30 Δεκεμβρίου 2012

Η διαδρομή της λίστας Λαγκάρντ δείχνει τον Ευάγγελο Βενιζέλο...


Ποιος είναι ο υπ’ αριθμόν ένα ύποπτος στην υπόθεση της Λίστας Λαγκάρντ; Ο Παπακωνσταντίνου ή ο Βενιζέλος; Η περιπετειώδης διαδρομή της λίστας και τα αυτονόητα ερωτήματα που προκαλεί η πλημμελής – ή και κακουργηματική – διαχείρισή της από τους υπουργούς Οικονομικών των κυβερνήσεων Παπανδρέου και Παπαδήμου (θυμίζουμε ότι στη δεύτερη συμμετείχε ο Αντ. Σαμαράς) δίνουν απαντήσεις που συγκρούονται με την εσπευσμένη στοχοποίηση ενός προσώπου (του Γ. Παπακωνσταντίνου) ως μοναδικού υπεύθυνου για την απόκρυψη και την αλλοίωση της λίστας. Και την αστραπιαία συγκυβερνητική συναπόφαση για σύσταση προανακριτικής επιτροπής στρεφόμενης αποκλειστικά και μόνο κατά του προκατόχου του Ευ. Βενιζέλου στο υπουργείο Οικονομικών.

Ή διαδρομή της λίστας

1. Τον Οκτώβριο του 2010 η λίστα παρελήφθη σε μορφή CD από τον υπουργό Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου. Η παραλαβή της δεν πρωτοκολλήθηκε. Δεν υπήρξε καμία ανακοίνωση για την ύπαρξη της συγκεκριμένης λίστας ούτε για κάποιες πιθανές ενέργειες του υπουργού για την διερεύνηση του περιεχομένου της.

Τα Ερωτήματα:
-Γιατί δεν πρωτοκολλήθηκε η λίστα Λαγκάρντ κατά την παραλαβή της;
-Γιατί δεν δόθηκε, αμέσως, εντολή προς τις αρμόδιες οικονομικές και δικαστικές υπηρεσίες για τη διερεύνηση και τον οικονομικό έλεγχο όλων των προσώπων της λίστας;
-Ποιοι είδαν το περιεχόμενο της λίστας και ποια από τα ονόματα που περιλαμβάνονται σ’ αυτήν ενημερώθηκαν - και από ποιους - κατά τη διάρκεια των επτά μηνών (10/2010 – 6/2011) που διήρκεσε η απόκρυψη της λίστας και η σιωπή;
-Ο Γ. Παπακωνσταντίνου είδε τα ονόματα των συγγενών του στη λίστα. Την παρακράτησε για να καλύψει μόνο τους συγγενείς του - και την αλλοίωσε γι αυτό - ή για να καλύψει άλλα ονόματα της οικονομικής ελίτ που περιείχε;

2.Τον Ιούνιο του 2011 (μετά την μετακίνηση του Γ. Παπακωνσταντίνου από το υπουργείο Οικονομικών), μαθαίνουμε ότι ενημερώθηκε ο τότε επικεφαλής του ΣΔΟΕ Ι. Διώτης για τη λίστα και την προέλευσή της και ότιτου παραδόθηκε με τη μορφή USB.

Τα Ερωτήματα:
-Γιατί ο Ι. Διώτης παρέλαβε τη λίστα σε μορφή USB; Τι απέγινε το αρχικό CD που παρέλαβε ο Γ. Παπακωνσταντίνου;
-Η λίστα που παρέλαβε ο Ι. Διώτης με τη μορφή USB πόσα ονόματα περιείχε; Περιλαμβάνονταν σ’ αυτά οι συγγενείς του Γ. Παπακωνσταντίνου ή είχαν ήδη «σβηστεί»;

3. Τον Αύγουστο του 2011 παραδόθηκε η λίστα Λαγκάρντ στον τότε υπουργό Οικονομικών της κυβέρνησης Παπαδήμου, Ε. Βενιζέλο. Τότε ο Ι. Διώτης, κατά μεταγενέστερη δήλωσή του Ε. Βενιζέλου, προέβαλλε κάποιες νομικές ενστάσεις όσον αφορά την αξιοποίηση της λίστας από τις οικονομικές υπηρεσίες και ο Ε. Βενιζέλος πέταξε τη λίστα στα «αζήτητα» του γραφείου του.

Τα Ερωτήματα:
-Πιστεύει κανείς ότι ο Ι. Διώτης μετέφερε νομικές απόψεις για την αξιοποίηση ή μη της λίστας στον αρχιτέκτονα του νόμου για τη χρήση των προϊόντων υποκλοπών; Μήπως ο ίδιος ο Βενιζέλος του είπε «υπάρχει πρόβλημα, άσ’ το καλύτερα»;
-Πιστεύει κανείς ότι ο Βενιζέλος δεν «άνοιξε» τη λίστα, δεν είδε τα ονόματα που περιείχε και ότι, πέρα από τα «βαριά ονόματα» του οικονομικού συστήματος που περιλαμβάνονται σ’ αυτή, δεν παρατήρησε ότι υπήρχαν μεταξύ αυτών και συγγενείς του Γ. Παπακωνσταντίνου;

4. Στις 2 Οκτωβρίου του 2012, ο Ε. Βενιζέλος, κυβερνητικός εταίρος της κυβέρνησης Α. Σαμαρά, διαβίβασε στο πρωθυπουργικό γραφείο το USB που περιείχε τη λίστα Λαγκάρντ. Ακολούθως η λίστα παραδόθηκε ιδιοχείρως στον επικεφαλής του ΣΔΟΕ Στασινόπουλο, ο οποίος την ίδια μέρα ενημέρωσε επί του θέματος τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ν. Παντελή, ο οποίος την παρέδωσε στον οικονομικό εισαγγελέα Γρ. Πεπόνη. Μετά από 17 μέρες, στις 19 Οκτωβρίου, ο υπουργός Οικονομικών Γ. Στουρνάρας ενημερώνει τους εισαγγελείς ότι δεν υπήρχε πρωτόκολλο καταχώρησης της λίστας.

Τα Ερωτήματα:
-Τι συνέβη και, μετά από δεκατρείς μήνες, ο Ευ. Βενιζέλος θυμήθηκε ότι ο ίδιος είχε πετάξει το στικάκι με τη λίστα σε κάποιο συρτάρι κάποιου γραφείου του;
-Ποιοι και για πόσες ώρες χρειάστηκε να ψάξουν τα γραφεία του προέδρου του ΠΑΣΟΚ μέχρι να βρεθεί η λίστα;
-Γιατί θυμήθηκε την ύπαρξή της και αποφάσισε να την παραδώσει εν μέσω δημόσιας κατακραυγής και μόνο μετά την ανακοίνωση του Ι. Διώτη ότι είχε επιστρέψει τη λίστα (ως νομικά ‘άχρηστη’) στον Ευ. Βενιζέλο;
-Πιστεύει κανείς ότι ο Ευ. Βενιζέλος, διαχειριζόμενος επί ένα χρόνο και ένα μήνα τη λίστα Λαγκάρντ, δεν γνώριζε τα τρανταχτά ονόματα της οικονομικής ελίτ που περιλάμβανε (μεταξύ αυτών, και των συγγενών του Γ. Παπακωνσταντίνου;
-Πιστεύει κανείς ότι, πριν ο Ευ. Βενιζέλος παραδώσει τη λίστα στον κυβερνητικό του (συν)εταίρο Α. Σαμαρά, δεν είχε την δυνατότητα να την «πειράξει», αφαιρώντας τα ονόματα της οικογένειας του προκατόχου του, προκειμένου να δείξει τον Γ. Παπακωνσταντίνου ως μοναδικό ύποπτο για την αλλοίωση και την απόκρυψη της λίστας Λαγκάρντ;  Πιστεύοντας ότι έτσι θα βγει ο ίδιος (και η κυβέρνηση Σαμαρά) από το «κάδρο» των ενόχων για την απόκρυψη της λίστας και τη συγκάλυψη των προσώπων της οικονομικής ελιτ που αυτή εμπεριέχει;

27 Δεκεμβρίου 2012

Οι ορχήστρες της ασφάλτου...


Κάποιες βραχνές κραυγές βιολιού διεμβόλισαν τον θόρυβο των διερχομένων αυτοκινήτων και γρατσούνισαν τα αυτιά των κουρασμένων μετοίκων της Ομόνοιας. Ακολούθησε μια τσιγγάνικη μελωδία ντυμένη με την αλήτικη γοητεία της Κάρμεν. Αμέσως ένα αεράκι φύσηξε και παραμέρισε το νέφος, καθαρίζοντας οριστικά την εικόνα: ένας Αρμένιος δεξιοτέχνης βιολιστής σε ένα ρεσιτάλ ευαισθησίας, οχτώ το πρωί στην Ομόνοια. Δίπλα του ένα τεράστιο πιάνο με ουρά και ο πιανίστας που άρχισε να πατά τα πλήκτρα γεμίζοντας με μπάσες συγχορδίες τα κενά... Σε λίγο στην Πλάκα οι κιθαρίστες έπαιζαν και τραγουδούσαν αθηναϊκές καντάδες και στο Θησείο ένα jazz - group αυτοσχεδίαζε αρμονικές αντιφάσεις. Ενώ αργότερα η Τραβιάτα του Βέρντι, εκτελεσμένη άψογα από μια μικρή συμφωνική ορχήστρα, μετέτρεψε την πλατεία Κολωνακίου σε μια ανοιχτή καφέ – όπερα...

******
Απομεσήμερο στη Βουκουρεστίου. Ένα κουαρτέτο (βιολί, βιολοντσέλο, όμποε, κλαρινέτο) γεμίζει τον πεζόδρομο με κομψές μελωδικές πιρουέτες. Οι περαστικοί έχουν σχηματίσει κυκλικό ακροατήριο. Ένας μπόμπιρας, τεσσάρων πέντε ετών έχει ξεφύγει απ' το χέρι του μπαμπά και πλησιάζει σοβαρός προς τα μπαγκάζια της ορχήστρας. Σκύβει, σηκώνει μια μικρή φλογέρα κι αρχίζει να φυσά, φτιάχνοντας με τα παιδικά του δάχτυλα μικρές αδέσποτες φευγάτες νότες... Έτσι ακριβώς αρχίζει η μουσική να βγαίνει στον αέρα. Με σκόρπιους ήχους, που αν τους βάλεις σε κάποια σειρά, αποτελούν μια φράση μουσική, μια μελωδία. Και αν συνεχίσει, να ταιριάζεις νότες, φράσεις, μελωδίες, τότε μπορείς να φτιάξεις μόνος σου μια μουσική εικόνα, ένα «έργο».

******
Πιστεύω πως οι άνθρωποι, γεννιούνται μουσικοί. Και ποιητές, ζωγράφοι, γλύπτες, χορευτές και συγγραφείς και θεατρίνοι. Όμως οι πιο πολλοί, νοθεύουν τις αισθήσεις τους νωρίς, καθώς εθίζονται από μωρά στην αθλιότητα που είναι γύρω τους και λέγεται «ανθρώπινη ζωή» και «κόσμος». Στο τέλος γίνονται απλοί ακροατές και θεατές των λίγων που κατάφεραν να μείνουν καλλιτέχνες. Όπως οι Αθηναίοι αυτές τις χριστουγεννιάτικες μέρες. Που έγιναν ακροατές δεκάδων καλόγουστων μουσικών χάπενινγκ σε διάφορα σημεία της πόλης. Όσοι τυχαία βρέθηκαν εκεί στάθηκαν, στ' αλήθεια, τυχεροί ακροατές.


Νίκος Τσαγκρής.1996

21 Δεκεμβρίου 2012

Η επιστροφή των Χριστουγέννων



Aπό τότε τα Χριστούγεννα δεν ξαναήρθαν. Δεν θυμάται πόσα χρόνια πέρασαν. Στην αρχή τα περίμενε. Σχεδόν αρρώσταινε όταν πέρναγαν δίπλα του, τα έβλεπε, μα δεν μπορούσε να τα αγγίξει. Αργότερα, με το χρόνο, τα Χριστούγεννα απέφευγαν να τον επισκεφθούν, γιατί τον έβλεπαν αδιάφορο και ξεχασμένο. Ύστερα τα ξέχασε αυτός. Κάθε χρονιά, σαν έφταναν γιορτές, έπαιρνε στα παιδιά τα δώρα μηχανικά, από συνήθεια. Έπλενε το γυαλιστερό αυτοκίνητο, φόρτωνε την οικογένεια και χανόταν...


Μια δυο φορές βαθιά στη μνήμη του, μέσα από την πάχνη της λήθης, πρόβαλαν ντροπαλά κάποιες εικόνες των τελευταίων Χριστουγέννων: το μικρό τύμπανο με το τενεκεδένιο πλαϊνό περίβλημα χρωματιστό, κόκκινα, μπλε και κίτρινα τριγωνάκια, το ένα μέσα στ' άλλο. Τα δύο ξυλάκια που χτυπούσαν τα παιδιά τα αδέξια μαρς. Ήταν το πιο πολύτιμο δώρο της μαμάς. Ακόμα οι φρέσκοι κουραμπιέδες και το «μελαχρίνάκι», το πιο πλούσιο φτωχό γλυκό, με ζάχαρη άχνη από πάνω. Και τα παιχνίδια στην αυλή, οι παιδικές φωνούλες μέσα από τις κατάλευκες νιφάδες του χιονιού…


Και φέτος, ξαφνικά, χωρίς καμιά προειδοποίηση εκτός από ένα χαμόγελο γυναίκας – δύο φρέσκα χείλια σ' ένα ροζ χαμόγελο – έφεραν πίσω τα Χριστούγεννα. Αυτός ξανάγινε παιδί, πέταξε τα αντρικά παιχνίδια, πολιτική, καριέρα και αυτοκίνητα και μπήκε στην κουζίνα μυρίζοντας με ευγνωμοσύνη το άρωμα απ' τα μελομακάρονα. Ύστερα άνοιξε τα κουτιά με τα πολύχρωμα λαμπιόνια κι έπιασε να στολίζει όμορφα το δένδρο. Στο τέλος έγραψε με παιδικά κραγιόνια στο θολωμένο από τη θαλπωρή τζάμι «Καλά Χριστούγεννα». Και το εννοούσε...
 *Από τη συλλογή χρονογραφημάτων του Νίκου Τσαγκρή "Εγώ, Εμείς, Αυτοί είμαστε"  Εκδόσεις Καστανιώτης 

20 Δεκεμβρίου 2012

Η επιστροφή των Χριστουγέννων...

Από τότε τα Χριστούγεννα δεν ξαναήρθαν. Δεν θυμάται πόσα χρόνια πέρασαν. Στην αρχή τα περίμενε. Σχεδόν αρρώσταινε όταν πέρναγαν δίπλα του, τα έβλεπε, μα δεν μπορούσε να τα αγγίξει. Αργότερα, με το χρόνο, τα Χριστούγεννα απέφευγαν να τον επισκεφθούν, γιατί τον έβλεπαν αδιάφορο και ξεχασμένο. Ύστερα τα ξέχασε εκείνος. Κάθε χρονιά, σαν έφταναν γιορτές, έπαιρνε στα παιδιά τα δώρα μηχανικά, από συνήθεια. Έπλενε το γυαλιστερό αυτοκίνητο, φόρτωνε την οικογένεια και χανόταν...

Μια δυο φορές βαθιά στη μνήμη του, μέσα από την πάχνη της λήθης, πρόβαλαν ντροπαλά κάποιες εικόνες των τελευταίων Χριστουγέννων: το μικρό τύμπανο με το τενεκεδένιο πλαϊνό περίβλημα χρωματιστό, κόκκινα, μπλε και κίτρινα τριγωνάκια, το ένα μέσα στ' άλλο. Τις δύο μπακέτες που έπαιζαν τα παιδικά αδέξια μαρς. Ήταν το πιο πολύτιμο δώρο της μαμάς. Ακόμα οι φρέσκοι κουραμπιέδες και το «μελαχροινάκι», το πιο πλούσιο – φτωχό γλυκό, πασπαλισμένο με ζάχαρη άχνη. Και τα παιχνίδια στην αυλή, οι παιδικές φωνούλες μέσα από τις κατάλευκες νιφάδες του χιονιού…

Μα να που φέτος, ξαφνικά, χωρίς καμιά προειδοποίηση, ένα χαμόγελο γυναίκας – δύο χείλη σ' ένα ροζ χαμόγελο – έφεραν πίσω τα Χριστούγεννα. Αυτός ξανάγινε παιδί, πέταξε τα αντρικά παιχνίδια, πολιτική, καριέρα και αυτοκίνητα και μπήκε στην κουζίνα, μυρίζοντας με ευγνωμοσύνη το άρωμα απ' τα μελομακάρονα. Ύστερα άνοιξε τα κουτιά με τα πολύχρωμα λαμπιόνια κι έπιασε να στολίζει όμορφα το δένδρο. Στο τέλος έγραψε με παιδικά κραγιόνια στο θολωμένο από τη θαλπωρή τζάμι «Καλά Χριστούγεννα». Και το εννοούσε...
Νίκος Τσαγκρής: Από τη συλλογή χρονογραφημάτων Εγώ, Εμείς, Αυτοί είμαστε (Εκδόσεις Καστανιώτης)

16 Δεκεμβρίου 2012

Άκης Πάνου, ο αδιάψευστος…




Θυμάμαι ότι πάντα, από μικρό παιδί, απέφευγα να συναντήσω, να τους ζήσω από κοντά, ανθρώπους που εκτιμούσα για την ξεχωριστή ζωή τους, για το έργο τους, για το κατόρθωμά τους. Υπήρχε πάντα μια ενδόμυχη φοβία πως θα καταρρεύσει ο μύθος που, ως συνήθως, συνοδεύει τους διάσημους και τους ξεχωριστούς ανθρώπους.
Έτσι, σχεδόν συνειδητά, έστριβα την κατάλληλη στιγμή στις περιπτώσεις που η ζωή με έφερνε κοντά τους. Και προτιμούσα να συνομιλώ με το έργο τους, Ποίηση, Μουσική, Λογοτεχνία, Θέατρο, Ζωγραφική, Γράμματα, Τέχνες, Επιστήμες, Πολιτική. Να ανταλλάσσω μυστικά τις σκέψεις μου με τις δικές τους. Να αγγίζω την ψυχή του έργου κι όχι του δημιουργού...

Αργότερα, λόγω εμπλοκής στα δίχτυα της ερασιτεχνικής πολιτικής και στην εφήμερα ανανεούμένη πλάνη της δημοσιογραφίας, αναπόφευκτα, κι ενώ εξακολουθούσα να το αποφεύγω, συνάντησα πολλούς «ξεχωριστούς» ανθρώπους. Είδατε, αμέσως μπήκαν εισαγωγικά στη λέξη, γιατί οι μύθοι εξαφανίστηκαν ως διά μαγείας και μάλιστα από την πρώτη επαφή. Βλέπετε, σπάνια η ζωή ενός δημιουργού ταυτίζεται ή έστω πλησιάζει το ήθος, την ευαισθησία, τη βαθιά αρετή, την αρμονία, την καλλότητα, την αίγλη ενός έργου Τέχνης...

Μια τέτοια, σπάνια περίπτωση, είναι ο Άκης Πάνου. Οι στίχοι του είναι η πεμπτουσία της ζωής του και της ζωής όπως αυτός την ζεί. Και η μουσική του σχολιάζει με σοφή αρμονία τα ίδια του τα λόγια, τη ζωή του, τη ζωή όπως αυτός την βλέπει και την ζεί. Είναι ολόιδιος στα τραγούδια του και στη ζωή του ο Άκης. Γιατί, και στη ζωή του την προσωπική, την πεμπτουσία της ζωής αναζητεί. Κι όταν τη βρίσκει την καταναλώνει., τη ζει, τη σχολιάζει, τη σαρκάζει, τη φτύνει, την ποδοπατά όταν της αρμόζει. Κι άλλοτε την αγκαλιάζει και γλυκαίνει, γίνεται τρυφερός μαζί της - φτάνει κι αυτή να τον χαϊδεύει τρυφερά...

Ζωή για τη ζωή και Τέχνη για την Τέχνη είναι ο Άκης Πάνου. Και είναι ολόιδια η ζωή του με την Τέχνη του. Έτσι, ο μύθος του αντέχει όταν τον γνωρίσεις, και είσαι εντάξει τότε, ο μύθος παραμένει αδιάψευστος. «Είναι τόσο γλυκιά η ζωή όταν ζεις διαρκώς...» και είναι ακόμα πιο γλυκιά όταν γνωρίζεις ξεχωριστούς ανθρώπους.


(10/5/1996. Χρονογράφημα του Ν. Τσαγκρή από το «Έθνος»)

28 Νοεμβρίου 2012

Ο «θεόσταλτος» Μάρλον Μπράντο...



Η μοιραία συνάντηση του λαμπερού νεαρού ηθοποιού με τον Τενεσί Ουιλιαμς

Στις 29 Αυγούστου 1947 ο Τενεσί Ουίλιαμς έγραφε μια επιστολή* στην πράκτορά του Όντρεϊ Γουντ και της ζητούσε να εξαντλήσει την επιρροή της ώστε να δοθεί ο ρόλος του Στάνλεϊ (στο θεατρικό «Λεωφορείο ο Πόθος» που σκηνοθετούσε ο Ηλίας Καζάν) στον «Θεόσταλτο» Μάρλον Μπράντο. Λίγο πριν, με προτροπή του Καζάν, ο Μάρλον Μπράντο είχε φτάσει στο Κέιπ Κοντ (στο εξοχικό του Τενεσί Ουϊλιαμς) αναστατώνοντας το «οικογενειακό» σύμπαν του συγγραφέα. Να πως περιγράφει ο ίδιος ο Μάρλον Μπράντο την «επίσκεψη»:
«Ο Γκατζ (σ.σ: ο Ηλίας Καζάν) μου δάνεισε 20 δολάρια για το εισιτήριο του τρένου. Ήμουν όμως ταπί, γιατί ξόδεψα το μεγαλύτερο μέρος απ' αυτά πριν φύγω από χη Νέα Υόρκη. Έτσι, αναγκάστηκα να κάνω ωτοστόπ μέχρι την Προβινστάουν. Μου πήρε περισσότερο απ' όσο υπολόγιζα και καθυστέρησα μία ή δύο μέρες. Όταν βρήκα το σπίτι του Τενεσί, εκείνος μου ζήτησε συγνώμη γιατί η τουαλέτα του είχε βουλώσει κι έτσι προσφέρθηκα να τη φτιάξω. Διάβασα το ρόλο, μιλήσαμε για καμιά ώρα, και μετά τηλεφώνησε στον Γκατζ και του είπε ότι ήθελε να πάρω εγώ το ρόλο…». Ωστόσο, ολόκληρη η αλήθεια για όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια αυτής της μοιραίας συνάντησης, συνάγεται από την επιστολή του Τενεσί Ουϊλιαμς προς την Όντρεϊ Γούντ που ακολουθεί:
 

 

29 Αυγούστου 1947.

Αγαπητή Όντρεϊ, θέλω να σου πω ότι έχουμε ένα θεόσταλτο Στάνλει στο πρόσωπο του Μπράντο. Δεν είχα σκεφτεί άλλοτε πόσο καλύτερο θα ήταν να παίρναμε έναν πολύ νέο ηθοποιό γι' αυτό το ρόλο. Κάνει πιο ανθρώπινο το χαρακτήρα του Στάνλεϊ, με την έννοια ότι έχει τη βαναυσότητα ή τη σκληρότητα της νιότης και δεν είναι απλώς ένας κακός μεγαλύτερος άντρας. Δε θέλω να εστιαστούν οι ενοχές συγκεκριμένα σε κανένα χαρακτήρα, αλλά να είναι μια τραγωδία παρεξηγήσεων και αναισθησίας απέναντι στους άλλους. Μια καινούρια διάσταση βγήκε από την ανάγνωση του Μπράντο, που ήταν η καλύτερη ανάγνωση που άκουσα ποτέ.Μοιάζει να έχει ήδη πλάσει έναν τρισδιάστατο χαρακτήρα, το χαρακτήρα που δημιούργησε ο πόλεμος στους νεαρούς βετεράνους. Αυτή είναι μία διάσταση που δε θα μπορούσε ποτέ να προσδώσει στο ρόλο ο Γκάρφιλντ και, εκτός από τα υποκριτικά του προσόντα, έχει μεγάλη προσωπική γοητεία και είναι πολύ αισθησιακός, τουλάχιστον όσο και ο Μπαρτ Λάνκαστερ.


Όταν ο Μπράντο προσληφθεί, νομίζω όχι θα έχουμε μια πραγματικά αξιοσημείωτη διανομή τεσσάρων αστέρων, μια διανομή από τις καλύτερες που θα μπορούσε να γίνει και η οποία αξίζει όλη την ταλαιπωρία που έχουμε υποστεί. Η παρουσία του Μπράντο δεν είναι παρουσία ενός χολιγουντιανού αστέρα• αντίθετα, θα δημιουργήσει θετικές εντυπώσεις, καθώς θα αφαιρέσει το στίγμα του Χόλυγουντ που έχει δοθεί στην παραγωγή. Σε παρακαλώ, χρησιμοποίησε όλη σου την επιρροή για να αντιταχθείς σε οποιαδήποτε κίνηση από το γραφείο της Αϊρίν να το ξανασκεφτούμε ή να καθυστερήσουμε τη συμφωνία με το νεαρό, στην περίπτωση που δεν της αρέσει. Ελπίζω ότι θα τον έχουν κλείσει πριν εμφανιστεί η Αϊρίν στη Νέα Υόρκη.
Αυτή την εβδομάδα, στο σπίτι είναι. η Τζοάνα, η Μάργκο (Τζόουνς, μια παραγωγός) και ο Μάρλον, εκτός από τον Πάντσο (το σύντροφο του Τενεσί) κι εμένα. Κανονίσαμε να πράγματα τόσο άσχημα, που η Μάργκο και ο Μπράντο αναγκάστηκαν να κοιμηθούν στο ίδιο δωμάτιο - σε δύο ράντσα. Θαρρώ πως φέρθηκαν καθωσπρέπει - οι βλάκες! Είχαμε φτιάξει δύο κουκέτες για τη Μάργκο και την Τζοάνα, αλλά όταν η Μάργκο σκαρφάλωσε στο πάνω κρεβάτι. μερικές από τις σανίδες αρνήθηκαν να την κρατήσουν. Υπήρχε όμως πρόβλημα στα υδραυλικά και αναγκαστήκαμε να πάμε στους θάμνους για τις ανάγκες μας. Τσακώθηκα άγρια με τον υδραυλικό από το τηλέφωνο και γι’ αυτό δεν ήθελε να έρθει. Ακόμα, έπαθε βλάβη το ηλεκτρικό και μας «βύθισε σε αιώνιο σκοτάδι», σαν τους Γουίνγκφιλνχ στο δείπνο. Και όλα αυτά ταυτόχρονα! Α, πλημμύρισε και η κουζίνα! 




Ο Μάρλον έφτασε στη μέση αυτού του οικογενειακού «πολέμου» και τα έφτιαξε όλα. Φυσικά, δεν είναι αυτό που με έπεισε να του δώσω το ρόλο. Όλα αυτά ήταν πολλά για τον Πάντσο. Μάζεψε τα πράγματά του και είπε ότι θα γύριζε στο Ιγκλ Πας. Ωστόσο, άλλαξε γνώμη ως συνήθως. Ελπίζω ότι θα πάει στο σπίτι, τουλάχιστον στη Νέα Ορλεάνη, όσο γίνονται οι πρόβες που έργου, μέχρι χο Δεκέμβριο. Δεν είναι ήρεμος άνθρωπος. Παρά τα σκαμπανεβάσματα της διάθεσής του, είναι αξιαγάπητος, και εγώ βασίζομαι στη στοργή και τη συντροφικότητα του, αλλά παραείναι ιδιότροπος και ευερέθιστος για χα δεδομένα της Νέας Υόρκης, ειδικά όταν γίνονται πρόβες για ένα έργο μου. Ελπίζω να βρεθεί ένας τρόπος να τον κρατήσουμε στο Νότο εκείνη την περίοδο ή τουλάχιστον να τον απασχολήσουμε με μια δουλειά. Αυτό θα έκανε πιο εύκολα τα πράγματα για μένα...
Με αγάπη, Τενεσί

Πηγή: ΜΑΡΛΟΝ ΜΠΡΑΝΤΟ. Τραγούδια που μου έμαθε η Μητέρα μου. Εκδόσεις Λιβάνη

25 Νοεμβρίου 2012

"Ψυχαναλύοντας" τον Ακη Πάνου...


Από αριστερά: Γιώργος Σαρής, Άκης Πάνου, Νίκος Τσαγκρής

..."Για να δούμε λοιπόν τώρα Νικόλα, εδώ μου κάνεις κάτι ερωτήσεις περίεργες: «Έχεις συνείδηση του πραγματικού εαυτού σου;», «έχεις αυτογνωσία;», «ξέρεις ποιος είσαι;»…

Δεν έχω συνείδηση του πραγματικού εαυτού μου σημαίνει δύο τινά: Πρώτον, να έχω δημιουργήσει για τον εαυτό μου μια εικόνα που δεν ανταποκρίνεται στον πραγματικό εαυτό μου, να έχω την εντύπωση πως είμαι κάποιος που δεν είμαι.
Όχι, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Εγώ, έχω επίγνωση του ποιος είμαι, νομίζω, σε ικανοποιητικό βαθμό. Δεν έχω μυθοποιήσει δηλαδή τον εαυτό μου απέναντι του εαυτού μου. Δεύτερον, σημαίνει να έχω βγάλει προς τα έξω ένα πρόσωπο που δεν είναι το δικό μου. Και να θέλω - και να τα καταφέρνω - να πιστέψουν οι άλλοι πως είμαι αυτό, το άλλο πρόσωπο. `Η να κρατώ τον εαυτό μου κουμπωμένο και να αφήνω τους άλλους να ψάχνουν το τι και ποιος είμαι, ενδιαφερόμενος ή μή για το αποτέλεσμα της έρευνάς τους. Όμως, ούτε και αυτό νομίζω ότι συμβαίνει.

Είμαι εξωστρεφής των άκρων. Και βοηθάω όποιον θέλει να επικοινωνήσει μαζί μου, τον βοηθάω να με καταλάβει, αρκεί να μπορεί και να θέλει να με καταλάβει. Φυσικά, όσοι δεν με ξέρουν, δεν ξέρουν τίποτα για μένα, και έχουν δημιουργήσει εντυπώσεις κατά την κρίση τους ας πούμε, έχουν βγάλει τα δικά του συμπεράσματα, ερμηνεύοντας μια πλευρά του εαυτού μου, αυτή που έτυχε να γνωρίσουν και λοιπά, ή όσοι δεν θέλουν να με καταλάβουν, για αυτούς τους ανθρώπους νομίζω ότι, ναι, μπορεί να είμαι ένα μυθικό πρόσωπο, εάν το δεις έτσι. Γιατί, μου λες ότι «οι άλλοι, ο κόσμος, οι καλλιτέχνες σε έχουν μυθοποιήσει»...

Λοιπόν δεν ξέρω εάν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αν συμβαίνει είναι κάτι που συμβαίνει εν αγνοία μου και χωρίς την θέλησή μου. Δεν έχω μυθοποιήσει εγώ, μόνος, τον εαυτό μου απέναντι του εαυτού μου, ούτε προσπαθώ να είμαι αυτό που λέμε μυθικό πρόσωπο. Το αντίθετο προσπαθώ, προσπαθώ να με καταλάβουν οι άλλοι. Και κουράζομαι να σου πω την αλήθεια. Και δεν ξέρω κατά πόσο τα καταφέρνω…

(Ανέκδοτο απόσπασμα από καταγεγραμμένες συζητήσεις μετά τον φόνο. © Νίκος Τσαγκρής)

20 Νοεμβρίου 2012

Η συγκίνηση για τον Χρόνη Μίσιο...


Ο Χρόνης ο Μίσιος δεν ήταν παρά ένας από τους χιλιάδες απλούς αγωνιστές της Αριστεράς που πέρασαν τη ζωή τους στις φυλακές και τις εξορίες ανθρωπίνων σωμάτων και ιδεών. Παλεύοντας εκείνος, και άλλοι πολλοί, ενάντια σε δεξιούς και αριστερούς βιαστές του σώματος και του πνεύματος των ιδεών τους.
Χαίρομαι πολύ, λοιπόν, για την μαζική συγκίνηση που προκαλεί ο θάνατος του Χρόνη. Ανιχνεύω σ’ αυτήν, τη συγκίνηση, τη δικαίωση όλων των συνανθρώπων – βλέπετε, δεν λέω "των συντρόφων» - που κρατήθηκαν, βασανίστηκαν, εξορίστηκαν, φυλακίστηκαν, για τις ιδέες τους… {N.T}

13 Νοεμβρίου 2012

Είναι κουφάλες; ΝΑΙ!!!!!!!!!!!!!!!!


Είναι κουφάλες; ΝΑΙ!!!!!!!!!!!!!!!!
Γιατί έφτασαν στο έσχατο σημείο αθλιότητας να πανηγυρίζουν ότι πήραν την επιμήκυνση πριν πάρουν την επιμήκυνση, ενώ η επιμήκυνση που θα πάρουν, αν την πάρουν, είναι μια επιμήκυνση μετά νέου πακέτου οριζοντίων και καθέτων μέτρων που τους επιβάλλει η τρόικα εν είδη τιμωρίας: Μείνατε μετεξεταστέοι, πάρτε μια παράταση να ξανακάνετε το μάθημά σας, πληρώστε και το πρόστιμο… υπερημερίας ( εμείς, οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι θα το πληρώσουμε κι αυτό το πρόστιμο) και ελάτε να τα ξαναπούμε…

{Η εικόνα: Ο «Βιασμός» του Πάμπλο Πικάσο - της συλλογής Εμπειρίκου. Υποτίθεται ότι αποτυπώνει τη φρίκη που έζησαν τα θύματα των ναζιστών. Πουλήθηκε προ ημερών, δε δημοπρασία του οίκου Σόθμπις νέας Υόρκης, στην τιμή των 13,5 δολαρίων}

8 Νοεμβρίου 2012

Οι... ξεφτιλισμένοι οι ευρωπαίοι...

Σημερινό πρωτοσέλιδο (8/11/2012) της ηλεκτρονικής έκδοσης του Βήματος

Αλήθεια, «Μπορεί να είναι τόσο ξευτιλισμένοι οι Ευρωπαίοι;»; Μπορεί, δηλαδή να είναι τόσο ξεφτιλισμένη η Άνγκελα Μέρκελ, ο Όλι Ρεν, ο Βολφρανγκ Σόϊμπλε, ο Ζαν Κλοντ Γιούνγερ, Ο Μάριο Ντράγκι και τα άλλα παιδιά της ευρωζωνικής εξουσίας; Αν αυτή την ερώτηση την έκανε οποιοσδήποτε απλός Έλληνας οι υπόλοιποι θα τον μούτζωναν για την αφέλεια ή τη βλακεία του…

Εδώ όμως την ερώτηση την κάνει, δια του διευθυντού της, η εφημερίδα Το Βήμα στην πρώτη του σελίδα. Κάτι πρωτοφανές (ως κάτι το ασύμβατο με το ευρωζωνικό DNA της συγκεκριμένης εφημερίδας) και για αυτό κάτι το εξαιρετικά σημαντικό. Πολύ περισσότερο που η ερώτηση αυτή δεν είναι ερώτηση αλά μια αναρώτηση, το ήθος και το ύφος της οποίας φανερώνει ότι υπεβλήθη από μεγάλη ανησυχία εάν όχι από τρόμο και πανικό.

Τρόμο και πανικό μπροστά στο πιθανότατο – σύμφωνα με τις τελευταίες ευρωζωνικές ζυμώσεις – ενδεχόμενο, να αποδειχτούν τόσο… «ξευτιλισμένοι» οι Ευρωπαίοι ώστε να προδώσουν τους Έλληνες Τραπεζίτες και τους λοιπούς «νταβατζήδες» της οικονομικής εξουσίας της χώρας και να μην τους δώσουν τη… δόση τους που την περιμένουν ως μάνα εξ ευρωπαϊκού ουρανού. Τους οποίους τραπεζίτες και «νταβατζήδες», παραδοσιακά και με το αζημίωτο, πατρονάριζε και πατρονάρει το συγκρότημα Λαμπράκη πριν - Ψυχάρη τώρα.

Η ουσία είναι ότι η συγκεκριμένη «αναρώτηση» με το ψυχολογικό της φορτίο «βλέπει» ως πιθανότατη την αθέτηση της συμφωνίας από τους «ευρωπαίους» και τον εξαναγκασμό της Ελλάδας σε έξοδο από την ευρωζώνη. Πράγμα που, πολιτικά, αφορά πρώτα και κύρια τον ΣΥΡΙΖΑ, ως τον πιθανότερο πολιτικό φορέα που θα κληθεί να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά σε περίπτωση που οι ευρωπαίοι αποδειχτούν τόσο… ξεφτιλισμένοι. Θεωρώ λοιπόν ότι, το συντομότερο δυνατόν, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να επεξεργαστεί και να ενσωματώσει στο κυβερνητικό του πρόγραμμα ένα σχέδιο εξόδου από την ευρωζώνη εν όψει της πιο ορατής παρά ποτέ πιθανότητας να προκληθεί το λεγόμενο Grexit από τους… «ξεφτιλισμένους»τους ευρωπαίους
                                                                                                                     Νίκος Τσαγκρής 

5 Νοεμβρίου 2012

Ο Ρουπακιώτης στην Κόλαση!...

 
«Τι ψυχή θα παραδώσω», σκέφτηκε ο εντιμότατος Ρουπακιώτης και αρνήθηκε να υπογράψει.
 Ωστόσο δεν πρόλαβε να χαρεί την άρνησή του και τον κάλεσε ο Φώτης:
-Σύντροφε είσαι καλά; Εγώ σε έκανα υπουργό κι εσύ μ’ αφήνεις μόνο στην κόλαση;
 
Αυτό ήταν! Ο εντιμότατος Ρουπακιώτης αφυπνίστηκε, αποκτώντας συνείδηση της ασυνειδησίας του. Που του επέτρεψε να γίνει ένας κολασμένος υπουργός σε μια κυβέρνηση – κόλαση, με έναν κολασμένο πρωθυπουργό και δύο κολασμένους συγκυβερνήτες. Που έχουν παραδώσει τις ψυχές τους στον Μνημόνιο Διάβολο, τον αποκαλούμενο και Μέρκελο. Πράγμα που θα έπρεπε να έχει κάνει και ο ίδιος, ως συνειδητός κολασμένος υπουργός. O… ασυνείδητος…
-«Εντάξει Φώτη, κατάλαβα», είπε ξέπνοος: μια ψυχή που είναι να βγεί, ας βγεί». Και ζήτησε τη μακριά λίστα με τα μέτρα για να βάλει την κολασμένη υπογραφή του δίπλα σε άλλες κολασμένες, από καιρό, υπογραφές…

25 Οκτωβρίου 2012

Δίστομο: με τα μάτια της Παναγούλας



Το ιστορικό περίγραμμα: Το πρωί του Σαββάτου της 10ης Ιουνίου του 1944 οι δυνάμεις του 11ου Λόχου του ΙΙΙ/34 τάγματος του ΕΛΑΣ με Διοικητή τον Λοχαγό Χριστόφορο κατέβηκαν στο Στείρι, περιμένοντας τις επίλεκτες δυνάμεις των Γερμανών που είχαν ξεκινήσει από τη Λιβαδειά και την Άμφισσα με σκοπό την τρομοκράτηση και τον εκφοβισμό των κατοίκων του Διστόμου, αλλά και του Στειρίου και του Κυριακίου. Χωριά των οποίων πολλοί κάτοικοι ήσαν οργανωμένοι στο ΕΑΜ και βοηθούσαν τον ΕΛΑΣ στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας. 
Οι αντάρτες φτάνοντας στο Στείρι έστησαν ενέδρα με τρεις διμοιρίες στη θέση Λιθαράκι 1,5 χιλιόμετρο πριν το χωριό. Λίγο μετά τις 12 το μεσημέρι φάνηκανοι οι γερμανικές δυνάμεις (4 γερμανικά και 2 επιταγμένα ελληνικά φορτηγά γεμάτα με άνδρες των SS μεταμφιεσμένους σε χωρικούς για να μην κινήσουν υποψίες) και οι αντάρτες άρχισαν να τους απωθούν. Η μάχη κράτησε περίπου μέχρι τις δύο το μεσημέρι και τότε οι Γερμανοί αναγκάσθηκαν σε οπισθοχώρηση .Οι γερμανικές απώλειες ήταν περίπου 40 νεκροί άνδρες, ενώ των Ελλήνων 15 νεκροί. 

Η σφαγή: Τα SS αποφάσισαν αντίποινα για τις απώλειές των 40 ανδρών τους, μπήκαν στο Δίστομο και άρχισαν την σφαγή όσων κατοίκων έβρισκαν στο μπροστά τους. Η μανία τους ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δεν ξεχώριζαν από το μακελειό ούτε τα γυναικόπαιδα ούτε τους ηλικιωμένους. Τον ιερέα του χωριού τον αποκεφάλισαν, βρέφη εκτελέστηκαν και γυναίκες βιάστηκαν πριν θανατωθούν. Η σφαγή σταμάτησε μόνον όταν νύχτωσε και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Λιβαδειά, αφού πρώτα έκαψαν τα σπίτια του χωριού. Οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν και κατά την επιστροφή των Γερμανών στην βάση τους, καθώς σκότωναν όποιον άμαχο έβρισκαν στον δρόμο τους. Οι νεκροί του Δίστομου έφτασαν τους 228, εκ των οποίων οι 117 γυναίκες και 111 άντρες, ανάμεσά τους 53 παιδιά κάτω των 16 χρόνων. Η μαρτυρία του απεσταλμένου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού George Wehrly ο οποίος έφτασε στο Δίστομο μετά λίγες μέρες μιλάει για 600 νεκρούς στην ευρύτερη περιοχή.



   

                           
Με τα μάτια της Παναγούλας

Διαβάστε τώρα τη συγκλονιστική μαρτυρία της Παναγούλας Σκούτα, το γένος Μαλάμου, 13 χρονών την ημέρα της σφαγής: 


«Την ημέρα εκείνη από το πρωί κουβαλούσαμε σανό με τον πατέρα μου. Οι Γερμανοί με μια μεγάλη φάλαγγα αυτοκινήτων έφτασαν πριν το μεσημέρι. Θυμάμαι πως έπιαναν το δρόμο Λιβαδειάς από λεύκες Καραστάμου (σήμερα αλευρόμυλος) ως το δικό μας σπίτι (μπροστά στο μνημείο της Δημαρχίας). Οι στρατιώτες περιφέρονταν γύρω από τα φορτηγά δίχως να χρησιμοποιούν τα όπλα τους.

Ο πατέρας μου με έστειλε με την μικρότερη αδελφή μου Λουκία, εφτά χρονών, για κρεμμύδια σ 'ένα χωράφι μας έξω από το χωριό. Στο γυρισμό βλέπω στο φυλάκιο του λόφου Κούλια τρεις Γερμανούς φρουρούς με τα όπλα προτεταμένα Ακούω να πέφτει μια ριπή δίχως να καταλάβω καλά - καλά και αμέσως δίπλα στο χωματόδρομο που βαδίζαμε σηκώθηκε κουρνιαχτός από το ανεμοβολητό των βλημάτων.

Φτάσαμε στο σπίτι μας και βλέπω μπαίνοντας στην αυλόπορτα να κάθονται στο μπαλκόνι ο πατέρας μου και γύρω του κατάχαμα και στα σκαλιά δέκα με δεκαπέντε γυναίκες. Σε κάποια στιγμή ύστερα από το μεσημέρι ακούσαμε πυροβολισμούς από την τοποθεσία αγία Ειρήνη προς το Στείρι όπου είχαν τραβήξει τα μπροστινά αυτοκίνητα της γερμανικής φάλαγγας. Τότε ο πατέρας μου είπε στις γυναίκες: «Φαίνεται πως έχουν πιάσει μάχη οι αντάρτες με τους Γερμανούς. Δεν σηκώνεστε να πάτε στα σπίτια σας μήπως μας δουν πολλούς και μας ενοχοποιήσουν;». Οι γυναίκες απάντησαν όλες μαζί τρομαγμένες: «Μπάρμπα Σπύρο εμείς ήρθαμε δω για να είμαστε πιο ασφαλισμένες. Δεν θέλουμε να πάμε σπίτια μας ». Και δεν το κούνησε καμιά. Μόνο η Παναγιού Σκούτα θύμωσε κι έφυγε - αργότερα μάθαμε πως δεν τη σκότωσαν οι Γερμανοί, γλίτωσε. 

Σε λίγο βλέπουμε ένα τζιπ με τραυματία να φεύγει προς τη Λιβαδειά. Οι Γερμανοί της σταματημένης φάλαγγας που ως εκείνη την ώρα ήταν ήσυχοι, άρχισαν να ανακατεύονται, να αγριεύουν, να δίνουν συνθήματα ο ένας στον άλλον και να κινούνται απειλητικοί. Τότε ο πατέρας μου μας προέτρεψε να κατεβούμε στο κατώι, να κλειστούμε και να περιμένουμε. Κατεβήκαμε κι αμπαρωθήκαμε. Έφταναν ουρλιαχτά, άγριες κραυγές, πυροβολισμοί από τα διπλανά Καλαματέϊκα σπίτια. Η αγωνία άρχισε να γίνεται τρόμος.   
Μερικές γυναίκες κρύφτηκαν πλάι στα βαρέλια, άλλες στις γωνιές στις λαδίκες. Βάλαμε και τον πρόσθετο σύρτη - μάνταλο στην πόρτα... 

Έπεσε μια θανατερή ησυχία. Κάποια στιγμή ακούμε στην αυλή τη φωνή, τη στριγκλιά ενός γειτονόπουλου, του Λουκά του Παπανικολάου να ζητάει βοήθεια: «Ωχ μπάρμπα Σπύρο, σώσε με!».Έκλαιγε και φώναζε. Ο πατέρας μου μόλις κατεβήκαμε στο κατώι είχε βάλει τυρί και αυγά σε βαθύ πιάτο και κρασί σε κανάτι για να τα έχει ως φίλεμα για τους Γερμανούς αν τυχόν και έρχονταν. Μόλις άκουσε τη φωνή του Λουκά μου λέει: «Παναγούλα φέρε τα τρόφιμα». Άνοιξε την πόρτα και βλέπουμε τον Λουκά Παπανικολάου να τρέχει κλαίγοντας και κρατώντας τον πληγωμένο του λαιμό και πίσω του ένα κοντό Γερμανό στρατιώτη με όπλο στη μασχάλη να τον κυνηγάει. Εμείς, ο πατέρας μου με το κρασί και τα ποτήρια, εγώ με τα τρόφιμα στα χέρια προχωρήσαμε στην αυλή ως τη μέση που ήταν το πηγάδι. Ο πατέρας μου σηκώνει τα χέρια φιλικά και φωνάζει για να καταπραΰνει τον Γερμανό: «γκουτ μπόϋ» - εννοώντας το τραυματισμένο παιδί. Ο Γερμανός όμως άγριος έκαμε νόημα να μπούμε στο κατώι, γρύλισε ένα «καπούτ» και αρνήθηκε τις προσφορές μας. Εμείς υπακούσαμε. Μόλις πατήσαμε μέσα ορθώθηκε μπροστά στην πόρτα, έφερε καταπάνω μας το όπλο και με μια συνεχόμενη ριπή άρχισε να σκορπίζει το θάνατο πυροβολώντας ολόπαντα. 

Τα πρώτα βλήματα πήραν κατάστηθα τον πατέρα μου που πέφτοντας και ξεψυχώντας σπάραζε: «Ωχ παιδιά μου! Σώστε με! ». Άρχισαν να πέφτουν τα σώματα των γυναικών. Άλλες πάσχιζαν να χωθούν πίσω από τα βαρέλια, άλλες σε λαδίκες και γούρνες. Αφού όλα τα σώματα σωριάστηκαν το ένα πάνω στο άλλο, ο Γερμανός κατεβαίνει και κοιτάει και σκουντάει έναν - έναν γρυλίζοντας για να δει αν είναι σκοτωμένοι και ρίχνει χαριστικές βολές. Το κατώι είχε μια κολώνα στη μέση, Πρώτος έπεσε και σωριάστηκε σ 'αυτήν ο πατέρας μου Σπύρος Μαλάμος 67 χρονών. Ύστερα η Μαρία Λάμπρου 50 χρονών. Η Μαριέττα Φιλίππου, γύρω στα 30. Ήταν έγκυος και μαζί της σφάδαζε και το παιδί στην κοιλιά. Ο ανηψιός μου Στάθης Σταθάς, γιος της αδερφής μου Γιαννούλας, 5 χρονών. Οι γάμπες του ήταν σχισμένες, χαραγμένες όπως σχίζουμε τις μπριζόλες και το κρέας του χυνόταν άσπρο στο χώμα. Η Δήμητρα Μαλάμου, 38 χρονών, με το γιο της Γιάννη, 8 χρονών, καθισμένη σε γούρνα όπου βάζαμε βυτίνα λαδιού με κομμένο σαν με λεπίδα το καύκαλό της και τα μυαλά της χυμένα στους ώμους σαν από μια γεμισμένη κούπα, και στον πανέμορφο λαιμό της... 

Δεν ξέρω αλλά κρατήσαμε την ανάσα μας τόσο όσο δεν αντέχει ανθρώπινος οργανισμός. Αυτός συνέχιζε να μας κλωτσάει όπως τα σφαχτά γρυλίζοντας «Έϊ, έϊ» για να δει αν έχει μείνει κανένας ζωντανός. Μέσα σ 'αυτή την αβάσταχτη νέκρα πήγε κι έβγαλε τις κάνουλες από τα βαρέλια του κρασιού. Άρχισε με βουή και φουρφουρητό να χύνεται το κρασί. Φυσούσε το κρασί κι ο ήχος του ο φριχτός γέμισε το κατώι. Ενώθηκε το κρασί με το αίμα των σκοτωμένων και έγινε μια θάλασσα αίματος κα, κρασιού, μια πηχτή κρέμα που πάνω της έπλεαν πτώματα και σερνόμαστε μωροζώντανοι. Ο Γερμανός διασκέλισε κι ανέβηκε στο πάνω σπίτι. Άκουσα ποδοβολητά και ύστερα κατέβηκε και έφυγε φαίνεται. 

Η μια από τις δυο αδερφάδες μου τις μεγαλύτερες η Γεωργία Αγαπίδου, βρισκόταν τραυματισμένη και καθώς κρύωναν τα τραύματα άρχισε να σκούζει. Είχε σκύψει σ 'ένα καδούλι για να γλιτώσει τις ριπές και την είχε γαζώσει ο Γερμανός στον αγκώνα και στο δεξί γοφό. Σηκώνομαι και με δυσκολία την βγάζω στην αυλή. Βλέπω τη φοράδα μας σκοτωμένη και μια στοίβα κλήματα λαμπαδιασμένα, να βουίζει η φωτιά, να έχει αρπάξει ο φούρνος και οι φλόγες ν 'απειλούν το σπίτι. Η αδερφή μου έσκουζε γιατί τα κρέατά της κρέμονταν από χέρια και γοφούς και δεν μπορούσε να κρατήσει από τους πόνους. Δεν είχα βοήθεια από κανέναν. Μου λέει: «πάρε τον κουβά και σβήσε την φωτιά να μην καεί το σπίτι». Πήρα κι έβγαλα νερό απ 'το πηγάδι μας κι έσβησα τη φωτιά στο φούρνο αλλά όχι και στο παρακάτω χαγιάτι της αυλής. Ανέβηκα στο μπαλκόνι μας και είδα να καίγεται το σπίτι του Χαράλαμπου Σφουντούρη - Πασχούλη. Αργότερα μάθαμε πως κάηκε μέσα το αντρόγυνο. Από το μπαλκόνι βλέπω στην αυλή των Καλαματέων σκοτωμένα τα ζώα και όλη την οικογένεια του Λουκά Σταύρου που ξεκληρίστηκε - πέντε άτομα και δυό συγγενείς τους, εφτά. Η αδερφή μου μού φώναξε να μπω στο σπίτι να πετάξω κάτω τα προικιά μήπως ξαναπιάσει φωτιά και τα κάψει ... κι ας καιγόταν μπροστά το χαγιάτι... 

Μπαίνοντας μέσα διαπίστωσα ότι ο Γερμανός είχε ανακατέψει και ψάξει όλο το σπίτι. Άνω κάτω τα πάντα. Αντιλήφθηκα ότι από το τζάκι έλειπε το ρολόι με τις χρυσές κολώνες και την καμπανούλα που είχε φέρει από την Αμερική ο πατέρας μου. Η αδερφή μου φώναξε να πάρω και τα λεφτά από το παράκλι. Δεν τα βρήκα. Ύστερα μου φώναξε να κατεβάσω τη ραπτομηχανή της να μη χάσει το εργαλείο της δουλειάς της. Εγώ δεκατριών χρονών με μια ψυχραιμία που δεν μπορώ να την καταλάβω σήμερα, κατέβασα τη μηχανή από δεκαεφτά πέτρινα σκαλοπάτια σκαλί - σκαλί με το κεφάλι και τις πλάτες.

Φτάνοντας στο κεφαλόσκαλο το σκυλί μας ο παρδάλης ζυγώνει κλαίγοντας. Με πιάνει από το φουστάνι και με τραβάει.Φοβήθηκα μήπως με φάει γιατί ήμουν γεμάτη παγωμένα αίματα. Τον έδιωχνα: «φύγε παρδάλη!». Αυτό πήγε πιο πέρα, κάθισε στα πίσω πόδια και με το ένα μπροστινό μου έκανε νεύμα και με το άλλο σκούπιζε τα δάκρυά του. Τότε η αδερφή μου Γεωργία λέει: «Πού είναι το κορίτσι η Λουκία μας? Πού έχει πάει η μικρή? Τρέξε, ψάξε να τη βρεις ...» Το σκυλί μπροστά κι εγώ ακολουθώντας φθάσαμε ως την αυλόπορτα. Εκεί πάλι γύρισε και με κάλεσε με το πόδι του. Φεύγει και πάει στέκεται στα κάτω πηγάδια (εκεί που είναι σήμερα το μνημείο μπροστά στη δημαρχία) και μου γνέφει να πάω... 

Όταν έφτασα στην αυλόπορτα βλέπω έξω στους δρόμους ξαπλωμένα σκοτωμένα κορμιά. Λίγο πιο κάτω απ 'το σπίτι μας (εκεί που είναι τώρα η αστυνομία) ήταν σκοτωμένος ο Θανάσης Πανουριάς και η Μαρία Νταή. Πιο κει ο Χρήστος Σκούτας. Δεν γνώρισα άλλους γιατί το μυαλό μου ήταν στο σκυλί και στη μικρή αδερφή μου. Έφτασα στο σκυλί. Τι να δω! Η μικρή μας η Λουκία η εφτάχρονη ανάσκελα χτυπημένη στο μάτι με μια τρύπα βαθιά κατακίτρινη σαν το λεμόνι. Προσπαθώ να την πάρω στην αγκαλιά μου. Δεν μπορώ να τη σηκώσω. Την πιάνω από τις πλάτες και τη σέρνω σβαρνώντας την με δυσκολία μέσα από πολλά αγκαθόχορτα. Το σκυλί την πιάνει με το στόμα του απ 'το φουστάνι και με βοηθάει. Την σύραμε ως την αυλόπορτα του σπιτιού και αποκαμωμένη την άφησα εκεί. Δεν την ξαναείδα...

Βλέπω στο χάνι της αυλής μας την πιο μεγάλη αδερφή μου Κωστούλα Καρβούνη που την είχε τραυματίσει στις παλάμες ο Γερμανός όπως τις είχε βάλει στο πρόσωπό της να μη δει που εκτελούσε την Πανωραία Μάριου. Οι αδερφές μου Κωστούλα και Γεωργία μου λένε: «Φεύγουμε για τον Άγιο Αθανάσιο. Κάμε τι θα κάμεις και έλα και συ ». Ήταν πια σούρουπο. Πήρα κι εγώ να πάω στον Άγιο Αθανάσιο. Φτάνοντας στο διάσελο κόσμος έτρεχε αλαφιασμένος. Άλλοι με άλογα, άλλοι με ρούχα, άλλοι με τρόφιμα να βγουν απ 'το χωριό, ν' ασφαλιστούν στους λόγγους και στα ρουμάνια. Όλοι έκλαιγαν, μοιρολογούσαν, έσκουζαν, σουρομαδιόντουσαν. Έτρεχα κι εγώ. Πριν φτάσω εκεί που είναι σήμερα το Κέντρο Υγείας με πιάνει ποδάγρα.Όλοι μου έλεγαν: «τρέξε παιδί μου Παναγούλα να μας φτάσεις». Εγώ τους έλεγα «τρέχω» αλλά βάδιζα στον τόπο, σημειωτόν. Και τότε ακούω κάποιον να λέει: «Αυτό το έχει πιάσει ποδάγρα μωρέ, όπως μας πιάνει στο στρατό. Πιάστε το να ξεκολλήσουν τα πόδια του .. ». 

Μ 'έπιασαν και βρέθηκα με τους άλλους στον Άγιο Αθανάσιο. Είχαν φανάρι αναμμένο. Ξενυχτήσαμε εκεί. Ύστερα από δυό μέρες ήρθαν και πήραν τους τραυματίες. Βρέθηκα κι εγώ με τις τραυματισμένες αδερφές μου στη Λιβαδειά στην κλινική του Καλή. Κάποια στιγμή μπαίνω στο αποχωρητήριο και βλέπω να σπαρταράει ένα πόδι στο καλαθάκι των σκουπιδιών. Το βάζω στα πόδια. Μου λένε πως είναι το πόδι της Παναγούλας του Μενιδιάτη της εννιάχρονης Διστομοπούλας που της το θέρισαν οι γερμανοί. Μέσα σε πέντε μέρες εμένα και άλλα συνομήλικα και μικρότερα μας πήρε ο Ερυθρός Σταυρός και μας μετέφερε στο Ίδρυμα Αετοφωλιά Α ', στην Κηφισιά

Πηγή, http://viotikoskosmos.wikidot.com/distomo-afigiseis

24 Οκτωβρίου 2012

κλειστά τα θέατρα των αισθημάτων...


                                                        Ν.  Τσαγκρής
                              
                                               Χυτήριο 
                                               Δεν θέλω να είμαι εδώ
                                               στο θλιβερό παρόν                 
                                                                      ρολά κατεβασμένα                 
                                                                      σκισμένες όλες οι σημαίες
                                                                      κατά μήκος του δρόμου
                                               ποιοι είναι αλήθεια εκείνοι που σκορπούν
                                               κεφαλές λαθραίων αμνών στις πλατείες;                  
                                                                      κορμιά – κείμενα
                                                                      στα σφαγεία του έθνους
                                                                      - λιώνουν στο χυτήριο της ψυχής
                                                                      τα ευγενή μέταλλα
                                               ανοιχτά μόνο τα γραφεία τελετών
                                               κλειστά τα θέατρα αισθήσεων και αισθημάτων
                                                                       και εσύ να θές
                                                                       να ζωγραφίσεις τη ζωή
                                                                       με θραύσματα ονείρων
                                                                        
                                               (Νίκος Τσαγκρής, 14/10/2012) Με αφορμή τα επεισόδια στο "Χυτήριο"

17 Οκτωβρίου 2012

Τα χρώματα της Αλίκης Βουγιουκλάκη



Θα σας πω μια ιστορία παιδική, διόλου σοβαρή, αστεία ιστορία. Μια ιστορία απ’ εκείνες που κρατώ σφιχτά να μην τις χάσω και χαθώ στην καταθλιπτική σοβαροφάνεια των πολλών...
Είναι μια ιστορία άκρως φωτεινή, σαν τις δικές σας ιστορίες τις παιδικές, για θαυμαστά συμβάντα, λαμπερά, πράγματα που έκαναν τα παιδικά σας μάτια να λαμποκοπούν, να αστράφτουν. 

Τότε, στη χώρα μας, ήταν ασπρόμαυρη η ζωή. Σαν τις ελληνικές ταινίες στο «Πάνθεον», και στο «Rex», τα σινεμά της πόλης. Χρώμα είχαν μόνο τα δέντρα, τα πουλιά, ο ουρανός, η θάλασσα τ' αστέρια...
Ήμουν στην τελευταία τάξη του Δημοτικού – την πρώτη Γυμνασίου, δεν θυμάμαι. Θυμάμαι μόνο πως η είδηση που ήρθε στη μικρή μας πόλη ήταν μαγική: Η πρώτη έγχρωμη ελληνική ταινία, μια υπερπαραγωγή της «Φίνος Φιλμ», με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, προβάλλεται από Δευτέρα στον κινηματογράφο «Rex»... 

Λοιπόν, που λέτε, αυθορμήτως μαζευτήκαμε, θυμάμαι, τα παιδιά, η χάρη μου και οι δύο αδελφές μου οι πιο μικρές, στην κρύπτη μας την παιδική, στο περιβόλι, δίπλα στο πηγάδι:«Θα πάμε, σιγά μη χάσουμε τα χρώματα της Αλίκης», αποφασίσαμε… ομόφωνα. Φυσικά, κρυφά απ’ τους γονείς μας, – δεν μας άφηναν ακόμα τότε να πάμε σινεμά – "μα που θα βρούμε τα λεφτά;".  Και οι καρδιές μας άρχισαν να χτυπούν τρελά, παράνομα, μόλις το όνειρο άρχισε να κτίζεται, να παίρνει σάρκα και οστά. 



    
Την άλλη μέρα, μες στη σάκα μου, δίπλα στα σχολικά βιβλία, είχα δέκα ατσαλάκωτους "Μικρούς Ήρωες". Και κλέβοντας μία ώρα απ' το σχολείο, κάνοντας τον άρρωστο, πήγα στο στιλβωτήριο που πρακτόρευε τα περιοδικά και έκανε ανταλλαγές και αγοραπωλησίες (Μικρούς Ήρωες, Γκαούρ – Ταρζάν, Υπεράνθρωπους, Μάσκες), πέντε τεύχη παλαιά - ένα καινούριο. Έβγαλα τους Μικρούς μου Ήρωες από τη σάκα και παρακάλεσα το αφεντικό να τα αγοράσει: «Αυτή τη φορά, θέλω λεφτά και όχι ανταλλαγή», του είπα φοβισμένα. Εκείνος φάνηκε πως κατάλαβε, χαμογέλασε, πήρε τους Μικρούς Ήρωες και με πλήρωσε: ένα πενηνταράκι τον καθένα. Πέντε ολόκληρες δραχμές!.. 
Πήρα με ανακούφιση τα λεφτά και τα 'κρυψα στην κολότσεπη. Αργότερα, στη... σύσκεψη, στην κρύπτη μας την παιδική, η μικρότερη αδελφή μου, κλαίγοντας από τις τύψεις, ομολόγησε την… καλή είδηση: ."Έκλεψα από την τσάντα της μαμάς δέκα δραχμές"... Τέλεια!.. 

Δευτέρα απόγευμα, το σκάσαμε απ’ το σπίτι σαν κλέφτρόνια – που ήμαστε! Και τρέχοντας απνευστί τον χωματόδρομο που οδηγούσε στην πόλη φτάσαμε στην κεντρική πλατεία της όπου δέσποζε ο κινηματογράφος «Rex». Βγάλαμε εισιτήρια, μπήκαμε στην αίθουσα, καθίσαμε στα βελουδένια κόκκινα καθίσματα και περιμέναμε με λαχτάρα το καμπανάκι της έναρξης...

 Κι έγινε σκοτάδι. Κι ύστερα οι ακτίνες του προβολέα ξεχύθηκαν από τη μουσούδα της μηχανής προβολής σαν οριζόντιο ουράνιο τόξο. Και η οθόνη γέμισε χρώματα μοναδικά, χαρούμενα, εκτυφλωτικά, σινεμασκόπ: χρυσό της νιότης στα μαλλιά, ροζ της χαράς στα χείλη και κόκκινο βαθύ της έξαψης στις παριές, χρώμα - καθρέφτης του πρωτάρη έρωτα ενός σπαθάτου αγοριού, για το ομορφότερο, το πιο λαμπρό αστέρι της ζωής του… 

Και το κορίτσι να γελά μ' αυτό το γέλιο το τσαχπίνικο, το λυγερό, που λαχταρά ζωή. Και να ρισκάρει, να εισχωρεί στο άντρο των ανδρών, το Ναυτικό, για να εισπράξει απ' τον καλό της μια αγκαλιά κι ένα φιλί: τη λέγανε Αλίκη και ήταν αδιαμφισβήτητη πρωταγωνίστρια στη χώρα των θαυμάτων μας... 

Γυρίσαμε στο σπίτι αργά και φάγαμε το ξύλο της χρονιάς. Όμως το περιμέναμε ως… ευπρόσδεκτο κακό, γι αυτό όταν τέλειωσε γελούσαμε κρυφά. Τι είναι δυο – τρεις μπάτσες ως αντίτιμο για τ’ όνειρο που έζησε ένα παιδί; Άλλωστε, το γνωρίζαμε από πριν, η Αλίκη μας το είχε πει… ασπρόμαυρα: Το ξύλο βγήκε απ' τον Παράδεισο…

Χρονογράφημα του Νίκου Τσαγκρή (Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΕΘΝΟΣ τότε που πέθανε η Αλίκη)

10 Οκτωβρίου 2012

Γράμμα απ’ τον Μανώλη Ρασούλη...



(και μια κατόπιν εορτής απάντηση…) 

 
Μια μέρα βρήκα κάτι γράμματα του Ρασούλη, ξεχασμένα σ’ ένα φύρδην – μίγδην συρτάρι. Πραγματικά ξεχασμένα, καθόλου δεν θυμόμουν ότι είχα αλληλογραφία μαζί του. Ξαφνιάστηκα λοιπόν και χάρηκα μ’ αυτά τα γράμματα σαν να τα λάβαινα εκείνη τη στιγμή – από τον άλλο κόσμο ίσως; Κι άρχισα να τα ανοίγω με περιέργεια να μάθω τι συμβαίνει… 
Τα γράμματα περιείχαν… άλλα γράμματα, που πάει να πει κείμενα του Μανώλη περί παντός του καλλιτεχνικού, πολιτικού και φιλοσοφικού επιστητού, προς δημοσίευσιν. Κείμενα γραμμένα με το αγαπημένο, ρασουλικό που το λέγαμε, στυλάκι του Μανώλη. Στο καπάκι, τα γράμματα που περιείχαν άλλα γράμματα, είχαν μέσα κι ένα μικρότερο γράμμα. Γράμμα… πικραμένο, απευθυνόμενο προς τον παραλήπτη και εντεταλμένο διαχειριστή του περιεχομένου του μεγάλου γράμματος. Κάτι σαν κι αυτό: 

Φίλε Νίκο γεια τι γένεται; Σε διάβασα προχθές και έγραφες με το γνωστό συμπαθητικό βαριεστημένο ύφος σου ότι τρείς απ’ το ελληνικό τραγούδι σούρχονται στο μυαλό, η Ευτυχία ο Βίρβος και ο Λ. Παπαδόπουλος. Φυσικά δημοκρατικό δικαίωμα σου, και οι τρεις είναι κλασσικοί. Απλώς μετά είπες για το βιβλίο του Παπαδόπουλου όπου παίζανε γκαζές κι άλλα χωμάτινα παιχνίδια. Δεν σε παίζω Νίκο γιατί κι εγώ γράφω για σβούρες, γυαλένια, ντελί ματζάκι (!). Επίσης, ο Καρούζος ο που μας πέθανε, μούλεγε συχνά στο μπαρ Ράμπα: με γυάλινα ασανσέρ ο Λευτεράκης ρε Ρασούλη; Κι ήταν φίλος του, Λευτεριστής. Ρε Νίκο μπας και είσαι Λευτεριστής Σταλινικός; Αγάπα τους φίλους σου με τα ελαττώματα τους, οπότε κι εσένα σ’ αγαπώ με όλα σου. Tι κάνουν τα τραγούδια σου; Εσύ ήσουν γεννημένος ρεμπέτης σε μια μεταρεμπέτικη εποχή. Ήταν ατυχία. Όταν σε δω θα σου πω μια λύση. Νίκο έχω ένα επείγον γράμμα για δημοσίευση. Please βάλτο. Μπορεί να μη συμφωνείς όμως πάλι οριοθετώ κάτι και γι αυτό βάλτο. Υπάρχει περίπτωση να γράφω κάνα κομμάτι και να πληρώνομαι. Τώρα δεν παίζω παραστάσεις γιατί μου ανεβαίνει η πίεση οπότε… Κάποια κείμενα για το ελληνικό τραγούδι; Τι λες κι εσύ;                                                                                                                                                    

                                                                                                   Μανώλης Ρασούλης, 24 /2 / 1996 

Τι να πω εγώ φιλαράκι; Να πω ότι τώρα που ξαναδιαβάζω τα γράμματά σου αποκτώ συνείδηση για το πόσο ασυνείδητη ήταν η σχέση μου μαζί σου; Μανώλη, ένοιωθα φίλος σου αλλά δεν ήξερα ούτε το είχα σκεφτεί ότι ήμουν, και δεν ήξερα, δεν το είχα καν σκεφτεί, αν κι εσύ ένοιωθες φίλος μου και αν ήσουν. Μα τώρα, αυτό το «Φίλε Νίκο» της προσφώνησης σ’ αυτά τα ξεχασμένα γράμματα, τα συμφραζόμενα, εκείνο το «οπότε κι εσένα σ’ αγαπώ με όλα σου» ιδιαίτερα, τα κρατώ και δικαιούμαι, φαντάζομαι, να τα μνημονεύω σαν τεκμήρια μιας αμοιβαίας φιλίας. Ποτέ δεν είναι αργά…
Που λες λοιπόν, Μανώλη, τώρα που τα ξαναβρήκαμε, θέλω να σου πω ότι αυτό το γραμματάκι είναι ένας αυθεντικός καθρέφτης σου, κάτι σαν ακτινογραφία του παραπονιάρικου και αγαπησιάρικου ψυχισμού σου. Μου γράφεις, να πούμε, για να μου ‘την πεις’ επειδή έγραψα ένα κειμενάκι για το βιβλίο του Λευτέρη του Παπαδόπουλου («Παλιοί Συμμαθητές»). Και μου τον χρεώνεις σαν φίλο – περισσότερο δικός σου παρά δικός μου φίλος είναι– αφήνοντας ίχνη ζήλιας και δίκαιου, εδώ που τα λέμε, οικονομικού φθόνου, μ’ αυτή την ατάκα για τα «γυάλινα ασανσέρ» του Καρούζου.. Και μου κάνεις πλάκα κι από πάνω με τους… «Λευτεριστές», αυτή την ανάρμοστα παλιμπαιδική, δημοσιογραφική φάρσα. 
Παραπονιέσαι, Μανώλη, ότι δεν έγραψα ποτέ για τα δικά σου βιβλία (έγραψα ή ανέθετα σε άλλους να γράφουν) και τσαντίζεσαι που ξεχωρίζω (ως «κλασικούς», που το λες) τους Κώστα Βίρβο, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και Λευτέρη Παπαδόπουλο. Αλλά αυτό ακριβώς κάνω, τους ξεχωρίζω ως κλασικούς μιας εποχής του λαϊκού τραγουδιού, αυτής που έκλεισε τον κύκλο της στο τέλος της δεκαετίας του ’70. Ως Τελειωμένους δηλαδή – ολοκληρωμένους και πεπερασμένους μαζί – κλασικούς. 
Ενώ εσένα, Μανώλη, σε τοποθετούσα τότε και σε θεωρώ σήμερα, πέρα και πάνω απ’ εκείνους: μόνο και μοναδικό, στο τώρα – τότε, και στο μετά – σήμερα. Μοντέρνο τότε και κλασικό τώρα πια, της τελευταίας περιόδου του λαϊκού τραγουδιού. Του οποίου τον βίο εσύ κυρίως, (με την παρέα σου, τον Ξυδάκη τον Παπάζογλου και τ’ άλλα παιδιά) παρέτεινες κατά μία τριακονταετία (1980 – 2010). Με τα εκθαμβωτικά φρέσκα και θαυμαστά αρμονισμένα στα σώψυχα της γενιάς της μεταπολίτευσης τραγούδια σου: τους δύο τους πιο λαμπερούς και ανανεωτικούς κύκλους τραγουδιών στην ιστορία της Ελληνικής δισκογραφίας, την «Εκδίκηση της Γυφτιάς» και τα «Δήθεν»… 
Αυτά προς το παρόν, με την ελπίδα πως κάλυψα αρκούντως τον παραπονιάρικο και αγαπησιάρικο ψυχισμό σου. 
                Ο φίλος σου, Ν.Τ. 




Υ.Γ: Η σχέση μου με τον Ρασούλη ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του `80, τότε που κυκλοφόρησε την «Εκδίκηση της γυφτιάς» (όταν πρωτοσυναντηθήκαμε στο ΒΗΜΑ για την παρουσίαση του δίσκου) και τελειώνει στις αρχές της δεκαετίας του 2011, τότε που πήγα να τον αποχαιρετίσω (στο Πρώτο Νεκροταφείο). Και έφυγα τρέχοντας, όταν είδα κάποιες πολιτικές φάτσες (ανεπιθύμητες για μένα, αλλά και για τον Ρασούλη υποθέτω – γνωρίζω αλλά δεν θέλω να πω) να ακκίζονται φιλορασουλικά στις τηλεοπτικές κάμερες για… επικοινωνιακούς – όπως ξετσίπωτα, οι ίδιοι τους λένε – λόγους. Ενδιάμεσα συνεργαστήκαμε σε εφημερίδες, περιοδικά και ραδιόφωνα και κάναμε παρέα αρκετές φορές σε ήσυχες κι ανήσυχες, και μεθυσμένες νύχτες των καιρών μας…
                                                                                                                             Ο φίλος σου, Ν.Τ.