8 Δεκεμβρίου 2018

Κίτρινα Γιλέκα και Πράσινα Άλογα





Ο «φόβος που τρέφει την ελπίδα», η «αμηχανία της Δημοκρατίας» και το συναίσθημα ότι έχουμε εξαπατηθεί

Γράφει ο Νίκος Τσαγκρής
Από την ΑΥΓΗ της Κυριακής (9/12/2018)


Την ώρα που ο Αλέξης Τσίπρας μάς καλούσε να σηκώσουμε ανάστημα απέναντι στο μίσος, την διχόνοια και τον ρατσισμό που σκιάζουν την Ελλάδα και την Ευρώπη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης σήκωνε και πάλι την νάιλον παντιέρα του φόβου απέναντι στον εκ Σκοπίων επερχόμενο… αλυτρωτισμό. Ψαρεύοντας φοβικά ψηφαλάκια στα θολά νερά του ακραίου  εθνικισμού  

Την ίδια στιγμή, από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η Κριστίν Λαγκάρντ ύψωνε τη σημαία του συστημικού φόβου: «Έρχεται μια νέα εποχή της οργής» προειδοποιούσε, με το βλέμμα στα «Κίτρινα Γιλέκα» της Ευρώπης προφανώς: «οι ανισότητες θα ξεπεράσουν εκείνες της χρυσής εποχής του καπιταλισμού» προειδοποιούσε, εκφράζοντας τον φόβο της για το συστημικό μέλλον υπό την απειλή μιας απρόβλεπτης  επέκτασης – ακόμα και… παγκοσμιοποίησης –  του κινήματος των «Κίτρινων Γιλέκων»: «Εμπρός της Γής οι φοβισμένοι», σαρκάζουν ήδη οι κυνικοί της πολιτικής ψυχανάλυσης, παραφράζοντας τον στίχο του ύμνου της Γ’ Διεθνούς…

«Ο φόβος είναι φως, είναι η θέληση για ζωή, είναι αυτοπεποίθηση. Είναι ένα βαθιά ευρωπαϊκό συναίσθημα», μας διδάσκει η Ναντέζτνα Μαντελστάμ*: «Ο φόβος και η ελπίδα είναι στοιχεία αλληλένδετα. Χάνοντας την ελπίδα, χάνουμε και τον φόβο – δεν έχουμε πια λόγο να φοβόμαστε…»

*******
Έτσι είναι. Ο φόβος δεν είναι απαραίτητα κακός σύμβουλος, αντίθετα μπορεί να συμβάλλει στη συντήρηση της ελπίδας. Και να μεταλλαχθεί σε αγανάκτηση και οργή και εξέγερση, όπως στην περίπτωση του κινήματος των «Αγανακτισμένων» στην Ελλάδα και την Ισπανία το 2010 – 2011. Όπως  στο τωρινό κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων» στη Γαλλία, επίσης.

«Δεν είναι ο φόβος, αλλά η αμηχανία της Δημοκρατίας», θα έλεγε ο Ιταλός εξπέρ της πολιτικής θεωρίας Κάρλο Γκάλι. «Το συναίσθημα ότι έχουμε εξαπατηθεί, ότι οι υποσχέσεις δεν έχουν τηρηθεί», κάτι που εδραιώνει μιαν αντίληψη ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, μιαν αντίληψη που αλλάζει χαρακτήρα σε πολλά μέρη της Δύσης : παρά τις καθησυχαστικές αφηγήσεις ή τους τρομοκρατικούς εκφοβισμούς, οι πολίτες κατακτούν την αυτονομία τους από το νεοφιλελεύθερο σύστημα, τις αντιφάσεις του οποίου βιώνουν με όρους ανασφάλειας, ανισότητας και έλλειψης προοπτικής. Και εξεγείρονται…

Είναι και τα δύο. Και ο «φόβος που τρέφει την ελπίδα», και η «αμηχανία της Δημοκρατίας» (το συναίσθημα ότι έχουμε εξαπατηθεί) που οδηγούν στις αντισυστημικές εξεγέρσεις των καιρών μας, λέω εγώ. Και λέω ότι, πάνω απ’ όλα, είναι το ιστορικό πολιτικό δικαίωμα του ανθρώπου σε μια καλύτερη, και μια καλύτερη, και μια καλύτερη ζωή. Ένα βαθιά ευρωπαϊκό συναίσθημα που (ναι, συντρόφισσα Ναντέζτνα Μαντελστάμ) «τρέφεται από τον αυτοσεβασμό, την αίσθηση της προσωπικής αξιοπρέπειας, των προσωπικών δικαιωμάτων, των αναγκών, των απαιτήσεων και των επιθυμιών….

*******
Ο άνθρωπος, παντού και πάντα, υπερασπίζεται ό,τι κατέχει, και φοβάται μην το χάσει, και αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση των «Κίτρινων γιλέκων» στη Γαλλία. Εκείνο που περισσεύει,  αφού διόλου δεν αφορά τους εξεγερμένους στον χρόνο της εξέγερσής τους, είναι ο πολιτικός χαρακτήρας της εξέγερσης: η επιρροή, ενδεχομένως και  η ηγεμονία της Λεπέν, χαρακτήρισε, κατ’ αρχήν το κίνημα, όμως η σταδιακή στήριξη της εξέγερσης από το σύνολο της Αριστεράς έκανε αμφίσημο το πολιτικό του στίγμα, σημειώνουν οι περισσότεροι αναλυτές.

«Το βέβαιο είναι πως παραμένει κίνημα χωρίς ηγεσία, χωρίς σύνδεση με παραδοσιακούς μηχανισμούς κινητοποίησης, κόμματα και συνδικάτα, χωρίς συγκεκριμένη πολιτική ατζέντα, αλλά με σαφώς πολιτικές αιτίες – αιτίες που δεν είναι άλλες από την αντίδραση των αγανακτισμένων της ανεπτυγμένης Ευρώπης για τα αυξανόμενα αδιέξοδα της ζωής τους», σημειώνει ο Χρήστος Κανελλόπουλος* σε σχετική ανάλυσή του.

Θα συμπληρώσω ότι εξεγέρσεις σαν κι αυτή των «Κίτρινων Γιλέκων» είναι καταδικασμένες να μείνουν πολιτικά ορφανές ή, στη χειρότερη, να πάρουν «δεξιά» μορφή. Αφού τα πράσινα άλογα που άφησε πίσω της η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία   μετεωρίζονται στην στρατόσφαιρα του νεοφιλελευθερισμού∙ ενώ η εναλλακτική ευρωπαϊκή αριστερά (πλην ΣΥΡΙΖΑ, που στην Ελλάδα ακόμα προσπαθεί) αδυνατεί να ακολουθήσει μια πειστική πολιτική πράξη»… 

Όλα αυτά, σε έναν κόσμο υπό το φάσμα της νεοφασιστικής  απειλής, ακριβώς την ώρα που ο Αλέξης Τσίπρας μας καλούσε να σηκώσουμε ανάστημα απέναντι στο μίσος την διχόνοια και τον ρατσισμό που σκιάζει  την Ελλάδα και την Ευρώπη. Ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης σήκωνε και πάλι την νάιλον παντιέρα του φόβου απέναντι στον εκ Σκοπίων επερχόμενο… αλυτρωτισμό: ψαρεύοντας φοβικά ψηφαλάκια στα θολά νερά του ακραίου εθνικισμού. 

*Ναντέζτνα Μαντελστάμ , (σύζυγος του σπουδαίου Ρώσου ποιητή Όσιπ Μαντελστάμ και φίλη της μεγάλης Άννας Αχμάτοβα ) στο βιβλίο της «Ελπίδα στα χρόνια της Απελπισίας» / Εκδόσεις Μεταίχμιο

**Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 15ο Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών «ΕΝΑ «


 

 


6 Δεκεμβρίου 2018

Οι "ταραξίες" του Δεκέμβρη και τα media


Οι «ταραξίες» του Δεκέμβρη, κάθε Δεκέμβρη μετά από εκείνον τον Δεκέμβρη, είναι τα παιδιά μας: τα παιδιά της μεσαίας τάξης, που δεν ξεχνούν την εκτέλεση του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από τους φρουρούς της καθεστηκυίας τάξεως - τα παιδιά που αντιδρούν στην τερατώδη ασχήμια του κράτους. Είναι τα παιδιά μας που καίνε και σπάνε τον εφιάλτη ενός φρικτού μέλλοντος».

Του Νίκου Τσαγκρή

Το εκπληκτικό (και ενδεικτικό της έκπτωσης της ελληνικής δημοσιογραφίας) είναι ότι τα διεθνή μέσα ενημέρωσης κατάλαβαν καλύτερα απ’ τα δικά μας τα αίτια αυτού του ξεσηκωμού. Καλύτερα κι από τους ίδιους τους πατεράδες και τις μανάδες των εξεγερμένων παιδιών και, ασφαλώς, καλύτερα από τους περισσότερους Έλληνες πολιτικούς. Έτσι, χρειάστηκε το CNN για να μάθουμε ότι «ο φόνος του μαθητή από τον αστυνομικό ήταν μόνο η αφορμή για την εξέγερση των νέων». Χρειάστηκε η Λιμπερασιόν για να μάθουμε ότι «οι εξεγερμένοι είναι τα παιδιά της μεσαίας τάξης που βιώνουν την οικονομική κρίση σε συνθήκες αστυνομικής, πολιτικής, οικονομικής και θρησκευτικής διαφθοράς, που καίνε και σπάνε τον εφιάλτη ενός φρικτού μέλλοντος». Και χρειάστηκε το BBC για να μάθουμε ότι «οι εξεγερμένοι εξέφρασαν την έντονη δυσφορία τους εναντίον της κυβέρνησης Καραμανλή».

Τα δικά μας μέσα ενημέρωσης, σε μια ταπεινωτική σύμπλευση με την κυβερνητική αντίληψη των γεγονότων έβλεπαν μόνο «κουκουλοφόρους», «ταραξίες», και «κατεστραμμένες περιουσίες»! Τίποτε άλλο. Μόνο λίγα δημόσια «δάκρυα» για τον «Αλέξανδρο». Τι ειρωνεία; Για κάθε κάπηλο δημοσιογράφο, για κάθε λαϊκιστή πολιτικό, ακόμα και για τον ευθυνόμενο υπουργό Παυλόπουλο, το δολοφονημένο από κρατικό χέρι παιδί του αλλουνού έγινε, και καλά, «ο Αλέξανδρος!...»

Ιδιαίτερη έκπληξη προκάλεσε και ο πρωθυπουργός καθώς αποκάλυπτε, πέρα από το μέγεθος της ανευθυνότητάς του (δεν λέω αυτό που πιστεύω, ότι θα ‘πρεπε να παραιτηθεί προτείνοντας κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» και εκλογές, αλλά ότι έπρεπε να κάνει το δεοντολογικά αυτονόητο, την παύση του αρχηγού της ΕΛΑΣ και των πολιτικών προϊσταμένων του), το μέγεθος της πολιτικής του αφέλειας, αποστέλλοντας εκείνες τις ανεκδιήγητες επιστολές προς τους συνδικαλιστές της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ: «Αναστείλατε την απεργία για να σωθούμε από τους ταραξίες»! Γι’ αυτόν, τα χιλιάδες εξεγερμένα Ελληνάκια δεν ήσαν παρά «κουκουλοφόροι», «ταραξίες»˙ και «η πολιτεία αγανακτεί μαζί τους!..

«… Η πολιτεία αγανακτεί επειδή υπάρχουν μερικά ζωντανά της κύτταρα που αντιδρούν άτεχνα, ανοργάνωτα, ίσως μ' αφέλεια, σ' όλην αυτή την οργανωμένη κρατική ασχήμια, αντί να βλογάμε τον Θεό που βρίσκονται ακόμη μερικοί που δεν συνήθισαν στην «παρουσία του τέρατος…», θα σχολίαζε ο σπουδαίος Έλληνας Μάνος Χατζιδάκις. Μα, κι αυτός,έφυγε νωρίς. Μαζί με τον 
πολιτισμό αυτού του τόπου...

Κείμενο δημοσιευμένο στην εφημερίδα ΕΘΝΟΣ και στο περιοδικό ΓΑΛΕΡΑ τις επόμενες μέρες του Δεκέμβρη 2009

1 Δεκεμβρίου 2018

Ο… «no politica» Βαγγέλης Μαρινάκης.



Η «πόρτα» που έφαγε ο αρχηγός της ΝΔ στην περίπτωση Κορκίδη και η σταδιακή, μπερλουσκονικού τύπου, πολιτική αυτονόμηση της… «προεδράρας»


Γράφει ο Νίκος Τσαγκρής  


«Η Αθήνα μάς ανήκει», δηλώνει με το γνωστό μητσοτακαίικο  θράσος ο ένας. «Ο Πειραιάς μάς ανήκει», προβάλει το ερυθρόλευκο βέτο του ο δεύτερος. «Η Θεσσαλονίκη μάς ανήκει», επιδεικνύει τους ασπρόμαυρους τίτλους ιδιοκτησίας του ο τρίτος. Κι εσύ… χτενίζεσαι. Και αναρωτιέσαι που θα γίνει, εν τέλει, η μοιρασιά: στη Γιάλτα, άραγε, ή στο Ροστόφ; Ή μήπως Καρπενήσι, Τούμπα και Καραϊσκάκη;    

«Είπα να τολμήσω να πω το όνομα που ψιθυρίζεται για την απόσυρση Κορκίδη από την υποψηφιότητα για το δήμο Πειραιά. Είναι Βαγγέλης Μαρινάκης, αυτός που λάνσαρε το no politica για να καλύψει τις δολοφονίες της Χρυσής Αυγής, τις μαύρες συμμορίες που τις είδαμε στην προηγούμενη προεκλογική περίοδο να βγαίνουν στους δρόμους τις τελευταίες 48 ώρες…»* είπε ο αρχιτέκτονας Νίκος Μπελαβίλας, αναφερόμενος στην υποψηφιότητά του για το Δήμο Πειραιά  

Πράγματι, στους παροικούντες την ερυθρόλευκη Ιερουσαλήμ είναι γνωστό ότι συνιστά τόλμη ακόμα και η απλή… λήψη του ονόματος του Μαρινάκη επί ματαίω. Πόσο μάλλον μια θεσμική  απόπειρα «ανατροπής» του ολιγάρχη και του καθεστώτος του (ακόμα και στο στάδιο της αγαθής πολιτικής πρόθεσης – βούλησης), όπως αυτή του κ. Νίκου Μπελαβίλα: «Να φύγει η ολιγαρχική γάγγραινα από τον Πειραιά, όχι μόνο γιατί απειλεί τον Πειραιά και τους ανθρώπους του, αλλά γιατί απειλεί να επεκταθεί σε όλη την Ελλάδα. Το φαινόμενο ολιγαρχών που αγοράζουν δήμους και κανάλια, πριν αγοράσουν την ίδια την εξουσία, απειλεί ευθέως τη Δημοκρατία»**…

*******

Στην πραγματικότητα, διόλου δεν ψιθυρίζεται «το όνομα για την απόσυρση Κορκίδη από την υποψηφιότητα για το δήμο Πειραιά», ο κόσμος το ‘χει τούμπανο ότι ο Βαγγέλης Μαρινάκης επέβαλε στον Κυριάκο Μητσοτάκη την συγκεκριμένη απόσυρση. Με φαντασμαγορικό, μάλιστα, τρόπο, δείχνοντας «ποιος είναι τ’ αφεντικό» σ’ αυτή τη σχέση: τον «έστειλε» σαν το σκυλί με την ουρά στα σκέλια, είναι η έκφραση που, στο πειραϊκό παρασκήνιο, σφράγισε την άμεση υπαναχώρηση Μητσοτάκη στο ζήτημα της υποψηφιότητας Κορκίδη.

Στη φοβικη δημοσιογραφική πραγματικότητα είναι που «το όνομα της απόσυρσης» ψιθυρίζεται. Συνοδευόμενο μάλιστα από ψιθύρους παράλληλους, με θέμα τις παρενέργειες του συγκεκριμένου… event στη σχέση M&M.  

Μιλάμε για παρενέργειες που ξεκινούν από τον περιορισμό  της ασυλίας την οποία απολάμβανε ο Κυριάκος στα ΜΜΕ του κ. Μαρινάκη, περνούν από την αγωνιώδη προσπάθεια του αρχηγού της ΝΔ να σώσει οτιδήποτε αν σώζεται από τη συγκεκριμένη  σχέση διαπλοκής και παράλληλα να στήσει ένα ακόμα απογευματινό έντυπο μαγαζάκι για την πάρτη του, και καταλήγουν στην τελική φάση της απόπειρας πολιτικής αυτονόμησης του Βαγγέλη Μαρινάκη. Που, όπως μας εξήγησε ήδη ο υποψήφιος δήμαρχος Πειραιά, κ. Μπελαβίλας, ξεκίνησε με το no politica: «για να καλύψει τις δολοφονίες της Χρυσής Αυγής, τις μαύρες συμμορίες που τις είδαμε στην προηγούμενη προεκλογική περίοδο να βγαίνουν στους δρόμους τις τελευταίες 48 ώρες».

*******

Το εν λόγω «no politica» σηκώνει μεγάλη κουβέντα (ανάλυση, αν θέλετε), καθώς εδράζεται στην ευρισκόμενη σε διαρκή ερευνητική  εκκρεμότητα σχέση ποδοσφαίρου – πολιτικής. Εδώ, ωστόσο, αρκεί να εξηγήσουμε ότι εκφράζει μιαν αρχική στρατηγική πολιτικού ελέγχου των φανατικών οπαδών του «θρύλου των γηπέδων» (ειρήσθω εν παρόδω, είμαι φανατικός, με τον δικό μου τρόπο, οπαδός του Ολυμπιακού) εκ μέρους του προέδρου του. Μια στρατηγική που, με τα ΜΜΕ τα οποία ο κ. Μαρινάκης απέκτησε, σταθεροποιήθηκε διευρύνοντας την πολιτική επιρροή του ένθεν  - κακείθεν του αρχηγού της ΝΔ. Και, με τη συνδρομή των Σαμαρά, Βενιζέλου, Λοβέρδου, «ακόμα και του Σημίτη» λένε κάποιοι «άνθρωποι του προέδρου», μετεξελίχθηκε σε στρατηγική αντικυβερνητικής (ΑντιΣΥΡΙΖΑ) χειραγώγησης του συνόλου των οπαδών του Ολυμπιακού, και όχι μόνο.

Είναι χαρακτηριστικές οι συνάδουσες με την ακροδεξιά  σπεκουλαδόρικες αντικυβερνητικές…  «no politica after», αυτή τη φορά, παρεμβάσεις του μέσω των φανατικών γηπεδικών οπαδών του (πανό στις κερκίδες των φανατικών, κλπ.)  στις περιπτώσεις των φυσικών καταστροφών στη Μάνδρα Αττικής και στο Μάτι. Οι οποίες, όπως και οι δικές του άλλωστε, οι προσωπικές του, ακραία αντιπολιτευτικές παρεμβάσεις μέσω δηλώσεων «κύκλων του προέδρου» («χούντα» κλπ. κλπ.), φωτογραφίζουν μια σταδιακή, μπερλουσκονικού τύπου πολιτική αυτονόμηση.

Μια αυτονόμηση που, τώρα, μοιάζει να σφραγίζεται από την «πόρτα» που έφαγε ο Κυριάκος απ’ τον φίλο του Βαγγέλη στην περίπτωση Κορκίδη. Και απ’ την ακολουθία μιας σειράς  αποδομητικών, του αρχηγικού προφίλ του Μητσοτάκη, δημοσιευμάτων στα ουκ ολίγα Μέσα που διαθέτει η… προεδράρα: ο «no politica»  Βαγγέλης Μαρινάκης.
     

*Από συνέντευξη του Νίκου Μπελαβίλα Στο Κόκκινο (Ευγ. Λουπάκη)
**Ανάρτηση του Νίκου Μπελαβίλα στο διαδίκτυο
  

24 Νοεμβρίου 2018

Ο ΣΥΡΙΖΑ στο τσουβάλι του «λαϊκισμού»


Η Ελληνική κυβέρνηση καταλαμβάνει περίοπτη θέση στη συστημική λίστα της… διεθνούς των λαϊκιστών 

Γράφει ο Νίκος Τσαγκρής
Από την ΑΥΓΗ της Κυριακής (25/11/2018) 

«Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην Ευρώπη που έγιναν κυβέρνηση αριστεροί λαϊκιστές», ήταν ο τίτλος που πήρε περίοπτη θέση στον κίτρινο ηλεκτρονικό Τύπο της περασμένης Τετάρτης. Τίτλος τύπου «ντροπιαστικός» για την Ελλάδα και τους Έλληνες, που… μοίρα κακή τους καταδίκασε να κυβερνώνται από αριστερούς λαϊκιστές. Τον Αλέξη Τσίπρα, δηλαδή, και τον ΣΥΡΙΖΑ. 

Στην πραγματικότητα, ο ντροπιαστικός για τα Μέσα που τον εφεύραν τίτλος βασιζόταν σε μια έρευνα του βρετανικού Guardian, που έγινε ενόψει των ευρωεκλογών και συμπέραινε ότι «τα λαϊκιστικά κόμματα, δεξιά και αριστερά, έχουν τριπλασιάσει την εκλογική τους βάση την τελευταία εικοσαετία» και ότι «τα εμπιστεύονται πλέον ένας στους τέσσερις Ευρωπαίους»… 

Ο Guardian είναι μια έγκυρη κεντροαριστερή, υποτίθεται, εφημερίδα, αλλά αυτό δεν την εμποδίζει να φοράει τα γυαλιά του συστήματος για να βλέπει τον κόσμο. Και, μέσω των αποτελεσμάτων της συγκεκριμένης έρευνας, να τσουβαλιάζει (στο τσουβάλι του λαϊκισμού) Ορμπάν, Σαλβίνι και Τσίπρα, σημειώνοντας τη διαφορετική τύχη που είχαν οι ηγέτες των ακροδεξιών λαϊκιστικών κομμάτων της Ουγγαρίας και της Ιταλίας, από τους αντίστοιχους των αριστερών λαϊκιστικών κομμάτων της Ευρώπης. Τα οποία «ενώ επεκτάθηκαν ταχύτατα στον απόηχο της οικονομικής κρίσης, απέτυχαν να γίνουν κυβέρνηση οπουδήποτε αλλού εκτός της Ελλάδας». 

Ωστόσο, «οι αριστεροί λαϊκιστές που είναι στην Ευρώπη πολύ λιγότερο επιτυχημένοι σε σχέση με τους δεξιούς ομολόγους τους, έχουν αρχίσει να αυξάνουν τα ποσοστά τους στις εκλογές, όπως οι Podemos στην Ισπανία και η France Insoumise», συνεχίζει ο Guardian το τσουβάλιασμα. 

 ******* 

Σα να λέμε, στη μέση το νεοφιλελεύθερο τραπεζοκεντρικό σύστημα, και όλοι όσοι ένθεν κακείθεν το ψιλο- ή χοντρο-αμφισβητούν – όπως ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα ή το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν ή οι Ποδέμος του Πάμπλο Ιγκλέσιας ή η Λέγκα του Βορρά του Σαλβίνι ή το ακροδεξιό Φιντές του Όρμπαν ή η France Insoumise του Μελανσόν ή το Εργατικό Κόμμα του Τζέρεμι Κόρμπιν) να μπαίνουν στο ίδιο τσουβάλι. Και να συνιστούν τον «Ευρωπαϊκό λαϊκισμό» σύμφωνα με την συγκεκριμένη έρευνα του… προοδευτικού Guardian. 

Σε παλαιότερο δημοσίευμά τους με τίτλο «Ο λαϊκισμός στην εποχή του Τράμπ», οι ultra συστημικοί New York Times όριζαν τα επτά χαρακτηριστικά του – αριστερού ή δεξιού – λαϊκισμού ως εξής: 
● να είναι κατά της λιτότητας 
● να είναι κατά της παγκοσμιοποίησης 
● να είναι κατά της ευρωζώνης 
● να είναι κατά του χρηματοπιστωτικού συστήματος 
● να είναι κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης 
● να είναι κατά των μεταναστών 
● να είναι κατά του Ισλάμ 

Είναι ηλίου φαεινότερο ότι τα εν λόγω χαρακτηριστικά εισάγουν στην πολιτική φιλοσοφία έναν μεταμοντέρνο, ριζικά αναθεωρημένο ορισμό του «λαϊκισμού», σύμφωνα με τον οποίο λαϊκιστής είναι ο πολιτικός ή ο πολίτης που είναι κατά της λιτότητας ή κατά της παγκοσμιοποίησης ή κατά της ευρωζώνης ή κατά του συστήματος ή κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή κατά των μεταναστών ή κατά του Ισλάμ!... 


 ******* 

Από μια άλλη άποψη (τη δική μας αυτή τη φορά), το γεγονός ότι στα συστημικά κιτάπια ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας καταλαμβάνουν περίοπτη θέση στη λίστα αυτών που συνιστούν τον «Ευρωπαϊκό λαϊκισμό στην εποχή του Ντόναλντ Τράμπ» αποτελεί μιαν ευχάριστη έκπληξη, δεδομένου ότι αυτό μπορεί να σημαίνει ότι παραμένουμε αντισυστημικοί. Κάτι που κοντεύουμε να ξεχάσουμε από τότε που η κυβέρνηση, έστω καταναγκαστικά, εφαρμόζει τις νόρμες του συστήματος. Και μάλιστα πιο αποτελεσματικά κι από τις συστημικές κυβερνήσεις. Και εμείς, παρ’ όλα αυτά, τη στηρίζαμε και τη στηρίζουμε. Κι ας μας λένε… λαϊκιστές… 

Εντάξει, ξεπερνώντας τον συριζαίϊκο υποκειμενισμό και προσλαμβάνοντας σαν αντικειμενικό τον ορισμό του λαϊκισμού των New York Times, μόνο λαϊκιστικό κόμμα δεν θα μπορούσε να χαρακτηρίσουμε τον ΣΥΡΙΖΑ – μόνο λαϊκιστή δεν θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε τον Τσίπρα: ακόμα και σε μια σάρωση της πολιτικής ΣΥΡΙΖΑ από σκάνερ, μόνο το πρώτο από τα «επτά χαρακτηριστικά του συστημικού ορισμού για τον λαϊκισμό (αυτό «κατά της λιτότητας») θα ανιχνευόταν. Αλλά κατά της λιτότητας είναι πια ολόκληρη η ευρωζώνη… 

Και μόνο ο Κυριάκος Μητσοτάκης και οι δικοί του (οι τελευταίοι συστημικοί του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος) έμειναν να κρατούν την παντιέρα του Σόϊμπλε. Και να τσουβαλιάζουν (στο τσουβάλι ενός στρεβλού λαϊκισμού) τον Τσίπρα τον ΣΥΡΙΖΑ και την ευρωπαϊκή Αριστερά.

17 Νοεμβρίου 2018

"Αν ο Τσίπρας διέθετε τον κυνισμό του Ανδρέα..."



Συζήτηση με ένα ξεχωριστό στέλεχος του Ανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ με αφορμή το συνέδριο του SPD και μιαν ανόητη και φθονερή ατάκα της προέδρου του ΚΙΝΑΛ

Γράφει ο Νίκος Τσαγκρής 
Από την ΑΥΓΗ της Κυριακής (17/11/2018) 

Ο έρωτας των Γερμανών σοσιαλιστών για τον Αλέξη Τσίπρα, και το τραύμα που ο έρωτας αυτός προκάλεσε στη Φώφη,  μονοπώλησε την κουβέντα μου με το «στέλεχος». Το πάλαι ποτέ κορυφαίο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, εννοώ. Με το οποίο διατηρώ μια καφενειακή, ας την πούμε, σχέση, από την εποχή που ο ΔΟΛ που έγινε ΔΟΜ ήταν το «συγκρότημα Λαμπράκη», η αφεντιά μου στέλεχος των ΝΕΩΝ και το… «στέλεχος» ιμάντας μεταφοράς. Ένας απ’ τους ιμάντες μεταφοράς – για να είμαστε ακριβείς – των κυβερνητικών vibes προς την εφημερίδα της καρδιάς του Ανδρέα Παπανδρέου: «Αν υπάρχουν βαρίδια της Αριστεράς αυτά είναι  το ΠΑΣΟΚ της Φώφης και το ΚΚΕ του Κουτσούμπα» μου είπε, αναφερόμενος στην ανόητη ρήση («Ο κ. Τσίπρας έγινε βαρίδι της αριστεράς») της αρχηγού του ΚΙΝ.ΑΛ…

«Ο Τσίπρας είναι η Αριστερά σήμερα!» συνέχισε το «στέλεχος», χαρακτηρίζοντας με.. αχαρακτήριστα επίθετα την κ. Γεννηματά: «Αν μάλιστα ο Τσίπρας διέθετε τον κυνισμό του Ανδρέα, θα είχε τον απόλυτο έλεγχο όχι μόνο της Αριστεράς αλλά και της κεντροαριστεράς», πρόσθεσε με την πονηριά του αυθεντικού πασόκου στο βλέμμα. Και καθώς είδε την απορία στο δικό μου, μου εξήγησε τι ακριβώς εννοεί: «Φίλε μου, ο Ανδρέας δεν έστρεφε ούτε το βλέμμα του προς την Αριστερά. Δεν καταδέχτηκε ποτέ να ρίξει ούτε μια ματιά προς την κατεύθυνση του ΚΚΕ, του ΚΚΕ εσωτερικού ή του Συνασπισμού, σα να μην υπήρχαν – και δεν υπήρχαν! Η Αριστερά στην εποχή ΠΑΣΟΚ ήταν ο Ανδρέας!...». 

*******
Προφανώς, ήθελε να πει ότι η δημοκρατικότητα που χαρακτηρίζει τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ τον κάνει να «βλέπει» προς το ΚΙΝΑΛ και το ΚΚΕ, να κρατά ανοιχτές τις πόρτες του πολιτικού διαλόγου μαζί τους. Και ότι αυτό εμποδίζει την απόλυτη κυριαρχία του στον χώρο που καταλάμβανε το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου (τον χώρο της «κεντροαριστεράς»), καθώς δίνει υπόσταση σε ανύπαρκτα ή αδρανή αριστερόστροφα κόμματα, όπως το ΠΑΣΟΚ της Φώφης  και το ΚΚΕ του Κουτσούμπα αντίστοιχα. Ενώ εάν έκανε αυτό που, πράγματι, έκανε ο Ανδρέας (αν δεν έπεφτε ούτε ένα βλέμμα του προς το ΚΙΝΑΛ και το ΚΚΕ), ο Τσίπρας θα ήταν η Αριστερά! Και η κεντροαριστερά μαζί!.. 

Πέρα απ’ όλα αυτά τα καφενειακά – που ενίοτε είναι  περισσότερο πολιτικά κι απ’ τα «πολιτικά» – ο Τσίπρας (με την κυβέρνησή του και το κόμμα του, βέβαια) είναι η Αριστερά. Και όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη, εξ ου και έρωτας των Γερμανών σοσιαλιστών γι’ αυτόν, καθώς και το τραύμα που ο έρωτας αυτός προκάλεσε στη Φώφη: «Είναι ηλίου φαεινότερο ότι πίσω από την χυλόπιτα του SPD στην Φώφη Γεννηματά κρύβεται η άποψη του Μάρτιν Σουλτς ότι, για να αναζωογονηθεί η καθημαγμένη ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία,  πρέπει να συναντηθεί και να συνεργαστεί με τη ριζοσπαστική Αριστερά του Αλέξη Τσίπρα», εξηγούσαν όλη την εβδομάδα οι… αναλυτές.

*******
Φυσικά ο Μάρτιν Σουλτς και οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες είναι οι τελευταίοι, εμείς γνωρίζουμε ότι το φλέρτ της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας με τον Αλέξη Τσίπρα ξεκινά το 2014 απ’ τον Μάσιμο Ντ΄Αλέμα. Τότε που δήλωνε ότι η προσέγγιση με τον Έλληνα «είναι απαραίτητη, προκειμένου να ανασυγκροτήσουμε την σοσιαλιστική οικογένεια με αριστερή πορεία πλεύσης». Και ότι έγινε «έρωτας» προ διμήνου, τότε που ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκου Σοσιαλιστικού Κόμματος, Ούντο Μπούλμαν, διακήρυσσε ως επιτακτική ανάγκη τη «συγκρότηση ενός κοινού μετώπου όλων των προοδευτικών δυνάμεων της ΕΕ», υπερτονίζοντας τον καταλυτικό ρόλο του Αλέξη Τσίπρα και του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στην σύμπτυξη αυτού του μετώπου: «Μια τέτοια στρατηγική μπορεί να ανακόψει την επέλαση της ακροδεξιάς, του εθνικισμού και της ξενοφοβίας, που εφορμούν στη δική μας κοινωνική βάση», επανέλαβε (10/11/2018) στο συνέδριο του SPD, μέσα σε έναν καταιγισμό χειροκροτημάτων, ο Αλέξης Τσίπρας.

Ύστερα πρόσθεσε κάτι που έμοιαζε σαν ανεπίδοτη επιστολή προς την απούσα απ’ το συνέδριο του SPD (αλλά κι απ’ την σοσιαλδημοκρατία γενικώς) πρόεδρο του ΚΙΝ.ΑΛ, κ. Γεννηματά: «Χρειάζεται πολιτικό θάρρος για να κάνουμε αυτό το βήμα. Διότι, πρωτίστως, απαιτείται αυτοκριτική. Το παράδειγμα της Πορτογαλίας και της Ισπανίας είναι η έμπρακτη απόδειξη ότι η Σοσιαλδημοκρατία και η Αριστερά μπορούν και πρέπει να συμπορευτούν στη βάση μιας προγραμματικής συνεργασίας προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας».


15 Νοεμβρίου 2018

Εμείς, οι καταληψίες του Νοέμβρη




Όσοι ζήσαμε από μέσα την εξέγερση του Πολυτεχνείου, γνωρίζουμε (ή οφείλουμε να γνωρίζουμε) ότι η ελευθερία που διεκδικούσαμε ήταν µια ελευθερία δίχως όρια – μια ουτοπική ελευθερία Και ότι δεν υπήρχε πουθενά, παρά µόνο στον τόπο της εξέγερσης. Εντός του Πολυτεχνείου!

Γράφει ο Νίκος Τσαγκρής


  
«Σε αστυνομικό κλοιό και φέτος οι εκδηλώσεις για την   44η επέτειο  του Πολυτεχνείου. Τα μέτρα θα είναι αυξημένα σε σχέση με πέρσι, ενώ την πορεία θα περιφρουρούν περισσότεροι από 3000 αστυνομικοί  …»
(Από τον Τύπο της Τετάρτης 14/11/2018)


Κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, μια παρόμοια είδηση παίρνει τη θέση της στον Τύπο. Η «είδηση» είναι, πια, τόσο συνηθισμένη που δεν αποτελεί είδηση. Ωστόσο, από μια ψυχαναλυτική, τρόπον τινά, θεώρηση της μεταπολιτευτικής Ελληνικής Δημοκρατίας, είναι μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είδηση, καθώς παράγει και αναπαράγει αναπάντητα πολιτικά και φιλοσοφικά ερωτήματα: γιατί σε «αστυνομικό κλοιό»; Προς τι τα δρακόντεια μέτρα; Γιατί χρειάζεται περιφρούρηση η στοιχειώδης πολιτική ελευθερία μερικών χιλιάδων πολιτών που θεωρούν (ακόμα!) υποχρέωσή τους τη συμμετοχή στις εκδηλώσεις μνήμης του Πολυτεχνείου; Πόσο ελεύθερη είναι μια πολιτική ελευθερία που της επιβάλλεται «αστυνομική περιφρούρηση»; Ποια είναι η ποιότητα της ελευθερίας που βιώνουμε στο πολιτικό παρόν (ειδικά σήμερα, με την Ελληνική Δημοκρατία να αγωνίζεται, απελπισμένα, να βγει απ’ τον γύψο της τροϊκανής επταετίας), σε σχέση με την ελευθερία που διεκδικούσαμε τότε, στο Πολυτεχνείο; 

Το αίτημα της Ελευθερίας στο κεντρικό σύνθημα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου – «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία» – φαίνεται να αφορά την πολιτική ελευθερία των Ελλήνων από τα δεσμά της χούντας των συνταγματαρχών. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η απελευθέρωση απ’ τη χούντα αποτελούσε ένα ελάχιστο μέρος της ελευθερίας που διεκδικούσαν οι ρομαντικοί καταληψίες του Νοέμβρη: όσοι ζήσαμε από μέσα την εξέγερση του Πολυτεχνείου, γνωρίζουμε (ή οφείλουμε να γνωρίζουμε) ότι η ελευθερία που διεκδικούσαμε ήταν µια ελευθερία δίχως όρια. Και ότι η ελευθερία που διεκδικούσαμε δεν υπήρχε πουθενά, παρά µόνο εντός του Πολυτεχνείου!

*******

Ήταν η ελευθερία που βιώναμε, από στιγμή σε στιγμή, από ώρα σε ώρα, από μέρα σε νύχτα και από νύχτα σε μέρα, τα λίγα εικοσιτετράωρα που κράτησε η εξέγερσή μας. Ήταν η ελευθερία της εξέγερσης, η ελευθερία του εξεγερμένου! Και ήταν μια ελευθερία που αξιωθήκαμε να βιώσουμε χάρις σε κάποιες παραλείψεις της εξουσίας, της χούντας των συνταγματαρχών!... 

Το εξηγεί θαυμάσια ο Ζ. Χανέιν, καθώς διαπραγματεύεται το λήμμα «Ελευθερία» στη «Μικρή Πολιτική Εγκυκλοπαίδεια»: το πραγματικά διαθέσιμο μέρος της ελευθερίας προκύπτει από µία απλή κυβερνητική αμέλεια που μπορεί κάθε στιγμή να διορθωθεί. Μια παράλειψη που επανορθώνεται αμέσως, όταν η ελευθερία –ανεκτή, σε λανθάνουσα κατάσταση– προτίθεται να πραγματωθεί, να πάρει σάρκα. Και να µπει σαν παράσιτο, σαν µία απόπειρα διαταραχής, στο σύστημα ρυθμίσεως των ανθρωπίνων υπάρξεων, που αποτελεί το απόλυτο σχέδιο κάθε επιστημονικής διακυβερνήσεως…

Ακριβώς έτσι: όταν οι συνταγματάρχες αντελήφθησαν ότι οι ελεύθεροι-εξεγερμένοι του Πολυτεχνείου μπήκαν «σαν παράσιτο, σαν μια απόπειρα διαταραχής», στο χουντικό, στην περίπτωσή μας, «σύστημα ρυθμίσεως των ανθρωπίνων υπάρξεων», διόρθωσαν την αμέλειά τους, δίδοντας τέλος σ’ αυτή την… διαταραχή. Με την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο…

*******

Κατά τα λοιπά, συνειδητά ή υποσυνείδητα, τα «παιδιά του Πολυτεχνείου»,  όπως όλα τα παιδιά που, στη διάρκεια της εξορίας, εξεγείρονται διεκδικώντας ελευθερία, γνωρίζουν ότι δεν είναι κανείς – κανείς δεν δύναται να είναι, πραγματικά Ελεύθερος. Μπορούμε μόνο να είμαστε «ελεύθεροι από...». Ελεύθεροι από κάτι, από κάποια απ’ όλα εκείνα τα δεσμά που, καταναγκαστικά, μας επιβάλλονται από τη στιγμή που γεννιόμαστε και βιώνουμε τον ανθρώπινο κόσμο: γεννιόμαστε σε συνθήκες «δουλείας» και υποχρεωνόμαστε σε διαδοχικές μικρές ή μεγαλύτερες «εξεγέρσεις», προκειμένου να νιώσουμε ελεύθεροι από κάτι, και από κάτι άλλο, κι από κάτι άλλο...

Στο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, η ελευθερία ήταν και είναι μια παραδρομή της εξουσίας. Εκεί όπου υπάρχει, υπάρχει χάρη σε ένα κενό εξουσίας. Ειδικά στις μέρες μας, η πολιτική ελευθερία είναι μια μακρά, συγκινητική μεν, άτυχη δε περιπέτεια, που συντελεί στη διαμόρφωση καταναλωτών και μακάριων θεατών της τηλεόρασης. Πολίτες που τους διαμορφώνουν τα μονοπώλια της πληροφορίας και οι νόμοι της «ανάπτυξης». Σε ορισμένους απ’ αυτούς, η πραγματική ελευθερία φυτοζωεί στην κατάσταση της νοσταλγίας. Σε άλλους υπάρχει σαν είδος ενός τρελού σχεδίου, που το υπερασπίζονται άγρια ενάντια στην πραγματικότητα…





10 Νοεμβρίου 2018

«Αυτός ή τρολάρει ή είναι για το Δαφνί»



  
Το ακραία ιδεοληπτικό ξέσπασμα του Μάκη Βορίδη κατά του Αλέξη Τσίπρα ανέδειξε την διαβρωτική επίδραση της τρολ κουλτούρας στην πολιτική

Γράφει ο Νίκος Τσαγκρής
Από την ΑΥΓΗ της Κυριακής11/11/2018


Δεν έχω θέμα με τα τρολ και το τρολάρισμα. Αντίθετα, η σκωπτική αντιμετώπιση της ζωής είναι στον χαρακτήρα μου, από μικρό παιδί σάρκαζα τη σοβαροφάνεια, ειρωνευόμουν το σαβουάρ βιβρ, αμφισβητούσα τα αστικά στερεότυπα με την αίσθηση πως ντύνω την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι με τη δικιά μου ελαφρότητα∙ που πίστευα – ακόμα το πιστεύω – πως έχει ειδικό βάρος μεγαλύτερο από εκείνο της ελαφρότητας  των άλλων. Κάτι που, φαντάζομαι, πιστεύουν και οι περισσότεροι απ’ τους άλλους για τους άλλους.

Θέλω να πω πως, κατά κάποιο τρόπο, όλοι είμαστε τρολ εκ  γενετής. Πριν βγουν τα τρολ των social media, εννοώ. Μέσα μας όμως. Και γύρω μας, στο στενό οικογενειακό και κοινωνικό μας κύκλο. «Όμως ποτέ μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες», όπως θα λέγαμε…  τρολάροντας τον ποιητή

Ειδικά στις πολιτικές ομιλίες και, ειδικότερα, αν ο ομιλών πολιτικός, που απευθύνεται στο πλατύ κοινό με διάμεσο τρολ (ονόματι Αυτιάς), είναι κορυφαίο στέλεχος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης (ονόματι Βορίδης) και λέει ότι ο Τσίπρας θα καταργήσει τα Χριστούγεννα!..  Και ότι «θα βγάλει την εικόνα του Χριστού από σχολεία και δικαστήρια, θα αφαιρέσει το σταυρό απ' την Ελληνική σημαία, θα καταργήσει τον θρησκευτικό όρκο» και έτσι «θα… ρηγματώσει την ισχύουσα ισορροπία μεταξύ αυτοκράτορα και πατριάρχη».  

*******
«Ή τρολάρει ή είναι για το Δαφνί», θα ήταν η λογική αντίδραση σ’ αυτό το άνευ προηγουμένου ιδεοληπτικό παραλήρημα του κ. Βορίδη: αν δεν είναι τρολάρισμα, «είναι ένα ψυχωτικό ξέσπασμα που… ρηγματώνει την λογική ισορροπία αποκαλύπτοντας  ιδεοψυχαναγκαστική ή μανιοπαρορμητική διαταραχή» ήταν η διάγνωση του… ψυχαναλυτή μου. Μη γελάτε, καθώς όλο και πιο συχνά οι πολιτικοί μεταβάλλονται σε τρολ και τα τρολ σε πολιτικούς, η πολιτική λογική διαταράσσεται, χρειάζεται ψυχαναλυτή.

Ωστόσο στην εικονική πραγματικότητα που είναι η επικοινωνιακή πραγματικότητα, που δεν είναι παρά η πραγματικότητα των ηλεκτρονικών ΜΜΕ και των social media των οποίων (πολιτικοί, δημοσιογράφοι και πολίτες) αποτελούμε μέρος ως χρήστες και «λειτουργοί» ταυτόχρονα, το πρωτοφανές ιδεοληπτικό ξέσπασμα του Βορίδη κατά του Τσίπρα αντιμετωπίστηκε σαν ένα λαχταριστό hashtag για πολιτικά τρολ: ακολούθησε ένας ανεπανάληπτος εικοσιτετράωρος καταιγισμός άγριων «τρολαρισμάτων» από εκατοντάδες χιλιάδες χρήστες του διαδικτύου, υπέρ ή κατά του άγριου «τρολαρίσματος» του Τσίπρα από τον τρολ πολιτικό με το τσεκούρι…

 Ώσπου βγήκαν από κοινού Τσίπρας και Ιερώνυμος δηλώνοντας τη συμφωνία Εκκλησίας – Κράτους και μπήκαν  τα… τρολ στη θέση τους. Ειδικά το πολιτικό τρολ με το τσεκούρι: «Και ως προς τις μικρότητες (του Βορίδη) ότι θα καταργήσετε τα σύμβολα της εκκλησίας» είπε ο αρχιεπίσκοπος απευθυνόμενος προς τον πρωθυπουργό, «πολέμους τέτοιας μορφής, έχουμε γνωρίσει όλοι μας αλλά ξέρουμε να προχωρούμε»

*******
Για λίγο μόνο. Στον επόμενο τόνο  επανήλθε η τρολ… κατάσταση των πραγμάτων: σαν να μην υπήρξε η πολιτική πραγματικότητα (η συμφωνία Εκκλησίας κράτους), οι χρήστες των social –και όχι μόνον– media, άρχισαν πάλι να τρολάρουν τον τρολ πολιτικό με το τσεκούρι και τις φάτνες. Την ώρα που, αυτοπροσώπως, τα έσπαγε ο Βορίδης με τα τρολ του ΣΚΑΙ στον «αέρα»∙  τρολάροντας (αρχιεπίσκοπο, πρωθυπουργό, πολιτικούς, πολίτες και τον εαυτό του) με σταυρουδάκια – τρολ ζωγραφισμένα πάνω στη γαλάζια του γραβάτα…

Μιλάμε για την αποθέωση της τρολ κουλτούρας, μιας συγχυσμένης πολιτισμικής μετακαλλιέργειας μέσω της οποίας βιώνουμε ήδη την πολιτική ως παραπολιτικό συνακόλουθο της τρολ – δημοσιογραφίας. Και την αποδεχόμαστε. Και την ασκούμε εκόντες - άκοντες κι εμείς, οι πολίτες – χρήστες των social media. 

Η τρολ κουλτούρα είναι, λοιπόν, που έκανε το – δίκην Ελένης Λουκά – παραλήρημα Βορίδη κατά Τσίπρα viral hashtag στα social media. Βαφτίζοντας ένα ακραίο fake new (μιαν οφθαλμοφανέστατη ρουφιανιά) σε πολιτική είδηση άξια πολιτικού σχολιασμού. Όπως (θυμίζω) η τρολ κουλτουρα ήταν  που βάπτισε την εθνική ρουφιανιά της εκπροσώπου Τύπου της ΝΔ (κρυφή συνάντηση με Ζάεφ) «καφέ με τη Σπυράκη»…

Είναι η τρολ κουλτούρα τέλος, που οδηγεί τον γράφοντα σε μια  ψυχαναλυτική διάγνωση του τύπου «ήταν ένα ψυχωτικό ξέσπασμα που… ρηγματώνει την λογική ισορροπία, αποκαλύπτοντας  ιδεοψυχαναγκαστική ή μανιοπαρορμητική διαταραχή», την ώρα που αναλύει την ακραία… πολιτική επίθεση Βορίδη κατά Τσίπρα: μη γελάτε, καθώς όλο και πιο συχνά οι πολιτικοί μεταβάλλονται σε τρολ και τα τρολ σε πολιτικούς, η πολιτική λογική διαταράσσεται, χρειάζεται, πράγματι, ψυχαναλυτή.


3 Νοεμβρίου 2018

Η αναθεώρηση με το βλέμμα στα media



Η υπερσυγκέντρωση ΜΜΕ από διαπλεκόμενους μιντιακούς  αλλά και πολιτικούς οργανισμούς, καθιστά αναγκαία την επανεξέταση του άρθρου 14 του Συντάγματος

Γράφει ο Νίκος Τσαγκρής

Από την ΑΥΓΗ της Κυριακής 4/11/2018


Στην πρόταση του Αλέξη Τσίπρα για τη συνταγματική αναθεώρηση ο Κυριάκος Μητσοτάκης απάντησε με τη δικιά του: «5ετής σταθερή Βουλή, ιδιωτικά ΑΕΙ, αξιολόγηση στο Δημόσιο» είναι το τρίπτυχο της… δικιάς του, σύμφωνα με τους τίτλους που κατέλαβαν τα βασικά banners στα μητσοτακέϊκα σάιτ…      

Μάλιστα: «5ετής σταθερή Βουλή, ιδιωτικά ΑΕΙ, αξιολόγηση στο Δημόσιο»…  Η γαλάζια  αναθεωρητική τριλογία που, σε ιστορική μετάφραση (σ. σ: σε μετάφραση βασισμένη στην μεταπολιτευτική κυβερνητική εμπειρία), σημαίνει «παράταση  του χρόνου κυβερνητικής κλεπτοκρατίας», «μετατροπή του εκπαιδευτικού συστήματος σε κυβερνητική μπίζνα» και «απελευθέρωση των απολύσεων αλλοφρόνων υπαλλήλων στο Δημόσιο, δια της μεθόδου της… αξιολόγησης». Προκειμένου να δημιουργείται χώρος προσλήψεων ημετέρων στο διηνεκές, προφανώς.  

Μια μέρα πριν, η Ν.Δ. αμφισβητούσε τις αγαθές αναθεωρητικές προθέσεις του πρωθυπουργού με το βαρετό στερεότυπο «ο κ. Τσίπρας επιχειρεί εναγωνίως να αλλάξει την ατζέντα». Την δικιά της ατζέντα, προφανώς. Ή, μάλλον, του αρχηγού της. Η οποία, από τις 10 Ιανουαρίου του 2016 (τότε εκλέχτηκε πρόεδρος της ΝΔ) μέχρι και σήμερα, παραμένει μονοσέλιδη. Και περιλαμβάνει μια μόνο λέξη: εκλογές. Και μια υποσημείωση: Το συντομότερο δυνατόν…

Δυο χρόνια και εννέα μήνες από τότε, ο κ. Μητσοτάκης βιώνει τη θητεία του στην ηγεσία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης  ξετυλίγοντας καθημερινά το … πολυσχιδές  περιεχόμενο της ατζέντας του. Και, ξαφνικά, ο Τσίπρας του την …αλλάζει, προτείνοντας  αναθεώρηση του Συντάγματος…

*******
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι, στο πλαίσιο της ζοφερής καθημερινότητας των Ελλήνων, η κυβερνητική ατζέντα «αναθεώρηση του Συντάγματος» συγκινεί ελάχιστα, πόσο μάλλον η αντιπολιτευτική «εκλογές το συντομότερο δυνατόν». Η διαφορά είναι ότι η συγκεκριμένη κυβερνητική «ατζέντα» συνοδεύει ως απαραίτητη πολιτειακή προϋπόθεση την γενικότερη κυβερνητική ατζέντα που επιδιώκει  την επαναφορά της χώρας στην οικονομική και κοινωνική «κανονικότητα», μετά την έξοδο από τα μνημόνια: την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, την εμβάθυνση της δημοκρατίας, της αξιοκρατίας και της ισονομίας, τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, κλπ, κλπ.   

Ειδικά στο θέμα των πολιτειακών ευθυνών, ακριβώς όπως το περιέγραψε ο Αλέξης Τσίπρας: «η παρούσα συνταγματική διαμόρφωση δημιουργεί μια κάστα, την κάστα του πολιτικού προσωπικού. Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί. Δεν μπορεί να υπάρχουν πολίτες Α' & Β' κατηγορίας... Ο νόμος για την ευθύνη των υπουργών αποτελεί την θεσμική κατοχύρωση της ασυδοσίας. Ήρθε η ώρα να καταργηθεί η σύντομη παραγραφή για τα αδικήματα που τελούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων των υπουργών»  

Εντάξει,  επί της ουσίας της κυβερνητικής πρότασης αναθεώρησης του Συντάγματος είναι αδύνατον να επεκταθώ σ’ αυτόν εδώ το χώρο. Ωστόσο, δεν μπορώ παρά να μεταφέρω την περιρρέουσα (στο περιβάλλον μου) αίσθηση  ικανοποίησης για τον κοινωνικό και πολιτισμικό χαρακτήρα των αναθεωρήσεων.


********
Αλλά και μια αίσθηση αναθεωρητικής αμέλειας (ή μήπως αποφυγής;)  όσον αφορά το άρθρο 14 του Συντάγματος, το αναφερόμενο στην ελευθερία του Τύπου. Και ιδιαίτερα την παράγραφο 9 που αναφέρεται στη συγκέντρωση των ΜΜΕ: «Απαγορεύεται η συ­γκέντρωση του ελέγχου περισσότερων μέσων ενημέ­ρωσης της αυτής ή άλλης μορφής. Απαγορεύεται ειδι­κότερα η συγκέντρωση περισσότερων του ενός ηλε­κτρονικών μέσων ενημέρωσης της αυτής μορφής, όπως νόμος ορίζει».

«Όπως νόμος ορίζει», καταλήγει η… απαγόρευση, αλλά ο νόμος δεν ορίζει τίποτε απολύτως. Και αν ορίζει κάτι, αυτό είναι η   ασυδοσία και η συγκεντρωτική απληστία των μιντιαρχών των καιρών μας: «η ανεμπόδιστη ‘συγκέντρωση των Μέσων’ στα χέρια μεγιστάνων ή τσαρλατάνων (χαρακτηρισμοί ταυτόσημοι, εν πολλοίς) της αγοραίας επιχειρηματικότητας, υπήρξε ο καταλύτης για τον έλεγχο της πολιτικής απ’ τα Μέσα, και των Μέσων απ’ την πολιτική. Για την περίφημη ‘διαπλοκή’, δηλαδή…», γράφω και ξαναγράφω εδώ και μια δεκαετία. Μα ακόμα και στην αναθεώρηση του 2008, στο άρθρο 14, το Σύνταγμα απαγορεύει μεν, αλλά δεν δεσμεύεται και δεν  δεσμεύει: «όπως ο νόμος ορίζει» επιτάσσει, επαφιόμενο στον πατριωτισμό των (εν πολλοίς διαπλεκομένων) νομοθετικών και εκτελεστικών εξουσιών.

Σήμερα, σε μια εποχή που η διαχείριση του «αγαθού της ενημέρωσης» καταλαμβάνεται όλο και πιο πολύ από τις ηλεκτρονικές πλατφόρμες, τα «ενημερωτικά» σάιτ, τα social media εν γένει, η υπερσυγκέντρωση ΜΜΕ από διαπλεκόμενους μιντιακούς  αλλά και πολιτικούς οργανισμούς συνιστά ένα εφιαλτικό καθεστώς, με συνέπεια το χαοτικό - παραπληροφορικό μιντιακό σύμπαν που εκόντες – άκοντες βιώνουμε. Εντός του οποίου η ακριβής ενημέρωση δεν είναι παρά μισή ουτοπία και μισή αυταπάτη. Και θα παραμείνει, αν δεν υπάρξει δεσμευτική συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 14.