ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΛΑΔΟΓΙΑΝΝΗ*
(Από την ΑΥΓΗ της 16/2/2018)
Στο ξεκίνημά του, ο εικοσάχρονος Χατζιδάκις (γεννήθηκε το 1925) δίνει το «παρών» στους αντιστασιακούς αγώνες της γενιάς του. Έμενε εξάλλου στο Παγκράτι με τη μεγάλη αγωνιστική παράδοση και θα ήταν φυσικό να έχει ζήσει βαθιά την φοβερή γερμανική επιδρομή και τη θυσία των τριών νεαρών στον κοντινό Υμηττό (Δ. Παλαιολογόπουλου, Το Παγκράτι στην Εθνική Αντίσταση, 2004, 66,93). Μετά τον Δεκέμβρη του 1944, τον βρίσκουμε έξω από την Αθήνα, κυνηγημένο από τους Άγγλους, όπως μας λέει η φίλη του Ελένη Γλύκατζη - Αρβελέρ, με την οποία και απέδρασε από την πρωτεύουσα (Α. Βάκη - Ι. Χανδρινού: Musicpaper.gr).
Λίγους μήνες μετά την Βάρκιζα, τον Μάιο του 1945 (και μέχρι τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου), ο Μάνος Χατζιδάκις εμφανίζεται να συνεργάζεται στο περιοδικό Νέα Γενιά της ΕΠΟΝ, που κυκλοφορούσε και στην περίοδο της Κατοχής και, τώρα, συνέχιζε, νόμιμα, από τον Οκτώβριο του 1944 μέχρι τον Μάιο του 1947. Η συνεργασία του Χατζιδάκι προκύπτει από τα τεύχη του περιοδικού που διαθέτουμε και είναι όσα διέσωσε η έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής» (2007). Χαρακτηριστικό είναι και το ψευδώνυμο με το οποίο υπογράφει τις συνεργασίες του: Πέτρος Γρανίτης. Το ίδιο ψευδώνυμο, ωστόσο, παρουσιάζεται, την ίδια εποχή, και στο περιοδικό Λεύτερα Νιάτα (Ιούν, 1943 - Μάιος 1946) που εξέδιδε στη Θεσσαλονίκη η ΕΠΟΝ Μακεδονίας, αλλά δεν μπορέσαμε να εξασφαλίσουμε το έντυπο και να εξετάσουμε περαιτέρω το θέμα (O.Bαρών, Ελληνικός νεανικός τύπος (1941-19045), Α, 1987, 216, 249).
Το ψευδώνυμο Πέτρος Γρανίτης, πραγματικά, απαιτεί μεγάλη επινοητική φαντασία· μια τέτοια ονοματοποιία, καταφέρνει να είναι αιχμηρή πολιτικά (αφού παραπέμπει στον Στάλιν), ρυθμική φωνητικά και ευφωνική φθογγικά. Με αυτό το ψευδώνυμο υπογράφει δώδεκα ποιήματα στη στήλη «Τ’ αετόπουλά μας», προγραμματισμένη για την διασκέδαση των μικρών αναγνωστών. Είναι το μέρος του περιοδικού όπου επιδιώκεται η σύνδεση με την καθημερινότητα του παιδιού. Υπάρχουν θέματα που θα λέγαμε ότι συγχρονίζονται με μια ημερολογιακή λογική (άνοιξη, Πάσχα, τρύγος) και όλη η ύλη είναι προσαρμοσμένη σε αυτή. Ωστόσο, ο συγχρονισμός δεν είναι μόνο ημερολογιακός· είναι και πολιτικός και πολιτιστικός. Θέματα όπως η ειρήνη, τα δικαιώματα των παιδιών του πολέμου, παραστάσεις Θεάτρου Σκιών από παιδιά, εμπειρίες από τον πόλεμο, ιστορίες παιδιών από ξένες χώρες κ.ά. προβάλλουν την πολιτική αγωγή του περιοδικού, προς την οποία προσαρμόζεται και η υπόλοιπη ύλη της στήλης.
Γενικά, η στήλη έχει στόχο την καλλιτεχνική αγωγή και την δημιουργία εύφορης διάθεσης, ανεμελιάς και γενικά ό,τι μπορούσε να προσφέρει βοήθεια στο παιδί να ξεχάσει για λίγο τα μεγάλα προβλήματα, πολλά από τα οποία είχαν να κάνουν με την επιβίωση. Δημιουργείται, λοιπόν, ένας χώρος μιας ή δύο σελίδων, με τον γνωστό επονίτικο τίτλο «Τ’ αετόπουλά μας», όπου καταχωρούνται ποιήματα, κεφάτα σημειώματα, παιχνίδια, μικρής έκτασης χρονογραφικά κείμενα ή ακόμη επιστολές και ανταποκρίσεις από δραστηριότητες παιδιών της ΕΠΟΝ διαφόρων συνοικιών. Την ύλη συνοδεύουν μικρά σκίτσα, σχετικά με τα κείμενα, ενώ υπάρχουν και οι σταθερές ζωγραφιές της στήλης (παιδιά, λουλούδια, εικόνες πόλης και χωριού) που ξεχωρίζουν το μέρος αυτό από τις υπόλοιπες σελίδες και από την άλλη ύλη του περιοδικού. Από όλα τα δημοσιεύματα, τα ποιήματα έχουν ξεχωριστή θέση· το περιεχόμενό τους ευθυγραμμίζεται τόσο με την παιδαγωγική αντίληψη αυτού του μέρους όσο και με το στόχο της καλλιτεχνικής απόλαυσης («Η δράση της ΕΠΟΝ», Νέα Γενιά, τχ. 56, 1945, 18-20). Έτσι, τα ποιήματα πλησιάζουν τον κόσμο του παιδιού, τις εμπειρίες τους, ενώ η τραγουδιστική φόρμα δημιουργεί την επιθυμία της αποστήθισης των ποιημάτων-τραγουδιών.
Συνήθως το θέμα στα ποιήματα του Χατζιδάκι είναι σχετικό με τα υπόλοιπα κείμενα της στήλης «Τ’ αετόπουλα», που δείχνουν την πολιτική και παιδαγωγική κατεύθυνση, και υπογράφονται κυρίως από την Νίκη Στέφη (Σοφία Μαυροειδή - Παπαδάκη). Αλλά υπάρχουν περιπτώσεις όπου τα ίδια τα ποιήματα φέρνουν νέα θέματα, με στόχο πάντα την συναισθηματική συμμετοχή, χωρίς να ευθυγραμμίζονται με την κεντρική θεματολογία.
Τα ποιήματα έχουν τους παρακάτω τίτλους: Το τραγούδι, Ειρήνη, Καψερούλα, Κυπαρισσάκι, Παιδί και χελιδόνι, Τ’ αδενικά παιδάκια, Χαρά στη θάλασσα, Το μπουκάλι, Η βαρκούλα, Το χιόνι, Το λουτρό. Να σημειωθεί ότι το «Κυπαρισσάκι», με το οποίο παίρνει το πρώτο βραβείο (1960) στο Β΄ Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού του ΕΙΡ, είναι διασκευή του ομότιτλου ποιήματος της Νέας Γενιάς.
Σε όλα τα ποιήματα φέρεται κάποιος να μιλάει, σε τρίτο ενικό πρόσωπο, και εμφανίζεται σαν ένας φίλος των παιδιών, με τρόπο που οι μικροί αναγνώστες να αισθάνονται οικεία με την ποίηση. Εκείνο όμως που περισσότερο θέλγει είναι η ρυθμική απόδοση του θέματος. Τα ποιήματα νομίζεις ότι ακολουθούν το χορό ανέμελων και χαρούμενων παιδιών· υψώνουν την φωνή τους και όλη η σελίδα θαρρείς πως μπαίνει στο ρυθμό τους. Εκτός από την ευφωνία που φέρνει η ομοιοκαταληξία, το βάρος του ποιήματος πέφτει στον έντονο ρυθμό, που προκύπτει από πολλά στοιχεία: πολλά φωνήεντα, σταθερό διάστημα τόνων, στίχος μικρής έκτασης και γρήγορης εκτέλεσης, που και αυτός συντείνει στην εντύπωση παιδικού χορού ή παιχνιδιού. Ακόμη, μια έκφραση που στοχεύει στη συναισθηματική συμμετοχή και απόλαυση, με κύρια χαρακτηριστικά: ευανάγνωστες παρομοιώσεις, ευχάριστες εικόνες, τρυφερή αφέλεια και αξιοποίηση της παιδικής εμπειρίας.
