Παρασκευή, 23 Ιουλίου 2010
Σήμερα δεν θα γράψω το άρθρο μου για το Κυριακάτικο Έθνος. Πριν λίγες ώρες χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο αρχισυντάκτης, ένας συμπαθητικός δημοσιογράφος από εκείνους που, εμείς οι παλαιότεροι, αποκαλούμε «εργάτες του Τύπου». Με έκδηλο το τρακ στη φωνή του, ψέλλισε κάτι που είχα ήδη καταλάβει. Ότι είμαι στις μηνιαίες… οικονομίες της εφημερίδας: «Σιγά τις οικονομίες αλλά έτσι αποφάσισαν, να κόψουν τους συμβασιούχους συνεργάτες και, δυστυχώς, είσαι μέσα», απολογήθηκε. Σχεδόν τον παρηγόρησα, «εντάξει, δεν τρέχει τίποτα αγόρι μου, μην κάνεις έτσι», του είπα, και τον ευχαρίστησα που έκανε τον κόπο να με ενημερώσει.
Ψέματα; Οι περισσότεροι μαθαίνουν την απόλυσή τους από τον δικαστικό κλητήρα. Ενώ εγώ, δημοσιογράφος επώνυμος (!), προνομιούχος (!). Έτσι, και την προηγούμενη φορά – πριν έξι, περίπου, χρόνια – την έμαθα απ’ την εφημερίδα: την επόμενη μέρα, όταν είδα το καθημερινό μου χρονογράφημα να λείπει απ’ τη θέση του, στη δεύτερη σελίδα, μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια.
Αλλά αυτή ήταν μια… πολιτική απόλυση: Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις του διευθυντή της εποχής, να πούμε. Να απαλύνω τον πόνο που προκαλούσε στον Γιωργάκη το άρθρο μου, που εν τέλει κόπηκε, επειδή καυτηρίαζε τον αφελή μεν, απροκάλυπτα εκλογοθηρικό δε, εναγκαλισμό του με τους Μάνο και Ανδριανόπουλο. Και τον νεοφιλελευθερισμό τους: «Όταν ο σοσιαλισμός κι ο νεοφιλελευθερισμός δίνουν τα χέρια και γίνονται συντρόφια κι όταν οι «σοσιαλιστές» που εν ονόματι του σοσιαλισμού μας κυβερνούσαν δεν νιώθουν φρίκη μπρος σ’ αυτή την βάρβαρη επιμειξία, αυτό το τέρας που γεννιέται μέσα στο σπίτι τους το ίδιο, δεν αντιδρούν, δεν επαναστατούν (δεν έχουν λόγο ή τον πνίγουν μπρος στη λιγούρα τους για κυβερνητικές καρέκλες) τότε...
Σήμερα δεν θα γράψω το άρθρο μου για το Κυριακάτικο Έθνος. Πριν λίγες ώρες χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο αρχισυντάκτης, ένας συμπαθητικός δημοσιογράφος από εκείνους που, εμείς οι παλαιότεροι, αποκαλούμε «εργάτες του Τύπου». Με έκδηλο το τρακ στη φωνή του, ψέλλισε κάτι που είχα ήδη καταλάβει. Ότι είμαι στις μηνιαίες… οικονομίες της εφημερίδας: «Σιγά τις οικονομίες αλλά έτσι αποφάσισαν, να κόψουν τους συμβασιούχους συνεργάτες και, δυστυχώς, είσαι μέσα», απολογήθηκε. Σχεδόν τον παρηγόρησα, «εντάξει, δεν τρέχει τίποτα αγόρι μου, μην κάνεις έτσι», του είπα, και τον ευχαρίστησα που έκανε τον κόπο να με ενημερώσει.
Ψέματα; Οι περισσότεροι μαθαίνουν την απόλυσή τους από τον δικαστικό κλητήρα. Ενώ εγώ, δημοσιογράφος επώνυμος (!), προνομιούχος (!). Έτσι, και την προηγούμενη φορά – πριν έξι, περίπου, χρόνια – την έμαθα απ’ την εφημερίδα: την επόμενη μέρα, όταν είδα το καθημερινό μου χρονογράφημα να λείπει απ’ τη θέση του, στη δεύτερη σελίδα, μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια.
Αλλά αυτή ήταν μια… πολιτική απόλυση: Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις του διευθυντή της εποχής, να πούμε. Να απαλύνω τον πόνο που προκαλούσε στον Γιωργάκη το άρθρο μου, που εν τέλει κόπηκε, επειδή καυτηρίαζε τον αφελή μεν, απροκάλυπτα εκλογοθηρικό δε, εναγκαλισμό του με τους Μάνο και Ανδριανόπουλο. Και τον νεοφιλελευθερισμό τους: «Όταν ο σοσιαλισμός κι ο νεοφιλελευθερισμός δίνουν τα χέρια και γίνονται συντρόφια κι όταν οι «σοσιαλιστές» που εν ονόματι του σοσιαλισμού μας κυβερνούσαν δεν νιώθουν φρίκη μπρος σ’ αυτή την βάρβαρη επιμειξία, αυτό το τέρας που γεννιέται μέσα στο σπίτι τους το ίδιο, δεν αντιδρούν, δεν επαναστατούν (δεν έχουν λόγο ή τον πνίγουν μπρος στη λιγούρα τους για κυβερνητικές καρέκλες) τότε...
»Τότε η φρίκη που εκμηδενίζει τους σκεπτόμενους πολίτες είναι λιγότερο ευγενής και διαβρωτική, αγγίζει χώρους βαθύτερα νυχτερινούς: είναι η επιθυμία να μην έχουμε σκέψη, η επιθυμία να μην έχουμε υπάρξει ποτέ τίποτα, η συνειδητή πελπισία όλων των (πολιτικών) κυττάρων της ψυχής. Και η ξαφνική αίσθηση ότι είμαστε έγκλειστοι σε ένα κελί δίχως όρια..»…
Αλλά αυτή, είπαμε, ήταν μια πολιτική απόλυση. Η τωρινή όμως ήταν… οικονομική, στο πλαίσιο των μηνιαίων περικοπών της εφημερίδας. Στις οποίες, σύμφωνα με τον συμπαθή αρχισυντάκτη, «δυστυχώς ήμουν μέσα»…
- «Όχι», μου λένε φίλοι και συνάδελφοι, «πάλι για πολιτικούς λόγους… φαγώθηκες»! Εγώ, ωστόσο, δεν το πιστεύω. Γνωρίζω πολύ καλά την εκδοτική μιζέρια και ασχετοσύνη του Έθνους, την απόλυτη, σχεδόν, ελαφρότητα με την οποία λειτουργούν οι «μηχανισμοί». Ναι, μπορεί οι περικοπές να είναι… ποιοτικές υπό την έννοια ότι το χιλιάρικο που έπαιρνα για το αρθράκι ήταν μια σπάνια, για το Έθνος, ποιότητα!..
Όμως «Όχι», επιμένουν οι φίλοι και οι συνάδελφοι. «Είναι πολιτική η απόλυση». Ότι μετά τον Χαρβαλιά έβαλαν για διευθυντή ένα πασοκόσκυλο, λένε, κάποιον Μαχαίρα! Και εσύ, λένε, το ‘χεις παρακάνει. Όχι μόνο με τον Γιωργάκη αλλά με τους πολιτικούς, γενικώς!
Τέτοια λένε. Τι άλλο να πει κανείς;
Νίκος Τσαγκρής
Αλλά αυτή, είπαμε, ήταν μια πολιτική απόλυση. Η τωρινή όμως ήταν… οικονομική, στο πλαίσιο των μηνιαίων περικοπών της εφημερίδας. Στις οποίες, σύμφωνα με τον συμπαθή αρχισυντάκτη, «δυστυχώς ήμουν μέσα»…
- «Όχι», μου λένε φίλοι και συνάδελφοι, «πάλι για πολιτικούς λόγους… φαγώθηκες»! Εγώ, ωστόσο, δεν το πιστεύω. Γνωρίζω πολύ καλά την εκδοτική μιζέρια και ασχετοσύνη του Έθνους, την απόλυτη, σχεδόν, ελαφρότητα με την οποία λειτουργούν οι «μηχανισμοί». Ναι, μπορεί οι περικοπές να είναι… ποιοτικές υπό την έννοια ότι το χιλιάρικο που έπαιρνα για το αρθράκι ήταν μια σπάνια, για το Έθνος, ποιότητα!..
Όμως «Όχι», επιμένουν οι φίλοι και οι συνάδελφοι. «Είναι πολιτική η απόλυση». Ότι μετά τον Χαρβαλιά έβαλαν για διευθυντή ένα πασοκόσκυλο, λένε, κάποιον Μαχαίρα! Και εσύ, λένε, το ‘χεις παρακάνει. Όχι μόνο με τον Γιωργάκη αλλά με τους πολιτικούς, γενικώς!
Τέτοια λένε. Τι άλλο να πει κανείς;
Νίκος Τσαγκρής