15 Μαρτίου 2011

Μιλούν και πάλι για εκλογές!..


Πήραν την… επιμήκυνση και συζητούν, πάλι, για εκλογές. Πάντα οι πολιτικοί συζητούν για εκλογές. Περισσότερο εκείνοι που µένουν εκτός κυβερνητικής εξουσίας, επειδή θεωρούν ότι αξίζουν περισσότερο από τους άλλους να είναι εντός της κυβερνητικής εξουσίας.

Όλοι οι πολιτικοί κυβερνητικών κοµµάτων θεωρούν ότι αξίζουν να κυβερνούν περισσότερο από τους «άλλους». Έτσι, οι «άλλοι» είναι πανοµοιότυποι µ’ «αυτούς». Όπως οι πολιτικοί τού ΠΑΣΟΚ µε τους πολιτικούς τής Νέας Δηµοκρατίας, ας πούµε.

Οι πολιτικοί των µη κυβερνητικών κοµµάτων µόνο µέσα τους θέλουν να κυβερνήσουν. Έξω τους, αρκούνται να συµπεριφέρονται διαφορετικά από τους κυβερνητικούς συναδέλφους τους. Να διατηρούν γένια πολλών ηµερών, να µην φορούν γραβάτες, να δείχνουν θυµωµένοι και επικριτικοί. Συζητούν κι αυτοί για εκλογές και απαιτούν από τον λαό να τους ψηφίσει, όμως όχι για να κυβερνήσουν, αλλά για να ξαναµπούν στη Βουλή. Επειδή, λέει, είναι απαραίτητο για τη Δηµοκρατία να είναι παρόντες στη Βουλή. Απλά να είναι παρόντες…

Αυτό είναι ακατανόητο για τους απλούς πολίτες. Το καταλαβαίνουµε µόνο εµείς οι αριστεροί, που µάλλον είµαστε πιο… σύνθετοι. Έτσι φαίνεται, αφού κάθε φορά τους ψηφίζουµε. Για να είναι απλά παρόντες. Και να καταγγέλλουν. Τους άλλους.

Οι εν γένει, τώρα, πολίτες, είναι κουρασµένοι. Απηυδισµένοι απ’ την πολιτική και τους πολιτικούς. Το µόνο που µπορεί να τους στρατεύσει είναι τα παραπάνω ευρώ, το σπίτι που χτίζεται, το εξοχικό, το αυτοκίνητο, η τηλεόραση και το σόπινγκ, όπως έγραφε προ µηνός ο φίλος µου ο Κοροβέσης. Και οι εκλογές, λέω εγώ: για να ψηφίσουν το κυβερνητικό κόµµα που συντηρεί τα µικρά τους προνόµια. Όταν διαισθάνονται ότι κινδυνεύει να χάσει τις εκλογές.

 Τα τελευταία χρόνια οι πολιτικοί αναδεικνύονται µέσω της τηλεόρασης, όπως τα μοντέλα, οι τραγουδιστες και οι σέφ! Λες και θέλουν να εκλεγούν µόνο για να εξασφαλίσουν τη φήµη τού πολιτικού. Που, τοιουτοτρόπως, είναι η κακοφηµία τής πολιτικής.

Έτσι, σαν τους «βάρβαρους καλλιτέχνες» τού Φερνάντο Πεσσόα, εισβάλλουν στην πολιτική απ’ έξω. Ανήκουν σ’ αυτήν µόνο και µόνο επειδή η πόρτα τού σπιτιού τους έχει αριθµό και κουδούνι που γράφει «Βουλευτής». Χωρίς να µπορούν να καταλάβουν πώς φτιάχτηκαν οι δρόµοι και γιατί στην πόρτα τού σπιτιού τους υπάρχει διαφορετικός αριθµός από το σπίτι τού γείτονα.

Διασχίζουν την πολιτική διαγωνίως. Μπαίνουν από το παράθυρο, όχι από την κανονική είσοδο, και βγαίνουν από ένα άλλο παράθυρο. Θεωρούν την πράξη τους σπουδαία µόνο και µόνο επειδή, σαν άνεµος, παρασύρουν στο πέρασµά τους αντικείµενα της πολιτικής: «πορτραίτα πολιτικών ηγετών, έντυπες διακηρύξεις και ιδεολογικά µανιφέστα». Και τα σκορπάνε στο πάτωµα…

Ναι, οι πολιτικοί τρελαίνονται για εκλογές. Ιδιαίτερα οι πολιτικοί των κυβερνητικών κοµµάτων που µένουν εκτός κυβερνητικής εξουσίας. Επειδή θεωρούν ότι αξίζουν δια να κυβερνούν περισσότερο απ’ τους «άλλους». Άλλοι µπαίνουν απ’ το παράθυρο. Να εκλεγούν για να εξασφαλίσουν τη φήµη τού πολιτικού. Που, τοιουτοτρόπως, είναι η κακοφηµία των εκλογών…

  Νίκος Τσαγκρής

8 Μαρτίου 2011

Η αυτοκριτική ως τέχνασμα...


Η αυτοκριτική των πολιτικών μοιάζει σαν την εξομολόγηση στη Θρησκεία. Όπως η εξομολόγηση εξασφαλίζει την παραμονή του θρησκευόμενου στους κόλπους της Εκκλησίας, έτσι και η αυτοκριτική εξασφαλίζει την παραμονή του πολιτικού στους κόλπους της πολιτικής.

«Μην ομολογείτε, μην ομολογείτε ποτέ», έλεγε ο Μπατάιγ, γνωρίζοντας προφανώς ότι η δια της ομολογίας «άφεση των αμαρτιών» απελευθερώνει τον «αμαρτωλό», του επιτρέπει να επιστρέφει ανενδοίαστα στα αλώνια της αμαρτίας…

Καθώς, τις τελευταίες μέρες, εκδηλώνεται και πάλι έκείνο το… ρεύμα εσωκομματικής αντιπολίτευσης στο ΠΑΣΟΚ, δεν είναι λίγοι εκείνοι που, μεταξύ των άλλων, θέτουν θέμα αυτοκριτικής: μέμφονται τον Γιώργο Παπανδρέου επειδή, από την εν γένει ρητορική του, απουσιάζει η αυτοκριτική. Πολλοί, μάλιστα, δεν διστάζουν να αποδίδουν την αδυναμία του σημερινού πρωθυπουργού να εξασφαλίσει την περίφημη συναίνεση (προκειμένου να… εθνικοποιήσει την οριστική παράδοση της χώρας στην τρόϊκα ) στην «απουσία μιας καταλυτικής αυτοκριτικής. Όχι μόνο για τους ατυχείς χειρισμούς της κρίσης από τον ίδιο και τον υπουργό Παπακωνσταντίνου, αλλά και για το καθεστώς Σημίτη». Αυτοκριτική που υποτίθεται ότι θα «ξέπλενε» και τον ίδιο και το ΠΑΣΟΚ από το στίγμα του νεοφιλελεύθερου «εκσυγχρονισμού» που, από την εποχή Σημίτη το συνοδεύει.

Προσωπικά, θεωρώ ότι η έλλειψη αυτοκριτικής από την ρητορική του Γ. Παπανδρέου αποτελεί θετικό σημείο, ένδειξη πολιτικής ειλικρίνειας: ότι δεν καταφεύγει σε τεχνάσματα, προκειμένου να παραπλανήσει το εκλογικό σώμα. Ότι δεν προδίδει τις πολιτικές ιδέες του, την προσπάθειά του να εφαρμόσει τις «εκσυγχρονιστικού τύπου» πολιτικές και επικοινωνιακές επιλογές του. Ανεξάρτητα αν για κάποιους είναι επιλογές λανθασμένες που… «αποδομούν το σοσιαλιστικό προφίλ του προέδρου αλλά και τον σοσιαλιστικό χαρακτήρα του κινήματος»

Γενικότερα, ένας πολιτικός ηγέτης, ένα καθεστώς, δεν μπορούν να «κλείνουν» τους λογαριασμούς τους με μια αυτοκριτική. Δεν πάνε έτσι μπροστά, σε περίπτωση δυστυχίας. Μεταφέρουν τη δυστυχία τους στον μαυροπίνακα. Δεν συντελούν στο να προληφθεί κανένα κατοπινό ατύχημα.
Γιατί; Διότι, όπως και η κακολογία, έτσι και η αυτοκριτική θρέφεται από το παρελθόν και, προπαντός, δεν της γυρεύει κανείς να περιγράψει το μέλλον…

Φυσικά, ο Γιώργος Παπανδρέου δεν αποφεύγει κάποιες αναφορές στο παρελθόν. Αλλά, ευτυχώς (!) όχι για αυτοκριτική, μα για να «θρέψει» την πικρία κάποιων συντρόφων του που αυτοπροσδιορίζονται ως ιστορικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Ή την δική του πικρία από τα καμώματα κάποιων… ανίερων στελεχών της Αριστεράς. Που τον τοποθετούν σε ίση απόσταση με τον ηγέτη της Δεξιάς.

Ωστόσο, αυτό που θέλω να πω σ’ αυτό το σημείωμα είναι ότι η αυτοκριτική χρησιμοποιείται συνήθως από τους πολιτικούς ως κυνικό άλλοθι προκειμένου να παρατείνουν την πολιτική τους καριέρα ή την παραμονή τους στην εξουσία.

Απ’ αυτή την άποψη, θεωρώ ως θετικό σημείο την απουσία αυτοκριτικών αναφορών από την ρητορική του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ. Όμως,ελάχιστα ελπιδοφόρο για το μέλλον της κυβέρνησής και, κυρίως, για το ελληνικό μέλλον…

Νίκος Τσαγκρής

28 Φεβρουαρίου 2011

Το New Deal ως πανάκεια...

Αν φανταζόμαστε τη μεγάλη δεξαμενή ιδεών του οικονομικού φιλελευθερισμού σαν μίξερ, και πατούσαμε το κουμπί προκειμένου να προκύψει ένα γιατρικό για τη σωτηρία του τραπεζικού μοντέλου του νεοφιλελευθερισμού (των αυτόνομων, δηλαδή, επενδυτικών τραπεζών τύπου Goldman Sachs και Morgan Stanley), θα προέκυπτε ένα… μαντζούνι τύπου Γκόρντον Μπράουν: κρατική εγγύηση για την εξασφάλιση ρευστότητας στη διατραπεζική αγορά, κρατικοποίηση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, κλπ., κλπ. Το ίδιο, περίπου, γιατρικό θα συνιστούσαν και ως… ανεξάρτητοι-μεμονωμένοι οι θεωρητικοί του οικονομικού φιλελευθερισμού παντός τόπου, χρόνου και τύπου: Οι Φρίντριχ Χάϊεκ, Άνταμ Σμίθ, Τζον Κέινς, Μίλτον Φρίντμαν, Άλαν Γκρίνσπαν, ο τωρινός Πολ Κρούγκμαν και άλλοι… τωρινότεροι, τύπου Ανδριανόπουλου, Αλογοσκούφη και Ανδρουλάκη…

Ο Άνταμ Σμίθ, ας πούμε, θα άλλαζε πρόθυμα την περίφημη ρήση του «Δεν περιμένουμε το φαγητό μας να προέλθει από την καλοσύνη του χασάπη, του ζυθοποιού, ή του φούρναρη, αλλά από μέριμνα για το προσωπικό τους συμφέρον», προσθέτοντας τη λέξη «κρατική» μπροστά απ’ τη λέξη «μέριμνα». Ο Τζον Κέινς θα πρότεινε, ασφαλώς, κάποιο πακέτο θεσμοθετημένων κρατικών παρεμβάσεων σαν αυτό που είχε προτείνει στον Ρούσβελτ κατά την περίοδο της κρίσης του 1930˙το οποίο έμεινε στην ιστορία ως New Deal. Εντάξει, για τον «προοδευτικό» Πολ Κρούγκμαν δεν λέμε τίποτα. Λίγο πριν παραλάβει το Νόμπελ ευλόγησε τον Βρετανό…μάγο Γκόρντον Μπράουν: «ευτυχώς για την παγκόσμια οικονομία, που ο Γκόρντον Μπράουν και οι αξιωματούχοι του έχουν λογικές προτάσεις. Και μπορούν να μας υποδείξουν τον δρόμο για την έξοδο από την κρίση»…

Φυσικά, ο Μίλτον Φρίντμαν θα έβγαινε, δημοσίως, να διαχωρίσει τη θέση του αφού μέχρις εσχάτων, λίγο πριν αποχαιρετήσει τα εγκόσμια, δήλωνε (στο ιστολόγιο «e-rooster) ότι ο σύγχρονος φιλελευθερισμός βρίσκεται μπροστά σε απειλές που εκπορεύονται από την υπερβολική δράση του κράτους: «…εκπορεύονται, από κάποια άτομα εντός της κοινότητας τα οποία προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την συγκεντρωμένη εξουσία του κράτους προκειμένου να ωφεληθούν οι ίδιοι και να παράσχουν στους εαυτούς τους ειδικά προνόμια και μονοπώλια…»! Και κατέληγε με έναν εξαιρετικά άβολο για τις τωρινές συνθήκες αφορισμό: «Η κρατική παρεμβατικότητα είναι η θεμελιακή απειλή στην ανθρώπινη ελευθερία»!.. »!.. Μα και ο Άλαν Γκρίνσπαν μέχρις εσχάτων επέμενε να διαδηλώνει την ακλόνητη πίστη του στα «τοξικά» παράγωγα: «Αλίμονο, το πρόβλημα δεν είναι η κατάρρευση των προϊόντων, αλλά η απληστία που κυρίευσε τους ανθρώπους»! Και αμέσως, «ναι, ο κρατικός παρεμβατισμός σκλαβώνει τις αγορές, αλλά η κρίση, βλέπετε, βαθαίνει. Ας δώσουμε τόπο στην οργή μόνο με κρατικό χρήμα μπορούν να τραφούν οι ανοιχτές πληγές του συστήματος»!..

Μόνο με κρατικό χρήμα! Κάθε φορά που ο καπιταλισμός, (το οικοδόμημά τους), κινδυνεύει, οι θεωρητικοί του οικονομικού φιλελευθερισμού και τα πολιτικά παπαγαλάκια τους θυμούνται το κρατικό χρήμα. Και ανακυκλώνουν εκείνο το πακέτο θεσμοθετημένων κρατικών παρεμβάσεων που, ο γκουρού τους, ο Τζον Κέινς, πρότεινε στον Ρούσβελτ κατά την περίοδο της κρίσης του 1930 και έμεινε στην ιστορία ως New Deal. Σήμερα το ανακυκλώνουν οι νεοφιλελεύθεροι εγγονοί του: «κρατική εγγύηση» λένε, εννοώντας κρατικό χρήμα, Δημόσιο, δηλαδή, χρήμα (το δικό μας, στην τελική, χρήμα) για την εξασφάλιση ρευστότητας στη διατραπεζική αγορά, κλπ., κλπ.

Τι κάνουν όμως οι «προοδευτικοί» οικονομολόγοι, οι θεωρητικοί του «οικονομικού σοσιαλισμού»; Σιωπούν ως ηττημένοι. Αρθρογραφούν χαιρέκακα, προσλαμβάνοντας το χρηματοπιστωτικό πατατράκ των καιρών ως προσωπική δικαίωση. Επιδίδονται σε αγανακτισμένες φωνασκίες ντουμπλάροντας την Αλέκα Παπαρήγα: «Να πληρώσουν το μάρμαρο της κρίσης οι τράπεζες και τα μονοπώλια και όχι ο λαός»! «Είναι ψέμα ότι οι τράπεζες έχουν πρόβλημα ρευστότητας, απλώς δεν μπορούν να κερδοσκοπήσουν»! Άλλοι, το χειρότερο, επικροτούν την ανακύκλωση του κεϊνσιανού New Deal από τους τεχνικούς της ευρωπαϊκής εξουσίας. Που «θα διασφαλίσει τα συμφέροντα των επενδυτών και των καταθετών, την εργασία, την κοινωνική ευημερία». Παραβλέποντας ότι το πρώτο που επιδιώκεται να διασφαλιστεί είναι το «σύστημα»: Η διάσωση του τραπεζικού μοντέλου του νεοφιλελευθερισμού, των αυτόνομων, δηλαδή, επενδυτικών τραπεζών τύπου Goldman Sachs και Morgan Stanley, που γέννησαν την κρίση…

Ακόμα και ο πολύς Τζότζεφ Στίγκλιτζ περιορίστηκε σε απαισιόδοξες προβλέψεις: «… η τρέχουσα οικονομική κρίση είναι η χειρότερη παγκοσμίως μετά την ύφεση του 1930, ενώ η κίνηση της αμερικανικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης να μειώσει τα επιτόκια δεν θα έχει ουσιαστικές επιπτώσεις Η κίνηση της Fed δεν αντιμετωπίζει τα θεμελιώδη προβλήματα που θέτει η κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού τομέα…» Ούτε μια διορθωτική, για την κερδοσκοπική δομή των αγορών, πρόταση. Mόνο μια ενδιαφέρουσα, κοινωνικού χαρακτήρα, παρέμβαση: «… η αμερικανική κυβέρνηση να παραγράψει τα δάνεια έως και του 90% της αξίας τους, ώστε οι δανειολήπτες που αγόρασαν κατοικίες να μπορέσουν να τις διατηρήσουν»…

ΥΓ: Εν’ τέλει, μόνο ο Γάλλος οικονομολόγος Νικολά Μπαβερέζ (στο βιβλίο του «Καθ’ οδόν προς το άγνωστο») λέει ξεκάθαρα ότι εν όψει της κρίσης «το επείγον είναι να εξαλείψουμε μια για πάντα την αυταπάτη ότι οι αγορές αυτό-ρυθμίζονται». Αλλά κι αυτός σπεύδει να προσθέσει, «χωρίς όμως να ξεριζώσουμε κάθε μορφή αστάθειας, ενός παράγοντα απαραίτητου για την ελευθερία και την οικονομική ανάπτυξη». Λες και μίλησε κανείς, ούτε η Παπαρήγα δεν το ‘κανε, για επιστροφή στον απόλυτο κρατισμό…

Νίκος Τσαγκρής (κείμενο δημοσιεμένο στο Έθνος της Κυριακής)

21 Φεβρουαρίου 2011

Ο Μαρινάκης και οι άλλοι...

Ας μη θολώνουμε από τα οπαδικά μας αισθήματα. Η διαπλοκή των μεγαλοπαραγόντων του ποδοσφαίρου - ανεξαρτήτως χρώματος - με το πολιτικό και δημοσιογραφικό σύστημα, είναι διαχρονική. Όσα γράφτηκαν και γράφονται, ελέχθησαν και λέγονται, από πολιτικούς, δημοσιογράφους και ποδοσφαιρικούς παράγοντες μετά τους χουλιγκανισμούς στο γήπεδο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ας τα δούμε σαν μια φωτογραφία των αλλαγών που εξελίσσονται στο πεδίο των συγκεκριμένων διαπλεκομένων συμφερόντων. Θα μας βοηθούσε ιδιαίτερα ένα ριπλέι στον τρόπο που μετέδωσαν και σχολίασαν τα θλιβερά – αλλά διόλου πρωτόγνωρα για το ελληνικό ποδόσφαιρο – γεγονότα, τα κανάλια MEGA, STAR, ANT1 και ΣΚΑΙ. Στον οποίο, υπενθυμίζω, ο κ. Μαρινάκης είναι μέτοχος…

9 Φεβρουαρίου 2011

Η Φήμη ως ελιξίριο αθανασίας



Φερνάντο Πεσσόα: οι δημοσιογράφοι στοχεύουν
στην άμεση επιτυχία, οι καλλιτέχνες στην αιώνια ζωή…

Ένας, απροσδιόριστης ηλικίας, άνθρωπος που υποστηρίζει ότι έγραψε ένα μυθιστόρημα επειδή το γραπτό του εξεδόθη ως μυθιστόρημα από έναν εκδοτικό οίκο που διατίθεται να «εκδίδει» οτιδήποτε, ακόμα και την ίδια τη λογοτεχνία, επί χρήμασι, με πιέζει εδώ και καιρό να γράψω κάτι για το βιβλίο του. Με πραγματικό άγχος, λες και αν γράψω γι’ αυτό, ο… συγγραφέας θα περάσει στην αθανασία. Ή θα εξασφαλίσει φήμη και υστεροφημία…
Η φήμη ευδοκιμούσε πάντοτε, ανάμεσα στους πλέον δημοφιλείς ανθρώπινους πόθους. Σήμερα, τείνει να μεταβληθεί σε αξία μεγαλύτερη και από τη μέγιστη αξία της εποχής, το χρήμα. Ίσως επειδή υποδεικνύεται από τον τηλεοπτικό πολιτισμό ως το μέσον που οδηγεί με ξεχωριστή ευκολία στη μέγιστη αξία της εποχής: χιλιάδες, εκατομμύρια άνθρωποι γύρω μας, προθυμοποιούνται να κοινοποιήσουν την ύπαρξή τους με κάθε τρόπο, να υποστούν κάθε συνέπεια, προκειμένου να διεκδικήσουν ένα μερίδιο φήμης.
Αυτούς οφείλουμε να τους σεβαστούμε, είναι οι στερημένες μάζες των καιρών, τα θύματα της δεσπόζουσας τηλεοπτικής ιδεολογίας της φήμης. Της αναγνωρισιμότητας, όπως οι ίματζ μέικερς την ονομάζουν…
Εκείνοι που ενοχλούν είναι εκείνοι που ενοχλούσαν πάντα, εκείνοι που διαθέτουν λίγο ταλέντο, κάποια στοιχεία ιδιοφυίας, ένα ακαλλιέργητο χάρισμα και, μόνο γι’ αυτό, επιδιώκουν και εκβιάζουν άμεση αναγνώριση, φήμη, υστεροφημία.
Μιλώ για τους εκατοντάδες καλλιτέχνες και ψευτοκαλλιτέχνες του συρμού, κάποιους πολιτικούς και κάποιους επιστήμονες και ψευτοεπιστήμονες και, ιδιαίτερα, δεκάδες νέους – όχι από πλευράς ηλικίας – που αυτοαποκαλούνται συγγραφείς, ή λογοτέχνες, ή τραγουδιστές, ηθοποιοί και τα λοιπά, επειδή έβγαλαν ένα βιβλίο, ένα CD, ή έπαιξαν σε ένα σήριαλ. Για όλους εκείνους που ασχολούνται περισσότερο με τις δημόσιες σχέσεις και τις δημόσιες πόζες, παρά με την καλλιέργεια των όποιων ταλέντων ή χαρισμάτων τους. Πιστεύοντας ότι η φήμη – και όχι το ιδιοφυές έργο, η ιδιοφυής λειτουργία τους στον ενιαίο ιστορικά χώρο των γραμμάτων και των τεχνών, της πολιτικής και των επιστημών – θα τους εξασφαλίσει την αναγνώριση, την υστεροφημία, την «αθανασία» ακόμα…
Συνιστώ, σε όλους αυτούς, την ανάγνωση του βιβλίου «Ηρόστρατος, ή η αναζήτηση της αθανασίας» του Φερνάντο Πεσσόα. Η φήμη του οποίου είναι, πιθανολογώ, ασήμαντη στους κύκλους των κυνηγών της ματαιόδοξης εποχικής φήμης. Ωστόσο, σας διαβεβαιώνω, ο Φ. Π. είναι ένας πραγματικά φημισμένος ποιητής που, ογδόντα και πλέον χρόνια από τον θάνατό του, απολαμβάνει την αθανασία ανάμεσα στους αθάνατους καλλιτέχνες όλων των αιώνων…

Νίκος Τσαγκρής

2 Φεβρουαρίου 2011

Στο γκέτο της Πλατείας Βάθη...


Μια κλινική στην Πλατεία Βάθη είναι πρόβλημα. Παρκάρεις απέναντι και καμιά δεκαριά ζευγάρια μάτια, καρφωμένα σε ταλαίπωρα πρόσωπα, σε περιεργάζονται σαν λέιζερ θλίψης- φθόνου. Είναι άνεργοι οικονομικοί μετανάστες του «γκέτο» που, με επίκεντρο τη μικρή πλατεία, εκτείνεται ως την Ομόνοια, το Μεταξουργείο, τον Σταθμό Λαρίσης, τον Κολωνό. Και ύστερα σκαρφαλώνει μέχρι την Πλατεία Αττικής, και την Κυψέλη…

Ο θυρωρός της κλινικής με σταματάει: «Μην αφήσεις το αμάξι εκεί», μου λέει, «σε δέκα λεπτά μπορεί να μη βρεις ούτε τις ζάντες!». Το ρισκάρω. «Θύμα της ξενοφοβίας», σκέφτομαι. Είναι σαφές ότι υπερβάλλει. Διαβάζω, άλλωστε, την απέχθειά του για τους «ξένους» στο θολό του βλέμμα, στον φόβο που κρυφοκοιτάζει πίσω απ’ τις εκφράσεις του: «Πέντε λεπτά», του λέω, «θα τ’ αφήσω! Ρίχνε καμιά ματιά αν θέλεις»…

«Αδερφέ, είσαι τρελός», γκρινιάζει. «Κοίτα τουλάχιστον μήπως έχεις κάνα μπουφάν, καμιά σακούλα μέσα! Θα στο σπάσουνε! Μπορούν να σου κλέψουν οτιδήποτε! Ακόμα και τη δουλειά σου»!...


Αυτό είναι! Σε μια εποχή κατά την οποία η ανεργία παίρνει διαστάσεις επιδημίας, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προβλέπει για το 2011 περίπου 3,5 εκατομμύρια επιπλέον ανέργους, «οι ξένοι μπορούν να σου κλέψουν ακόμα και τη δουλειά σου»! Δεν είναι ο φόβος ενός Έλληνα θυρωρού κλινικής στην πλατεία Βάθη. Είναι ο φόβος που, στις συνθήκες της οικονομικής κρίσης, προστίθεται στον ανασφαλή ψυχισμό εκατομμυρίων Ευρωπαίων εργαζομένων. Και με λίγη πολιτική… βοήθεια γίνεται μια εφιαλτική ιδεοληψία: η εκόλαψη, η γέννηση του φιδιού...

Στην Αγγλία, το ακροδεξιό BNP κυκλοφορεί αφίσες με συνθήματα όπως «Βρετανικές δουλειές για Βρετανούς εργάτες – Ήρθε η ώρα της αντεπίθεσης!» Οι υπερεθνικιστές ηγέτες του BNP, μάλιστα, «καρφώνουν» τους «Εργατικούς» ότι, ενώ έχουν παρεμφερείς ιδέες, «δεν έχουν τα περιθώρια να εγγυηθούν βρετανικές δουλειές για Βρετανούς εργάτες χωρίς να έρθουν σε σύγκρουση με τις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Ευτυχώς!...

Δεν λέω τίποτα. Απλά θυμίζω ότι ο Χίτλερ και το ναζιστικό κόμμα πάτησαν πάνω στη μνησικακία και τη βιαιότητα των άνεργων μαζών που ήσαν προσκολλημένες στο «λαϊκό πιάτο σούπας» και στις ατέλειωτες ουρές μπροστά στα γραφεία ανεργίας. Καθώς και στον φόβο και την ανασφάλεια των εκατομμυρίων εργαζομένων απέναντι «σ’ αυτές τις αγριεμένες μάζες, σ’ αυτές τις ουρές ανέργων»: αυτοί μπορούν να σου κλέψουν οτιδήποτε! Ακόμα και τη δουλειά σου»!...

Νίκος Τσαγκρής (Το κείμενο αυτό γράφτηκε και δημοσιεύτηκε το 2010)

31 Ιανουαρίου 2011

Κατακερματισμός, διάλυση...


 «To ιδεολογικό είναι το φανταστικό», έλεγε ο Μαρξ καθώς περιέγραφε, μετά τον Φόϋερμπαχ, τη θρησκευτική ιδεολογία: To ιδεολογικό είναι κατασκευασμένο από συνειδήσεις που, μην μπορώντας να υποφέρουν την πραγματική τους κατάσταση, της δυστυχίας και των αντιφάσεων, προβάλλουν σ' ένα ονειρεμένο μακρινό μέλλον (μέλλον θρησκευτικό, μέλλον αισθητικό, αλλά επίσης μέλλον ηθικό και πολιτικό) μια ιδεατή επανασυμφιλίωση. Αυτό που στην εποχή μας λέμε ομοψυχία, συστράτευση, εθνική συνεννόηση.

Εθνική συνεννόηση αναζητούν όλο και πιό συχνα οι θεσμικοί παράγοντες του τόπου, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το Εθνικό, όπως το βαφτίζουν, θέμα της οικονομικής κρίσης. Αλλά, για να υπάρξει συστράτευση και ομοψυχία, συνθήκες, πράγματι αναγκαίες,για την αντιμετώπιση εθνικών θεμάτων, χρειάζονται κατ' αρχήν ιδέες. Ιδέες, κατά προτίμηση κοινά αποδεκτές. Ακόμα καλύτερα θα ήταν, οι συγκεκριμένες, κοινές ιδέες, να προέκυπταν ως απαύγασμα μιας γενικότερης κοινής ιδεολογίας. Τότε, η συστράτευση και η ομοψυχία δεν θα ήταν αιτούμενα. Θα ήσαν συνθήκες δεδομένες. Και τότε ναι, θα απελευθερώνονταν πολιτικές προβολές σε ένα ονειρεμένο μακρινό μέλλον. Έστω στο επίπεδο του φανταστικού!..

Όμως οι ιδεολογίες έμειναν πίσω και οι ιδέες απουσιάζουν. Απουσιάζουν και οι ηγέτες που θα τις προέβαλλαν με τρόπο πειστικό, ώστε να εξασφαλίσουν τη συστράτευση και την ομοψυχία γύρω τους. Έτσι, φτάσαμε σε σημείο η πολιτική να είναι ανίδεη. Το ίδιο και οι πολίτες! Και αυτό που απέμεινε, είναι οι επαγγελματίες πολιτικοί. Να κρατούν ψηλά τη σημαία της μόνης... ιδεολογίας της νέας εποχής: της ιδεολογίας του κέρδους!

Πάμε πάλι απ’ την αρχή: ιδεολογία είναι ένα σύστημα ιδεών και αξιών, χάρη στο οποίο οι κοινωνίες οργανώνουν ένα κοινό όραμα, μια συναντίληψη του κόσμου. Πιστεύει κανείς ότι η κρατούσα «ιδεολογία» του κέρδους είναι σε θέση να οδηγήσει σε κοινό όραμα, σε συστράτευση, σε εθνική συνεννόηση; To μόνο που μπορεί να επιφέρει η συγκεκριμένη «ιδεολογία», είναι η διάλυση: Ο άκρατος ατομισμός, ο φιλοτομαρισμός, ο κοινωνικός κατακερματισμός. Το δράμα της φτώχειας – η μιζέρια του πλούτου. Η ζούγκλα των «αγορών».

25 Ιανουαρίου 2011

Διεφθαρμένη χώρα...



Ναι, η διαφθορά είναι αγαπημένο θέμα. Ειδικά όταν εκδηλώνεται σε αντικρινές όχθες, όταν προσωποποιείται σε διακεκριμένους αντιπάλους, όταν πλήττει διασημότητες της πεντάρας. Τότε η αδρεναλίνη ανεβαίνει, η έξαψη κορυφώνεται. Μα και όταν δεν εκδηλώνεται, όταν δεν προσωποποιείται, η διαφθορά παραμένει αγαπημένο θέμα: τρέφεται με φήμες στα καφέ του Κολωνακίου, με «εμπιστευτικές πληροφορίες» στα δημοσιογραφικά γραφεία, με σχόλια και αναθέματα στις οικογενειακές συγκεντρώσεις.

Ακολούθως, η διαφθορά ξαναγίνεται μια γνώριμη και έξυπνη αμαρτία που φωλιάζει μέσα μας, έτοιμη να ξεμυτίσει στην πρώτη ευκαιρία: στην κοινωνία του χρήματος, ένας άνθρωπος θεωρείται τελείως ανόητος αν δεν κλέβει. Αυτή η στάση εικονογραφείται θαυμάσια από τον ετήσιο εθνικό διαγωνισμό για το ποιός θα εξαπατήσει περισσότερο την Ψωροκώσταινα σε απόκρυψη φόρων. Για να τους βάλει στην τσέπη…

«Θα ήταν ηλίθιος αν δεν τα ‘παιρνε!..» Είναι μια φράση που ακούγονταν όλο και πιο συχνά στη μικρή μας χώρα. Ακόμα και από κορυφαίους πολιτικούς παράγοντες, ακόμα και για μιζαδόρους της πολιτικής τύπου Siemens. Είναι η φράση που τοποθετεί την κοινωνική ηθική στον πάτο των εθνικών μας, να πούμε, αρετών και την πολιτική ηθική κάτω απ’ τον πάτο των αντίστοιχων πολιτικών. Μια φράση που οριοθετεί την χώρα μας ως διεφθαρμένη χώρα…

Μας συνέβη, όπως συνέβη πριν από πολλά χρόνια στις ΗΠΑ. Να πως το περιέγραφε (1951) ο αμερικανός κοινωνιολόγος, καθηγητής του Κολούμπια και συγγραφέας του « Μίντλ-Τάουν» Ρόμπερτ Σ. Λύντ: «Σήμερα οι ελέφαντες (σ.σ: εννοεί τα νέα οικονομικά τζάκια), ημιεξημερωμένοι και απατεώνες, έχουν αναπτυχθεί και… ευημερούν πολυτελώς μέσα στα πράσινα βοσκοτόπια ισχύος που άφησε ελεύθερα η δημοκρατία. Σήμερα εμείς, σαν έθνος, η Γερουσία μας, τα ιδρύματά μας, φοβόμαστε και στεκόμαστε με δέος μπροστά σ’ αυτές τις μυστικές δυνάμεις– που λέγονται οργανωμένες επιχειρήσεις, οργανωμένα επαγγέλματα, οργανωμένη εργασία, οργανωμένος πατριωτισμός και οργανωμένη θρησκεία. Με αποτέλεσμα την ανάπτυξη μιας κοινωνίας εκβιασμού, που δίνει το παράδειγμα σε κάθε άνθρωπο να επιδιώκει να αρπάζει ό, τι μπορεί για τον εαυτό του…»…

Λοιπόν, σήμερα κι εμείς ως έθνος, η Βουλή μας, οι πολιτικοί ηγέτες μας, οι βουλευτές μας, οι δικαστικοί μας, οι δημοσιογράφοι μας, φοβόμαστε και στεκόμαστε με δέος μπροστά σ’ αυτές τις «μυστικές δυνάμεις που λέγονται οργανωμένες επιχειρήσεις», κεντρικές τράπεζες, πολυεθνικές, καρτέλ, μονοπώλια. Κάνουμε τα στραβά μάτια στις παρανομίες τους, με την «απουσία» μας διευκολύνουμε τα ασύδοτα deal τους. Ούτως ή άλλως, είμαστε μέρη αυτής της τάξεως πραγμάτων, μέλη της «κοινωνίας του εκβιασμού» που οι ίδιοι δημιουργήσαμε ή ανεχτήκαμε. Και, άμα λάχει, όταν μας τα δίνουν, τα παίρνουμε˙ αφού… «θα ήμασταν ηλίθιοι αν δεν τα παίρναμε»!..

Μην ακούτε τους πολιτικούς και τους δημοσιογράφους υποκριτές: Το χρήμα μπορούσε πάντα να διατάζει τις εξουσίες. Και το έκανε. Απλά, στις μέρες μας τό ‘χει παρακάνει…

Νίκος Τσαγκρής



8 Ιανουαρίου 2011

Ο καπιταλισμός που βολεύει...


«Θα προτιμούσα να βρισκόμουν κάτω απ’ το ζυγό του Κόκκινου Στρατού παρά να πρέπει να τρώω χάμπουργκερ» έλεγε ο θεωρητικός του μεταμοντέρνου εθνικισμού Αλαίν Ντε Μπενουά, για να τονίσει την απέχθειά του στον μεταψυχροπολεμικό αμερικανικό ηγεμονισμό˙ τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό με το «άνοιγμα των συνόρων», την «παγκοσμιοποίηση», την «οικονομία της αγοράς».

Λίγο αργότερα, επί της προεδρίας Μπους, ο αντιαμερικανισμός των Ευρωπαίων εθνικιστών άγγιξε και, σε πολλές περιπτώσεις, ξεπέρασε ακόμα και τον παραδοσιακό αντιαμερικανισμό των κομμουνιστών. Μέχρι που φτάσαμε στην οικονομική κρίση και καταντήσαμε – ποιοι, εμείς οι Έλληνες, που διδάξαμε αντιαμερικανισμό – να τρώμε μόνο… χάμπουργκερ. Άντε, και σουβλάκια, όταν θέλουμε να διαφοροποιηθούμε ιδεολογικά (είτε ως κομμουνιστές είτε ως… απλοί αριστεροί) από τους μεταμοντέρνους εθνικιστές…

Κανένα πρόβλημα. Προσωπικά, παραφράζοντας τη ρήση του Αλέν Ντε Μπενουά, είμαι έτοιμος να δηλώσω ότι θα προτιμούσα να τρώω μια ζωή… σουβλάκια παρά να βρίσκομαι (μια ζωή, επίσης) κάτω από τον ζυγό της Κομισιόν. Ο οποίος ζυγός μάς πέφτει πιο βαρύς, ειδικά σ’ εμάς τους μισθωτούς και συνταξιούχους, απ’ ότι ο ζυγός του Κόκκινου Στρατού στον Αλαίν Ντε Μπενουά και τους ομοϊδεάτες του.

Από την άλλη, ο «ζυγός της Κομισιόν» δεν είναι παρά ο ζυγός του καπιταλισμού με τον οποίο οικειοθελώς δεθήκαμε, τον αγαπήσαμε και συνεχίζουμε να τον αγαπάμε και να τον δοξάζουμε καθημερινά, είτε είμαστε δεξιοί είτε αριστεροί, είτε κομμουνιστές είτε εθνικιστές, ακόμα και αναρχικοί. Αίφνης, ακόμα και την παραμονή των Φώτων, μέρα κλεφτής αργίας και οικονομικής ένδειας, υποτίθεται, ένα από τα άντρα του καπιταλιστικού life style στην λεωφόρο Κηφισίας, το επονομαζόμενο και Golden Hall, ήταν φίσκα από… δεξιούς, αριστερούς, κομμουνιστές, εθνικιστές, ακόμα και αναρχικούς πατριώτες μας. Που δόξαζαν τον καπιταλισμό απολαμβάνοντας τα αγαθά του…

Θέλω να πω ότι ζούμε σε ένα λαβύρινθο πολιτικών, ιδεολογικών, πολιτιστικών και αισθητικών αντιφάσεων: δηλώνουμε σοσιαλιστές αλλά ανάβουμε κεριά πίστης στους αρχιερείς του καπιταλισμού, τους τεχνοκράτες της Κομισιόν. Προκειμένου να διασφαλίσουμε τον καπιταλισμό που μας βολεύει υπηρετούμε τους καπιταλιστές που μας… βολεύουν. Εν τέλει, μόνο οι καπιταλιστές δεν πιστεύουν στον καπιταλισμό. Όπως λέει ο Μάικλ Μουρ, πιστεύουν στο σοσιαλισμό για τους πλούσιους: θέλουν να είναι σίγουροι ότι η κυβέρνηση θα μεριμνά μόνο γι’ αυτούς δίχως οι άλλοι να το αντιλαμβάνονται.

Νίκος Τσαγκρής