Με αυτά τα μέσα τα παιδιά μπορούν να «συζητούν» θέματα δύσκολα και να κοινοποιούνται παγκόσμια, ατομικά ή οικογενειακά προβλήματα, όπως π.χ. η ειρήνη και η ελευθερία, ή θέματα αρρώστιας, πείνας και υποσιτισμού, φτώχειας, θανάτου, σχολείου. Αλλά και η φαντασία δεν παραβλέπεται, όπως στο ποίημα «Παιδί και χελιδόνι» (τχ. 50, Μάης 1945) που ξεκινάει με το τετράστιχο: Χελιδόνι, χελιδόνι/ που πετάς στον ουρανό,/ τι είναι πίσω απ’ το βουνό/ π’ αγναντεύω απ’ το μπαλκόνι; Είναι η ίδια λυρική αισθητική του γνωστού μας ποιήματος/τραγουδιού «Τα παιδιά κάτω στον κάμπο», που γράφει, αυτή την εποχή, για το θεατρικό έργο «Απόψε θα θερίσουμε» του Αλέξη Δαμιανού (για την παράσταση ο Νίκος Ζαχαριάδης έγραψε υμνητική κριτική στον «Ριζοσπάστη»), τραγούδι που αργότερα θα περιληφθεί στην ταινία του Ντούσαν Μακαβέγιεφ, «Sweet Movie» (1974). Εξάλλου, η σταθερή σχέση με το θέατρο, που διαρκεί καθ’ όλη τη μουσική ζωή του Χατζιδάκι, δίνει στα τραγούδια του (ή σταθεροποιεί) την αμεσότητα, την αισθητική της ακρόασης και μιας τρυφερής επαφής που νομίζεις ότι αγγίζει και περνά πάνω από τα πράγματα. Είναι μια μορφή τελετουργίας που δένει πολύ στενά το τραγούδι με τη συναισθηματική συμμετοχή του κοινού του.
Όντας στον χώρο της ΕΠΟΝ, ο Μάνος Χατζιδάκις γράφει τα πρώτα του ποιήματα, ενώ σχεδόν ταυτόχρονα (Αύγουστος του 1944), εμφανίζεται επαγγελματικά στη σύνθεση, συνεργαζόμενος με το Θέατρο Τέχνης, στον «Τελευταίο Ασπροκόρακα» του Αλέξη Σολωμού. Όμως, η σχέση του με την ΕΠΟΝ, που ξεκινάει στην Κατοχή, θα συνεχιστεί και στα κατοπινά δύσκολα χρόνια, όπως δείχνει και η συνεργασία του με του Ενωμένους Καλλιτέχνες, το 1946, με τους οποίους και μοιράζεται την εμπειρία των διωγμών από τις φασιστικές συμμορίες της επαρχίας.
Αλλά ο δημιουργός Χατζιδάκις, που ασκεί την ευαισθησία του αντιστεκόμενος και στρατευμένος στην ελευθερία, θα μείνει στην ιστορία και για κάτι άλλο που «ανακαλύπτει» την ίδια πάνω κάτω εποχή. Πρόσεξε και έδειξε και σε μάς ό,τι, ώς τότε, το προσπερνούσε η μικροαστική ηθικολογία και ο σνομπισμός: τις πηγές της λαϊκότητάς μας, το ρεμπέτικο και το θέατρο σκιών. Στην περίφημη διάλεξή του στο Θέατρο Τέχνης, στα 1948, είδε στο ρεμπέτικο την εξέλιξη του βυζαντινού μέλους και πρόσεξε την «στοιβαγμένη ζωτικότητά» του, όπως και τον «γυαλένιο ήχο» του μπουζουκιού. Με τον τρόπο αυτό ο Χατζιδάκις εμπλούτιζε, εκείνη την εποχή, με νέες πηγές τη λαϊκότητα των εικαστικών τεχνών, που μόλις είχε εμπλουτιστεί με τα ονόματα του Θεόφιλου και του Παναγή Ζωγράφου, με τις πηγές που ενώνουν τη βυζαντινή με τη νεοελληνική μουσική παράδοση. Μάλιστα μπορούμε να παρατηρήσουμε, διαβάζοντας τα ποιήματα της Νέας Γενιάς, ότι ο Χατζιδάκις είχε εσωτερικεύσει τον ρυθμό από τον «Ανδρέα Zέππo» και από το «Θα πάω εκεί στην αραπιά». Αλλά της ίδιας περίπου εποχής (1949-1950) είναι και «Το καταραμένο φίδι» από την παράδοση του Καραγκιόζη, που ανεβαίνει από το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου στα 1951, προπορευόμενος της ανακάλυψης του Καραγκιόζη από τον ελληνικό υπερρεαλισμό (Νίκος Εγγονόπουλος, 1969). Αλλά από την εξαιρετικά γόνιμη αυτή αφετηρία δεν λείπει και ο κινηματογράφος· ο Χατζιδάκις, στα 1946, συνθέτει την πρώτη του εργασία για την ταινία «Αδούλωτοι σκλάβοι».
Ο Μάνος Χατζιδάκις, από τη στιγμή που ξεκινάει την καλλιτεχνική του διαδρομή, μας δίνει την αίσθηση μιας προσωπικότητας φλεγόμενης από πυρακτωμένη δημιουργικότητα, που ζητά να διοχετεύσει την ορμητική της δύναμη σε δράσεις και τομείς που απαιτούν ευαισθησία, ένταση, πάθος, αλλά και πολιτική συνείδηση.
*Η Γεωργία Λαδογιάννη διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων