25 Οκτωβρίου 2012

Δίστομο: με τα μάτια της Παναγούλας



Το ιστορικό περίγραμμα: Το πρωί του Σαββάτου της 10ης Ιουνίου του 1944 οι δυνάμεις του 11ου Λόχου του ΙΙΙ/34 τάγματος του ΕΛΑΣ με Διοικητή τον Λοχαγό Χριστόφορο κατέβηκαν στο Στείρι, περιμένοντας τις επίλεκτες δυνάμεις των Γερμανών που είχαν ξεκινήσει από τη Λιβαδειά και την Άμφισσα με σκοπό την τρομοκράτηση και τον εκφοβισμό των κατοίκων του Διστόμου, αλλά και του Στειρίου και του Κυριακίου. Χωριά των οποίων πολλοί κάτοικοι ήσαν οργανωμένοι στο ΕΑΜ και βοηθούσαν τον ΕΛΑΣ στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας. 
Οι αντάρτες φτάνοντας στο Στείρι έστησαν ενέδρα με τρεις διμοιρίες στη θέση Λιθαράκι 1,5 χιλιόμετρο πριν το χωριό. Λίγο μετά τις 12 το μεσημέρι φάνηκανοι οι γερμανικές δυνάμεις (4 γερμανικά και 2 επιταγμένα ελληνικά φορτηγά γεμάτα με άνδρες των SS μεταμφιεσμένους σε χωρικούς για να μην κινήσουν υποψίες) και οι αντάρτες άρχισαν να τους απωθούν. Η μάχη κράτησε περίπου μέχρι τις δύο το μεσημέρι και τότε οι Γερμανοί αναγκάσθηκαν σε οπισθοχώρηση .Οι γερμανικές απώλειες ήταν περίπου 40 νεκροί άνδρες, ενώ των Ελλήνων 15 νεκροί. 

Η σφαγή: Τα SS αποφάσισαν αντίποινα για τις απώλειές των 40 ανδρών τους, μπήκαν στο Δίστομο και άρχισαν την σφαγή όσων κατοίκων έβρισκαν στο μπροστά τους. Η μανία τους ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δεν ξεχώριζαν από το μακελειό ούτε τα γυναικόπαιδα ούτε τους ηλικιωμένους. Τον ιερέα του χωριού τον αποκεφάλισαν, βρέφη εκτελέστηκαν και γυναίκες βιάστηκαν πριν θανατωθούν. Η σφαγή σταμάτησε μόνον όταν νύχτωσε και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Λιβαδειά, αφού πρώτα έκαψαν τα σπίτια του χωριού. Οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν και κατά την επιστροφή των Γερμανών στην βάση τους, καθώς σκότωναν όποιον άμαχο έβρισκαν στον δρόμο τους. Οι νεκροί του Δίστομου έφτασαν τους 228, εκ των οποίων οι 117 γυναίκες και 111 άντρες, ανάμεσά τους 53 παιδιά κάτω των 16 χρόνων. Η μαρτυρία του απεσταλμένου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού George Wehrly ο οποίος έφτασε στο Δίστομο μετά λίγες μέρες μιλάει για 600 νεκρούς στην ευρύτερη περιοχή.



   

                           
Με τα μάτια της Παναγούλας

Διαβάστε τώρα τη συγκλονιστική μαρτυρία της Παναγούλας Σκούτα, το γένος Μαλάμου, 13 χρονών την ημέρα της σφαγής: 


«Την ημέρα εκείνη από το πρωί κουβαλούσαμε σανό με τον πατέρα μου. Οι Γερμανοί με μια μεγάλη φάλαγγα αυτοκινήτων έφτασαν πριν το μεσημέρι. Θυμάμαι πως έπιαναν το δρόμο Λιβαδειάς από λεύκες Καραστάμου (σήμερα αλευρόμυλος) ως το δικό μας σπίτι (μπροστά στο μνημείο της Δημαρχίας). Οι στρατιώτες περιφέρονταν γύρω από τα φορτηγά δίχως να χρησιμοποιούν τα όπλα τους.

Ο πατέρας μου με έστειλε με την μικρότερη αδελφή μου Λουκία, εφτά χρονών, για κρεμμύδια σ 'ένα χωράφι μας έξω από το χωριό. Στο γυρισμό βλέπω στο φυλάκιο του λόφου Κούλια τρεις Γερμανούς φρουρούς με τα όπλα προτεταμένα Ακούω να πέφτει μια ριπή δίχως να καταλάβω καλά - καλά και αμέσως δίπλα στο χωματόδρομο που βαδίζαμε σηκώθηκε κουρνιαχτός από το ανεμοβολητό των βλημάτων.

Φτάσαμε στο σπίτι μας και βλέπω μπαίνοντας στην αυλόπορτα να κάθονται στο μπαλκόνι ο πατέρας μου και γύρω του κατάχαμα και στα σκαλιά δέκα με δεκαπέντε γυναίκες. Σε κάποια στιγμή ύστερα από το μεσημέρι ακούσαμε πυροβολισμούς από την τοποθεσία αγία Ειρήνη προς το Στείρι όπου είχαν τραβήξει τα μπροστινά αυτοκίνητα της γερμανικής φάλαγγας. Τότε ο πατέρας μου είπε στις γυναίκες: «Φαίνεται πως έχουν πιάσει μάχη οι αντάρτες με τους Γερμανούς. Δεν σηκώνεστε να πάτε στα σπίτια σας μήπως μας δουν πολλούς και μας ενοχοποιήσουν;». Οι γυναίκες απάντησαν όλες μαζί τρομαγμένες: «Μπάρμπα Σπύρο εμείς ήρθαμε δω για να είμαστε πιο ασφαλισμένες. Δεν θέλουμε να πάμε σπίτια μας ». Και δεν το κούνησε καμιά. Μόνο η Παναγιού Σκούτα θύμωσε κι έφυγε - αργότερα μάθαμε πως δεν τη σκότωσαν οι Γερμανοί, γλίτωσε. 

Σε λίγο βλέπουμε ένα τζιπ με τραυματία να φεύγει προς τη Λιβαδειά. Οι Γερμανοί της σταματημένης φάλαγγας που ως εκείνη την ώρα ήταν ήσυχοι, άρχισαν να ανακατεύονται, να αγριεύουν, να δίνουν συνθήματα ο ένας στον άλλον και να κινούνται απειλητικοί. Τότε ο πατέρας μου μας προέτρεψε να κατεβούμε στο κατώι, να κλειστούμε και να περιμένουμε. Κατεβήκαμε κι αμπαρωθήκαμε. Έφταναν ουρλιαχτά, άγριες κραυγές, πυροβολισμοί από τα διπλανά Καλαματέϊκα σπίτια. Η αγωνία άρχισε να γίνεται τρόμος.   
Μερικές γυναίκες κρύφτηκαν πλάι στα βαρέλια, άλλες στις γωνιές στις λαδίκες. Βάλαμε και τον πρόσθετο σύρτη - μάνταλο στην πόρτα... 

Έπεσε μια θανατερή ησυχία. Κάποια στιγμή ακούμε στην αυλή τη φωνή, τη στριγκλιά ενός γειτονόπουλου, του Λουκά του Παπανικολάου να ζητάει βοήθεια: «Ωχ μπάρμπα Σπύρο, σώσε με!».Έκλαιγε και φώναζε. Ο πατέρας μου μόλις κατεβήκαμε στο κατώι είχε βάλει τυρί και αυγά σε βαθύ πιάτο και κρασί σε κανάτι για να τα έχει ως φίλεμα για τους Γερμανούς αν τυχόν και έρχονταν. Μόλις άκουσε τη φωνή του Λουκά μου λέει: «Παναγούλα φέρε τα τρόφιμα». Άνοιξε την πόρτα και βλέπουμε τον Λουκά Παπανικολάου να τρέχει κλαίγοντας και κρατώντας τον πληγωμένο του λαιμό και πίσω του ένα κοντό Γερμανό στρατιώτη με όπλο στη μασχάλη να τον κυνηγάει. Εμείς, ο πατέρας μου με το κρασί και τα ποτήρια, εγώ με τα τρόφιμα στα χέρια προχωρήσαμε στην αυλή ως τη μέση που ήταν το πηγάδι. Ο πατέρας μου σηκώνει τα χέρια φιλικά και φωνάζει για να καταπραΰνει τον Γερμανό: «γκουτ μπόϋ» - εννοώντας το τραυματισμένο παιδί. Ο Γερμανός όμως άγριος έκαμε νόημα να μπούμε στο κατώι, γρύλισε ένα «καπούτ» και αρνήθηκε τις προσφορές μας. Εμείς υπακούσαμε. Μόλις πατήσαμε μέσα ορθώθηκε μπροστά στην πόρτα, έφερε καταπάνω μας το όπλο και με μια συνεχόμενη ριπή άρχισε να σκορπίζει το θάνατο πυροβολώντας ολόπαντα. 

Τα πρώτα βλήματα πήραν κατάστηθα τον πατέρα μου που πέφτοντας και ξεψυχώντας σπάραζε: «Ωχ παιδιά μου! Σώστε με! ». Άρχισαν να πέφτουν τα σώματα των γυναικών. Άλλες πάσχιζαν να χωθούν πίσω από τα βαρέλια, άλλες σε λαδίκες και γούρνες. Αφού όλα τα σώματα σωριάστηκαν το ένα πάνω στο άλλο, ο Γερμανός κατεβαίνει και κοιτάει και σκουντάει έναν - έναν γρυλίζοντας για να δει αν είναι σκοτωμένοι και ρίχνει χαριστικές βολές. Το κατώι είχε μια κολώνα στη μέση, Πρώτος έπεσε και σωριάστηκε σ 'αυτήν ο πατέρας μου Σπύρος Μαλάμος 67 χρονών. Ύστερα η Μαρία Λάμπρου 50 χρονών. Η Μαριέττα Φιλίππου, γύρω στα 30. Ήταν έγκυος και μαζί της σφάδαζε και το παιδί στην κοιλιά. Ο ανηψιός μου Στάθης Σταθάς, γιος της αδερφής μου Γιαννούλας, 5 χρονών. Οι γάμπες του ήταν σχισμένες, χαραγμένες όπως σχίζουμε τις μπριζόλες και το κρέας του χυνόταν άσπρο στο χώμα. Η Δήμητρα Μαλάμου, 38 χρονών, με το γιο της Γιάννη, 8 χρονών, καθισμένη σε γούρνα όπου βάζαμε βυτίνα λαδιού με κομμένο σαν με λεπίδα το καύκαλό της και τα μυαλά της χυμένα στους ώμους σαν από μια γεμισμένη κούπα, και στον πανέμορφο λαιμό της... 

Δεν ξέρω αλλά κρατήσαμε την ανάσα μας τόσο όσο δεν αντέχει ανθρώπινος οργανισμός. Αυτός συνέχιζε να μας κλωτσάει όπως τα σφαχτά γρυλίζοντας «Έϊ, έϊ» για να δει αν έχει μείνει κανένας ζωντανός. Μέσα σ 'αυτή την αβάσταχτη νέκρα πήγε κι έβγαλε τις κάνουλες από τα βαρέλια του κρασιού. Άρχισε με βουή και φουρφουρητό να χύνεται το κρασί. Φυσούσε το κρασί κι ο ήχος του ο φριχτός γέμισε το κατώι. Ενώθηκε το κρασί με το αίμα των σκοτωμένων και έγινε μια θάλασσα αίματος κα, κρασιού, μια πηχτή κρέμα που πάνω της έπλεαν πτώματα και σερνόμαστε μωροζώντανοι. Ο Γερμανός διασκέλισε κι ανέβηκε στο πάνω σπίτι. Άκουσα ποδοβολητά και ύστερα κατέβηκε και έφυγε φαίνεται. 

Η μια από τις δυο αδερφάδες μου τις μεγαλύτερες η Γεωργία Αγαπίδου, βρισκόταν τραυματισμένη και καθώς κρύωναν τα τραύματα άρχισε να σκούζει. Είχε σκύψει σ 'ένα καδούλι για να γλιτώσει τις ριπές και την είχε γαζώσει ο Γερμανός στον αγκώνα και στο δεξί γοφό. Σηκώνομαι και με δυσκολία την βγάζω στην αυλή. Βλέπω τη φοράδα μας σκοτωμένη και μια στοίβα κλήματα λαμπαδιασμένα, να βουίζει η φωτιά, να έχει αρπάξει ο φούρνος και οι φλόγες ν 'απειλούν το σπίτι. Η αδερφή μου έσκουζε γιατί τα κρέατά της κρέμονταν από χέρια και γοφούς και δεν μπορούσε να κρατήσει από τους πόνους. Δεν είχα βοήθεια από κανέναν. Μου λέει: «πάρε τον κουβά και σβήσε την φωτιά να μην καεί το σπίτι». Πήρα κι έβγαλα νερό απ 'το πηγάδι μας κι έσβησα τη φωτιά στο φούρνο αλλά όχι και στο παρακάτω χαγιάτι της αυλής. Ανέβηκα στο μπαλκόνι μας και είδα να καίγεται το σπίτι του Χαράλαμπου Σφουντούρη - Πασχούλη. Αργότερα μάθαμε πως κάηκε μέσα το αντρόγυνο. Από το μπαλκόνι βλέπω στην αυλή των Καλαματέων σκοτωμένα τα ζώα και όλη την οικογένεια του Λουκά Σταύρου που ξεκληρίστηκε - πέντε άτομα και δυό συγγενείς τους, εφτά. Η αδερφή μου μού φώναξε να μπω στο σπίτι να πετάξω κάτω τα προικιά μήπως ξαναπιάσει φωτιά και τα κάψει ... κι ας καιγόταν μπροστά το χαγιάτι... 

Μπαίνοντας μέσα διαπίστωσα ότι ο Γερμανός είχε ανακατέψει και ψάξει όλο το σπίτι. Άνω κάτω τα πάντα. Αντιλήφθηκα ότι από το τζάκι έλειπε το ρολόι με τις χρυσές κολώνες και την καμπανούλα που είχε φέρει από την Αμερική ο πατέρας μου. Η αδερφή μου φώναξε να πάρω και τα λεφτά από το παράκλι. Δεν τα βρήκα. Ύστερα μου φώναξε να κατεβάσω τη ραπτομηχανή της να μη χάσει το εργαλείο της δουλειάς της. Εγώ δεκατριών χρονών με μια ψυχραιμία που δεν μπορώ να την καταλάβω σήμερα, κατέβασα τη μηχανή από δεκαεφτά πέτρινα σκαλοπάτια σκαλί - σκαλί με το κεφάλι και τις πλάτες.

Φτάνοντας στο κεφαλόσκαλο το σκυλί μας ο παρδάλης ζυγώνει κλαίγοντας. Με πιάνει από το φουστάνι και με τραβάει.Φοβήθηκα μήπως με φάει γιατί ήμουν γεμάτη παγωμένα αίματα. Τον έδιωχνα: «φύγε παρδάλη!». Αυτό πήγε πιο πέρα, κάθισε στα πίσω πόδια και με το ένα μπροστινό μου έκανε νεύμα και με το άλλο σκούπιζε τα δάκρυά του. Τότε η αδερφή μου Γεωργία λέει: «Πού είναι το κορίτσι η Λουκία μας? Πού έχει πάει η μικρή? Τρέξε, ψάξε να τη βρεις ...» Το σκυλί μπροστά κι εγώ ακολουθώντας φθάσαμε ως την αυλόπορτα. Εκεί πάλι γύρισε και με κάλεσε με το πόδι του. Φεύγει και πάει στέκεται στα κάτω πηγάδια (εκεί που είναι σήμερα το μνημείο μπροστά στη δημαρχία) και μου γνέφει να πάω... 

Όταν έφτασα στην αυλόπορτα βλέπω έξω στους δρόμους ξαπλωμένα σκοτωμένα κορμιά. Λίγο πιο κάτω απ 'το σπίτι μας (εκεί που είναι τώρα η αστυνομία) ήταν σκοτωμένος ο Θανάσης Πανουριάς και η Μαρία Νταή. Πιο κει ο Χρήστος Σκούτας. Δεν γνώρισα άλλους γιατί το μυαλό μου ήταν στο σκυλί και στη μικρή αδερφή μου. Έφτασα στο σκυλί. Τι να δω! Η μικρή μας η Λουκία η εφτάχρονη ανάσκελα χτυπημένη στο μάτι με μια τρύπα βαθιά κατακίτρινη σαν το λεμόνι. Προσπαθώ να την πάρω στην αγκαλιά μου. Δεν μπορώ να τη σηκώσω. Την πιάνω από τις πλάτες και τη σέρνω σβαρνώντας την με δυσκολία μέσα από πολλά αγκαθόχορτα. Το σκυλί την πιάνει με το στόμα του απ 'το φουστάνι και με βοηθάει. Την σύραμε ως την αυλόπορτα του σπιτιού και αποκαμωμένη την άφησα εκεί. Δεν την ξαναείδα...

Βλέπω στο χάνι της αυλής μας την πιο μεγάλη αδερφή μου Κωστούλα Καρβούνη που την είχε τραυματίσει στις παλάμες ο Γερμανός όπως τις είχε βάλει στο πρόσωπό της να μη δει που εκτελούσε την Πανωραία Μάριου. Οι αδερφές μου Κωστούλα και Γεωργία μου λένε: «Φεύγουμε για τον Άγιο Αθανάσιο. Κάμε τι θα κάμεις και έλα και συ ». Ήταν πια σούρουπο. Πήρα κι εγώ να πάω στον Άγιο Αθανάσιο. Φτάνοντας στο διάσελο κόσμος έτρεχε αλαφιασμένος. Άλλοι με άλογα, άλλοι με ρούχα, άλλοι με τρόφιμα να βγουν απ 'το χωριό, ν' ασφαλιστούν στους λόγγους και στα ρουμάνια. Όλοι έκλαιγαν, μοιρολογούσαν, έσκουζαν, σουρομαδιόντουσαν. Έτρεχα κι εγώ. Πριν φτάσω εκεί που είναι σήμερα το Κέντρο Υγείας με πιάνει ποδάγρα.Όλοι μου έλεγαν: «τρέξε παιδί μου Παναγούλα να μας φτάσεις». Εγώ τους έλεγα «τρέχω» αλλά βάδιζα στον τόπο, σημειωτόν. Και τότε ακούω κάποιον να λέει: «Αυτό το έχει πιάσει ποδάγρα μωρέ, όπως μας πιάνει στο στρατό. Πιάστε το να ξεκολλήσουν τα πόδια του .. ». 

Μ 'έπιασαν και βρέθηκα με τους άλλους στον Άγιο Αθανάσιο. Είχαν φανάρι αναμμένο. Ξενυχτήσαμε εκεί. Ύστερα από δυό μέρες ήρθαν και πήραν τους τραυματίες. Βρέθηκα κι εγώ με τις τραυματισμένες αδερφές μου στη Λιβαδειά στην κλινική του Καλή. Κάποια στιγμή μπαίνω στο αποχωρητήριο και βλέπω να σπαρταράει ένα πόδι στο καλαθάκι των σκουπιδιών. Το βάζω στα πόδια. Μου λένε πως είναι το πόδι της Παναγούλας του Μενιδιάτη της εννιάχρονης Διστομοπούλας που της το θέρισαν οι γερμανοί. Μέσα σε πέντε μέρες εμένα και άλλα συνομήλικα και μικρότερα μας πήρε ο Ερυθρός Σταυρός και μας μετέφερε στο Ίδρυμα Αετοφωλιά Α ', στην Κηφισιά

Πηγή, http://viotikoskosmos.wikidot.com/distomo-afigiseis

24 Οκτωβρίου 2012

κλειστά τα θέατρα των αισθημάτων...


                                                        Ν.  Τσαγκρής
                              
                                               Χυτήριο 
                                               Δεν θέλω να είμαι εδώ
                                               στο θλιβερό παρόν                 
                                                                      ρολά κατεβασμένα                 
                                                                      σκισμένες όλες οι σημαίες
                                                                      κατά μήκος του δρόμου
                                               ποιοι είναι αλήθεια εκείνοι που σκορπούν
                                               κεφαλές λαθραίων αμνών στις πλατείες;                  
                                                                      κορμιά – κείμενα
                                                                      στα σφαγεία του έθνους
                                                                      - λιώνουν στο χυτήριο της ψυχής
                                                                      τα ευγενή μέταλλα
                                               ανοιχτά μόνο τα γραφεία τελετών
                                               κλειστά τα θέατρα αισθήσεων και αισθημάτων
                                                                       και εσύ να θές
                                                                       να ζωγραφίσεις τη ζωή
                                                                       με θραύσματα ονείρων
                                                                        
                                               (Νίκος Τσαγκρής, 14/10/2012) Με αφορμή τα επεισόδια στο "Χυτήριο"

17 Οκτωβρίου 2012

Τα χρώματα της Αλίκης Βουγιουκλάκη



Θα σας πω μια ιστορία παιδική, διόλου σοβαρή, αστεία ιστορία. Μια ιστορία απ’ εκείνες που κρατώ σφιχτά να μην τις χάσω και χαθώ στην καταθλιπτική σοβαροφάνεια των πολλών...
Είναι μια ιστορία άκρως φωτεινή, σαν τις δικές σας ιστορίες τις παιδικές, για θαυμαστά συμβάντα, λαμπερά, πράγματα που έκαναν τα παιδικά σας μάτια να λαμποκοπούν, να αστράφτουν. 

Τότε, στη χώρα μας, ήταν ασπρόμαυρη η ζωή. Σαν τις ελληνικές ταινίες στο «Πάνθεον», και στο «Rex», τα σινεμά της πόλης. Χρώμα είχαν μόνο τα δέντρα, τα πουλιά, ο ουρανός, η θάλασσα τ' αστέρια...
Ήμουν στην τελευταία τάξη του Δημοτικού – την πρώτη Γυμνασίου, δεν θυμάμαι. Θυμάμαι μόνο πως η είδηση που ήρθε στη μικρή μας πόλη ήταν μαγική: Η πρώτη έγχρωμη ελληνική ταινία, μια υπερπαραγωγή της «Φίνος Φιλμ», με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, προβάλλεται από Δευτέρα στον κινηματογράφο «Rex»... 

Λοιπόν, που λέτε, αυθορμήτως μαζευτήκαμε, θυμάμαι, τα παιδιά, η χάρη μου και οι δύο αδελφές μου οι πιο μικρές, στην κρύπτη μας την παιδική, στο περιβόλι, δίπλα στο πηγάδι:«Θα πάμε, σιγά μη χάσουμε τα χρώματα της Αλίκης», αποφασίσαμε… ομόφωνα. Φυσικά, κρυφά απ’ τους γονείς μας, – δεν μας άφηναν ακόμα τότε να πάμε σινεμά – "μα που θα βρούμε τα λεφτά;".  Και οι καρδιές μας άρχισαν να χτυπούν τρελά, παράνομα, μόλις το όνειρο άρχισε να κτίζεται, να παίρνει σάρκα και οστά. 



    
Την άλλη μέρα, μες στη σάκα μου, δίπλα στα σχολικά βιβλία, είχα δέκα ατσαλάκωτους "Μικρούς Ήρωες". Και κλέβοντας μία ώρα απ' το σχολείο, κάνοντας τον άρρωστο, πήγα στο στιλβωτήριο που πρακτόρευε τα περιοδικά και έκανε ανταλλαγές και αγοραπωλησίες (Μικρούς Ήρωες, Γκαούρ – Ταρζάν, Υπεράνθρωπους, Μάσκες), πέντε τεύχη παλαιά - ένα καινούριο. Έβγαλα τους Μικρούς μου Ήρωες από τη σάκα και παρακάλεσα το αφεντικό να τα αγοράσει: «Αυτή τη φορά, θέλω λεφτά και όχι ανταλλαγή», του είπα φοβισμένα. Εκείνος φάνηκε πως κατάλαβε, χαμογέλασε, πήρε τους Μικρούς Ήρωες και με πλήρωσε: ένα πενηνταράκι τον καθένα. Πέντε ολόκληρες δραχμές!.. 
Πήρα με ανακούφιση τα λεφτά και τα 'κρυψα στην κολότσεπη. Αργότερα, στη... σύσκεψη, στην κρύπτη μας την παιδική, η μικρότερη αδελφή μου, κλαίγοντας από τις τύψεις, ομολόγησε την… καλή είδηση: ."Έκλεψα από την τσάντα της μαμάς δέκα δραχμές"... Τέλεια!.. 

Δευτέρα απόγευμα, το σκάσαμε απ’ το σπίτι σαν κλέφτρόνια – που ήμαστε! Και τρέχοντας απνευστί τον χωματόδρομο που οδηγούσε στην πόλη φτάσαμε στην κεντρική πλατεία της όπου δέσποζε ο κινηματογράφος «Rex». Βγάλαμε εισιτήρια, μπήκαμε στην αίθουσα, καθίσαμε στα βελουδένια κόκκινα καθίσματα και περιμέναμε με λαχτάρα το καμπανάκι της έναρξης...

 Κι έγινε σκοτάδι. Κι ύστερα οι ακτίνες του προβολέα ξεχύθηκαν από τη μουσούδα της μηχανής προβολής σαν οριζόντιο ουράνιο τόξο. Και η οθόνη γέμισε χρώματα μοναδικά, χαρούμενα, εκτυφλωτικά, σινεμασκόπ: χρυσό της νιότης στα μαλλιά, ροζ της χαράς στα χείλη και κόκκινο βαθύ της έξαψης στις παριές, χρώμα - καθρέφτης του πρωτάρη έρωτα ενός σπαθάτου αγοριού, για το ομορφότερο, το πιο λαμπρό αστέρι της ζωής του… 

Και το κορίτσι να γελά μ' αυτό το γέλιο το τσαχπίνικο, το λυγερό, που λαχταρά ζωή. Και να ρισκάρει, να εισχωρεί στο άντρο των ανδρών, το Ναυτικό, για να εισπράξει απ' τον καλό της μια αγκαλιά κι ένα φιλί: τη λέγανε Αλίκη και ήταν αδιαμφισβήτητη πρωταγωνίστρια στη χώρα των θαυμάτων μας... 

Γυρίσαμε στο σπίτι αργά και φάγαμε το ξύλο της χρονιάς. Όμως το περιμέναμε ως… ευπρόσδεκτο κακό, γι αυτό όταν τέλειωσε γελούσαμε κρυφά. Τι είναι δυο – τρεις μπάτσες ως αντίτιμο για τ’ όνειρο που έζησε ένα παιδί; Άλλωστε, το γνωρίζαμε από πριν, η Αλίκη μας το είχε πει… ασπρόμαυρα: Το ξύλο βγήκε απ' τον Παράδεισο…

Χρονογράφημα του Νίκου Τσαγκρή (Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΕΘΝΟΣ τότε που πέθανε η Αλίκη)

10 Οκτωβρίου 2012

Γράμμα απ’ τον Μανώλη Ρασούλη...



(και μια κατόπιν εορτής απάντηση…) 

 
Μια μέρα βρήκα κάτι γράμματα του Ρασούλη, ξεχασμένα σ’ ένα φύρδην – μίγδην συρτάρι. Πραγματικά ξεχασμένα, καθόλου δεν θυμόμουν ότι είχα αλληλογραφία μαζί του. Ξαφνιάστηκα λοιπόν και χάρηκα μ’ αυτά τα γράμματα σαν να τα λάβαινα εκείνη τη στιγμή – από τον άλλο κόσμο ίσως; Κι άρχισα να τα ανοίγω με περιέργεια να μάθω τι συμβαίνει… 
Τα γράμματα περιείχαν… άλλα γράμματα, που πάει να πει κείμενα του Μανώλη περί παντός του καλλιτεχνικού, πολιτικού και φιλοσοφικού επιστητού, προς δημοσίευσιν. Κείμενα γραμμένα με το αγαπημένο, ρασουλικό που το λέγαμε, στυλάκι του Μανώλη. Στο καπάκι, τα γράμματα που περιείχαν άλλα γράμματα, είχαν μέσα κι ένα μικρότερο γράμμα. Γράμμα… πικραμένο, απευθυνόμενο προς τον παραλήπτη και εντεταλμένο διαχειριστή του περιεχομένου του μεγάλου γράμματος. Κάτι σαν κι αυτό: 

Φίλε Νίκο γεια τι γένεται; Σε διάβασα προχθές και έγραφες με το γνωστό συμπαθητικό βαριεστημένο ύφος σου ότι τρείς απ’ το ελληνικό τραγούδι σούρχονται στο μυαλό, η Ευτυχία ο Βίρβος και ο Λ. Παπαδόπουλος. Φυσικά δημοκρατικό δικαίωμα σου, και οι τρεις είναι κλασσικοί. Απλώς μετά είπες για το βιβλίο του Παπαδόπουλου όπου παίζανε γκαζές κι άλλα χωμάτινα παιχνίδια. Δεν σε παίζω Νίκο γιατί κι εγώ γράφω για σβούρες, γυαλένια, ντελί ματζάκι (!). Επίσης, ο Καρούζος ο που μας πέθανε, μούλεγε συχνά στο μπαρ Ράμπα: με γυάλινα ασανσέρ ο Λευτεράκης ρε Ρασούλη; Κι ήταν φίλος του, Λευτεριστής. Ρε Νίκο μπας και είσαι Λευτεριστής Σταλινικός; Αγάπα τους φίλους σου με τα ελαττώματα τους, οπότε κι εσένα σ’ αγαπώ με όλα σου. Tι κάνουν τα τραγούδια σου; Εσύ ήσουν γεννημένος ρεμπέτης σε μια μεταρεμπέτικη εποχή. Ήταν ατυχία. Όταν σε δω θα σου πω μια λύση. Νίκο έχω ένα επείγον γράμμα για δημοσίευση. Please βάλτο. Μπορεί να μη συμφωνείς όμως πάλι οριοθετώ κάτι και γι αυτό βάλτο. Υπάρχει περίπτωση να γράφω κάνα κομμάτι και να πληρώνομαι. Τώρα δεν παίζω παραστάσεις γιατί μου ανεβαίνει η πίεση οπότε… Κάποια κείμενα για το ελληνικό τραγούδι; Τι λες κι εσύ;                                                                                                                                                    

                                                                                                   Μανώλης Ρασούλης, 24 /2 / 1996 

Τι να πω εγώ φιλαράκι; Να πω ότι τώρα που ξαναδιαβάζω τα γράμματά σου αποκτώ συνείδηση για το πόσο ασυνείδητη ήταν η σχέση μου μαζί σου; Μανώλη, ένοιωθα φίλος σου αλλά δεν ήξερα ούτε το είχα σκεφτεί ότι ήμουν, και δεν ήξερα, δεν το είχα καν σκεφτεί, αν κι εσύ ένοιωθες φίλος μου και αν ήσουν. Μα τώρα, αυτό το «Φίλε Νίκο» της προσφώνησης σ’ αυτά τα ξεχασμένα γράμματα, τα συμφραζόμενα, εκείνο το «οπότε κι εσένα σ’ αγαπώ με όλα σου» ιδιαίτερα, τα κρατώ και δικαιούμαι, φαντάζομαι, να τα μνημονεύω σαν τεκμήρια μιας αμοιβαίας φιλίας. Ποτέ δεν είναι αργά…
Που λες λοιπόν, Μανώλη, τώρα που τα ξαναβρήκαμε, θέλω να σου πω ότι αυτό το γραμματάκι είναι ένας αυθεντικός καθρέφτης σου, κάτι σαν ακτινογραφία του παραπονιάρικου και αγαπησιάρικου ψυχισμού σου. Μου γράφεις, να πούμε, για να μου ‘την πεις’ επειδή έγραψα ένα κειμενάκι για το βιβλίο του Λευτέρη του Παπαδόπουλου («Παλιοί Συμμαθητές»). Και μου τον χρεώνεις σαν φίλο – περισσότερο δικός σου παρά δικός μου φίλος είναι– αφήνοντας ίχνη ζήλιας και δίκαιου, εδώ που τα λέμε, οικονομικού φθόνου, μ’ αυτή την ατάκα για τα «γυάλινα ασανσέρ» του Καρούζου.. Και μου κάνεις πλάκα κι από πάνω με τους… «Λευτεριστές», αυτή την ανάρμοστα παλιμπαιδική, δημοσιογραφική φάρσα. 
Παραπονιέσαι, Μανώλη, ότι δεν έγραψα ποτέ για τα δικά σου βιβλία (έγραψα ή ανέθετα σε άλλους να γράφουν) και τσαντίζεσαι που ξεχωρίζω (ως «κλασικούς», που το λες) τους Κώστα Βίρβο, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και Λευτέρη Παπαδόπουλο. Αλλά αυτό ακριβώς κάνω, τους ξεχωρίζω ως κλασικούς μιας εποχής του λαϊκού τραγουδιού, αυτής που έκλεισε τον κύκλο της στο τέλος της δεκαετίας του ’70. Ως Τελειωμένους δηλαδή – ολοκληρωμένους και πεπερασμένους μαζί – κλασικούς. 
Ενώ εσένα, Μανώλη, σε τοποθετούσα τότε και σε θεωρώ σήμερα, πέρα και πάνω απ’ εκείνους: μόνο και μοναδικό, στο τώρα – τότε, και στο μετά – σήμερα. Μοντέρνο τότε και κλασικό τώρα πια, της τελευταίας περιόδου του λαϊκού τραγουδιού. Του οποίου τον βίο εσύ κυρίως, (με την παρέα σου, τον Ξυδάκη τον Παπάζογλου και τ’ άλλα παιδιά) παρέτεινες κατά μία τριακονταετία (1980 – 2010). Με τα εκθαμβωτικά φρέσκα και θαυμαστά αρμονισμένα στα σώψυχα της γενιάς της μεταπολίτευσης τραγούδια σου: τους δύο τους πιο λαμπερούς και ανανεωτικούς κύκλους τραγουδιών στην ιστορία της Ελληνικής δισκογραφίας, την «Εκδίκηση της Γυφτιάς» και τα «Δήθεν»… 
Αυτά προς το παρόν, με την ελπίδα πως κάλυψα αρκούντως τον παραπονιάρικο και αγαπησιάρικο ψυχισμό σου. 
                Ο φίλος σου, Ν.Τ. 




Υ.Γ: Η σχέση μου με τον Ρασούλη ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του `80, τότε που κυκλοφόρησε την «Εκδίκηση της γυφτιάς» (όταν πρωτοσυναντηθήκαμε στο ΒΗΜΑ για την παρουσίαση του δίσκου) και τελειώνει στις αρχές της δεκαετίας του 2011, τότε που πήγα να τον αποχαιρετίσω (στο Πρώτο Νεκροταφείο). Και έφυγα τρέχοντας, όταν είδα κάποιες πολιτικές φάτσες (ανεπιθύμητες για μένα, αλλά και για τον Ρασούλη υποθέτω – γνωρίζω αλλά δεν θέλω να πω) να ακκίζονται φιλορασουλικά στις τηλεοπτικές κάμερες για… επικοινωνιακούς – όπως ξετσίπωτα, οι ίδιοι τους λένε – λόγους. Ενδιάμεσα συνεργαστήκαμε σε εφημερίδες, περιοδικά και ραδιόφωνα και κάναμε παρέα αρκετές φορές σε ήσυχες κι ανήσυχες, και μεθυσμένες νύχτες των καιρών μας…
                                                                                                                             Ο φίλος σου, Ν.Τ.