Γράφει
ο Νίκος Τσαγκρής
Ένα κείμενο για τον Μίκη Θεοδωράκη θα μπορούσε να γράφεται επί 96 συναπτά έτη, όσα έζησε ο μακαρίτης. Και να συνεχίζεται μετά θάνατον επ’ αόριστον, χωρίς να χάνει το ενδιαφέρον του.
Το δικό μου κείμενο για τον δικό μου Μίκη, τον «Ψηλό», όπως τον αποκαλούσαμε εμείς οι Λαμπράκηδες, οφείλει να γραφτεί σε μια
– δυό ώρες και να χωρέσει σε μια στήλη εφημερίδας. Πράγμα που εγείρει το
αγωνιώδες για τον γραφέα και σουρεαλιστικό για τον αναγνώστη ερώτημα, «πώς να
χωρέσει ο Ψηλός σε μια στήλη εφημερίδας;»
Λοιπόν, που λέτε, ο δικός μου Μίκης ήταν μια αίσθηση ελευθερίας δίχως όρια…Κάποτε, φθινόπωρο του ’87 ήταν θαρρώ, τον συνάντησα στο σπίτι του στου Φιλοπάππου για μια συνέντευξη* με αφορμή την υπόθεση Κοσκωτά, αν... θυμάστε. Η συζήτηση ξεκίνησε από την εμπλοκή της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ στο σκάνδαλο και κατέληξε στην μεγάλη περιπέτεια της Ελλάδας και ολόκληρης της ανθρωπότητας ανά τους αιώνες: πέντε αξέχαστα μεσημέρια κι απογεύματα, καθισμένοι αντικριστά στο γραφείο του με θέα την Ακρόπολη να ξετυλίγουμε την ιστορία της ζωής του. Που ήταν η ιστορία της Ελλάδας. Και του κόσμου…
Ο Μίκης, όπως στην πολιτική και την μουσική του, έτσι και στον λόγο του ήταν καταιγιστικός, χειμαρρώδης, ανοικονόμητος. Ήταν αδύνατον να τον συγκρατήσεις στο θέμα που σε ενδιέφερε, άνοιγε διαδοχικούς παρενθετικούς κύκλους γύρω του και σε οδηγούσε στο άπειρο!..
*******
Στα
διαλειμματα αυτής της μαραθώνιας συζήτησης,
ο Μίκης ξαναγινόταν ο «Ψηλός», ο μυθικός πρόεδρος της Νεολαίας Λαμπράκη, κι εγώ
ο εργαζόμενος μαθητής νυχτερινού γυμνασίου
του ’65, ένα από τα 300.000 μέλη της. Τότε εκείνος μου ιστορούσε την καταλυτική
επίδραση των τραγουδιών του – της μουσικής, της ποίησης και των τεχνών εν γένει
– στην άνθιση και την πολιτική καρποφορία του φαινομένου των «Λαμπράκηδων». Κι
εγώ τον επιβεβαίωνα μετρώντας τις γκλομπιές, και τις κλωτσοπατινάδες που αγόγγυστα υπέμενα, πότε ως
«Γελαστό παιδί» και πότε ως «Λεβέντης που εροβόλαγε» στις διαδηλώσεις για το
«114», το «15%» και τα Ιουλιανά…
Ύστερα, του μίλησα για την βαθειά – «σαν μαχαιριά!...» – λύπη που ένοιωσα τον Αύγουστο του ‘67, όταν ο ασφαλίτης βασανιστής μου, μεταξύ δυό ραβδισμών του λειτουργήματος της «φάλαγγας» που ασκούσε πάνω μου, μου ανήγγειλε θριαμβικά και χαιρέκακα τη σύλληψή του. Κι εκείνος σκοτείνιασε, κι έπιασε να μου μιλάει για τις λεπτομέρειες της σύλληψής του, και για το ΠΑΜ (Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο) που, «άφησα πίσω μου ορφανό»…
Το χαμόγελο επέστρεψε στο πρόσωπο του όταν του είπα ότι εγώ και η παρέα των Λαμπράκηδων που πιάστηκαν μαζί μου, προκάμαμε να οργανωθούμε πριν τη σύλληψή μας στο δικό του ΠΑΜ. Κι όταν του είπα πως «την ώρα που οι βασανιστές μου με κατέβασαν στο κρατητήριο και είπα τα νέα για την σύλληψή σου στα παιδιά, (σ σ: τους συγκρατούμενους συντρόφους μου), μετά από μια στιγμή ανήσυχης σιωπής αρχίσαμε με υψωμένες τις γροθιές να τραγουδάμε τα τραγούδια σου», έλαμψε ολόκληρος σαν τον Ήλιο τον Ηλιάτορα…
*******
Θέλω
να πω ότι ο Μίκης ήταν ο απόλυτος εκφραστής του ΕΠΟΝίτικου συνθήματος «Πολεμάμε και Τραγουδάμε». Ότι με τα τραγούδια
του «Ψηλού» στο στόμα και στην ψυχή, μεταμορφωνόμαστε, εμείς οι Λαμπράκηδες, σε γενναίους
μαχητές υπέρ της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης. Και
νικούσαμε…
Θυμάμαι πως όταν τον ρώτησα για τη στροφή του απ’ τη συμφωνική μουσική στο ελληνικό τραγούδι και την μελοποίηση των ποιητών, με παρέπεμψε σε έναν, αγαπημένο και σε εμένα τότε, αυτοπροσδιορισμό του Αντονέν Αρτώ: Εκεί όπου οι άλλοι υποκρίνονται ότι παρουσιάζουν έργα και ποιήματα εγώ δεν προτίθεμαι παρά να εκθέσω το πνεύμα μου γυμνό. Ζωή σημαίνει να σε καίνε τα ερωτήματα. Δεν αντιλαμβάνομαι το έργο σαν ξεκομμένο απ’ τη ζωή. Δεν μ’ αρέσει η ξεκομμένη απ’ τη ζωή δημιουργία. Άλλωστε, δεν αντιλαμβάνομαι, δεν μπορώ ν’ αντιληφθώ το πνεύμα σαν ξεκομμένο απ’ το πνεύμα…
Έχω δεκάδες ακόμα ιστορίες να προσθέσω, πολύτιμα κομμάτια κι αποσπάσματα απ’ την συνάντηση και τον διάλογό μου εν γένει, με τον Μίκη, διάλογο που κράτησε μια αιωνιότητα και πέντε μέρες. Ωστόσο η απόπειρά να "χωρέσω" τον δικό μου Μίκη στις 675 λέξεις τούτης ‘δω της στήλης είναι καταδικασμένη, ως ατελής. Όμως μου μένουν 18 ακόμα λέξεις για να την τελειώσω: ο Ψηλός της Νεολαίας Λαμπράκη και του ΠΑΜ ήταν για μένα μέγας εμπνευστής και καθοδηγητής. Τελεία και παύλα.
*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η ΠΡΩΤΗ» στην οποία ήμουν τότε διευθυντής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου