23 Μαρτίου 2012

Τότε που πηγαίναμε στην παρέλαση


Μάρτης του 1960, 24 του μηνός, παραμονή της 25ης. Του Ευαγγελισμού, όπως λέγαμε τότε. Ετοιμασίες για την παρέλαση. Οι οδηγίες απ' το σχολείο είναι σαφείς: Τα αγόρια βαθύ μπλε κοντό παντελονάκι και άσπρο πουκάμισο με μακριά μανίκια. Από πάνω ένα επίσης μπλε γελεκάκι. Τα κορίτσια μπλε πλισέ φούστα και γαλάζιο πουκάμισο.

Απ' το πρωί στο σπίτι, χαμός. Να ανάψει η φωτιά, με ξύλα, να μπει η πυροστιά και πάνω της το μικρό μπακιρένιο καζανάκι. Να ζεσταθεί το νερό, να πέσουν οι βαφές, η σκούρα μπλε σκόνη. Ύστερα μπαίνει μέσα το λευκό κοντό παντελονάκι, η κιτρίνη πλισέ φουστίτσα και βγαίνουν μπλε. Σιδέρωμα και πρόβα. Μένει το πουκάμισο. Του πατέρα φυσικά. Λίγο στένεμα και εντάξει, έτοιμη η στολή για την παρέλαση. Το μπλε γελεκάκι. με τα λευκά φιλντισένια κουμπιά είχε ραφτεί από πριν, ειδική παραγγελία στη μοδίστρα της γειτονιάς...

Θυμάμαι με νοσταλγία την αγωνία της παραμονής. Οι ατέλειωτες ώρες προσδοκίας. καθώς παρακολουθούσα τις ετοιμασίες για τη μεγάλη εθνική γιορτή, την επέτειο της Επανάστασης του 1821. Όμως οι πιο καλές θα έρχονταν ανήμερα: πρωινό ξύπνημα, πλύσιμο για να 'μαστε καθαροί, κι ύστερα με περηφάνια φοράγαμε τα ρούχα της παρέλασης. Καμαρώνοντας περνούσαμε παρέες, αγόρια και κορίτσια, απ' τα σοκάκια της πόλης, φτάναμε στην κεντρική πλατεία. Εκεί, μέχρι να μπούμε σε παράταξη - χωριστά εμείς του Δημοτικού, χωριστά του Γυμνασίου - στηνόταν ένα πανηγύρι, πολύχρωμο, με τους φουστανελάδες, τις «Αμαλίες», τους σημαιοφόρους, με φωνές, γέλια, μικροκαβγάδες και τσαλιμάκια, μέχρι να τελειώσει η δοξολογία, ν’ αρχίσει η παρέλαση στους κεντρικούς δρόμους, να μας καμαρώσει ο κόσμος, να χειροκροτήσει τα παιδιά του, τους... απογόνους του Κολοκοτρώνη, του Ρήγα Φεραίου ,του Καραϊσκάκη, του Αθανάσιου Διάκου. Ο Μακρυγιάννης, ξέρετε, ήταν… εξόριστος ακόμα, τότε...

Όμως η κορυφαία πράξη της ημέρας, η πιο γλυκιά στιγμή της επετείου, ήταν τελείως άσχετη με ηρωισμούς και παλιγγενεσίες. Ήταν το πρώτο παγωτό του χρόνου, που απαραιτήτως έπρεπε να φάμε λίγο πριν την παρέλαση. Χρωματιστό και παγωμένο έβγαινε σαν ιεροτελεστία μέσα από το άσπρο καροτσάκι των παγωτατζήδων κι έλιωνε αργά και απολαυστικά στα παιδικά μας στόματα. Ήταν αρχές δεκαετίας τον '60 τότε κι, ο ήλιος, βλέπετε, έκαιγε το Μάρτη...

Χρονογράφημα δημοσιευμένο στην εφημερίδα ΕΘΝΟΣ (Από τη συλλογή χρονογραφημάτων του Νίκου Τσαγκρή "Εγώ, εμείε, αυτοί είμαστε". Εκδόσεις Καστανιώτης)

Κάτι παράσιτα μας κάθησαν στο σβέρκο



Δεν λέω, είμαστε κι εμείς οι δημοσιογράφοι, κι, άλλων πολλών λειτουργημάτων οι... ταγοί, μα αυτοί που άνετα τελείως μεταμορφώνονται συχνότερα σε γνήσια παράσιτα είναι οι πολιτικοί.
Μας τάζουνε λαγούς με πετραχήλια, μέχρι να τους προσφέρουμε το «σχήμα», κι, όταν το εξασφαλίσουν υπό μορφήν είτε βουλευτικής έδρας είτε υπουργείου, τότε μας κάθονται στο σβέρκο κι αρχίζουν να απομυζούν ζωή απ' τη ζωή μας. Και τους πληρώνουμε οι βλάκες κι από πάνω.
Αυτά σκεφτόμουν προχθές βράδυ, καθώς ένας σωρός από παράσιτα του είδους κατέκλυσαν τις τηλεοπτικές οθόνες, ψάχνοντας αδηφάγα την «τροφή» τους στις πλάτες μιας παράταξης ανθρώπων που τα ίδια τα «παράσιτα», για να την ξεχωρίζουν, να την έχουν σίγουρη, δικιά τους, την ονομάζουν «προοδευτική»...
**************
Λοιπόν, που λέτε, ανάμεσα σ' αυτά τα διάφορα παράσιτα, κατά τον ποιητή Λωτρεαμόν, υπάρχει ένα έντομο που οι άνθρωποι τρέφουν με έξοδα δικά τους. Δεν του χρωστάνε τίποτα, μα το φοβούνται. Κι αυτό, που δεν του αρέσει το κρασί, που προτιμά το αίμα, μπορεί, λένε, μ' απόκρυφη δύναμη, μέγα να γίνει, ίδιος ελέφας, κι ως στάχυα τους ανθρώπους να συνθλίψει. Για δέστε σέβας πόσο του κρατούν, πόσο υψηλή είναι η εκτίμηση που του τρέφουν, της Δημιουργίας τα ζώντα όλα. Την κεφαλή για θρόνο του ορίζουν, κι αυτό, μ' αξιοπρέπεια, στις ρίζες των μαλλιών τα νύχια του γαντζώνει...
Έτσι ακριβώς. Αργά το βράδυ, τα μεσάνυχτα, ένα παράσιτο με φάτσα ψείρας, καλοθρεμμένο όμως σαν ελέφας, γέμισε τη μικρή οθόνη, δηλώνοντας αδιάντροπα την πρόθεσή του: να εγκατασταθεί για μια φορά ακόμα στις ρίζες των μαλλιών της «προοδευτικής παράταξης» όπου συχνάζει, κι απ' όπου, μόλις λίγες μέρες πριν, οι άνθρωποί της είχαν καταφέρει να το διώξουν...
**************
Έτσι είναι, δυστυχώς για όλους, τα παράσιτα. Και μη θαρρείτε ότι μιλάω για τον Γιωργάκη μόνο ή μόνο για το πιο χοντρό παράσιτο, τον Βενιζέλο, μα για όλα. Το δράμα είναι ότι τα παράσιτα αυτά και τ' άλλα, όλα, για κάποιους λόγους τα συνδράμουν οι λαοί. Γιατί, όπως λένε κάποιοι, είναι αντάξιά τους. Κι όπως λέει ο ποιητής Λωτρεαμόν, όταν το παράσιτο παχύνει κι είναι τα χρόνια του προχωρημένα, σκοτώνουν το, για να μη νιώσει των γερατειών τη φρίκη. Κηδεία μεγαλόπρεπη τον κάνουν ήρωα, και κουβαλούν το φέρετρο στους ώμους τους οι δημογέροντες...
****************

Όμως μη βιάζεστε, οι φίλοι του Βαγγέλη – ή όποιων άλλων παρασίτων της πολιτικής που θα αποτύχουν – να αρχίσετε τους θρήνους για την οδυνηρή απώλεια. Παρηγορηθείτε: Ιδού άπειρη η γενιά τού παρασίτου που προβαίνει, αφού στο μεταξύ επώασε κάμποσες δωδεκάδες αξιολάτρευτα αυγά, που εξαίρετες αργότερα θα γίνουν ψείρες, τέρατα με σοφού περπατησιά και στα μαλλιά σας πάλι θα ριζώσουν...


Νίκος Τσαγκρής, 29 – 9 - 1996
Τα κείμενα με πλάγια στοιχεία είναι από τα Άσματα του Μαλντορόρ του Λωτρεαμόν.

14 Μαρτίου 2012

Ο Μίκης Θεοδωράκης, οι παρελάσεις και τα... θανατηφόρα γιαούρτια...


Ο Μίκης μίλησε πάλι και τα είπε πάλι ωραία, σταράτα, απλά, Ελληνικά. Τα είπε αυτή τη φορά στον κακομοίρη τον "εκπρόσωπο", τον Παντελή Καψή. Που νομίζει ότι είναι... καλομοίρης επειδή γλύτωσε από τους Ψυχάριους ελέφαντες και τον τρώνε οι Παπαδήμιοι ψύλλοι  - προφανώς χωρίς να το έχει, ακόμα, συνειδητοποιήσει. Προσωπικά ελπίζω να το συνειδητοποιήσει σύντομα, ακόμα κι αν χρειαστεί να φάει κι αυτός το γιαούρτι του για να το κάνει...
Ο Μίκης, λοιπόν, ως δικός μας εκπρόσωπος - άγγελος, ως εκφραστής της συλλογικής ελληνικής μας ψυχής, της ζωντανής και αδάμαστης ψυχής των ρημαγμένων οικονομικά και πολιτισμικά Ελλήνων, μίλησε και τους τα είπε: Ώστε οι κύριοι Παπαδήμος, Παπανδρέου, Σαμαράς, Βενιζέλος, Νταλάρας και Παπουτσής είναι οι σημερινοί Μπελογιάννης, Σαράφης, Λαμπράκης και Πέτρουλας και όλο αυτό το 1,5 εκατομμύριο άνεργοι, οι δεκάδες χιλιάδες που έχασαν τις δουλειές τους κι άλλοι τόσοι που θα είναι από δω και στο εξής αναγκασμένοι να ζουν με 200 ως 500 Ευρώ το μήνα, οι νέοι επιστήμονες που αναγκάζονται να μεταναστεύσουν, οι καταστηματάρχες και οι υπάλληλοι των κλεισμένων μαγαζιών και οι ιδιοκτήτες και εργαζόμενοι των 4.500 επιχειρήσεων που έβαλαν λουκέτο, όλοι αυτοί που η πολιτική σας, κ. Καψή, τους οδήγησε στο τελευταίο σκαλί του πόνου, της απελπισίας, της απόγνωσης και της οργής είναι οι σημερινοί τραμπούκοι ενός αόρατου παρακράτους, απλώς αντί να κρατούν μαχαίρια, πιστόλια και σιδηρολοστούς χρησιμοποιούν τα ... θανατηφόρα γιαούρτια για να εξοντώσουν τους σύγχρονους εθνικούς ήρωες Πρωθυπουργούς, Υπουργούς και διακεκριμένους οπαδούς μιας ουσιαστικά και τυπικά παράνομης κυβερνητικής εξουσίας που έχει καταντήσει προ πολλού άβουλο όργανο-μαριονέτα στα χέρια των κυρίων Μέρκελ, Σόιμπλε, Τόμσεν και Ράιχεμπαχ...


