστείο ζήτημα των γλωσσικών διατυπώσεων των ιστορικών γεγονότων (κατά τα λοιπά, το εν λόγω θέμα αποτελεί σπουδαίο κεφάλαιο της θεωρίας της επιστήμης) παίρνει τη μορφή μιας ακόμα δοκιμασίας του τρόπου με τον οποίο διεξάγεται στην Ελλάδα ο διάλογος μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, της αξιοπιστίας του κρατικού μηχανισμού και εν τέλει της ποιότητας της δημοκρατίας μας, που παρεμπιπτόντως γιόρτασε τριάντα τρία χρόνια. Τριάντα τρία χρόνια, που ήδη διαθέτουν ένα πολιτικό δικαστήριο, από το οποίο προέκυψε τελικά η -έστω και άτυπη- νομιμοποίηση της ατιμωρησίας.
Μια πρώτη αυτοψία στο καμένο τοπίο της δημοκρατίας μας, με βάση τον ανάπηρο διάλογο για το ιστορικό παρελθόν μας και μπροστά στις εκλογές δείχνει πως:
ΟΙ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΩΝ συμπεριλαμβανομένων των ΣΥΝΔΙΚΑΤΩΝ, αδυνατούν να διαχειριστούν -πόσο μάλλον να εκπροσωπήσουν- οποιοδήποτε αίτημα της κοινωνίας των πολιτών, αφού από καιρό συνωστίζονται έξω από τα κέντρα εξουσίας ζητιανεύοντας κάποιον ρόλο. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα κατάλαβαν την δύναμη των Μ.Μ.Ε. ενσωματώνοντας απολύτως τους ρόλους τους στο ρητορικά τεχνάσματα παραγωγής ειδήσεων.
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ δεν εννοεί να παραιτηθεί από το μερίδιο εξουσίας που απολαμβάνει μέχρι σήμερα και αφού συναντά αντιστάσεις στον χώρο της αμιγούς πολιτικής, στρέφεται ραγδαία προς τον χώρο των Μ.Μ.Ε. τα οποία καλωσορίζουν το θρησκευόμενο κοινό, έτοιμα να εκχωρήσουν -επικοινωνιακά προς το παρόν- εξουσία στους αρχιερείς.
Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ αδυνατεί να διαχειριστεί την εξουσία, που ούτως ή άλλως διαθέτει, αφού από καιρό φρόντισε να τη διευρύνει προς την κατεύθυνση του Τύπου και των πολιτικών οργανισμών. Αυτοί που έπρεπε να αποτελούν τον σταθερότερο παράγοντα υπεράσπισης της ουσίας της δημοκρατίας: της αντικειμενικής και ανεξάρτητης σκέψης, παρουσιάζονται ως απολογητές ιδεολογικών τάσεων, που διαμορφώνονται πότε από τα συγκροτήματα Τύπου, πότε από τα πολιτικά κόμματα και πότε από διάφορες επικοινωνιακές συμμαχίες.
ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ αδυνατεί πια να διαχειριστεί οτιδήποτε। Δεν μπορεί καν να παράγει την επικαιρική ιδεολογία που θα του επέτρεπε να διατηρήσει την ευκυβερνησία σ’ ένα στοιχειώδες επίπεδο। Λειτουργεί σαν ανάδοχος δημοσίων εικόνων, προσπαθώντας να καταστήσει τη δική του αρεστή στα target groups των Μ।Μ।Ε। Εξάλλου, δεν μπορεί να εισπράξει το παραμικρό από τη διεξαγωγή μιας σύγκρουσης ανάμεσα στην Εκκλησία και τις ακροδεξιές ομάδες από τη μια και στην επιστημονική κοινότητα και τους Νεοπολιτικούς παράγοντες από την άλλη. Έτσι, το πολιτικό τοπίο διαμορφώνεται αφενός από τις ομάδες που εμμένουν στις Παλαιοπολιτικές αξίες (έθνος, κράτος, λαός, πολιτική, κοινωνική πολιτική, συλλογική δράση), συμφύροντας στοιχεία χριστιανικά, σοσιαλιστικά, κομμουνιστικά και εθνικιστικά, και αφετέρου από τις ομάδες που προωθούν -χωρίς όμως να διαθέτουν ακόμα το απαραίτητο θάρρος ώστε να το δηλώσουν- Νεοπολιτικές αξίες (παγκόσμιος άνθρωπος, διαπλανητικό χωριό, διευρυμένος φιλελευθερισμός, πίστη στον αυτοματισμό της κοινωνικής ανάπτυξης μέσω της μαζικής επικοινωνίας) ωθώντας τις αρχές του Διαφωτισμού στα άκρα. Είναι φανερό πως πίσω από αυτή τη βουβή σύγκρουση κρύβεται η επιθετική τακτική μιας νέας τάξης επιχειρηματιών της επικοινωνίας, που ζητούν διεύρυνση της αγοράς και απελευθέρωση των παραγωγικών σχέσεων και δυνάμεων, οι οποίες περιορίζονται από τα εθνικά σύνορα και τις μεταπολεμικές πολιτικές επιλογές, που επέβαλε η λαϊκή πίεση. Σήμερα, δεν υπάρχει τίποτε πιο προφανές από την προσπάθεια των ανθρώπων της επικοινωνίας να διαβάλουν την πολιτική και τους πολιτικούς, να πείσουν τις μάζες πως οι ίδιοι μπορούν να διαχειριστούν καλύτερα τα κοινωνικά προβλήματα και εν τέλει να κυβερνήσουν.
Αν είναι, λοιπόν, να προσέλθουμε στις εκλογές -αποδεχόμενοι την πραγματικότητα- θα πρέπει τουλάχιστον να γνωρίζουμε πια είναι αυτή η πραγματικότητα. Οι ψεύτικοι όροι του πολιτικού παιχνιδιού, όπως τους θέτουν τα πολιτικά κόμματα -αρνούμενα να παραδεχθούν τον αυτοευνουχισμό τους- δημιουργούν ένα σκηνικό παλιάς καλής «αγωνιστικής θαλπωρής», αλλά ουσιαστικά τινάζουν στον αέρα κάθε έννοια χρησιμότητας της πολιτικής. Μετά τις εκλογές -όποιο από τα δύο μεγάλα κόμματα κι αν τις κερδίσει- θα αποδειχθεί πως οι εκλογές -αυτές καθαυτές- δεν μπορούν να λύσουν κανένα πρόβλημα. Το μόνο που θα έχει μείνει αλώβητο και εν πολλοίς ισχυροποιημένο θα είναι τα μέσα διεξαγωγής της πολιτικής επιλογής: οι εφημερίδες και οι τηλεοπτικοί σταθμοί, με την άψογη οργάνωση, τη μαχητική υπεράσπιση -έστω και τα λόγια- των λαϊκών συμφερόντων, τη συνέπεια στην παραγωγή εύπεπτης υποκουλτούρας και με μια λέξη τον άρτο και τα θεάματα που χρειάζεται ο λαός.
Αλλά αφού είμαστε πια πεπεισμένοι πως ό,τι γίνεται στην ανθρώπινη Ιστορία είναι αυτόματα καθαγιασμένο -κατά τη ρήση του Χέγκελ «Ό,τι είναι πραγματικό είναι λογικό και ό,τι είναι λογικό είναι πραγματικό», την οποία έθεσαν σε κριτική οι φιλόσοφοι πριν από 150 χρόνια- είναι ίσως μάταιο να αντιστεκόμαστε.
ΟΙ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΩΝ, τα ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ, η ΕΚΚΛΗΣΙΑ, η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ και το ΚΡΑΤΟΣ, οι ρυθμιστικοί παράγοντες της κοινωνικής ζωής από την εποχή της γαλλικής επανάστασης και εντεύθεν, αυτοκτόνησαν.
Κάποιος πρέπει να κυβερνήσει, έστω και άτυπα.
Αυτή είναι η πραγματική αλλοίωση της Ιστορίας του παρελθόντος του παρόντος και του μέλλοντος.
Οι εκλογές αυτές είναι ήδη μια κηδεία του θεσμού των εκλογών.
Αλλά δεν θα το συνειδητοποιήσουμε πριν αρχίσουν να επιτίθενται μέσα στη νύχτα οι πρώτοι βρικόλακες της Ιστορίας.
Γιώργος Μπλάνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου