24 Ιανουαρίου 2025

Η υποταγή των ολιγαρχών της Silicon Valley στον Ντόναλντ Τράμπ ως παγκόσμια απειλή


Ο παρανοϊκός πλανητάρχης, με όπλο τα social media, επιστρέφει ως εκδικητής των ΜΜΕ και της πραγματικότητας



Γράφει ο Νίκος Τσαγκρής  

Η τελετή της ορκωμοσίας του ήταν η ΕΙΚΟΝΑ του παγκόσμιου πολιτικού πολιτισμού της «νέας εποχής»: Ο μέγας τράγος του 21ου αιώνα, ο «παρανοϊκός όσο και ο Χίτλερ» δήθεν πολιτικός, ο φασίστας, ο λαϊκιστής, ο οπορτουνιστής, ο μισογύνης, ο ομοφοβικός, ο ρατσιστής, ο υπόδικος με φάκελο δεκάδων ποινικών και αστικών αδικημάτων φαντομάς Ντόναλντ Τραμπ, θρονιασμένος για δεύτερη φορά στην κορυφή του κόσμου, στη Ροτόντα του Καπιτωλίου της Ουάσιγκτον, να ορκίζεται εκδίκηση ενάντια στους δικαστές, τους δημοκρατικούς πολιτικούς αντιπάλους του και, πρώτα απ’ όλα, ενάντια στα τηλεοπτικά ΜΜΕ και τον Τύπο: «Τον «μεγάλο εχθρό του αμερικανικού λαού» όπως, τον στηλίτευσε για πολλοστή φορά υπό τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα των μεγάλων ολιγαρχών της Silicon Valley (των Τζεφ Μπέζος (Amazon, Blue Origin), Μαρκ Ζούκερμπεργκ (Meta, Facebook), Σούνταρ Πιτσάι (Alphabet, Google) Σαμ Άλτμαν (Open AI), Σου Ζι Τσου (Tik Tok), και, βέβαια, του… σούπερ – ντούπερ κολλητού του Έλον Μασκ), απ’ τους οποίους ήταν περικυκλωμένος.  

«Η ΕΙΚΟΝΑ είναι ανίκητη, έχει πάντα την τελευταία λέξη: καμιά γνώση δεν μπορεί να της αντισταθεί, να τη διευθετήσει, να την εκλεπτύνει...», έλεγε ο Ρολάν Μπαρτ. Και η συγκεκριμένη εικόνα με τον Ντόναλντ Τράμπ να ορκίζεται εκδίκηση κατά των ΜΜΕ (και ιδιαίτερα του Τύπου) υπό την προστασία των μεγιστάνων των social media ήταν μια εικόνα σαφής, καθαρή και ξάστερη, μια εικόνα κομμένη στα δύο: Από τη μια ο Τραμπ και τα social media (σ. σ: η υποκειμενική – ή εικονική, αν θέλετε – αντίληψη της πραγματικότητας, όπως διαμορφώνεται από τα παραδομένα στον Τραμπ και τον «τραμπισμό» social media) κι από την άλλη ό,τι απέμεινε από την αντικειμενική (την αληθινή, αν θέλετε) πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα, με την μερική ή πλήρη υποστήριξη του υπαρκτού Τύπου και των λοιπών συμβατικών ΜΜΕ.

Μιλάμε για μια αναδυόμενη νέα τάξη πραγμάτων όπου, στη θέση της – ούτως ή άλλως, συντετριμμένης – «παγκοσμιοποίησης», εγκαθίσταται ένας νέου τύπου διχασμός, τον οποίο περιγράφει θαυμάσια ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Θοδωρής Γεωργακόπουλος*, ως εξής: «Στις ΗΠΑ, αλλά ολοένα και περισσότερο και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου, ο διχασμός δεν είναι πια πολιτικός. Ο κόσμος δεν χωρίζεται σε στρατόπεδα ανάλογα με τις πεποιθήσεις ή την ιδεολογία, αλλά ανάλογα με την υποκειμενική αντίληψη της πραγματικότητας. Τα στρατόπεδα ζουν, πια, σε διαφορετικούς κόσμους. Σε παράλληλες, ασύμπτωτες αλήθειες. Δεν τους χωρίζει απλά χάος – δεν τους ενώνει, πια, τίποτε...    

»Στην αποδώ πλευρά παραμένουν οι άνθρωποι που αντιλαμβάνονται και αναγνωρίζουν κάποιες αντικειμενικές αλήθειες. Στην αποκεί πλευρά, όμως, διαμορφώνεται ένας άγριος, στρεβλός, ανύπαρκτος κόσμος γεμάτος με βιαστές μετανάστες, φονικά εμβόλια, απαστερίωτο γάλα και άνδρες που γίνονται επίτηδες γυναίκες για να παίζουν γυναικεία αθλήματα και να κατουράνε στις λάθος τουαλέτες…

»Η υποταγή των αλγορίθμων των ολιγαρχών της Σίλικον Βάλεϊ στον Τραμπ θα τους εγκλωβίζει αυτούς τους ευάλωτους ανθρώπους και ακόμα περισσότερους σαν κι αυτούς ακόμα πιο βαθιά σε αυτό το τρομακτικό παράλληλο σύμπαν, το γεμάτο σκοτεινούς κινδύνους, από τους οποίους, φυσικά, μόνο ο Μεγάλος Ηγέτης θα μπορεί να τους προστατεύσει».

Εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε ότι στο ίδιο άρθρο του, ο Θ.Γ. αποκαλύπτει τις προεκλογικές στρατηγικές… μεταρρυθμίσεις και τα μέτρα που πήραν οι Μαρκ Ζούκερμπεργκ, Έλον Μασκ και οι άλλοι ολιγάρχες της Σίλικον Βάλεϊ, προκειμένου να «υποτάξουν» τους αλγόριθμους των Μέσων τους στον Ντόναλντ Τραμπ και να στηρίξουν την… MAGA ("Make America Great Again" / «Κάντε την Αμερική Μεγάλη Ξανά») καμπάνια του.

Και βέβαια το αντιδραστικό καθεστώς που, από τις πρώτες στιγμές της ορκωμοσίας του, άρχισε να καθιδρύει υπογράφοντας και με τα δυό του χέρια δεκάδες διχαστικά, ρατσιστικά έως και φασιστικά, ξενοφοβικά, ομοφοβικά και αντί – woke διατάγματα, και όποιον πάρει ο… Χάρος.

Με την άλλη πλευρά («το άλλο στρατόπεδο», ας πούμε), τους δημοκρατικούς πολίτες του κόσμου, τους Ευρωπαίους, κυρίως, δημοκρατικούς πολίτες και κάποιους απ’ τους πολιτικούς (ό,τι απέμεινε από την αντικειμενική – την αληθινή, αν θέλετε – πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα) να απαντά σπασμωδικά, με πολιτικά μισόλογα και αντακλαστικές πράξεις… αντίστασης του τύπου «αποσυνδεθείτε από το “Xτου Έλον Μασκ και το Facebook του Ζούκερμπεργκ»…

Με μόνη παρηγοριά, την καθαρή στάση μέρους του Τύπου και των άλλων «συμβατικών» ΜΜΕ, όπως ο Guardian, που πρώτος, ανάμεσα στις ευρωπαϊκές εφημερίδες, έδωσε τον τόνο της αντίστασης στον «τραμπισμό», δηλώνοντας προς τους αναγνώστες του ότι «Με την ορκωμοσία του Ντόναλντ Τραμπ και την ανάληψη των καθηκόντων του με πλήρη έλεγχο της αμερικανικής κυβέρνησης και την υποστήριξη εξαιρετικά ισχυρών βαρόνων της τεχνολογίας αρχίζει μια  κρίσιμη στιγμή, σε παγκόσμιο επίπεδο, για την δημοσιογραφία που καταγράφει αληθινά γεγονότα». Και ξεκαθάρισε ότι «η εμπεριστατωμένη, βασισμένη σε γεγονότα ανεξάρτητη δημοσιογραφία μας θα ζητήσει από όσους βρίσκονται στην εξουσία να λογοδοτήσουν και να σταθμίσουν τον αντίκτυπο των αποφάσεων που λαμβάνονται στον Λευκό Οίκο, σε ανθρώπινο επίπεδο…».

Και κάποιων πολιτικών όπως ο Ισπανός πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ. Που τάχθηκε ολοκάθαρα κατά του Τραμπ και των μεγιστάνων υποστηρικτών του της Silicon Valley, κατηγορώντας τους ότι θέλουν να ανατρέψουν την δημοκρατία μέσα από τα social media. Τονίζοντάς ότι «οι ιδιοκτήτες θα πρέπει να καταστούν υπόλογοι για τη «δηλητηρίαση της κοινωνίας» και τη διάβρωση της δημοκρατίας, με τους αλγορίθμους που επιλέγουν εκείνοι να λειτουργούν τα μέσα αυτά»…

Τώρα, το πώς απαντούν οι Έλληνες πολίτες, οι Έλληνες πολιτικοί και τα ελληνικά ΜΜΕ στον Τραμπ και τον «τραμπισμό» των μεγιστάνων των social media, το γνωρίζετε όσο κι εγώ, υποθέτω. Μπορεί και καλύτερα…     

*Σε άρθρο του (11.1.2025) στην Καθημερινή, υπό τον τίτλο «Τα social media στην υπηρεσία του Τραμπ»

 

 

17 Ιανουαρίου 2025

Ούτε ρυθμιστής, ούτε καν διακοσμητικός ο Κώστας Τασούλας: Απλά «αντ' αυτού»!..

 


Όταν, ελέω Μητσοτάκη, ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας ευτελίζεται οριστικά, ταυτιζομενος με αυτόν του πρωθυπουργού


Γράφει ο Νίκος Τσαγκρής

«Πάλι καλά που δεν πρότεινε τον... εαυτό του!», ήταν η πρώτη μου αντίδραση στην πρόταση του πρωθυπουργού για την μετακόμιση του κ. Κώστα Τασούλα απο την προεδρία της Βουλής στην προεδρία της Δημοκρατίας: «Αντ' αυτού, Κώστας Τασούλας», όπως θα ελεγε ο αείμνηστος μέγας γελοιογράφος, Γιάννης Ιωάννου... «Ο πρωθυπουργός απέδειξε σήμερα (σ. σ: με τη υπόδειξη του κ.Τασούλα για την ΠτΔ) ότι δεν έχει συναίσθηση τι σημαίνει συναίνεση, ακόμα και σε ύψιστα θεσμικά ζητήματα, όπως αυτή είχε κατοχυρωθεί εδώ και δεκαετίες για την επιλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας», ήταν το σχολιο του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης (σ. σ: του ΠΑΣΟΚ, για όσους δεν το έχουν ακόμα... συνειδητοποιήσει) και ήταν ένα διπλά υποκριτικό σχόλιο, υπό την έννοια οτι περιελάμβανε δυο ψέματα:

1ον) Ο πρωθυπουργός δεν «απέδειξε σήμερα» αλλα... χθες - εξαρχής της κυβερνητικής θητείας του, θέλω να πω - ότι δεν έχει συναίσθηση τι σημαίνει συναίνεση· ελάχιστοι, άλλωστε, πρωθυπουργοί της μεταπολίτευσης διέθεταν την εν λόγω συναίσθηση.

2ον) Όσον αφορά τον Λαό, όπως άλλωστε και το πολίτευμα καθώς και τη Λειτουργία του, η επιλογή Προέδρου της Δημοκρατίας ουδέποτε υπήρξε «ύψιστο θεσμικό ζήτημα», περισσότερο βαρετό ή αδιάφορο θεσμικό ζήτημα υπήρξε και εξακολουθεί να είναι. Ενδιαφέρον θεσμικό ζήτημα είναι μόνο για τους εκάστοτε κυβερνώντες καθώς, ιδιαίτερα μετα την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση (σ. σ: με την αποσύνδεση της εκλογής ΠτΔ από την πρόωρη διάλυση της Βουλής), μπορούν να υποτάσσουν πλήρως τον θεσμό στα περιστασιακά υπαρξιακά τους συμφέροντα, επίλεγοντας Πρόεδρο της απολύτου αρεσκείας και του ελέγχου τους... Ακριβώς όπως έκανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τον Κώστα Τασούλα, καταρρίπτοντας ακόμα και τον αστικό μύθο (τη λαϊκή αλήθεια, δηλαδή) οτι ο ρόλος του Προέοδρου της Δημοκρατίας είναι διακοσμητικός. Πόσο μάλλον... «ρυθμιστικός του πολιτεύματος»...

Λοιπόν, που λέτε, ούτε ρυθμιστής, ούτε καν διακοσμητικός ο κ. Τασούλας: απλά, «αντ' αυτού»!.. Διακοσμητική ήταν η εν αποδρομή Πρόεδρος κ. Σακελλαροπούλου: «Προεδρίνα σε στυλ boho», όπως θα την χαρακτήριζε ο Ιάσων Τριανταφυλλίδης. Ωστόσο, από τους οκτώ, εν συνόλω, πρώην ΠτΔ, ήταν η πλέον σεμνή και αθόρυβη. Ο προηγούμενός της, ο κ. Παυλόπουλος, ήταν ελάχιστα «διακοσμητικός» (σ. σ: εμφανισιακά μιλάμε) και βαρετά συμβουλευτικός. Από την άλλη, πραγματικό κόσμημα - υπό την έννοια ότι ανταποκρινόταν πλήρως στις συνταγματικές απαιτήσεις του θεσμικού του ρόλου - ήταν ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο πρώτος, ουσιαστικά, ΠτΔ (μετα τον «υπηρεσιακό» Στασινόπουλο). Αντίθετα, ο διάδοχός του, Κωνσταντίνος Καραμανλής, το έπαιζε... εθνάρχης - διακοσμητικός όπως πάντα από πλευράς εμφανίσεως και στυλ - ακόμα και ως ΠτΔ...

Εντάξει, για τον Σαρτζετάκη τι να πρωτοπεί κανείς, σαν καρικατούρα του Πίτερ Σέλλερς στον «Ροζ Πάνθηρα» ενα πράμα, αλλά με αξιοθαύμαστη συνταγματική προσήλωση στη διαχείριση μεγάλων ζητημάτων συνταγματικού δίκαιου που του προέκυψαν (δίκη Ανδρέα Παπανδρέου, οικουμενική κυβέρνηση κ.α.) στην πολιτειακά δύσκολη φάση της Προεδρίας του. Ο διάδοχος του, Κωστής Στεφανόπουλος, ήταν αδιαμφισβήτητα ο καλύτερος όλων, καθώς, κατά τη διάρκεια της δεκαετούς θητείας του, (1995 - 2005) με τις καίριες και στιβαρές δημοκρατικές - πατριωτικές παρεμβάσεις του (ιδιαίτερα μ' εκείνη ενώπιον του Αμερικάνου προέδρου Μπιλ Κλίντον κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Αθήνα το 1999, καθώς και με την άρνησή του να διεξάγει δημοψήφισμα για τις ταυτότητες) προσέδωσε ρυθμιστική χρησιμότητα και αίγλη στον θεσμό. Σε αντίθεση με τον επόμενό του. τον κ. Κάρολο Παπούλια που, στη δεύτερη φάση της προεδρίας του (2010 - 2015), κουρέλιασε στην κυριολεξία τον θεσμό, υπογράφοντας ασμένως τα καταστροφικά για τους Έλληνες μισθωτούς και συνταξιούχους μνημονιακά διαταγματα με τα οποία, υποτίθεται, ότι... κυβερνούσε ο Σαμαράς... 

Και τώρα, μετά την άχρωμη και άοσμη κ. Σακελλαροπούλου, ο «αντ' αυτού» (το alter ego του κ. Μητσοτάκη, δηλαδή) Κώστας Τασούλας... Που πάει να πει, ένας ακόμα θεσμός (σ. σ: ο συνταγματικά ανώτατος πολιτειακός θεσμός) ευτελίζεται οριστικά, ταυτιζόμενος με αυτόν του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη: υποταγμένος στο κυβερνητικό καθεστώς του, στην υπηρεσία ίδιων και αλλότριων συμφερόντων. Αλλά αυτό είναι ένα θανάσιμο πλήγμα στην ανάπηρη ήδη κοινοβουλευτική μας Δημοκρατια. Δεν είναι;

10 Ιανουαρίου 2025

Ο Σημίτης πέθανε, ο Σημιτισμός μένει: 10+ υπουργοί του εκλιπόντος στην κυβέρνηση Μητσοτάκη!..


Μέγα ιστορικό ολίσθημα του θανόντος η καταλυτική συμβολή του στη μετάλλαξη, παρακμή και πτώση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας


Γράφει ο Νίκος Τσαγκρής

«Ήσουν καλός, ήσουν γλυκός, είχες τις… συστημικές χάρες όλες», αποχαιρετούσε ευθαρσώς ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης   τον εκλιπόντα πρώην πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη, ταυτιζόμενος – ούτε λίγο, ούτε πολύ – μαζί του. Σε χλιαρότερους, ωστόσο, επαινετικούς… συστημικούς τόνους κινήθηκαν και οι αντίστοιχοι αποχαιρετισμοί τριών εκ των τεσσάρων, εν ζωή ευρισκομένων, πρώην πρωθυπουργών (σ. σ: των Κώστα Καραμανλή, Γιώργου Παπανδρέου και Αλέξη Τσίπρα. Με τον τέταρτο (σ. σ: τον Αντώνη Σαμαρά) να αποστασιοποιείται απ’ αυτούς και απ’ τον εκλιπόντα πολιτικό, με το υποκριτικό… αντισυστημικό στερεότυπο «Θα τον κρίνει η ιστορία»…  

Ποια ιστορία; Ο μεγαλοφυής Ιταλός ιστορικός Κάρλο Γκίνζμπουργκ  διδάσκει ότι «η ιστορία είναι λιγότερο μία επιστήμη και περισσότερο μία τεχνική που πλησιάζει εκείνη ενός ντετέκτιβ (ή ενός ερευνητή δημοσιογράφου, θα προσθέσω εγώ) καλούμενου να αποκωδικοποιήσει μια σειρά από σημάδια για να φθάσει στην αποκάλυψη του εκάστοτε αινίγματος». Και καταλήγει ότι «η ιστορική αλήθεια σαφώς υπάρχει και είναι προσπελάσιμη», αλλά «μέρος της αποτελεί και η ίδια η αντίληψη που διαμορφώνουν οι άνθρωποι για αυτή»…

Απ’ αυτή την άποψη, η αντίληψη που έχουν διαμορφώσει οι άνθρωποι (σ. σ: οι απλοί Έλληνες) για τον εκλιπόντα πρώην πρωθυπουργό είναι πολύ κοντά στην ιστορική αλήθεια γι’ αυτόν. Είναι η αντίληψη ότι ο εκλιπών πρωθυπουργός δεν είναι παρά ο Σημίτης των Γερμανών, ο Σημίτης της Goldman Sachs, ο Σημίτης των Greek statistics, ο Σημίτης της Siemens, του Χριστοφοράκου και της Intracom, ο Σημίτης της ματωμένης γκάφας των Ιμίων και του διπλωματικού θρίλερ με τον Οτσαλάν, ο Σημίτης της φούσκας του χρηματιστηρίου, του Ολυμπιακού σκανδάλου με τα C4i  και τις χαριστικές αναθέσεις και τις  υπερκοστολογήσεις, ο Σημίτης του σκανδάλου των εξοπλιστικών με τις υπερτιμολογήσεις και τις μίζες… Ο Σημίτης του Τσοχατζόπουλου, του Παπαντωνίου, του Τσουκάτου και του Μαντέλη!.. Ο πρόεδρος της πλέον διεφθαρμένης κυβέρνησης της μεταπολίτευσης μετά την τωρινή, την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Κατά τη γνώμη μου, ωστόσο, το μέγιστο ιστορικό ολίσθημα του Κώστα Σημίτη επετεύχθη στο πεδίο της πολιτικής στρατηγικής, και έχει να κάνει με την καταλυτική συμβολή του στην μετάλλαξη, την παρακμή και την οριστική πτώση της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Ας πάμε, λοιπόν, σε μια πολιτική σύνοψη επ’ αυτού για να το… εμπεδώσουμε:

Από τότε που o Σημίτης, άκαιρα και άκυρα, μας έβαλε στην Ευρωζώνη (1/1/2001), τσαλαβουτάμε σε ένα διεθνές περιβάλλον περισσότερο παρά ποτέ οικονομικό. Ένα περιβάλλον στο οποίο ο καπιταλισμός είχε επικρατήσει ως αδιαμφισβήτητος μονόδρομος, και το μόνο κοινωνικό δίλημμα που απέμενε είχε να κάνει με την πολιτική ποιότητα του καπιταλισμού: νεοφιλελευθερισμός ή σοσιαλδημοκρατία;

Τότε, θυμάστε, η σχεδόν ομόφωνη, λαϊκή ευρωπαϊκή απάντηση ήταν σοσιαλδημοκρατία∙ και ήταν απάντηση ενστικτώδης, που διάλεγε το μη χείρον ως βέλτιστον: αφού ο καπιταλισμός είναι μονόδρομος, αφού ο ριζοσπαστικός σοσιαλισμός δεν χωράει στο διεθνές περιβάλλον, ας πάρουμε σοσιαλδημοκρατία, μήπως διασώσουμε αυτό το έρημο το «κοινωνικό κράτος»...

Κάπως έτσι λειτούργησαν, λίγο πριν – λίγο μετά το μιλένιουμ, οι κοινωνίες των Ευρωπαίων πολιτών. Και πήραν… σοσιαλδημοκρατία: με τις «σοσιαλδημοκρατικές» κυβερνήσεις (τις κυβερνήσεις Κώστα Σημίτη, Τόνι Μπλερ, Λιονέλ Ζοσπέν, Γκέρχαρντ Σρέντερ κ.α.) να λειτουργούν περισσότερο ως τριτεγγυήτριες των συμφερόντων των «αγορών» παρά ως εγγυήτριες του κοινωνικού κράτους, διευκολύνοντας την ανάπτυξη του τερατώδους καπιταλισμού που βιώνουμε σήμερα, με τον πολιτικό νεοφιλελευθερισμό, τον ακραίο οικονομισμό, τη «δικτατορία» των χρηματαγορών… Και τις διάδοχές τους κυβερνήσεις, αυτές των Ζοζέ Σόκρατες, Χοσέ Λουίς Ροδρίγκεθ Θαπατέρο, Γιωργάκη Παπανδρέου κ.α., να εκφυλίζονται οριστικά, μεταλλασσόμενες σε νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις με σοσιαλιστικά ψευδώνυμα, πανομοιότυπες με τις κυβερνήσεις της ευρωπαϊκής Δεξιάς…

Κάπως έτσι η μεταψυχροπολεμική ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία έφαγε τα ψωμιά της, ακόμη και σαν κυβερνητικός μανδύας, για τη διευκόλυνση της ελευθέριας οικονομίας και της τερατώδους καπιταλιστικής φούσκας που γέννησε. Μέχρι που έσκασε, τον Σεπτέμβριο του 2008, στα χρηματοκιβώτια της Lehman Brothers

Τώρα, 16 χρόνια μετά, «Ήσουν καλός, ήσουν γλυκός, είχες τις… συστημικές χάρες όλες», αποχαιρετούσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης τον εκλιπόντα πρώην ομόλογο και υποδόριο πολιτικό του σύμβουλο, Κώστα Σημίτη, ταυτιζόμενος ευθαρσώς και δημοσίως μαζί του. «Γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε», θα έλεγε στη θέση του ο πατήρ Μητσοτάκης, ο επιλεγόμενος και Εφιάλτης. «Ο Κυριάκος μου έχει ήδη δέκα Σημιτικούς υπουργούς στην κυβέρνησή του: τους/τις Γιώργο Φλωρίδη, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, Λίνα Μενδώνη, Γιώργο Γεραπετρίτη, Γιώργο Σκέρτσο Κυριάκο Πιερρακάκη, Παναγιώτη Τσακλόγλου, Μάριο Θεμιστοκλέους, Αλεξάνδρα Σδούκου, Θοδωρή Λιβάνιο, και Ειρήνη Αγαπηδάκη»!..

Είπαμε: Η κυβέρνηση Σημίτη ήταν η πλέον διεφθαρμένη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης μετά την τωρινή, την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αλλά αυτό είναι αμφίβολο αν θα το γράψει η… Ιστορία.  

ΥΓ: Το 2007, στην Εθνική Συνδιάσκεψη του ΠΑΣΟΚ, εν τη ρύμη του εσωκομματικού λόγου, ξέφυγε από τον «δαχτυλιδάτο», ήδη, διάδοχο του Σημίτη Γιωργάκη Παπανδρέου μια δραματική αυτοκριτική  ομολογία: «κυβερνούσαμε με πλαστή σοσιαλιστική ταυτότητα». Και μια αμείλικτη μομφή κατά των κυβερνητικών έργων και ημερών του ίδιου του  μέντορα του, του Κώστα Σημίτη: «το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ δυσφήμισε τον σοσιαλισμό και την Αριστερά». Ήταν η μια και μοναδική αυτοκριτική ομολογία της μετάλλαξης του ΠΑΣΟΚ σε συστημικό κόμμα του ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού, ομολογία που ουδέποτε τόλμησε ο αυτουργός της μετάλλαξης, ο… εκσυγχρονιστής κ. Σημίτης.

3 Ιανουαρίου 2025

Στην «Ελλάς του 2025» το πολιτικό σύστημα νοσεί: Μέγα λαϊκό αίτημα η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ!..


Προφανής η αναγκαιότητα για την ανάδυση ενός νέου δημοκρατικού κόμματος που θα διασφαλίζει ελευθερία,  ισότητα και δικαιοσύνη

 

Γράφει ο Νίκος Τσαγκρής

«Να συμφιλιωθούμε με τον χρόνο, να συγχρονιζόμαστε: Να βιώνουμε το παρόν. Να θυμόμαστε το παρελθόν. Να ονειρευόμαστε το μέλλον...», ήταν η πιο υγιής ευχητήρια προτροπή που εισέπραξα με αφορμή την αλλαγή του χρόνου. «Δεν είναι κι εύκολο», σκέφτηκα καθώς, «στην Ελλάς του 2000, γίναν όλοι βασιλιάδες», που λέει και ο διαχρονικός – και άκρως επικαιροποιημένος στις μέρες μας – βάρδος του Ελληνισμού Στέλιος Καζαντζίδης, που πάει να πει επαγγελματίες πολιτικοί, οικονομικοί, μιντιακοί ή καλλιτεχνικοί εξουσιαστές ή φαν της εξουσίας. Ιδιαίτερα δε στο κομματικό – κοινοβουλευτικό επίπεδο. Από την άλλη, «όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν», όπως έλεγε ο φιλόσοφος της γενιάς μου Μανώλης Ρασούλης. Που πάει να πει συντηρητισμός παντού, ακόμα και στις περιοχές που τα κόμματα εμφανίζονται ως  «Προοδευτικά» ή ως «Αριστερά», κι ακόμα περισσότερο ως «Σοσιαλιστικά» ή «Κομμουνιστικά»... 

Στην «Ελλάς του 2025» το πολιτικό σύστημα νοσεί. Η Δημοκρατία πνέει τα λοίσθια και αυτό γίνεται ολοφάνερο, καθώς το βασικό λαϊκό ένστικτο το επισημαίνει σε κάθε ευκαιρία έκφρασής του: «Είναι αξιοθαύμαστο ότι οι Έλληνες προκρίνουν ακόμη την ελευθερία ως υπέρτερη αξία (με την ασφάλεια, τη μείωση ανισοτήτων, την ποιότητα ζωής, την αντιμετώπιση των διακρίσεων, την αποδοχή της διαφορετικότητας, την τόλμη στα μέτρα για την κλιματική αλλαγή, την άμεση απόδοση ιθαγένειας σε παιδιά μεταναστών, κλπ. κλπ.), παρότι ακόμη δεν αισθάνονται πως ομαλοποιήθηκε η ζωή τους, ενώ έχουν αυξηθεί οι απειλές γύρω τους» καταλήγει το πόρισμα μιας  εξαιρετικής έρευνας για τις ελληνικές λαϊκές προσδοκίες εν όψει του νέου έτους, που δημοσιεύει Το Βήμα της Κυριακής…

Πρώτα απ’ όλα ελευθερία, λοιπόν, όπερ μεθερμηνευόμενον σημαίνει  πρώτα απ’ όλα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, αφού η Δημοκρατία ορίζεται ως το ταυτολογικό ισοδύναμο της Ελευθερίας από τον καθηγητή της Πολιτικής Επιστήμης Γιώργο Κοντογιώργη, ενώ ο καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας Δημήτρης Δημητράκος διδάσκει ότι «Ελευθερία και Δημοκρατία είναι συγγενείς έννοιες» και εξηγεί ότι «από τις αρχές της νεότερης ιστορίας, το δημοκρατικό κίνημα συνυφαίνεται με την ελευθερία ως αίτημα απαλλαγής από τους καταναγκασμούς της πολιτικής εξουσίας». Τέλος, ο Αμερικανός νομικός φιλόσοφος Ronald  Dworkin επισημαίνει ότι «το δημοκρατικό πολίτευμα, όποια μορφή και αν έχει, οφείλει να ευνοεί την ελευθερία, να καλλιεργεί την ισότητα και να διασφαλίζει τη δικαιοσύνη. Και ότι «αν ένα από αυτά τα τρία χαρακτηριστικά δεν ικανοποιούνται σε μία πολιτεία, τότε σίγουρα θα παρουσιάζονται σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία της δημοκρατίας και των θεσμών».

Λέμε λοιπόν μετά βεβαιότητας ότι στην «Ελλάς του 2025» γίνεται ολοφάνερο πως η Δημοκρατία πνέει τα λοίσθια, καθώς το βασικό λαϊκό ένστικτο του ελληνικού παρόντος – σύμφωνα με την έρευνα της Metron Analysis για «Το Βήμα της Κυριακής» –  προκρίνει την ελευθερία ως υπέρτερη αξία. Και ότι αυτό συμβαίνει διότι η υπαρκτή κοινοβουλευτική δημοκρατία  της χώρας μας (σ. σ: η δημοκρατία της κυβέρνησης Μητσοτάκη και της αντιπολίτευσης ΠΑΣΟΚ – ΣΥΡΙΖΑ – ΚΚΕ κ.α.) δεν ευνοεί –  αντίθετα, καταστέλλει την ελευθερία, δεν καλλιεργεί αντίθετα, αποκλείει – την ισότητα και δεν διασφαλίζει – αντίθετα, χειραγωγεί – τη δικαιοσύνη. Με αποτέλεσμα την  προβληματική λειτουργία των θεσμών και την κατάλυση του κράτους δικαίου. 

Αυτή είναι η πολιτική κατάσταση των πραγμάτων της χώρας μας   καθώς διανύουμε ήδη το… σωτήριο έτος 2025 και όλοι γνωρίζουμε τον   υπαίτιο  (τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, την κυβέρνησή του και το κόμμα του, τη ΝΔ) και τους βασικούς συνενόχους του (τους αρχηγούς των… δυο κομμάτων της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τα κόμματά τους, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ) γι’ αυτήν. Και είναι τραγικό ότι    και ο υπαίτιος και οι συνένοχοί του, κ. κ. Ανδρουλάκης και Φάμελλος,  δεν καταλαβαίνουν – ή κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν – τίποτα: βιώνουν την προβληματική λειτουργία των θεσμών – ακόμα και των ίδιων των κομμάτων τους – και την κατάλυση του κράτους δικαίου, ως δημοκρατική… κανονικότητα, με μόνη έγνοια τους την εξουσιαστική τους αυτοσυντήρηση στην ηγεσία των προβληματικών κομμάτων τους (σ. σ: κομμάτων άκρως αντιδημοκρατικών και απαξιωμένων, με το 70% των Ελλήνων απέναντί τους) και… ό,τι ήθελε προκύψει.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, γίνεται προφανής η αναγκαιότητα για την ανάδυση ενός νέου δημοκρατικού κόμματος που θα εκφράζει το πρωταρχικό  αίτημα των Ελλήνων του 2025 (όπως το κατέγραψε η έρευνα του «Βήματος») για μια Δημοκρατία που θα ευνοεί την ελευθερία, θα καλλιεργεί την ισότητα και θα διασφαλίζει τη δικαιοσύνη και το κράτος δικαίου – ένα  κόμμα που θα εγγυάται την ασφάλεια, τη μείωση των ανισοτήτων, την ποιότητα ζωής, την αντιμετώπιση των διακρίσεων, την αποδοχή της διαφορετικότητας, την τόλμη στα μέτρα για την κλιματική αλλαγή, την άμεση απόδοση ιθαγένειας σε παιδιά μεταναστών, κλπ. κλπ. Και ναι, αυτό το αίτημα μοιάζει να «φωτογραφίζει» το αναδυόμενο «Κίνημα Δημοκρατίας» του Στέφανου Κασσελάκη. Αλλά αυτό το κόμμα, προς το παρόν, δεν είναι παρά μια υπόσχεση…  

         

 

27 Δεκεμβρίου 2024

Είθε το 2025 να γράφουμε αυτά που θέλουμε και όχι αυτά που «πρέπει»…


Να διώξουμε τα μουντά σύννεφα αντιδημοκρατικής βαρβαρότητας που  σκοτεινιάζουν τον πολιτικό ουρανό της χώρας  

 

Γράφει ο Νίκος Τσαγκρής   

Γράφω με τη συναίσθηση ότι αυτά που γράφω δεν είναι αυτά που θέλω να γράψω, αλλά αυτά που πρέπει να γράψω. Κάποιες φορές που τυχαίνει να γράψω αυτά που θέλω να γράψω, και όχι αυτά που πρέπει να γράψω, τα κείμενά μου είναι προσωπικά, σαν αποσπάσματα ημερολογίου, δειλές απόπειρες ενδοσκοπήσεων. Δειλές, αφού ακόμα και τότε συλλαμβάνω τον εαυτό μου να επιλέγει, ανάμεσα σ’ αυτά που θέλω να γράψω, αυτά που πρέπει να γράψω. Αυτά που η δοσμένη δημοσιογραφική μου συνείδηση μου επιτρέπει να φανερώσω στη στήλη μιας εφημερίδας...

Θέλω να γράψω γι’ αυτή την αίσθηση μελαγχολικής βαρεμάρας που με καταλαμβάνει στις γιορτές, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν πρέπει. Αν γράψω ότι, εδώ και πολλά χρόνια, ακόμα κι από τότε που ήμουνα παιδί,  αισθάνομαι να σύρομαι σε βαρετά Χριστούγεννα, σε καταθλιπτικά Πάσχα, σε ανούσιες εθνικές ή εορταστικές επετείους, αν φανερώσω ότι τις περισσότερες φορές όλα αυτά τα ανθρώπινα ευρήματα εορτών και πανηγύρεων τα βιώνω υποχρεωτικά, ακόμα και καταναγκαστικά, είναι πιθανό ή και βέβαιο ότι θα προκαλέσω ή θα προσβάλω όλους αυτούς τους πατριώτες (τους αναγνώστες της στήλης, την... κοινή γνώμη) που περιμένουν πώς και πώς τις γιορτές, τις χαίρονται και τις απολαμβάνουν. Πρέπει;

Πρέπει, ας πούμε, μέρες γιορτινές, να τις χαλάσω γράφοντας για τα μαύρα Χριστούγεννα που βίωσαν οι Παλαιστίνιοι στη Λωρίδα της Γάζας, καθώς το Ισραήλ βομβάρδιζε ανελέητα την περιοχή, καταφέροντας ασταμάτητα πλήγματα σε σχολικά κτίρια, νοσοκομεία και καταυλισμούς προσφύγων με αποτέλεσμα 35 άμαχοι (γυναίκες, άνδρες και μικρά παιδιά) να χάσουν τη ζωή τους μέσα σε ένα   εικοσιτετράωρο;     

Κι ακόμα, είναι άραγε σωστό, αντί για κάλαντα, ευχές κι όλα τα σχετικά, να σας θυμίσω ότι  τουλάχιστον 45.259 Παλαιστίνιοι (στην πλειονότητά τους άμαχοι, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δεδομένα του υπουργείου Υγείας της Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας, που χαρακτηρίζονται αξιόπιστα από τον ΟΗΕ) έχουν χάσει τη ζωή στους στις ισραηλινές στρατιωτικές επιχειρήσεις ευρείας κλίμακας που συνεχίζονται για 444η ημέρα;

 Θέλω να γράψω ότι, αν τα Χριστούγεννα είναι μια γαλοπούλα και δύο κηροπήγια στο τραπέζι, αν η Πρωτοχρονιά είναι ακόμα ένα δυο ηλεκτρονικά παιχνίδια στο δωμάτιο των παιδιών, ένα ρεβεγιόν με τον Αργυρό και την Νατάσα Θεοδωρίδου, το σβήσιμο των φώτων την ώρα που παρακολουθείς το εορταστικό πρόγραμμα του ΣΚΑΪ, αν οι γιορτές είναι η θυσία του πετσοκομμένου 13ου μισθού ή του επιδόματος ανεργίας στον βωμό του τρίμηνου project «Χριστούγεννα –  Πρωτοχρονιά» (το Άγιο Δισκοπότηρο της θρησκείας της αγοράς όπως, κυνικά, το αποκαλούν οι νεοφιλελεύθεροι ιερείς και αρχιερείς της) δεν με αφορούν… Δεν είναι παρά ένα - δυο περίσσια μουντά σύννεφα στον σκοτεινό  ουρανό της «νέας εποχής», δυο - τρία ακόμα νεφελώματα στη σκοτεινή, την εικονική, την πλαστή ευμάρεια των καιρών μας.

Έτσι, σαν κάποιος συγγραφέας που γράφει αυτό που θέλει και όχι σαν «δημοσιογράφος» που γράφει ό,τι πρέπει, γράφω πως «αυτό που επιθυμώ στ’ αλήθεια, στο πιο μύχιο βάθος της ψυχής μου, είναι να φύγουν αυτά τα άτονα μουντά σύννεφα της αντιδημοκρατικής νεοφιλελεύθερης βαρβαρότητας, του φασιστικού ολιγαρχικού οικονομισμού, της ακραίας πολιτικής διαφθοράς και πολιτισμικής παρακμής που σαπουνίζουν με στάχτη τον ουρανό του 21ου αιώνα. Κι αυτό που θέλω στ’ αλήθεια είναι το 2025 να διώξουμε αυτά τα θλιβερά και μίζερα μητσοτακέϊκα σύννεφα και τα τοξικά κεντροαριστερά νέφη που, εδώ και μια πενταετία, σκοτεινιάζουν τον πολιτικό ουρανό της χώρας μας...

20 Δεκεμβρίου 2024

Χριστούγεννα 2024, υπό το κράτος του φόβου για το παρόν και το μέλλον μας


Με την οργή να πλημμυρίζει την ψυχή μας, έτοιμη να εκραγεί κατά των κρατούντων, ανά πάσα στιγμή…

 

Γράφει ο Νίκος Τσαγκρής

Χριστούγεννα 2024 – Πρωτοχρονιά 2025  υπό την σκιά μιας παγκόσμιας πολιτισμικής δυστοπίας, καθώς βαδίζουμε στα τυφλά προς το άγνωστο. Και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τους γνωστούς – άγνωστους πολέμους, την κρίση του καπιταλιστικού συστήματος και την οικονομική κρίση, αλλά και με μια σειρά ακαθόριστων και ασαφών βιοπολιτικών κλονισμών που διαταράσσουν τις ισορροπίες και συντηρούν την λεγόμενη «άγνωστη απειλή»…

Σ’ αυτό το σκηνικό – και με υποφωτισμένα, στη χώρα μας, τα ακραία σημεία διαφθοράς των διαπλεκομένων πεδίων πολιτικής και ΜΜΕ – η ζωή μας γίνεται αντικείμενο καθημερινής πολιτικής και δημοσιογραφικής λαθροχειρίας, το γνωρίζουμε και το ανεχόμαστε παθητικά: «Ζούμε μέρα με τη μέρα, όμως το ανικανοποίητο, η δυσαρέσκεια υπάρχουν στα βάθη της θαμμένης ψυχής που κοιμάται ένα βαθύ, σχεδόν νεκρικό ύπνο», όπως σημείωνε ο Ευγένιος Ιονέσκο στη φάση μιας αντίστοιχα μεγάλης  πολιτισμικής κρίσης του περασμένου αιώνα…

«Κάπως έτσι, αλλά όχι  ακριβώς», μοιάζει να… διορθώνει τον σοφό Ρουμάνο θεατράνθρωπο η εξαμηνιαία έρευνα της MRB για τις πολιτικοοικονομικές κοινωνικές τάσεις στη χώρα μας κατά τη διάρκεια του β’ εξαμήνου του εκπνέοντος έτους: οι λέξεις «φόβος», με ποσοστό 49,4%, και «οργή» (με 46,9%) εκφράζουν περισσότερο τους πολίτες όσον αφορά τα αισθήματά τους για το παρόν και το μέλλον της χώρας». Κάτι που, σε κοινωνιολογική μετάφραση, σημαίνει, «Ζούμε υπό το κράτος του φόβου, με την οργή να πλημμυρίζει την ψυχή μας, έτοιμη να εκραγεί κατά των κρατούντων, ανά πάσα στιγμή»…

«Ζούμε υπό το κράτος του φόβου»!.. Ο Πολωνός κοινωνιολόγος Ζίγκμουντ Μπάουμαν είναι ακαταμάχητος καθώς αναλύει την ανθρωπολογία του φόβου: «Φόβος» είναι το όνομα που δίνουμε στην αβεβαιότητά μας∙ στην άγνοιά μας για την απειλή και για ό,τι πρέπει να κάνουμε – ό,τι μπορούμε και ό,τι δεν μπορούμε να κάνουμε – προκειμένου να τη σταματήσουμε καθ’ οδόν – ή να της αντισταθούμε, αν η αναχαίτισή της ξεπερνά τις δυνάμεις μας*»…

Εξαρχής οφείλουμε να σημειώσουμε την καταλυτική επίδραση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και των social media στη δόμηση της «Κοινωνίας του Φόβου»: «οι πολιτικοί στη Δύση, με την αμέριστη συνδρομή των ΜΜΕ, αξιοποιούν τον φόβο ως πολιτικό εργαλείο», δήλωνε  απερίφραστα ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν, σε μια συνέντευξή του στη «La Repubblica» με τίτλο «Ο Φόβος ως Εργαλείο Κυριαρχίας»

«Ο πυρήνας της σύγχρονης στρατηγικής της κυριαρχίας έγκειται στο να ανάβεις και να κρατάς αναμμένο το φιτίλι της ανασφάλειας… », έλεγε: «ο φόβος είναι ένα μέσο πολύ ελκυστικό προκειμένου η δημαγωγία να αντικαταστήσει την έλλογη επιχειρηματολογία και η αυταρχική πολιτική τη δημοκρατία», εξηγούσε, και έμοιαζε να σκιτσάρει μια mix-καρικατούρα τριών διαφορετικών εκπροσώπων του νεοφιλελευθερισμού, των Τράμπ, Πούτιν και Μακρόν (ή… Μητσοτάκη) αντίστοιχα: «δηλώνουν ότι στόχος τους είναι να εγγυηθούν την ασφάλεια του πληθυσμού, αλλά ταυτόχρονα κάνουν ό,τι είναι δυνατό για να υποδαυλίζουν το αίσθημα ενός επικείμενου κινδύνου». Έτσι, με τον φόβο, οι ανθρώπινοι δεσμοί διαλύονται, το πνεύμα της αλληλεγγύης αποδυναμώνεται, ο χωρισμός και η απομόνωση παίρνουν τη θέση του διαλόγου και της συνεργασίας…

«Όχι, ο φόβος δεν είναι απαραίτητα κακός σύμβουλος, αντίθετα μπορεί να συμβάλλει στη συντήρηση της ελπίδας», διαφωνεί η βιωματική ηρωίδα του σταλινικού φόβου Ναντέζτνα Μαντελστάμ**: «Ο φόβος είναι φως, είναι η θέληση για ζωή, είναι αυτοπεποίθηση. Είναι ένα βαθιά ευρωπαϊκό συναίσθημα», μας διδάσκει. Και με την ασύγκριτη ποιητική ευφυΐα της το αιτιολογεί: «Ο φόβος και η ελπίδα είναι στοιχεία αλληλένδετα. Χάνοντας την ελπίδα, χάνουμε και τον φόβο – δεν έχουμε πια λόγο να φοβόμαστε…»

«Δεν είναι ο φόβος, αλλά η αμηχανία της Δημοκρατίας», είναι μια τρίτη άποψη, αυτή του Ιταλού εξπέρ της πολιτικής θεωρίας, Κάρλο Γκάλι: «το συναίσθημα ότι έχουμε εξαπατηθεί, ότι οι υποσχέσεις δεν έχουν τηρηθεί, κάτι που εδραιώνει μιαν αντίληψη ότι δεν υπάρχει εναλλακτική». Μιαν αντίληψη όμως, που αλλάζει χαρακτήρα σε πολλά μέρη της Δύσης όπου, «παρά τις καθησυχαστικές αφηγήσεις ή τους τρομοκρατικούς εκφοβισμούς, οι πολίτες κατακτούν την αυτονομία τους από το νεοφιλελεύθερο σύστημα, τις αντιφάσεις του οποίου βιώνουν με όρους ανασφάλειας, ανισότητας και έλλειψης προοπτικής. Και εξεγείρονται»…

Είναι και τα δύο. Και ο «φόβος που τρέφει την ελπίδα», και η «αμηχανία της Δημοκρατίας» (το συναίσθημα ότι έχουμε εξαπατηθεί) που οδηγούν στις περιοδικές «αντισυστημικές» εξεγέρσεις των καιρών μας, λέω εγώ. Και λέω ότι, πάνω απ’ όλα, είναι το ιστορικό πολιτικό δικαίωμα του ανθρώπου σε μια καλύτερη, και μια καλύτερη, και μια καλύτερη ζωή. Ένα βαθιά δημοκρατικό συναίσθημα που (ναι, αξιότιμη κ. Μαντελστάμ) «τρέφεται από τον αυτοσεβασμό, την αίσθηση της προσωπικής αξιοπρέπειας, των προσωπικών δικαιωμάτων, των αναγκών, των απαιτήσεων και των επιθυμιών μας».

Εν κατακλείδι, ναι, ζούμε υπό το κράτος του φόβου, με την οργή να πλημμυρίζει την ψυχή μας, έτοιμη να εκραγεί κατά των κρατούντων, ανά πάσα στιγμή»…

*Από την εισαγωγή του Ζίγκμουντ Μπάουμαν, στο βιβλίο του Ρευστός Φόβος (Εκδόσεις Πολύτροπον)

**Ρωσοεβραία συγγραφέας και παιδαγωγός, σύζυγος του σπουδαίου αντισταλινικού ποιητή Osip Mandelstam

 

 

13 Δεκεμβρίου 2024

«Φέρε την έδρα πίσω!»: Μια απάτη της εξουσίας εν ονόματι της… Δημοκρατίας


Το μακιαβελικό θράσος με το οποίο η «ηγεσία» των τελευταίων περιτριμμάτων του ΣΥΡΙΖΑ ζητά επιστροφές «εδρών»

 

Γράφει ο Νίκος Τσαγκρής 

«Η δημοκρατία δεν δημιουργείται από κανένα γραπτό κείμενο. Αν, προτού να μπει στη νομοθεσία, δεν είναι ήδη ένας τρόπος και μια θέληση ζωής, μια μορφή της κοινής ηθικής ενσαρκωμένη στην καθημερινή σχέση της κοινότητας των ανθρώπων, τότε δεν αντιπροσωπεύει παρά μιαν απάτη της Εξουσίας»

Το επαναλαμβάνω ως «μότο» στα δημοσιογραφικά μου κείμενα, κάθε φορά που καταγράφω, αναλύω ή σχολιάζω, μικρά ή μεγαλύτερα εγκλήματα κατά της Δημοκρατίας που – όλο και πιο συχνά, από το 1990 και εντεύθεν – συντελούνται από πολιτικούς ηγέτες, κυβερνητικούς και κρατικούς αξιωματούχους, κομματικούς, ή άλλους πολιτικούς, επαγγελματικούς ή κοινωνικούς φορείς εξουσίας και τους εκπροσώπους τους.

Την εβδομάδα που πέρασε, με αφορμή την ανεξαρτητοποίηση της βουλευτή Ράνιας Θρασκιά από τον ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, βιώσαμε για ένατη φορά (ήταν η ένατη κατά σειρά αποχώρηση βουλευτή μετά την πραξικοπηματική «εκλογή» Φάμελλου στην ηγεσία του κόμματος) την πασίγνωστη, στον κοινοβουλευτικό βίο της χώρας, απάτη των κομματικών και κοινοβουλευτικών εξουσιών εν ονόματι της… Δημοκρατίας, με τον κωδικό «Φέρε την έδρα πίσω!»

Το κωμικοτραγικό σ’ αυτή την περίπτωση είναι το μακιαβελικό θράσος με το οποίο η «ηγεσία» των έσχατων περιτριμμάτων του ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα ζητά την επιστροφή της βουλευτικής έδρας από την κ. Θρασκιά μετά την αποχώρησή της: « Ο λαός είναι αμείλικτος απέναντι σε όσους παραβιάζουν τη βούλησή του να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ η αξιωματική αντιπολίτευση της χώρας»… κατακεραυνώνουν την σεμνή και ήπιων τόνων, φευγάτη Σαλονικιά βουλευτή, επικαλούμενοι την… εκ λαού τιμωρία της.

Ποιοι;  Αυτοί που, ποδοπατώντας κάθε ίχνος εσωκομματικής δημοκρατίας, τιμώρησαν αμείλικτα τον λαό του ΣΥΡΙΖΑ, αποκλείοντας βίαια το 60% των εκλογικών αντιπροσώπων του από το συνέδριο. Επειδή, εκφράζοντας την πλειονότητα της λαϊκής – δημοκρατικής θέλησης, θα επανέφεραν στην ηγεσία του κόμματος της αξιωματικής – ακόμα, τότε – αντιπολίτευσης, τον πραξικοπηματικά αποπεμφθέντα, νόμιμο πρόεδρό του, κ. Κασσελάκη. Κι εκείνοι θα έχαναν το ιδιόκτητο πολιτικό μαγαζάκι τους: σίγουρα λεφτά και… εισόδημα μεγάλο!..

Ρίσκαραν και έχασαν. Όχι το… ιδιόκτητο πολιτικό μαγαζάκι τους,   αυτό το διατηρούν προς το παρόν – αν και οριακά – εντός κοινοβουλευτικού πλαισίου, αλλά εννέα, μέχρι στιγμής, εκλογικές έδρες και τη θεσμική ιδιότητα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Που πάει να πει τα σίγουρα λεφτά και το μεγάλο εισόδημα της «αξιωματικής αντιπολιτευτικής επιδότησης» έκαναν φτερά και παλιά τους τέχνη κόσκινο:

«Φέρε την έδρα πίσω»… Η αρχαία, μα όλο και πιο συχνά επαναλαμβανόμενη στο αντιδημοκρατικό – διαλυτικό σκηνικό  των κοινοβουλευτικών καιρών μας, απάτη των μικροκομματικών εξουσιών, (δίπλα σε πολλές άλλες, βεβαίως, όπως η επιβεβλημένη «κομματική πειθαρχία» των βουλευτών, η βουλευτική ασυλία, ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, τα συμβιβαστικά «ασυμβίβαστα» κ.λπ., κ.λπ.) για την οποία οι πολιτικοί ποιούν την νήσσα όταν οι απώλειες εδρών βλάπτουν το αντίπαλο κόμμα. Ενώ ξεσπαθώνουν με ηχηρά «κατηγορώ» για αποστάτες  και προδότες, όταν οι απώλειες βλάπτουν το δικό τους «μαγαζί».  

Οι δημοσιογράφοι, ως συνήθως, σιωπούν ή σχολιάζουν αναλόγως… εντοπιότητας των ΜΜΕ που υπηρετούν, με τα συμφέροντα εκείνων που φωνάζουν «φέρε πίσω την έδρα». Είναι χαρακτηριστικό ότι το μόνο αξιοπρόσεκτο – ως εμπεριστατωμένο και συνταγματικά τεκμηριωμένο – κείμενο επί της ουσίας του θέματος της που, προσωπικά, εντόπισα και διάβασα ήταν το κείμενο του Γιώργου Λακόπουλου που δημοσιεύτηκε στο «ieidiseis.gr» με αφορμή την ανεξαρτητοποίηση του βουλευτή Επικρατείας Ευάγγελου Αποστολάκη από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ.

Ο Γ. Λακόπουλος, ένας από τους πλέον έμπειρους πολιτικούς συντάκτες και αναλυτές της χώρας, είναι κατηγορηματικός: «Έχουν δίκιο τα κόμματα να φωνάζουν «φέρε πίσω την έδρα»; Καθόλου. Σε ζητήματα συνείδησης, οι βουλευτές οφείλουν πίστη μόνο στο Σύνταγμα», γράφει, προσθέτοντας ότι αυτό ισχύει και για τους βουλευτές Επικρατείας αφού «η ιδιότητα του βουλευτή (σ.σ.: εκλεγμένου ή αριστίνδην) δεν χάνεται»…

 Και εξηγεί: «Οι βουλευτές δεν εκλέγονται για να υπηρετούν τα κόμματα, αλλά για να «αντιπροσωπεύουν το Έθνος», κατά το Άρθρο 51 του Συντάγματος. Όλες οι συναφείς συνταγματικές διατάξεις τους κατοχυρώνουν στην άσκηση των καθηκόντων τους , ως φορείς πλήρους ανεξαρτησίας και ελεύθερων, κατά συνείδηση, επιλογών. Ο όρκος δεν περιλαμβάνει την παραμικρή νύξη για εξάρτηση από το κόμμα τους και τους δίνει απεριόριστο δικαίωμα γνώμης και ψήφου»…

Εξάλλου, «Συνταγματική κατοχύρωση αυτονομίας προκύπτει και από τις διατάξεις κατά τις οποίες η κυβέρνηση εξαρτάται από την εμπιστοσύνη των βουλευτών – και όχι από το εκλογικό αποτέλεσμα – και πέφτει όταν τη χάνει», προσθέτει και, εν κατακλείδι, αιτιολογεί: «Αν ο συνταγματικός νομοθέτης ήθελε να δώσει στα κόμματα εξουσία παρακράτησης της έδρας όσων βουλευτών φύγουν από τις γραμμές τους, θα το ανέφερε. Θα ήταν παράλογο, όμως, γιατί οι κυβερνήσεις δεν θα έπεφταν ποτέ, αφού όποιος βουλευτής ήθελε να καταψηφίσει, θα βρισκόταν χωρίς έδρανο».

Καταλαβαίνετε, ενώ το Σύνταγμα ορίζει ότι η «παραίτηση από το βουλευτικό αξίωμα είναι δικαίωμα του βουλευτή» και όχι υποχρέωση έναντι ουδενός, η παραδοσιακή απάτη των κομματικών - κοινοβουλευτικών εξουσιών με τον κωδικό «Φέρε την έδρα πίσω!..», καλά κρατεί: εν ονόματι της… Δημοκρατίας.