Ολόκληρο το άρθρο του Μίκη Θεοδωράκη
«Είδα και άκουσα στο βραδινό δελτίο της ΝΕΤ τον Κυβερνητικό Εκπρόσωπο κ. Καψή να προσπαθεί
να εξομοιώσει τους τραμπούκους του παρακράτους της Δεξιάς που δολοφόνησαν τον Λαμπράκη με τα σημερινά θύματα της αντεθνικής, αντικοινωνικής και αντιλαϊκής πολιτικής της ξένης Τρόικα και της ντόπιας Κυβέρνησης που προσπαθούν να διαδηλώσουν την αγανάκτησή τους.
Ώστε οι κύριοι Παπαδήμος, Παπανδρέου, Σαμαράς, Βενιζέλος, Νταλάρας και Παπουτσής είναι οι σημερινοί Μπελογιάννης, Σαράφης, Λαμπράκης και Πέτρουλας και όλο αυτό το 1,5 εκατομμύριο άνεργοι, οι δεκάδες χιλιάδες που έχασαν τις δουλειές τους κι άλλοι τόσοι που θα είναι από δω και στο εξής αναγκασμένοι να ζουν με 200 ως 500 Ευρώ το μήνα, οι νέοι επιστήμονες που αναγκάζονται να μεταναστεύσουν, οι καταστηματάρχες και οι υπάλληλοι των κλεισμένων μαγαζιών και οι ιδιοκτήτες και εργαζόμενοι των 4.500 επιχειρήσεων που έβαλαν λουκέτο, όλοι αυτοί που η πολιτική σας, κ. Καψή, τους οδήγησε στο τελευταίο σκαλί του πόνου, της απελπισίας, της απόγνωσης και της οργής είναι οι σημερινοί τραμπούκοι ενός αόρατου παρακράτους, απλώς αντί να κρατούν μαχαίρια, πιστόλια και σιδηρολοστούς χρησιμοποιούν τα ... θανατηφόρα γιαούρτια για να εξοντώσουν τους σύγχρονους εθνικούς ήρωες Πρωθυπουργούς, Υπουργούς και διακεκριμένους οπαδούς μιας ουσιαστικά και τυπικά παράνομης κυβερνητικής εξουσίας που έχει καταντήσει προ πολλού άβουλο όργανο-μαριονέτα στα χέρια των κυρίων Μέρκελ, Σόιμπλε, Τόμσεν και Ράιχεμπαχ.


Μας είπατε, κ. Καψή, ότι ο κ. Νταλάρας συμβολίζει σήμερα τη Δημοκρατία κι έτσι καταλάβαμε το κρυφό νόημα αυτών των περίφημων συναυλιών που τόσο υπερβολικά προβάλλονται από τα ΜΜΕ που ελέγχετε, στις οποίες ένας προβεβλημένος και αγαπητός από το πλατύ κοινό τραγουδιστής προσπαθεί να αναδειχθεί σε θύμα στο βωμό της Δημοκρατίας που απειλείται από όλους εμάς τους «απ' έξω», που με τόση αφέλεια προσπαθείτε να μας κάνετε με το ζόρι «παρακρατικούς». Ξεχνώντας ότι πριν λίγες μέρες εσείς οι ... «δημοκράτες» δεν διστάσατε να εκσφενδονίσετε όχι αυγουλάκια και γιαούρτια αλλά βόμβες δακρυγόνων με στόχο τα κεφάλια μας και να μας ψεκάσετε με χημικά που αποδεδειγμένα ιατρικά καταστρέφουν ένα από τα πιο ζωτικά όργανα του ανθρώπου, τους βρόγχους. Στα κεφάλια διαδηλωτών που δεν έκαναν τίποτα άλλο πέραν του να φωνάζουν συνθήματα.


Θα έπρεπε να σας είχαμε κάνει (σε όλη την Κυβέρνηση) μήνυση για απόπειρα δολοφονίας, όμως προσωπικά δεν καταδέχομαι να έχω καμμιά σχέση μαζί σας, ούτε του κατηγόρου. Και ξέρετε γιατί; Γιατί εγώ έμαθα να πιστεύω και να υπερασπίζομαι ακόμα και με τη ζωή μου την Εθνική μας Ανεξαρτησία, που εσείς την πουλήσατε στους ξένους για μια χούφτα αργύρια.


Αλήθεια, με τι πρόσωπα θα πάτε να τιμήσετε τους ήρωες του '21 που θυσιάστηκαν για την Εθνική μας Ανεξαρτησία, όταν έχετε παραδώσει -γεγονός πρωτοφανές στην ιστορία μας- αυτή την Ανεξαρτησία στους ξένους, βάζοντας οικειοθελώς τον ελληνικό λαό κάτω από τον ζυγό των ανελέητων ξένων τοκογλύφων; ΟΧΙ ! Η 25η Μαρτίου δεν ανήκει σε σας! Δεν έχετε το δικαίωμα να μολύνετε με την παρουσία σας τη μνήμη όλων αυτών που θυσιάστηκαν για την Τιμή της Πατρίδας που εσείς ποδοπατήσατε. Η 25η Μαρτίου ανήκει στον Ελληνικό Λαό. Σε κείνους που ακόμα και σήμερα αγωνίζονται για την Ανεξαρτησία της Χώρας, τα δικαιώματα των εργαζομένων και την πίστη στις ανεξάντλητες δυνάμεις του Λαού μας,. Του Ελληνικού Λαού που είναι ο μόνος που μπορεί να εξασφαλίσει την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, φτάνει να μπορέσει να απαλλαγεί από τις δαγκάνες των νέο-Ναζί της Ευρώπης, οι οποίοι με τη συνεργασία ανθρώπων μειωμένης εθνικής ευθύνης τον έχουν δέσει σήμερα χειροπόδαρα προσπαθώντας να τον αχρηστεύσουν.


Αλλά αυτό δεν θα το πετύχουν!»





13 Μαρτίου 2012

Ο... Ευρωπαίος Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε ως πολιτικό υβρίδιο του Τζόρτζ Μπους

  " Ο Σόιμπλε σας παρακολουθεί"... (αφίσα κατά  
    οδηγίας της Ε.Ε. για παρακολουθήσεις μέσω του
   διαδικτύου, για την οποία πρωτοστατούσε ο Γερμανός πολιτικός)

Ο «αντιαμερικανισμός» των Ευρωπαίων είναι διαχρονικός και ελάχιστα αριστερός. «Θα προτιμούσα να βρισκόμουν κάτω απ’ τον ζυγό του Κόκκινου Στρατού παρά να πρέπει να τρώω χάμπουργκερ», επαναλαμβάνει με κάθε ευκαιρία ο έως και ακροδεξιός Γάλλος φιλόσοφος Αλαίν ντε Μπενουά. Υπαινισσόμενος ότι ο «αντιαμερικανισμός» των ευρωπαίων είναι θέμα κουλτούρας και όχι πολιτικών αγκυλώσεων. Απ’ αυτή την άποψη, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο πηγαίος, να πούμε, «αντιαμερικανισμός» των Ευρωπαίων δεν κινδυνεύει…

Κάτι είναι κι αυτό! Γιατί κινδυνεύει κάτι, κι αυτό που κινδυνεύει είναι ο ευρωπαϊκός πολιτικός πολιτισμός. Ιδιαίτερα από τότε που η πολιτική ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης άρχισε να παίρνει στα σοβαρά εκείνη την μπούρδα του Μπους για «πόλεμο του δυτικού κόσμου κατά της τρομοκρατίας»

«Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας είναι μια αμερικανική προσφορά στη δυτική κουλτούρα», σάρκαζε ο Τσόμσκι. Και, ώ του θαύματος, ο ευρωπαίος κυβερνητικός παράγων που ανταποκρίθηκε πρώτος στην αμερικανική… προσφορά ήταν ο εντιμότατος... φίλος μας, ο Γερμανός υπουργός Εσωτερικών Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε: πρότεινε την επαναφορά της θανατικής ποινής «για επιλεγμένες», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, περιπτώσεις εγκλημάτων.

«Αναφέρθηκε κυρίως σε όσους καταδικάζονται για τρομοκρατία», έσπευσε να μας εξηγήσει ο ρεπόρτερ, που συνέταξε την είδηση για λογαριασμό του γερμανικού πρακτορείου ειδήσεων. Για να μην παρεξηγήσουμε τον Χερ Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε, προφανώς. Μα… αλίμονο, τον παρεξηγήσαμε ήδη. Τον παρεξηγήσαμε, διότι δεν εξήγησε αν θα επιλέγει ο ίδιος τις περιπτώσεις των εγκλημάτων (ή των εγκληματιών;) που θα τιμωρούνται με θανατική ποινή ή θα αφήσει την λεπτή αυτή αποστολή στις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες.

Το γεγονός ότι ένας Ευρωπαίος κυβερνητικός αξιωματούχος προτείνει την εισαγωγή της θανατικής ποινής στο ποινικό Δίκαιο μιας χώρας-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι, από μόνο του, ένα γεγονός που προσβάλει βάναυσα την παραδοσιακά ανθρωποκεντρική ευρωπαϊκή πολιτική κουλτούρα.

Το γεγονός ότι ο ίδιος πολιτικός πρότεινε την εφαρμογή της αμερικανικής νομοθεσίας για θέματα τρομοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (επειδή «το κράτος Δικαίου που λειτουργεί στην Ευρώπη είναι ανίκανο να αντιμετωπίσει νέες απειλές, όπως η τρομοκρατία») προσβάλει βάναυσα, υποθέτω, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Που όμως δεν αντιδρούν.

Η απουσία πολιτικών αντιδράσεων στην πρόκληση Σόϊμπλε (υπήρξαν, εντός και εκτός Γερμανίας, από ανύπαρκτες έως θετικές, ενώ πολλά στελέχη του CDU εξέφρασαν τη στήριξή τους στον υπουργό Εξωτερικών) είναι σκέτη θλίψη. Δείχνει, μπορεί να σημαίνει , αν θέλετε, ότι το φαινόμενο διάβρωσης της ευρωπαϊκής πολιτικής κουλτούρας από την αντίστοιχη αμερικανική δεν περιορίζεται σε περιπτωσιακές μεταλλάξεις τύπου Μπλερ. Αλλά επιβεβαιώνει μια διάχυτη τάση «εξαμερικανισμού» των ευρωπαϊκών πολιτικών ηθών.

Ακόμα χειρότερα, δείχνει να έχει διαβρώσει σε επικίνδυνο βάθος το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα. Που, σταδιακά, μεταλλάσσεται σε αμερικανικού τύπου καθεστωτικό υβρίδιο.  


Νίκος Τσαγκρής 

3 Μαρτίου 2012

Προς τον αδιάφορο και αδαή υπουργό


Χωρίς άχρηστα λόγια και περιττά σχόλια: διαβάστε πως ο σπουδαίος θεατράνθρωπος Θανάσης Παπαγεωργίου "έστειλε" τον υπουργό Πολιτισμού Γερουλάνο και τα τσιράκια του επιστρέφοντας είκοσι προσβλητικά δημόσια χιλιάρικα προκειμένου να προασπίσει την αξιοπρέπεια του και την τιμή της θεατρικής τέχνης

*«Αγαπητέ κύριε, αντιλαμβανόμενος τη δυσκολία στην οποία βρίσκεται τα τελευταία χρόνια η νοοτροπία 'να τελειώνουμε με τους παλιούς', νοοτροπία που υπηρετείτε με ιδιαίτερο ζήλο και που τώρα δεχτήκατε να υπηρετήσετε και επισήμως χάριν ενός αδιάφορου και αδαούς υπουργού και των άσχετων περί αυτόν, επιθυμώ να σας συμπαρασταθώ σε αυτήν τη δύσκολη θέση που σας φέρνουν αιτήσεις θεάτρων σαν και το δικό μου που, για κάποιο δικό σας λόγο, σας είναι κάρφος στο μάτι σας.
» Η ηρωική απόφασή σας να με επιχορηγήσετε με είκοσι χιλιάδες ευρώ, εκτός των άλλων είναι και προσβλητική. Αν ήσασταν σχετικός με τα πρακτικά του θεάτρου θα γνωρίζατε -και αν όχι θα μπορούσατε να το μάθετε διαβάζοντας την αίτησή μου- ότι για το Θέατρο ΣΤΟΑ αυτήν την εποχή, είκοσι χιλιάδες είναι τα έξοδα είκοσι πέντε ημερών.
» Δεν θα σας δώσω την ικανοποίηση να αισθανθείτε ότι δεν 'αφήσατε κανέναν απόξω'. Θα βγω μόνος μου. Θα αρνηθώ αυτά τα χρήματα και θα σας τα επιστρέψω. Επειδή είμαι αξιοπρεπής και έτσι πορεύτηκα σε όλη μου την καριέρα. Έτσι, θα μπορέσετε να χρησιμοποιήσετε αυτές τις είκοσι χιλιάδες σε ένα σχήμα που με αυτά τα λεφτά θα μπορούσε πιθανόν να ξεκινήσει κάτι. Η ΣΤΟΑ όμως είναι ένας οργανισμός που απασχολεί κόσμο, έχει υψηλό ενοίκιο και έχει το ελάττωμα να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις της.
» Θα σας ευχαριστήσω για τη γαλαντομία σας, αλλά θα σας θυμάμαι για την προσβολή σας. Όχι μόνο αυτή των είκοσι χιλιάδων, αλλά κι εκείνη που δηλώσατε ότι είστε η μοναδική επιτροπή που δεν σιτίζεται από τους επιχορηγούμενους. Θα το σκεφτώ αν αξίζει τον κόπο να σας κάνω μήνυση. 
»Απλώς υποψιάζομαι ότι ειπώθηκε πάνω στον ενθουσιασμό σας για το σπουδαίο έργο που επιτελέσατε, και πιθανόν να αναφέρεστε σε περιπτώσεις που γνωρίζετε αλλά δεν κατονομάζετε. Όμως όταν γενικολογούμε, αντί να έχουμε τον ανδρισμό να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, κινδυνεύουμε να γίνουμε γελοίοι»
* Επιστολή του Θανάση Παπαγεωργίου προς τον αρμόδιο για τις θεατρικές επιδοτήσεις, υπάλληλο του υπουργείου Πολιτισμού

25 Φεβρουαρίου 2012

Το ημερολόγιο των συμπτωμάτων



Τα σημεία της κρίσης όπως σχηματίζονται στα πρόσωπα και τα πράγματα της καθημερινότητάς μας

Τελευταία, όλο και πιο συχνά, σημειώνω τις αλλαγές που εντοπίζω στις καθημερινές περιηγήσεις μου στον τόπο κατοικίας μου, το Παγκράτι. Είναι, αυτή, μια νέα συνήθεια, άσχετη με τη δημοσιογραφική μου ιδιότητα που εκφράζει, υποθέτω, το αφυπνισμένο ενδιαφέρον μου για τον αλλαγμένο, αιφνιδίως, ζωτικό μου χώρο. Τα πρόσωπα και τα πράγματα που τον ζωντανεύουν και τον κοσμούν. Τις συμπεριφορές των ανθρώπων, την αισθητική των πραγμάτων…

Ονομάζω τις εν λόγω σημειώσεις «ημερολόγιο συμπτωμάτων», υπό την έννοια ότι συνιστούν μια ανθολογία σημείων της κρίσης, που αντιγράφω από τα πρόσωπα και τα πράγματα της καθημερινότητάς μου: Τρίτη, 21/2/012. Σήμερα, στο καφενείο του Φλόκα, οι μεσημβρινοί θαμώνες ήσαν απελπιστικά αραιότεροι από χθες, μόλις έξι τραπέζια πιασμένα. Και αυτό είναι το λιγότερο. Στη θέση της χάβρας που επικρατούσε παλαιότερα, άκουγες μόνο ψιθύρους. Χαμόγελα ελάχιστα. Πρόσωπα σκοτεινά, στα όρια της κατάθλιψης…

Άλλο: Πέμπτη, 23/2/012. Φτάνω στο κέντρο και παρκάρω άνετα, σ’ ένα χώρο που άλλοτε δεν μπορούσες να παρκάρεις ποδήλατο. Ύστερα βλέπω με κατάπληξη άλλες πέντε άδειες θέσεις πάρκινγκ ένα γύρω. «Να που η κρίση απέδωσε κάτι θετικό», σκέφτομαι. «Δεν φτάνουν πια τα λεφτά για να κινούνται με αυτοκίνητα»! Μετά το ξανασκέφτομαι: «Μα, αλήθεια, είναι θετικό κάτι τέτοιο;»…

Θετικό, ωστόσο, βρίσκω το σημείο πολιτικής γνώσης – απόγνωσης των θυμάτων της κρίσης, όπως εμφαίνεται στην ατάκα του «στασιαστή πελάτη», στη σημείωση που ακολουθεί: Παρασκευή, 24/2/012. Περιμένω τη σειρά μου, στην τράπεζα, όταν δυο κύριοι με ντοσιέ στα χέρια πλησιάζουν στο γραφείο τραπεζικού στελέχους. «Είστε μαζί;», ρωτάει το στέλεχος. Όχι, δεν είναι μαζί, όμως το θέμα τους είναι… συναφές: «Αδυναμία πληρωμών!», δηλώνουν δυνατά και καθαρά. Ακολουθούν κραυγές και ψίθυροι επιδοκιμασίας από ένα ακροατήριο υπερηλίκων που περιμένουν να εισπράξουν την πετσοκομμένη σύνταξη τους. Και σαν αρχαίος χορός κινούνται, σχηματίζοντας έναν ασφυκτικό κλοιό γύρω από τον τραπεζικό που εξανίσταται:
-Μα τι θέλετε, κύριοι; Να διαγράψουμε έτσι απλά τα χρέη σας;
-Κάθε άλλο, αποκρίνεται υπό την κάλυψη του χορού των συνταξιούχων ο… στασιαστής πελάτης: «Αυτό που ζητώ από σας είναι να δείτε τα πράγματα στις σωστές διαστάσεις. Εκπρόσωπος του καπιταλιστικού συστήματος δεν είστε; Ε, πείτε λοιπόν στους ανώτερους σας ότι στο πρόσωπό μου έκαναν μια λάθος επένδυση!»…

(Χρονογράφημα του Νίκου Τσαγκρή δημοσιευμένο στην εφημερίδα ΕΘΝΟΣ)

19 Φεβρουαρίου 2012

Κράτος - Αστυνομία - Θάνατος...




Είδα τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μανώλη Γλέζο. Τους είδα να πέφτουν στην παγίδα των ΜΑΤ, στις αστυνομικές επιχειρήσεις κατά των Ελλήνων που συγκεντρώθηκαν έξω απ'τη Βουλή για να πουν το ΌΧΙ στην προδοσία της συγκυβέρνησης ΠΑΣΟΚ - ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, να αντισταθούν στο ξεπούλημα της πατρίδας.

Ο Μίκης κι ο Μανώλης. Έλληνες ωραίοι, όρθιοι, αξιοπρεπείς. Βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή του μπλοκ των διαδηλωτών καθώς δέχτηκαν έκπληκτοι, σχεδόν με ένα χαμόγελο ντροπής, μια ριπή χημικών στα πρόσωπα. Αντιμετώπισαν με ολύμπια ψυχραιμία τη βαναυσότητα των αστυνομικών που τους ψέκαζαν με μίσος, λες και οι δυο κολοσσοί του σύγχρονου ελληνισμού ήσαν κάποια ενοχλητικά έντομα. Είδα από τη μια τη βαρβαρότητα, τον πρωτογονισμό. Κι από την άλλη τον πολιτισμό, την κουλτούρα. Από τη μια το κακό, από την άλλη το καλό. Άραγε γνώριζαν εκείνοι οι αστυνομικοί ποιοι ήσαν οι "δυο γέροντες" που ψέκαζαν με χημικά; Αναρωτήθηκα …

Υποτίθεται ότι η Αστυνομία είναι ένας μηχανισμός κατά του κακού, αλλά δεν είναι παρά ένας μηχανισμός στην υπηρεσία του κράτους: «υπάρχει περίσσεια κακού στον κόσμο, και μία από τις όψεις της είναι το Κράτος», λέει ο Ευγένιος Ιονέσκο σε ένα σημείωμα για την κουλτούρα και την πολιτική: «…το Κράτος έχει γίνει παντού, και αλλού ακόμη περισσότερο, μια τεράστια μηχανή που συντρίβει τα άτομα. Το Κράτος είναι ο θάνατος… Δεν είναι δυνατή μια δίκαιη τάξη χωρίς τη αλληλεγγύη και την αγάπη»…

Για τους φανατικούς και τους αδαείς, διευκρινίζω ότι ο Ιονέσκο δεν αναφέρεται στο φιλελεύθερο ή στο σοσιαλιστικό ή στο κομμουνιστικό κράτος, αλλά στο Κράτος˙ σε μια περίοδο που αμφισβητούσε τον μαρξισμό και δήλωνε ότι, μεταξύ των δυο κακών που ονομάζονται καπιταλισμός και κομμουνισμός, προτιμά το πρώτο, ως το λιγότερο κακό. Και πράγματι, καπιταλιστικό ή κομμουνιστικό, το Κράτος, η κρατική εξουσία, η συγκέντρωση εξουσίας σε ένα υπερτροφικό Κράτος, μπορεί να είναι μια φοβερή μορφή του κακού, να οδηγήσει στον θάνατο: Στο τέλος του ανθρωπισμού, στο τέλος του πολιτισμού, στο τέλος της κουλτούρας…

Λοιπόν, το Κράτος «ή είναι κάτι νεκρό ή εμπεριέχει τον θάνατο». Και η αστυνομία, που υποτίθεται πως είναι ένας μηχανισμός κατά του κακού, δεν είναι παρά ένας μηχανισμός στην υπηρεσία του κακού, στην υπηρεσία του κράτους. Ένας μηχανισμός πού, όπως στο κατά Ιονέσκο Κράτος, «εφαρμόζεται στους ζωντανούς, αλλά με τέτοια δύναμη, ώστε καταλήγει στην ισοπέδωση, στην οπισθοδρόμηση, στον θάνατο»: Λοιπόν, όταν είδα τον Μίκη και τον Μανώλη να πέφτουν στην παγίδα των ΜΑΤ στις αστυνομικές επιχειρήσεις κατά των Ελλήνων που συγκεντρώθηκαν έξω απ'τη Βουλή για να πουν ΌΧΙ στην προδοσία των πολιτικών, να αντισταθούν στο ξεπούλημα της πατρίδας τους, είδα απ’ τη μια το καλό κι απ’ την άλλη το κακό˙ την ισοπέδωση, την οπισθοδρόμηση, τον θάνατο…

Νίκος Τσαγκρής

16 Φεβρουαρίου 2012

O πεζογράφος της ειλικρίνειας



Πρώτα - πρώτα, ο Γιώργος Ιωάννου είναι για 'μένα ο πεζογράφος της ειλικρίνειας. Ύστερα, ο ποιητής της νοσταλγίας και της Σαλονικιάς μνήμης. Τον γνώρισα στις αρχές του '80, όταν παρουσίαζε το "Κέντρο διερχομένων", έναν κύκλο τραγουδιών με μουσικές του Νίκου Μαμαγκάκη: Μην περπατάς μαζί μου να μη σε γράψουνε, με ξέρουνε στην πιάτσα και θα σε κάψουνε... ( http://www.youtube.com/watch?v=uQmkiKXB47M) Μου φάνηκε περίεργος, ένα πλάσμα σουρεαλιστικό, με κείνο το πέτρινο κεφάλι, τα γραφτά φρύδια και τα τεράστια μάτια - αβγά  να σε κοιτάζουν με παιδική σοβαρότητα. 
Έχω να πω πολλά γι αυτόν αλλά όλο τ' αφήνω, όπως συνήθως, γι αργότερα, σήμερα λόγω της ομίχλης τον θυμήθηκα. Που σκέπασε για λίγο, πριν το σούρουπο, το δασάκι του Λογγίνου, εδώ στο Μετς.
Ύστερα είδα την καλαίσθητη αναφορά της Πόλυς Χατζημανωλάκη υπό τον τίτλο "Το σώμα - χάρτης του Γιώργου Ιωάννου" , στον "τοίχο" της που λέμε, στο facebook. Μας θύμιζε ότι ο Γ.Ι. χάθηκε σαν σήμερα - απροσδόκητα να προσθέσω, μ' έναν περίεργο θάνατο.
Αποφάσισα λοιπόν, τιμώντας τη μνήμη του - μα και λόγω της ομίχλης στο Μετς και της γενικότερης ομίχλης που μας τύλιξε εσχάτως, να αναδημοσιεύσω την δικιά του, τη Σαλλονικιά  του Ομίχλη...


Η ομίχλη
Δεν ξέρω πια τι γίνεται με την ομίχλη κι αν εξακολουθεί να πέφτει τόσο πηχτή ή μήπως χάθηκε ολότελα κι αυτή, όπως η πάχνη πάνω απ' τα πρωινά κεραμίδια. Bλέποντας την παρθενική πάχνη να γυαλίζει παντού, λέγαμε: "Eίχε κρύο τη νύχτα" ή "τα λάχανα θα γίνουν με την πάχνη πιο γλυκά• πρέπει να κάνουμε ντολμάδες".

Όταν ερχόταν ο καιρός της ομίχλης, είχα πάντα το νου μου σ' αυτήν. Mέρα τη μέρα περίμενα να με σκεπάσει κι εγώ να χώνομαι αθέατος μέσα της. Θλιβόμουν όμως πολύ, όταν έπεφτε τις καθημερινές, την ώρα που βασανιζόμουν με τα χαρτιά στο γραφείο.

Παρακαλούσα να κρατήσει ώς το βράδυ, συνήθως όμως γύρω στο μεσημέρι διαλυόταν από έναν ήλιο ιδιαίτερα δυσάρεστο.

Mα, καμιά φορά, όταν ξυπνώντας τ' απόγευμα, την ώρα που έλεγα αν θα πάω στο σινεμά ή στο καφενείο, έβλεπα αναπάντεχα απ' το παράθυρο το απέραντο θέαμα της ομίχλης, άλλαζα αμέσως σχέδια και πορείες. Σήκωνα το γιακά της καμπαρντίνας, κατέβαινα με σιγουριά τα σκαλιά κι έφευγα για την παραλία, χωρίς ταλαντεύσεις. H ομίχλη είναι για να βαδίζεις μέσα σ' αυτήν. Διασχίζεις κάτι που είναι πυκνότερο από αέρας και σε στηρίζει. Aλλά και κάτι ακόμα, ομίχλη χωρίς λιμάνι είναι πράγμα αταίριαστο.

H ομίχλη ήταν ακόμα πιο γλυκιά, όταν την ψιλοκεντούσε εκείνη η βροχή, η πολύ ψιλή βροχή του ουρανού μας. Aυτή που δε σε βρέχει, μα σε ποτίζει μονάχα και φυτρώνουν πιο λαμπερά τα μαλλιά σου την άλλη βδομάδα. Kαι τότε έπαιρναν νόημα τα φώτα και τα τραμ και τα κορναρίσματα. Aκόμα κι οι πολυκατοικίες γίνονταν ελκυστικές μες στην αχνάδα.

Kι ύστερα έφτανα στο καφενείο του λιμανιού, αυτό που από χρόνια είναι γκρεμισμένο, να ξαναβρώ την παρέα μου. Kι όταν δεν ήταν εκεί -και δεν ήταν ποτέ εκεί- καθόμουν ώρες και καρτερούσα. Πίσω απ' τα τζάμια διαβαίναν αράδα οι σκιές αυτών, που τώρα έχουν πεθάνει. Kολλούσαν το μούτρο τους για μια στιγμή στο θαμπό τζάμι κι άλλοι έμπαιναν μέσα, ενώ άλλοι τραβούσαν ανατολικά για τον Πύργο του Aίματος. Kι αν δε μου έγνεφε κανείς, έβγαινα κι ακολουθούσα μια σκιά, που ποτέ δεν μπορούσα να προφτάσω.

Δε θυμάμαι από πού ερχόταν εκείνη η ομίχλη• μάλλον κατέβαινε από ψηλά. Tώρα, πάντως, ξεκινάει βαθιά απ' τα όνειρα. Aυτά που χρόνια μένανε σκεπασμένα μ' ένα βαρύ καπάκι, που όμως πήρε απ' την πίεση για καλά να παραμερίζει.

Πέφτει πολλή ομίχλη, γίνομαι ένα μ' αυτήν, και ξεκινάω. Aκολουθώ άλλες σκιές ονοματίζοντάς τες. Περπατώ κοιτάζοντας το λιθόστρωτο. Aυτό σε πολλούς δρόμους και δρομάκια ακόμα διατηρείται. Δεν υπάρχει, βέβαια, ανάμεσα στις πέτρες το χορταράκι, που φύτρωνε τότε. Όλα έχουν γκρεμίσει ή ξεραθεί.

Kανένας θάνατος δεν είναι καλός. Ω, και νά 'ταν αλήθεια, αυτό που λένε, πως θα τους ξαναβρούμε όλους…

Aκολουθώντας τις σκιές μπαίνω πάντα στον ίδιο δρόμο. Tα δέντρα και τα φυτά θεριεύουν μες στη μοναξιά και τη θολούρα. Γίνονται σαν κάστρα τεράστια. Φτάνω στο αγέρωχο σπίτι το τυλιγμένο με κισσούς και φυλλώματα. Παρόλο που οι σκιές κοντοστέκονται και σα να μου γνέφουν, εγώ δεν πλησιάζω καν στην Πορτάρα. Θαρρώ πως μόνο αγαπημένο πρόσωπο θα με πείσει κάποτε να την περάσω.

Φεύγω και ξαναχάνομαι μέσα στα τραμ, τα φώτα και την κίνηση. O νους μου είναι κολλημένος στην ομίχλη και σ' όλα όσα είδα μέσα σ' αυτήν. Προσπαθώντας να ξεχαστώ περπατώ πολύ τις ομιχλιασμένες νύχτες. Aισθάνομαι κάποια ανακούφιση με το βάδισμα. Tα μεγάλα βάσανα κατασταλάζουνε σιγά σιγά στο κορμί και διοχετεύονται απ' τα πόδια στο υγρό χώμα.


(Από το H Μόνη Κληρονομιά, Kέδρος 1982)

8 Φεβρουαρίου 2012

Ο Άκης Πάνου μιλάει για τον Μάρκο



 Άκης Πάνου - Νίκος Τσαγκρής: Συζήτηση στο γραφείο του διευθυντή των Φυλακών Κομοτηνής 

Όταν, μετά τον φόνο, ο Άκης Πάνου μεταφέρθηκε στις φυλακές Κομοτηνής, με πήρε στο τηλέφωνο. Νίκο θέλω να έρθεις να στα πω, θέλω να τα γράψεις εσύ, μου είπε. Συμφωνήσαμε, μάλιστα, να κάνει εκείνος τις ενέργειες για την άδεια από το υπουργείο Δικαιοσύνης, προκειμένου να μπω μέσα να πάρω τη συνέντευξη.Δεν πέρασαν παρά τέσσερις – πέντε ημέρες και έφτασε στην εφημερίδα η άδεια εισόδου μου στις φυλακές Κομοτηνής μαζί με ένα χειρόγραφο σημείωμα του υπουργού. Ήταν ο Βαγγέλης Γιαννόπουλος τότε: «Να δώσεις τους χαιρετισμούς μου στον Άκη Πάνου»…


Μιλούσαμε δύο ολόκληρες μέρες, ο διευθυντής των φυλακών μας είχε παραχωρήσει το γραφείο του, γέμισα έξι – επτά κασέτες των 90 λεπτών: η συνέντευξη για τον φόνο με τα πριν και τα μετά, μια συνοπτική βιογραφία,πολλές λεπτομέρειες για τις σχέσεις του με τις εταιρίες δίσκων και κριτικές αξιολογήσεις σπουδαίων δημιουργών του ελληνικού τραγουδιού και ορισμένων εκ' των τραγουδιστών που συνεργάστηκε... Μέρος αυτού του "υλικού'' δημοσιεύτηκε σε μια σειρά συνεντεύξεων στο ΕΘΝΟΣ και στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής. Ένα άλλο μέρος παραμένει ανέκδοτο. Απ' αυτό, αποσπώ και δημοσιεύω σήμερα μια αναφορά του Άκη Πάνου στον Μάρκο Βαμβακάρη...

   

Ο Μάρκος ήταν το εξέχον πρόσωπο 
*Τον Μάρκο τον είχα γνωρίσει σαν δημιουργό μέσα από τα τραγούδια του από τα πολύ μικρά μου χρόνια. Η μητέρα μου ήταν γεννημένη στον Πειραιά. Ο πατέρας της ήταν Καλαματιανός, η μάνα της ήταν από το Κρανίδι, τελικά είχε μεγαλώσει στην Τσουλήθρα, στην Τερψιθέα. Και, χωρίς αυτό να της αφαιρεί τίποτα από την αξιοπρέπεια ή την σοβαρότητά της, τραγουδούσε και όταν ήταν χαρούμενη και όταν ήταν πικραμένη.
(Ηταν καλή φωνή, όπως και όλα μου τα αδέρφια. Εξαίρεση αποτελούσε ο πατέρας μου, που ήτανε μεν φάλτσος, αλλά, ήθελε να τραγουδάει μαζί με τους άλλους στα οικογενειακά γλέντια μας που ήταν στο σπίτι μας τρόπος ζωής, τουλάχιστον ως την κήρυξη του πολέμου. Εγώ πάλι είχα πάθει διφθερίτιδα όταν ήμουν δύο ετών με αποτέλεσμα να μείνω βραχνοκόκκορας.)
Το μεγαλύτερο μέρος λοιπόν του ατέλειωτου ρεπερτορίου της μητέρας μου το αποτελούσαν τραγούδια του Μάρκου και των άλλων δημιουργών της εποχής που οι μετέπειτα ταξινόμοι του τραγουδιού θα την ονομάσουν εποχή του ρεμπέτικου.
Τα τραγούδια του Μάρκου τα ξεχώρισα ανάμεσα στα τραγούδια που τραγουδούσαν τότε στα κέντρα σου λέω. Δηλαδή ανάμεσα σε Σακελλαρίδη, σε βαφτιστικούς και σε τέτοια, ανάμεσα νομίζω αργότερα στα ταγκό και στα τέτοια. Αυτό που ξεχώριζε στα αυτιά μου, και πιστεύω ότι αυτό που με έκανε να είμαι κοντά στο Μάρκο, τα ακούσματά μου να είναι κοντά στον Μάρκο, να ανέχονται οι πόροι μου εύκολα τον Μάρκο, αναλύοντάς το αργότερα με έκανε να καταλάβω, να πούμε, γιατί μου άρεσε ο Μάρκος. Γιατί δηλαδή χωρίς προσπάθεια μπορούσα να έρχομαι σε επαφή με τον δημιουργό Βαμβακάρη:
Ο Βαμβακάρης προέρχεται από τη Σύρα, είναι Φραγκολεβαντινός, έζησε τα περισσότερα χρόνια του εκεί πέρα. Η Σύρα ήτανε πολύ πριν από την Αθήνα πρωτεύουσα της Ελλάδος, ήτανε αστός εν ολίγοις ο Βαμβακάρης. Και εγώ πάλι ήμουνα γεννημένος αστός. Από μάνα Πειραιώτισσα, από πατέρα Αθηναίο. Ήταν λοιπόν πολύ κοντά μου. Ο τρόπος ζωής μου, στην οδό Αθηνάς, (αργότερα, όταν κυκλοφόρησα σαν πιτσιρίκος από τα πολύ μικρά μου χρόνια) στο Μοναστηράκι και στα τέτοια, τα ακούσματα που είχα στην πόλη που γεννήθηκα, ήταν κυρίως τα τραγούδια του Μάρκου. Και εν πάση περιπτώσει ήταν ο τρόπος που δεχόμαστε εμείς ευχαρίστως στην Αθήνα, τα αλάνια της εποχής εκείνης ας πούμε, οι πιτσιρικάδες, αυτά τα ακούσματα ήτανε ο τρόπος μας,ήτανε τα δικά μας ακούσματα. Αυτά που νιώθαμε ότι ήτανε δικά μας…

Αργότερα είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τον Βαμβακάρη και σαν πρόσωπο, σαν άνθρωπο. Εχω την εντύπωση πως με αγαπούσε, είχε εκδηλώσει την αγάπη του για μένα, και μια από τις μεγαλύτερες στενοχώριες μου ήτανε η μέρα που έφυγε από την ζωή ο Μάρκος ο Βαμβακάρης. Γιατί όταν έμπλεξα εγώ με την δισκογραφία είχαμε συναντηθεί πολλές φορές, και επειδή δεν ήξερε αν εγώ ήμουν αποδεκτός, ας το πούμε έτσι, επειδή με θεωρούσε μορφωμένο, μου έλεγε μια χοντρή κουβέντα. «Εσύ θα τους αυτώσεις... Εμάς μας πιάσανε κορόιδα γιατί δεν ξέρουμε γράμματα, ενώ εσύ ξέρεις γράμματα».
Εγώ πάλι τον σεβόμουνα. Κύριο Βαμβακάρη βεβαίως τον έλεγα πάντα, ποτέ δεν τον έλεγα Μάρκο όπως τον έλεγαν οι νεότεροι για να δείξουν ότι είχαν οικειότητα μαζί του. Δεν είχα την τύχη να δουλέψω μαζί του. Δούλεψα με πολλούς άλλους παλιούς, αλλά όχι με τον Βαμβακάρη. Δηλαδή δούλεψα ένα διάστημα και με την Σωτηρία την Μπέλου, σε κάτι πανηγύρια νομίζω ή Σαββατοκύριακα θυμάμαι με την Ιωάννα την Γεωργακοπούλου, με τον Πρόδρομο τον Τσαουσάκη στον Μπούκλα, με τον Στράτο τον Παγιουμτζή, μάλιστα με τον οποίο συμπτωματικά με το ψευδώνυμο Φώτης Γκιόκας, το όνομα του κουνιάδου μου, του έχω δώσει τα δύο τελευταία τραγούδια της ζωής του.
Ο Μάρκος λοιπόν ήταν, για αυτή την εποχή που εγώ γνωρίστηκα με το λαϊκό τραγούδι, το εξέχον πρόσωπο. Ο Μάρκος όταν κρίνεται σήμερα νομίζω ότι αδικείται, γιατί οι άνθρωποι αυτό πρέπει να κρίνονται σύμφωνα με τη εποχή που λειτούργησαν. Ο Μάρκος αν κριθεί σήμερα σαν εκτελεστής θα πούμε ότι ήταν ένας πολύ κακός παίκτης, πολύ άτυχος. Όμως για την εποχή εκείνη δεν ήταν αυτό. Ήταν πάρα πολύ μεγάλος παίκτης. Από την άλλη μεριά, ο Μάρκος δεν βρήκε σχεδόν τίποτα. Δηλαδή, αυτό που βρήκε ο Μάρκος σαν λαϊκό τραγούδι ήταν το «Πάρε με Αντριάννα μου να σε βοηθώ στην βρύση και να σου κουβαλώ νερό απ` το Βατραχονήσι» από την εποχή του Σουρή. Γιατί το λαϊκό τραγούδι λέμε ότι ήρθε το `22, αλλά υπάρχουν τραγούδια που μπορούν να χαρακτηριστούν λαϊκά, όχι με την έννοια του ρεμπέτικου, αλλά τραγούδια που έχουν γραφτεί από τους πολλούς για τους πολλούς. Αυτό είναι το λαϊκό τραγούδι, το μελοποιημένο χρονογράφημα κάθε εποχής.
Ο Βαμβακάρης λοιπόν ήταν ένας άνθρωπος που βρήκε σχεδόν τίποτα και δημιούργησε τα πάντα. Έβαλε τα θεμέλια για να κτιστεί αυτό που είπαμε μετά λαϊκό τραγούδι. Γιατί το λαϊκό τραγούδι είναι μια συνέχεια. Λαϊκό τραγούδι ήταν το δημοτικό που τραγουδούσαν στα χωριά, γιατί αυτά υπήρχαν και λέγανε «Του Κίτσου η μάνα κάθεται στην άκρη στο ποτάμι, με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε, ποτάμι για λιγόστεψε, ποτάμι στρέψε πίσω, για να περάσω αντίπερα, στα κλέφτικα λημέρια». Οι εποχές αλλάξανε, και του Κίτσου η μάνα πήρε ρετιρέ στο Κολωνάκι…
Θέλω να πω λοιπόν ότι μια μορφή λαϊκού τραγουδιού είναι το τραγούδι του Μάρκου, αλλά με την μορφή του ρεμπέτικου αυτό το τραγούδι ήταν κάτι ξεχωριστό στην αλυσίδα των λαϊκών τραγουδιών. Δηλαδή ήταν ένας κρίκος τελείως ξεχωριστός στην αλυσίδα που ενώνει ας πούμε το δημοτικό με αυτό που λέμε μετά ρεμπέτικο ή το ελαφρολαϊκό. Όλα αυτά είναι ελληνικά λαϊκά τραγούδια.
Έχω πει ότι η μόνη σχέση που έχω με τον Βαμβακάρη είναι ότι αυτός έλεγε την αλήθεια της εποχής του και εγώ λέω την αλήθεια της δικής μου εποχής. Δεν ήταν πλαστός ο Βαμβακάρης., αλλά γνήσιος στην έκφρασή του. Έλεγε αυτό που ζούσε, αυτό που ένιωθε, αδιαφορώντας για τα πάντα. Σαν άνθρωπο τον υπερεκτιμούσα, τον αγαπούσα πάρα πολύ. Και σου είπα ότι με αγαπούσε και εκείνος. Και μου έλειψε πολύ. Πάνω στον Μάρκο, πάνω στα θεμέλια Βαμβακάρη χτίστηκαν όλα…    
 *© Νίκος Τσαγκρής. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση χωρίς την άδεια του συγγραφέα 

1 Φεβρουαρίου 2012

Υποταγή του εθνικού στο υπερεθνικό


Ενώ η χώρα σφαδάζει πληγωμένη θανάσιμα από τις μαχαιριές της Ευρώπης, οι πολιτικοί ηγέτες μας (από τους αιρετούς Γιωργάκη Παπανδρέου και Αντώνη Σαμαρά μέχρι και τον δοτό Λουκά Παπαδήμο) επιμένουν στην γραμμή Σημίτη που συνοψίζεται στην άποψη ότι «η απάντηση στην κρίση είναι περισσότερη Ευρώπη». Άποψη εξ' αρχής προσβλητική για τους Έλληνες εργαζόμενους, αφού σημαίνει «φάτε μάτια Ευρώπη και κοιλιά περίδρομο». Αφήνεται, ωστόσο,  να σημαίνει και αυτό που η πλειοψηφία των Ελλήνων, από καταβολής ευρωζώνης επιθυμούν, χωρίς ποτέ να το αποκτήσουν: πλήρη οικονομική σύγκλιση της χώρας με την Ε.Ε. Κάτι που, κάποτε, ο κ. Σημίτης μας είχε τάξει. Και τώρα, μοιάζει με κάτι που θα ονειρευόμαστε για πάντα επειδή είναι αδύνατον να υπάρξει…

Όμως το κατά Σημίτην «περισσότερη Ευρώπη» σημαίνει ελληνική πολιτική σιωπή, ελληνική πολιτική απραξία, πλήρη ανταπόκριση στις επιταγές του γαλλογερμανικού άξονα. Το γιατί, το εξηγεί θαυμάσια ο ίδιος: Διότι «η αποτελεσματικότητα της εθνικής πολιτικής εξαρτάται κυρίως από τον βαθμό ανταπόκρισής της στους κανόνες του υπερεθνικού συστήματος στο οποίο εκάστοτε ανήκει»! Και εμείς ανήκομεν εις το υπερεθνικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο ελέγχει ο γαλλογερμανικός άξονας! Δεν συμφωνείτε;

Όχι, «η Ευρώπη κατάντησε το βασίλειο του τίποτα, ο πολιτισμός του μηδενός», λένε οι ακραίοι ευρωσκεπτικιστές, μηδενίζοντας ακόμα και την νομισματική ενότητα. Και η αλήθεια είναι πως τώρα (με την κρίση) το έλλειμμα αυτονομίας της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής είναι ευδιάκριτο. «Επειδή η αποτελεσματικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας εξαρτάται κυρίως από τον βαθμό ανταπόκρισής της στους κανόνες του υπερεθνικού συστήματος στο οποίο ανήκει», υποθέτω˙ υιοθετώντας μια Σημιτικού… χαρακτήρα σκέψη…

Το γνωρίζουμε όλοι, ας μην το ομολογούμε: Η «εθνική», ας την πούμε, ευρωπαϊκή οικονομία, ανήκει στο «υπερεθνικό οικονομικό σύστημα» των ΗΠΑ. Γι’ αυτό και ανταποκρίνεται στους κανόνες που θέτουν οι ΗΠΑ για την υπέρβαση της κρίσης. Τι κι αν γεμίζουν με αίσθημα απελπισίας τον Πολ Κρούγκμαν, τι κι αν κάνουν τον Τζότζεφ Στίγκλις να δηλώνει ότι «πρόκειται για κανονική ληστεία των εργαζομένων»…

Για την πλευρά των προθύμων, να πούμε, τα πράγματα πάνε κατ’ ευχήν: Ο βαθμός ανταπόκρισης της Ε.Ε. στους κανόνες του υπερεθνικού συστήματος που ανήκει (ΗΠΑ) είναι θετικός. Αντίστοιχα θετικός πρέπει να είναι και ο βαθμός ανταπόκρισης της Ελλάδας στους κανόνες του υπερεθνικού συστήματος που ανήκει, τους κανόνες της Ευρωζώνης.

Δείτε, οι πολιτικοί ηγέτες μας (από τους αιρετούς Γιωργάκη Παπανδρέου και Αντώνη Σαμαρά μέχρι και τον δοτό Λουκά Παπαδήμο) όπως και ο υπουργός μας επί των οικονομικών κ. Βενιζέλος, σε αγαστή συνεργασία με την τρόϊκα, απεργάζονται την οριστική μετατροπή της Ελλάδας σε δουλοπαροικία της Ευρώπης. Εφαρμόζοντας, προφανώς, την άποψη Σημίτη για… περισσότερη Ευρώπη!.. 

Νίκος Τσαγκρής (Από άρθρο δημοσιευμένο στο ΕΘΝΟΣ / http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22733&subid=2&pubid=2790834)

30 Ιανουαρίου 2012

Ευρωσοσιαλδημοκράτες... τραβεστί


Οι πλέον σύγχρονοι πολιτικοί στοχαστές διατυπώνουν την άποψη ότι ο διαχωρισμός Δεξιά - Αριστερά, με το παραδοσιακό περιεχόμενο (συντήρηση από τη μία και πρόοδος από την άλλη) των εννοιών, έχει οριστικά εκλείψει.

Προσωπικά, ταλαντεύομαι μεταξύ αυτής της άποψης και μιας βεβαιότητας ότι αυτό που λέμε κόσμος – και είναι η ανθρωπότητα, οι κοινωνίες των πολιτών, οι λαοί – είναι και θα είναι η Αριστερά, ανεξάρτητα εάν συμβάλλει καθοριστικά στην ανάδειξη «δεξιών» ή «αριστερών» κυβερνήσεων και καθεστώτων...

Ωστόσο ζούμε σε ένα διεθνές περιβάλλον περισσότερο παρά ποτέ οικονομικό. Ο καπιταλισμός προσλαμβάνεται ως ο αδιαμφισβήτητος μονόδρομος μετά την παταγώδη αποτυχία του σοσιαλιστικού πειράματος. Και το μόνο δίλημμα πλέον έχει να κάνει με την ποιότητα του καπιταλισμού: Θρησκεία της αγοράς ή πολιτικός έλεγχος με στόχο το κοινωνικό κράτος; Δίλημμα που μεταφερόμενο στην εφαρμοσμένη πολιτική οδηγεί σε δύο καταναγκαστικές επιλογές: νεοφιλελευθερισμός ή σοσιαλδημοκρατία;

Μέχρι σήμερα, για τον «κόσμο» (τις κοινωνίες των πολιτών, τους «εργαζομένους», τους λαούς) η απάντηση ήταν «σοσιαλδημοκρατία». Ήταν απάντηση ενστικτώδης, επιλογή αναγκαστική, που διάλεγε το μη χείρον ως βέλτιστον: Αφού ο καπιταλισμός είναι μονόδρομος, αφού ο ριζοσπαστικός σοσιαλισμός δεν χωράει στο διεθνές περιβάλλον, ας πάρουμε σοσιαλδημοκρατία, μήπως διασώσουμε αυτό το έρημο το «κοινωνικό κράτος»...

Κάπως έτσι λειτούργησαν την περασμένη εικοσαετία οι κοινωνίες των Ευρωπαίων πολιτών και... πήραν σοσιαλδημοκρατία. Πράγμα που διευκόλυνε, στον συγκεκριμένο χρόνο, την αλματώδη απελευθέρωση της αγοράς, την τερατώδη καπιταλιστική «αντεπίθεση»: Οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις (οι κυβερνήσεις Ζοσπέν, Σρέντερ, Σημίτη κ.α.) λειτούργησαν περισσότερο σαν τριτεγγυητές της οικονομίας των «αγορών» παρά ως σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις. Ενώ οι διάδοχές τους, (οι κυβερνήσεις Γιωργάκη Παπανδρέου, Ζοζέ Σόκρατες, Χοσέ Λουίς Ροντρίγκεθ Θαπατέρο κ.α.) εκφυλίσθηκαν οριστικά μεταλλασσόμενες σε νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις με σοσιαλιστικά ψευδώνυμα…

Φαίνεται ότι η μεταψυχροπολεμική ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία έφαγε τα ψωμιά της. Ότι ακόμα και ως κυβερνητικός μανδύας για τη διευκόλυνση της ελευθέριας οικονομίας δεν φτουράει.
Και φαίνεται ότι ο επιθετικός καπιταλισμός, η «δικτατορία των αγορών», είναι πλέον το πάγιο διεθνές περιβάλλον. Και ότι σ' αυτό δεν χωρούν ούτε κατ' όνομα σοσιαλιστικές κυβερνήσεις! Αν είναι έτσι τζάμπα ετοιμάζεται να κυβερνήσει ο… Κουβέλης. Κι ο… Ψαριανός και οι λοιπές δυνάμεις του… «αριστερού ευρωπαϊσμού»!..

24 Ιανουαρίου 2012

Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν

Τα αγγλικά μου είναι επιπέδου… πλατείας Συντάγματος. Τα αγγλικά που μιλούσαν τα «καμάκια» της Αθήνας στη δεκαετία του ’70, εννοώ: Do you like, μαντμαζέλ, the Greece και τα λοιπά. Παρ’ όλα αυτά, για να γλυτώσω το ψυχιατρείο, άρχισα να βλέπω ειδήσεις στο CBS ή στο B.B.C. Κι ότι πιάνει το μάτι μου και τ’ αυτί μου.
Ωστόσο, μία απ’ τις προηγούμενες μέρες ξεκίνησα και πάλι από δελτίο ειδήσεων ελληνικού καναλιού. Το δελτίο, από τα πρώτα λεπτά, έδειξε τις προθέσεις του για την εκδίκαση υπόθεσης βιασμού μαθήτριας από συμμαθητές της. Ή απόπειρας βιασμού τεσσάρων μαθητών από συμμαθήτριά τους. Ή κάτι τέτοιο. Παρακολούθησα τη «δίκη» για δέκα ολόκληρα λεπτά μέχρι που η ακροαματική διαδικασία άρχισε να μου προκαλεί ναυτία. Στην έδρα ήταν ο ευφραδής εισαγγελέας Τράγκας. Και δεν έχανε ευκαιρία να προφέρει με το αρρωστημένο πάθος ήρωα του Πιτιγκρίλι τα σεξουαλικά πειστήρια του εγκλήματος. Βρήκε ο γύφτος τη γενιά του, σκέφτηκα: αίμα και σπέρμα…
Δραπέτευσα στο δελτίο του B.B.C. Πρώτο θέμα η επερχόμενη καταστροφή του πλανήτη. Και η ακριβής (η μετρημένη δηλαδή) συμβολή όλων των πολιτισμένων χωρών σ’ αυτήν. Με την Ελλάδα να είναι πέμπτη και… καλύτερη ανάμεσά τους. Αλλά για τα ελληνικά κανάλια το θέμα ήταν τζούφιο, δίχως αίμα και σπέρμα, ανάξιο προβολής.
Μα πράγματι, από μια άποψη ο επερχόμενος θάνατος της Γής δεν είναι είδηση για εμάς τους Έλληνες. Αφού, ενώ καταστρέφουμε συστηματικά το περιβάλλον, στωϊκά δηλώνουμε απαισιόδοξοι για το μέλλον. Παράξενα, την ίδια στιγμή, δηλώνουμε αισιόδοξοι για το προσωπικό μας μέλλον!
Εδώ υπάρχει μια σαφής αντίφαση: πώς είναι δυνατόν να είσαι απαισιόδοξος για το μέλλον του κόσμου και, ταυτόχρονα, αισιόδοξος για το προσωπικό σου μέλλον σ’ αυτόν τον κόσμο;
Προσωπικά, δηλώνω οριστικά απαισιόδοξος. Όχι μόνο για το περιβαλλοντικό μέλλον αλλά και για το… προτσές της Ιστορίας. Για την πορεία της ανθρωπότητας, τον ανθρώπινο πολιτισμό, την εξέλιξή του στους επόμενους αιώνες.
Εξαρτάται πώς βιώνεις τον χρόνο, πώς τοποθετείσαι στη σχέση άνθρωπος-κόσμος: «Αυτό που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους της εποχής μας ( παρατηρεί ο Κώστας Αξελός ) αν υποθέσουμε ότι αποτελεί ακόμα εποχή, είναι ότι σέρνονται μισοευχαριστημένοι-μισοδυσαρεστημένοι, ούτε ευχαριστημένοι ούτε δυσαρεστημένοι, πάνω σε μια Γη που βαδίζει προς την ερήμωση».
Πίστευα πως αυτό που ξεχώριζε τους Έλληνες ήταν η ενστικτώδης οικουμενική, να την χαρακτηρίσουμε, οπτική: ότι βίωναν την ύπαρξή τους περισσότερο στη σχέση «άνθρωπος-κόσμος», παρά στη σχέση «άνθρωπος-εγώ».
Και ότι δηλώνοντας την απαισιοδοξία τους για το μέλλον της χώρας, σημειώνουν την απαισιοδοξία τους για την γενικότερη πορεία της ανθρωπότητας που περιλαμβάνει και τους ίδιους, ως μέρος της. Με την συνειδητή ή υποσυνείδητη γνώση ότι «ζούμε πάνω σε μια Γη που βαδίζει προς την ερήμωση».
Τώρα, το γιατί ο Έλληνας, προσωπικά, (στη σχέση, δηλαδή, «άνθρωπος-εγώ») δηλώνει αισιόδοξος, ας το αφήσουμε. Να υποθέσουμε ότι υιοθέτησε την ζωώδη αντίληψη των καιρών «ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθαίνουν»; Δεν είναι σκληρό;


Νίκος Τσαγκρής (χρονογράφημα δημοσιευμένο στην εφημερίδα ΕΘΝΟΣ)

20 Ιανουαρίου 2012

Ατομικές και μαζικές εξαρτήσεις

Η εξάρτηση είναι το στήριγµα της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, κάτι αντίστοιχο µε το σκυρόδεµα στις εφαρµογές τής σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Αυτό, όσον αφορά τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Όταν η εξάρτηση είναι µαζική, τότε µπορούµε να µιλάµε για εξαρτηµένες κοινωνίες, φυλές, εθνότητες. Σ’ αυτή την περίπτωση, η εξάρτηση είναι κάτι σαν θεµέλιος λίθος των κοινωνιών, των κοινωνικών συστηµάτων: «Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού» έλεγαν οι κοµµουνιστές ηγέτες προκειµένου να απεξαρτηθούν οι λαϊκές µάζες από τα θρησκευτικά δόγµατα. Για να εξαρτηθούν, σε λίγο, για τα καλά, από το κοµµουνιστικό δόγµα, να υπηρετήσουν µιαν άλλη εξάρτηση…

Η εξάρτηση απ’ τα ναρκωτικά είναι µια περιθωριακή εξάρτηση στον κόσµο των µαζικών εξαρτήσεων. Μπροστά σε άλλες οµοειδείς εξαρτήσεις, τσιγάρο, αλκοόλ, καφές κ.λπ. (εξαρτήσεις ψυχολογικές που προκαλούν οργανικές βλάβες), η εξάρτηση απ’ τα ναρκωτικά είναι ποσοτικά αµελητέα, µπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί ατοµική, όχι µαζική εξάρτηση. Έτσι, ο θόρυβος που προκαλείται κάθε φορά που έχουµε δηµόσιους θανάτους από χρήση ηρωίνης, ας πούµε, ή άλλων τοξικών ουσιών, τα διάφορα κοινωνικά «σοκ», η υστερία των Μέσων Μαζικής Ενηµέρωσης, η «ευαισθητοποίηση» της κοινής γνώµης, τα κυβερνητικά… µέτρα και οι ανακοινώσεις είναι το σύµπτωµα µιας αβάσταχτης υποκρισίας ποικιλοτρόπως εξαρτηµένων ατόµων ή µαζών, απέναντι σε µια αµελητέα εξάρτηση και τα θύµατά της…

Στην περίοδο της ακµής τού υπερρεαλισµού, 1920-1930, µυθικά ονόµατα της διανόησης, Ελιάρ, Αρτώ, Αραγκόν, Πρεβέρ, Ταγκί, Μπατάιγ, Μαξ Ερνστ και ο θεωρητικός του σουρεαλισµού Αντρέ Μπρετόν, θυσίαζαν τον ελεύθερο χρόνο τους προκειµένου να ξεκαθαρίσουν αν η εξάρτηση των ανθρώπων –από τη σεξουαλικότητα, ας πούµε– είναι µεγαλύτερη, µικρότερη ή ίδια µε την εξάρτησή τους απ’ τα ναρκωτικά, τα τσιγάρα, το αλκοόλ. Αυτό, για να τεκµηριώσουν τη θεωρία τους ότι η υπέρβαση της «πραγµατικότητας» οδηγεί στην απελευθέρωση του ατόµου, την απεξάρτηση, την ανεξαρτησία του. Στην ουσία, τεκµηρίωναν, ο καθένας στον δικό του βαθµό, την εξάρτησή τους από ένα νέο δόγµα: τον σουρεαλισµό…

Τις προάλλες, τα Μέσα Μαζικής Ενηµέρωσης δηµοσίευσαν και πάλι στοιχεία για τη θλιβερή ελληνική και παγκόσµια εικόνα τής αλκοολικής πραγµατικότητάς µας: «… οι εξαρτηµένοι από αλκοόλ και άλλες τοξικές ουσίες αυξάνονται και πληθύνονται µε γεωµετρική πρόοδο…».

Στον ίδιο χρόνο, µε τους ίδιους ρυθµούς, µειώνονται οι µαζικές εξαρτήσεις των ανθρώπων από αξίες, ιδέες και ιδεολογίες, φιλοσοφικά και θρησκευτικά ρεύµατα, κοινά οράµατα.
Σκέφτοµαι ότι εµείς που ζήσαµε τα νιάτα µας στις εποχές µαζικών, ιδεολογικών κυρίως, εξαρτήσεων, είµαστε τυχεροί. Αν µη τι άλλο, µείναµε «καθαροί». Υπό την έννοια ότι δεν χρειαστήκαµε ποτέ ναρκωτικά για να «φτιαχτούµε»…

Του Νίκου Τσαγκρή. πηγή: http://galera.gr/magazine/modules/articles/article.php?id=525

18 Ιανουαρίου 2012

Ο Άκης Πάνου για τον Τσιτσάνη

                               
 Φωτογραφία του Τσιτσάνη από το αρχείο του Ηλία Πετρόπουλου


Όταν, μετά τον φόνο, ο Άκης Πάνου μεταφέρθηκε στις φυλακές Κομοτηνής, με πήρε στο τηλέφωνο. Νίκο θέλω να έρθεις να στα πω, θέλω να τα γράψεις εσύ, μου είπε. Συμφωνήσαμε, μάλιστα, να κάνει εκείνος τις ενέργειες για την άδεια από το υπουργείο Δικαιοσύνης, προκειμένου να μπω μέσα να πάρω τη συνέντευξη.
Δεν πέρασαν παρά τέσσερις – πέντε ημέρες και έφτασε στην εφημερίδα η άδεια εισόδου μου στις φυλακές Κομοτηνής μαζί με ένα χειρόγραφο σημείωμα του υπουργού. Ήταν ο Βαγγέλης Γιαννόπουλος τότε: «Να δώσεις τους χαιρετισμούς μου στον Άκη Πάνου»…
Μιλούσαμε δύο ολόκληρες μέρες, ο διευθυντής των φυλακών μας είχε παραχωρήσει το γραφείο του, γέμισα έξι – επτά κασέτες των 90 λεπτών: η συνέντευξη για τον φόνο με τα πριν και τα μετά, μια συνοπτική βιογραφία,πολλές λεπτομέρειες για τις σχέσεις του με τις εταιρίες δίσκων και κριτικές αξιολογήσεις σπουδαίων δημιουργών του ελληνικού τραγουδιού και ορισμένων εκ' των τραγουδιστών που συνεργάστηκε... Μέρος αυτού του "υλικού'' δημοσιεύτηκε σε μια σειρά συνεντεύξεων στο ΕΘΝΟΣ και στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής. Ένα άλλο μέρος παραμένει ανέκδοτο...Απ' αυτό το ανέκδοτο μέρος δημοσιεύω σήμερα (με αφορμή τα 28 χρόνια απ΄το θάνατο του Βασίλη Τσιτσάνη) απομαγνητοφωνημένη, χωρίς 
καμιά φιλολογική παρέμβαση, την γνώμη του Άκη Πάνου για τον Τσιτσάνη:


Συνομιλία με τον Άκη Πάνου στο γραφείο του διευθυντή των φυλακών Κομοτηνής

Ο Τσιτσάνης ήταν αξεπέραστος

 "Ο Τσιτσάνης είναι ένας άνθρωπος που δούλεψε πάρα πολύ. Καθιερώθηκε στην συνείδηση του κόσμου σαν ίσως ο μεγαλύτερος για πολλούς που πέρασε ποτέ από αυτόν τον χώρο. Αυτό συμβαίνει γιατί ο Τσιτσάνης ουδέποτε απουσίασε από το πάλκο. Είχε μια συνεχή επαφή με τον κόσμο. Ηταν ίσως ο πιο εργατικός από όλους…

Με τον Τσιτσάνη δεν μπορώ να πω ότι είχα το ψώνιο που είχα με τον Μάρκο. Ο Τσιτσάνης πάντρεψε αυτό που λέμε δημοτικό με το λαϊκό όπως το βρήκε. Ηταν ένας άνθρωπος που επεξεργάστηκε το τραγούδι, ήταν δηλαδή περισσότερο εγκεφαλικός από τον Μάρκο. Ο Μάρκος ήταν περισσότερο αυθόρμητος.

Ο Τσιτσάνης είχε μια ιδιαιτερότητα: στην περίπτωση του Μάρκου μπορούμε να πούμε ότι τα περισσότερα τραγούδια ήταν του Μάρκου. Με τον Τσιτσάνη όμως δεν συμβαίνει αυτό. Στα περισσότερα οι μουσικές είναι δικές του. Υπάρχουν πολλά αμφισβητούμενα και διαφιλονικούμενα τραγούδια, αν ήταν δικά του. Ηταν δηλαδή κυρίως αυτό που λέμε μουσικοσυνθέτης ο Τσιτσάνης. Και από την άλλη μεριά ήταν ένας εκτελεστής οργάνων που κανένας, όσα χρόνια και αν περάσανε, όσοι βιρτουόζοι, όσοι δεξιοτέχνες, δεν μπόρεσε να μιλήσει τόσο πολύ με το όργανό του. Ο Τσιτσάνης το χάιδευε στην κυριολεξία το όργανο και είχε βρει τον τρόπο να βγάζει ότι πιο γλυκό μπορεί να έχει αυτό.

Στα χέρια του Τσιτσάνη το μπουζούκι ήταν ένα μαγικό όργανο. Δεν ξεπεράστηκε από κανέναν ο Τσιτσάνης. Κανένας δεν μπόρεσε να εκφραστεί σαν εκτελεστής όπως ο Τσιτσάνης. Δηλαδή, ο Χιώτης ξεπεράστηκε. Ηταν ένας βιρτουόζος, ένας δεξιοτέχνης. Βγήκαν παίκτες που τον ξεπεράσανε. Σε ταχύτητα, σε έτσι... Στον Τσιτσάνη στην έκφραση που είχε δεν τον ξεπέρασε κανένας. Δηλαδή, αν εγώ κάτσω και πω τι βλέπω στον Τσιτσάνη σαν το καλύτερο στοιχείο του ήταν ο πιο γλυκός εκτελεστής αυτού του οργάνου που άκουσα ποτέ. Και νομίζω όλοι μας.

Βεβαίως, επειδή έχει βγάλει πάρα πολλά τραγούδια, έχουν μπει με μουσική δική του, νομίζω ότι ποσοστιαία δεν είναι ξέρω γω τι. Υπάρχουν μερικοί που πιστεύουν ότι λατρεύοντας έναν άνθρωπο και ολοκληρώνοντας τα πράγματα κάτι κάνουνε. Και νομίζω ότι κάνουνε ζημιά. Εάν ψάξουμε μέσα στην ποσότητα του Τσιτσάνη να βρούμε την ποιότητα, να βρούμε δηλαδή αυτά που μπορούνε να σταθούνε σαν φυσικά πράγματα, εκεί πέρα θα δούμε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα δέκα τα εκατό...

Εάν μιλήσουμε για τον Τσιτσάνη, το πρώτο πράγμα που θα πούμε είναι η συννεφιασμένη Κυριακή. Αν πάρουμε την μουσική της, γιατί ο λόγος λένε ότι ανήκει σε άλλους, πολλοί είναι αυτοί που διεκδικούν την πατρότητα του στίχου της συννεφιασμένης Κυριακής, που εν πάσει περιπτώσει στην ανάλυσή της δεν μου λέει και φοβερά πράγματα, είναι ένα τραγούδι πιστό, δεν είναι ένα τραγούδι πλατύ, μιλάει για μια συγκεκριμένη μέρα και τα λοιπά, δεν είναι δηλαδή τραγούδι με εύρος σαν στίχος. Σαν μουσική, αν το βάλουμε δίπλα στο πολυχρόνιο, σε διάφορα δοξαστικά, θα δούμε από κει και πέρα ότι δεν πρωτοτυπεί ο Τσιτσάνης.

Λοιπόν, ο Τσιτσάνης είναι, εργατικός, δουλευταράς μεγάλος, έχει ποσοτική παραγωγή μεγάλη, αλλά αυτό που του ξεχωρίζω είναι ότι ήταν ο πιο γλυκός εκτελεστής που άκουσα στην ζωή μου, κρατώντας αυτό το όργανο, το μπουζούκι."

(Από συνομιλία του Άκη Πάνου με τον Νίκο Τσαγκρή) © 1999 Νίκος Τσαγκρής. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση χωρίς την άδεια του συγγραφέα 

17 Ιανουαρίου 2012

Για μια γενική απεργία διαρκείας


«Γίνονται απεργίες σε σας; Καλά, αστυνομία δεν έχετε;» έλεγε ο Στάλιν στον Χάρρυ Χόπκινς (σύμβουλο του Ρούσβελτ) το 1942. Ο ίδιος δεν είχε ανάγκη την αστυνομία. Τα ενσωματωμένα στο σοβιετικό κράτος συνδικάτα είχαν ως βασικό καθήκον την παρεμπόδιση των απεργιών. Το ίδιο συνέβαινε σε όλο το βασίλειο της απολυταρχίας: από την Πορτογαλία του Σαλαζάρ και την Ισπανία του Φράνκο ως την Βολιβία του Μπαριέντος και το Πουάντ α Πιτρ της Γουαδελούπης.

Κάτι παρόμοιο, ωστόσο, συμβαίνει και στις πιο ... chic δημοκρατίες της Δύσης. Στην χθεσινή ελληνική δημοκρατία του Σημίτη, να πούμε, ή στη σημερινή του Παπαδήμου: τα συνδικάτα (άλλοτε ΠΑΣΚΕ / άλλοτε ΔΑΚΕ) ενσωματωμένα στα κυβερνητικά καθεστώτα υπονομεύουν, παρεμποδίζουν ή σπάνε τις απεργίες.

Η δύναμη της απεργίας, αυτού του όπλου που ενώνει τους εργαζόμενους πέρα από τα ατομικά τους συμφέροντα, είναι τέτοια που, δίκαια, από τους κρατικούς γραφειοκράτες όλων των εποχών, θεωρείται ύψιστη απειλή κατά της ασφάλειας κάθε κράτους, κάθε καθεστώτος, κάθε κυβέρνησης: απεργούν οι Ρώσοι προλετάριοι το 1917; «Πνίξτε τους στο αίμα!». Απεργούν οι Ούγγροι εργάτες το 1956; Η κυβέρνηση Καντάρ μιλάει για πληρωμένη με δολάρια προδοσία του έθνους! Απεργούν οι μεταλλωρύχοι κασσίτερου στη Βολιβία; Ο δικτάτορας στέλνει επειγόντως τεθωρακισμένο τρένο στον τόπο του εγκλήματος: 40 νεκροί!

Οι κυβερνήσεις, ιδίως οι «δημοκρατικές», φοβούνται τις απεργίες όπως ο διάβολος το λιβάνι. Και προκειμένου να τις ξορκίσουν, ειδικά όταν εκδηλώνονται στο… τσιφλίκι τους (το κράτος, τις δημόσιες υπηρεσίες) τις ονομάζουν «πολιτικές απεργίες». Τότε, «το να επιτρέπουμε (!) να παραλύουν ουσιώδεις για τη ζωή του Έθνους (!) δημόσιες υπηρεσίες στο όνομα του δικαιώματος της απεργίας ισοδυναμεί με το να επιτρέπουμε να δέχεται το κράτος θανάσιμα πλήγματα…».

Τότε, ακόμα και μια δεξιά κυβέρνηση που εκφράζει τα εισοδηματικά «ρετιρέ» και εκλέγεται απ’ αυτά δεν διστάζει να βαφτίσει «ασφαλιστικά ρετιρέ» τα ελάχιστα εναπομείναντα υγιή ασφαλιστικά ταμεία, προκειμένου να συκοφαντήσει τους απεργούς ασφαλισμένους σ’ αυτά, επειδή συμπαρασύρουν σε απεργία τους εργαζόμενους όλων των κοινωνικών ορόφων. Δεν διστάζει να απειλεί ακόμα και με πολιτική επιστράτευση.

Το 1963, διακόσιοι Γάλλοι μεταλλωρύχοι απάντησαν με απεργία διαρκείας στην διαταγή πολιτικής επιστράτευσης που είχε εκδώσει εναντίον τους ο Πομπιντού . Το κύρος του πρωθυπουργού καταρρακώθηκε. Το κράτος του Σαρλ ντε Γκώλ παρέλυσε. Η κυβέρνηση αντιμετώπισε το δίλημμα της συνθηκολόγησης ή της πτώσης. Αντίστοιχο δίλημμα αντιμετώπισε ο Σημίτης με το νομοσχέδιο Γιαννίτση. Και συνθηκολόγησε μεν…, έπεσε δε...

Σήμερα, σε μια εποχή  απόλυτης λεηλασίας των εργασιακών δικαιωμάτων, τα ενσωματωμένα στο πασοκικό – μνημονιακό  κράτος συνδικάτα, κοροϊδεύουν την κοινωνία με άσκοπες μικροαπεργίες έχοντας ως βασικό καθήκον την παρεμπόδιση μιας γενικής απεργίας διαρκείας. Που θα έστελνε τον αχυράνθρωπο του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος «πρωθυπουργό» μας και το σάπιο πολιτικό συνονθύλευμα που τον στηρίζει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας…

Νίκος Τσαγκρής

16 Ιανουαρίου 2012

Πάρτο σαν γράμμα απ' τη Ρόζα...




Κάθε φορά που ψαρεύω ένα θεωρητικό αριστερό… απολειφάδι στις όχθες κάποιων «κεντροαριστερών» εφημερίδων, φαντασιώνω τα ανέλπιστα: «Να, λοιπόν, έφτασε η στιγμή που οι αριστεροί αφυπνίζονται, έφτασε ο χρόνος που (επιτέλους!) αναπτύσσονται ιδέες για την κοινωνική αναγέννηση, για την ανασυγκρότηση των σοσιαλιστικών ιδεών και οραμάτων, για τη δημιουργία του νέου, μεταμοντέρνου ουμανισμού»!

Μέχρι που, εντελώς τυχαία, ξαναδιάβασα εκείνο το γράμμα της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Γραμμένο στις φυλακές Μπρεσλάου, τον Δεκέμβριο του 1917: «Είμαι ξαπλωμένη μόνη και σιωπηλή, τυλιγμένη στις πολλαπλές μαύρες πτυχές του σκότους, της ανίας, της ανελευθερίας και του χειμώνα αλλά η καρδιά μου χτυπά με μιαν απέραντη και ασύλληπτη εσωτερική χαρά, λες και τριγυρίζω σε κάποιο ηλιόλουστο, λουλουδιασμένο λιβάδι…»

Και με προσγείωσε: υποτίθεται ότι η μεγάλη επαναστάτρια είναι κλεισμένη μέσα σ’ ένα γερμανικό μπουντρούμι, βιώνοντας έναν ακόμα βασανισμό για τις ανατρεπτικές, τότε, ιδέες της. Και, παρ’ όλα αυτά, βιώνει τη φυλακή σαν ένα ιδανικό τοπίο ελευθερίας!

Τι έχουμε εδώ; Τίποτα ιδιαίτερο. Είναι ένα βίωμα γνωστό στους Έλληνες κομμουνιστές, όμως τόσο ξεχασμένο… Και όταν το ξαναθυμόμαστε μας ξαφνιάζει: μια ιδεολογία, μια πίστη, που στην κοινωνία διώκεται ανελέητα, ενώ στη φυλακή ανθίζει, ελευθερώνεται. Και ο φορέας αυτών των ιδεών, αυτής της πίστης, νιώθει πρωτόγνωρα ελεύθερος όντας στη φυλακή. Απελευθερωμένος από μια σκλαβωμένη ζωή κι έναν σκλαβωμένο θάνατο!

Ο θάνατος που, πράγματι, δεν ήταν φυσικός για τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, αφού δολοφονήθηκε από δυνάμεις της γερμανικής Δεξιάς στις 15 Ιανουαρίου του 1919…

Ωστόσο, οι ιδέες της επέζησαν «ελεύθερες», ακόμα και μετά τον θάνατό της. Και άνθισαν. Κι ακόμα δύνανται ν’ ανθίσουν. Πράγμα, όμως, αδύνατον στους τωρινούς καιρούς. Καθώς, ιδέες σαν της Ρόζας Λούξεμπουργκ, εν γένει οι ιδέες του σοσιαλισμού, καταναλώθηκαν, χωνεύτηκαν, έγιναν περιττώματα από «σώματα» εξουσιών και κυβερνήσεων μόνο κατ’ όνομα «σοσιαλιστικών». Κι εμείς, οι εναπομείναντες, «ρετάλια της αριστεράς» κατά τους βολεμένους εξουσιαστές της… «κεντροαριστεράς», να αλιεύουμε αριστερά απολειφάδια στις όχθες περιοδικών κι εφημερίδων.

Νίκος Τσαγκρής, 1999 (Από χρονογράφημα δημοσιευμένο στην εφημερίδα ΕΘΝΟΣ)