Καθώς ο πολιτισμός της ανάγνωσης
πλήττεται βάναυσα από τον πολιτισμό της εικόνας και των social media, οι αναγνώστες εντύπων
κειμένων μειώνονται επικίνδυνα
Γράφει ο Νίκος
Τσαγκρής
(Από την ΑΥΓΗ της Κυριακής 29/12/2018)
(Από την ΑΥΓΗ της Κυριακής 29/12/2018)
Γράφω με τη
συναίσθηση ότι αυτά που γράφω δεν είναι αυτά που θέλω να γράψω, αλλά αυτά που
πρέπει να γράψω. Κάποιες φορές που τυχαίνει να γράψω αυτά που θέλω να γράψω και
όχι αυτά που πρέπει να γράψω, τα κείμενά μου είναι προσωπικά, σαν αποσπάσματα
ημερολογίου, δειλές απόπειρες ενδοσκοπήσεων.
Δειλές, αφού ακόμα
και τότε συλλαμβάνω τον εαυτό μου να επιλέγει, ανάμεσα σ’ αυτά που θέλω να
γράψω, αυτά που πρέπει να γράψω. Αυτά που η δοσμένη δημοσιογραφική μου
συνείδηση μου επιτρέπει να φανερώσω στη στήλη μιας εφημερίδας. Ακόμα κι αν η
εφημερίδα αυτή είναι η ΑΥΓΗ, μια εφημερίδα
που, παραδοσιακά, ισορροπεί τα «θέλω» με τα «πρέπει». Ακόμα κι αν η στήλη αυτή είναι μια στήλη που σε
προτρέπει να γράφεις «Σε πρώτο πρόσωπο»,
τα κείμενά σου να είναι προσωπικά, σαν αποσπάσματα ημερολογίου – δειλές
απόπειρες ενδοσκοπήσεων∙ όπως αυτό που ακολουθεί:
Υποτίθεται πως είμαι δημοσιογράφος. Αν,
ωστόσο, με ρωτούσε κάποιος – σοβαρά, μιλάμε – να του πω τι ακριβώς είμαι, θα
του απαντούσα «αναγνώστης». Αφού, από τότε που έμαθα γραφή και ανάγνωση, διάβαζα μανιωδώς ό,τι τυπωμένο έβρισκα γύρω
μου. Αδιακρίτως, ενστικτωδώς, όπως τρώμε: δοκίμαζα το «φαγητό» και αν ήταν
νόστιμο το έτρωγα, αν όχι έψαχνα χωρίς χρονοτριβή το επόμενο «πιάτο»...
*******
Το «Ρομάντζο», ας
πούμε, το περίφημο περιοδικό ποικίλης ύλης του μεταπολέμου – που ανελλιπώς
αγόραζε η μητέρα μου – με τα ευθυμογραφήματα του Τσιφόρου και τις γελοιογραφίες του Αρχέλαου και του Χριστοδούλου
να με ξετρελαίνουν, τα περιοδικά μόδας με τα μοντελάκια του συρμού και τα
πατρόν που ξέχναγε η μοδίστρα στο σπίτι, την Τζέην Έυρ της Σάρλοτ Μπροντέ και τη δακρύβρεχτη Μανόν Λεσκώ του αββά Πρεβώ, τους Άθλιους
του Βίκτωρος Ουγκώ και τον Όλιβερ
Τουιστ του Καρόλου Ντίκενς στα Κλασσικά
Εικονογραφημένα, τις αστυνομικές ιστορίες του Λέμμυ Κώσιον (Πήτερ Τσένεϋ) και του Φίλιπ Μάρλοου (Ρέϋμον Τσάντλερ) και, βέβαια, τον Μικρό Ήρωα, τον Γκαούρ
–Ταρζάν, τον Υπεράνθρωπο, τον Τζών Γκρήκ και τα άλλα θρυλικά παιδιά
και παραπαίδια του σπουδαίου Στέλιου
Ανεμοδουρά που έθρεψαν την κουλτούρα εκατομμυρίων Ελληνοπαίδων του δεύτερου
μισού του 20ου αιώνα.
Λοιπόν, που λέτε,
είμαι ήδη αναγνώστης 50 ετών, αλλά αισθάνομαι αχόρταγος, όπως τότε που έκανα κοπάνες απ’ το Γυμνάσιο και τρύπωνα στη
Δημοτική βιβλιοθήκη του Πύργου για να φλερτάρω με τον Καραγάτση και τον Φραγκιά,
τον Ντοστογιέφσκι, τον Φλωμπέρ και τον Τόμας Μαν, τον Τολστόι
και τον Μπουλγκάκοφ…
Τώρα πια, μπορώ να ομολογήσω ότι
η ανάγνωση είναι το πάθος μου, η μικρή
μου διαστροφή: μια συνουσία μυστική
με κορμιά – κείμενα σε ατελείωτες χάρτινες σελίδες˙ με την ολοκλήρωση να μην
έρχεται ποτέ!...
*******
Γράφω αυτό το κείμενο στο «καφέ» ενός μεγάλου βιβλιοπωλείου
της Αθήνας, με μια τσάντα, φίσκα από τυπωμένα αντικείμενα του πόθου μου, κάτω
απ’ το τραπέζι. Λίγο πριν, περιδιαβάζοντας στους πάγκους με τα βιβλία απλωμένα ένα
γύρω, έμενα έκθαμβος σαν τον... Όλα –
ξεκόλλα Θέμο Αναστασιάδη μπρος στις ημιτσίτσιδες μοντέλες που κοσμούσαν τις
εκπομπές του!..
Όταν γράφω ως δημοσιογράφος – μια και κάποτε, εντελώς τυχαία,
απέκτησα αυτήν την ιδιότητα – προσπαθώ να γράφω σαν συγγραφέας περισσότερο,
παρά σαν δημοσιογράφος. Ελπίζω ότι αυτό δεν είναι ψώνιο, κεκτημένο απ' τη
βασική μου ιδιότητα (του αναγνώστη λογοτεχνίας), αλλά ενστικτώδες τέχνασμα επιβίωσης στον παρακμάζοντα χώρο της έντυπης
γραφής και ανάγνωσης.
Ήδη στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Χ.
Τζ. Γουέλς προφήτευε την κατάργηση της ανάγνωσης και την αντικατάστασή της
απ' την τηλεόραση και το βίντεο. Προέβλεπε, μάλιστα, ότι η προφορική γλώσσα θα
εκφυλιζόταν σε ημιάναρθρους γρυλισμούς, «για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού».
Ευτυχώς, προς το παρόν τουλάχιστον, ο... μελλοντολόγος επιβεβαιώνεται μόνο ως
προς το δεύτερο. Αφού, ιδιαίτερα ο τηλεοπτικός λόγος, τείνει να εκφυλιστεί σε
ημιάναρθρους γρυλισμούς, ενώ ο διαδικτυακός σε σιωπηλές παραλλαγές της φατσούλας του πάλαι ποτέ Mr Smile
(emoticons)
που εκφράζουν τα… συναισθήματα των χρηστών: χαρά, λύπη, οργή, αηδία κ.ο.κ.
Ευτυχώς ο γραπτός λόγος αντέχει, ακόμα και ως ρεπορτάζ, στις
σελίδες των εφημερίδων. Ωστόσο, καθώς ο «πολιτισμός της ανάγνωσης» πλήττεται
βάναυσα από τον «πολιτισμό της εικόνας και του διαδικτύου», τα ευγενή μέταλλα
αισθητικής και κουλτούρας που, ανά τους αιώνες, προήγαγε ο γραπτός λόγος,
μεταλλάσσονται, σκουριάζουν, ατροφούν. Ενώ εμείς, οι αδιόρθωτοι αναγνώστες
εντύπων κειμένων, είμαστε ήδη μία... δακτυλοδεικτούμενη μειονότητα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου