31 Αυγούστου 2007

Κάηκε η μνήμη του χρόνου


Οι φωτιές είναι ό,τι πρέπει για να γράψει κανείς ωραία κείμενα. Ειδικά τούτες οι άτιμες, οι ανθρωποφάγες, οι ανίκητες φωτιές. Έτσι, τα τσουρουφλισμένα από την θλίψη μερόνυχτα της τραγωδίας, είχα την ευκαιρία να διαβάσω ωραία κείμενα για τις φωτιές που έκαψαν τους Ηλείους, τους Μεσσήνιους, τους Αρκάδες, τους Λάκωνες, τους Ευβοείς.

Όμως δεν είναι μόνο που «η μισή Ελλάδα κάηκε», έτσι γενικώς. Δεν είναι μόνο «η οικολογική ή η οικονομική καταστροφή». Δεν είναι που «χαθήκαν περιουσίες και παρθένα δάση και όμορφα χωριά». Ούτε που «κάηκαν και ξεσπιτώθηκαν εκατοντάδες άνθρωποι του μόχθου και της αγροτιάς». Είναι που η καταραμένη αυτή φωτιά έκανε στάχτη Θείες μνήμες, κι Άγια μυστικά.

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Πύργο Ηλείας. Το πατρικό μου κτήμα, στα όρια της πόλης, μια ανάσα από Λαμπέτι, Κολύρι, Βαρβάσαινα, το ‘γλυψε η φωτιά. Είχε κάψει πριν την Κουτσοχέρα, το χωριό του πατέρα μου. Τις φτέρες, τα πουρνάρια, τις γκορτσιές, τα πεύκα και τα κυπαρίσσια, που έντυναν το ηλιοδαρμένο σώμα του φτωχού χωριού. Τις κερασιές, τις αχλαδιές, τις καρυδιές των παιδικών μου χρόνων και τις λαχταριστές μαύρες σταφίδες που, κρυφά, τρυγούσαμε απ’ τ’ αμπέλια, τα αυγουστιάτικα ακοίμητα μεσημέρια μας, τις ώρες που οι μεγάλοι έπαιρναν αμέριμνοι τον δίκαιο ύπνο τους, κάτω απ’ τον ίσκιο της μεγάλης πλατανιάς.

Κάηκε και το πανηγύρι του Αηλιά. Με εκείνον τον λυτρωτικά απελπισμένο ήχο του ζουρνά. Που μ’ έμαθε να αισθάνομαι, μέχρι δακρύων, τα τραγούδια και τις μουσικές. Και κάηκε το αγαπημένο μου κουτσοχεραίικο γλυκό: φύλλο ανοιγμένο με τον πλάστη, σπιτικό. Μέλι, καρύδια, κανελογαρύφαλλα και πάλι απ’ την αρχή…

Καμμένο και το λατρευτό τοπίο των πρώτων σχολικών μας εκδρομών, το δάσος του Καϊάφα: αρχαία πεύκα με πανύψηλους καμαρωτούς κορμούς, να ξεφυτρώνουν μέσα από τεράστιους αμμόλοφους, χρυσούς. Και να μας υποδέχονται με γελαστές σκιές-χάδια δροσιάς, λίγο πριν πέσουμε με την ανείπωτη λαχτάρα των παιδιών στη χρυσοπράσινη αγκαλιά της θάλασσας.

Λέω, πως τούτη η καταραμένη η φωτιά, πάνω απ’ όλα, έκαψε μνήμες-ψυχές που σύχναζαν εκεί που τώρα, μαύρα και άραχλα αποκαϊδια έχουν απλωθεί. Μνήμες που κατοικούσαν στα καμμένα, τώρα, σπίτια του Ελαιώνα, της Μαγούλας και της Κουτσοχέρας και του Κάτω Σαμικού. Μνήμες του χρόνου, πού είχανε χτιστεί ξερολιθιά πάνω στα σπίτια των Ηλείων που καιγόντουσαν. Κι εκείνοι έμειναν μαζί τους. Να τις σώσουν απ’ τις φλόγες ή μαζί τους να καούν…


Και κάηκαν μαζί τους! Τώρα, ακόμα κι αν τα απανθρακωμένα δάση ξαναφυτευτούν, ακόμα κι αν τα σπίτια, που εξαφάνισαν οι φλόγες, τα χωριά, ξαναχτιστούν, ακόμα κι αν οι άνθρωποι που έγιναν παρανάλωμα αναστηθούν, τίποτα πια δεν θα ‘ναι όπως παλιά…

Νίκος Τσαγκρής

21 Αυγούστου 2007

Άνθρωποι και μύγες...


Όταν μπήκα στο γραφείο, δύο συνάδελφοι σκότωναν μύγες. Κρατούσαν στα χέρια τους από μια εφημερίδα ο καθένας και σκότωναν μύγες! Το θέαμα ήταν εξωπραγματικό. Σουρεαλιστικό. Σπάνιο…

Οι μύγες είναι πια σπάνιο είδος στην Αθήνα. Πιο σπάνιο είναι να δεις ανθρώπους να τις σκοτώνουν. Κι όταν οι άνθρωποι που τις σκοτώνουν είναι δυό δημοσιογράφοι σε ένα γραφείο εφημερίδας, το θέαμα είναι εξωπραγματικό, σουρεαλιστικό, σπάνιο…

Οι μύγες είναι ενοχλητικές। Ακόμα κι αν πρόκειται για τέσσερις μύγες που μπήκαν σ’ ένα δημοσιογραφικό γραφείο ένα αυγουστιάτικο μεσημέρι του 2007, σε μια πόλη όπου οι μύγες αποτελούν σπάνιο είδος.

Ακόμα και τότε είναι ενοχλητικές, και μπορείς να δεις δυό δημοσιογράφους με εφημερίδες στα χέρια να τις σκοτώνουν। Προσφέροντας ένα θέαμα εξωπραγματικό, σουρεαλιστικό, σπάνιο. Τόσο σπάνιο όσο και οι μύγες στην Αθήνα του 2002…

Υπάρχουν άνθρωποι που είναι ενοχλητικοί όσο και οι μύγες. Και άλλοι που είναι πολύ πιο ενοχλητικοί απ’ αυτές. Αλλά σπάνια τους σκοτώνουμε σαν τις μύγες, παρ’ όλο που δεν αποτελούν σπάνιο είδος, όπως οι μύγες, σε μια πόλη σαν την Αθήνα του 2002.

Αυτό αποδεικνύει τον σεβασμό που τρέφει ο άνθρωπος για τον άνθρωπο και, αν όχι αυτό, τον φόβο που έχει ο άνθρωπος για τον άνθρωπο σε σχέση με το φόβο που έχει ο άνθρωπος για τη μύγα.


Υπάρχουν κάποιοι που βλέπουν τους ανθρώπους σαν μύγες। Χαρακτηριστική περίπτωση, ο αμερικανός πρόεδρος Μπους. Ο οποίος απέδειξε πώς δεν έχει κανένα πρόβλημα να σκοτώνει ανθρώπους (αν συμφωνείτε μαζί μου ότι οι ιρακινοί είναι άνθρωποι) όπως οι άνθρωποι σκοτώνουν μύγες.

Ελάχιστοι είναι οι πολιτικοί ηγέτες που ενοχλούνται όταν άλλοι πολιτικοί ηγέτες σκοτώνουν ανθρώπους όπως οι άνθρωποι σκοτώνουν μύγες. Γενικά, οι πολιτικοί ηγέτες ενοχλούνται περισσότερο απ’ τις μύγες παρά από τους άλλους πολιτικούς ηγέτες. Ακόμα κι αν αυτοί σκοτώνουν ανθρώπους όπως οι άνθρωποι σκοτώνουν μύγες.

Όταν μπήκα στο γραφείο, δυο συνάδελφοι σκότωναν μύγες. Δεν τους ρώτησα γιατί τις σκοτώνουν. Ποτέ δεν ρωτάω τους δημοσιογράφους γιατί σκοτώνουν μύγες. Παρ’ όλο που γνωρίζω ότι οι μύγες τους ενοχλούν λιγότερο από τους πολιτικούς. Ιδιαίτερα τώρα, στην προεκλογική περίοδο.

Ναι, το θέαμα των δυο συναδέλφων (να κρατούν από μια εφημερίδα ο καθένας και να σκοτώνουν μύγες σ ’ένα δημοσιογραφικό γραφείο ένα προεκλογικό μεσημέρι του Αυγούστου) ήταν εξωπραγματικό. Αλλά και οικείο. Τόσο εξωπραγματικό, όσο το θέαμα ενός δημοσιογράφου που, προεκλογικά, «ενοχλεί» τους πολιτικούς περισσότερο από μια μύγα. Και τόσο οικείο όσο το θέαμα ενός πολιτικού που, προεκλογικά, «ενοχλεί»τους δημοσιογράφους λιγότερο από μια μύγα.

Νίκος Τσαγκρής

16 Αυγούστου 2007

Η εμπρηστική αλήθεια της ιστορικής αλήθειας και οι εκλογές

Μπροστά στη συμφορά, που έπληξε τη γη της Ελλάδας και τους ασθενέστερους οικονομικά κατοίκους της (αφού οι άλλοι θα κερδίσουν ακόμα κι απ’ τ’ αποκαΐδια), μπροστά στην εκλογική αναμέτρηση (άλλη συμφορά αυτή, αφού εν τέλει δεν πρόκειται να προκύψει παρά μια ακόμα αναδιανομή των σημείων του επικοινωνιακού σκυλοκαβγά ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα) το ζήτημα του βιβλίου Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού μοιάζει ασήμαντο, παρά την ανάκαμψη της δημοσιότητάς του, παρά το γεγονός πως η κυβέρνηση θέλει να προχωρήσει σε εκλογές κάτω από την «εθνοσωτήρια» σκιά του και όχι μέσα στην «τριτοκοσμική» υγρασία του σκανδάλου των ομολόγων, όπως επιθυμεί η αξιωματική αντιπολίτευση. Το Παρόν, θα έλεγε κανείς, είναι τόσο σκληρό, ώστε η ενασχόληση με το παρελθόν καταντά πολυτέλεια, μπροστά στο δυσοίωνο μέλλον που αποκαλύπτουν οι καπνοί των δένδρων και τη λαύρα της πολιτικής αχρειότητας.

Ωστόσο, επειδή κανένα παρελθόν δεν είναι παρελθόν παρά στον βαθμό που σημαίνει κάτι για το παρόν και το μέλλον, το κοινότοπο και εν πολλοίς αστείο ζήτημα των γλωσσικών διατυπώσεων των ιστορικών γεγονότων (κατά τα λοιπά, το εν λόγω θέμα αποτελεί σπουδαίο κεφάλαιο της θεωρίας της επιστήμης) παίρνει τη μορφή μιας ακόμα δοκιμασίας του τρόπου με τον οποίο διεξάγεται στην Ελλάδα ο διάλογος μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, της αξιοπιστίας του κρατικού μηχανισμού και εν τέλει της ποιότητας της δημοκρατίας μας, που παρεμπιπτόντως γιόρτασε τριάντα τρία χρόνια. Τριάντα τρία χρόνια, που ήδη διαθέτουν ένα πολιτικό δικαστήριο, από το οποίο προέκυψε τελικά η -έστω και άτυπη- νομιμοποίηση της ατιμωρησίας.
Μια πρώτη αυτοψία στο καμένο τοπίο της δημοκρατίας μας, με βάση τον ανάπηρο διάλογο για το ιστορικό παρελθόν μας και μπροστά στις εκλογές δείχνει πως:

ΟΙ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΩΝ συμπεριλαμβανομένων των ΣΥΝΔΙΚΑΤΩΝ, αδυνατούν να διαχειριστούν -πόσο μάλλον να εκπροσωπήσουν- οποιοδήποτε αίτημα της κοινωνίας των πολιτών, αφού από καιρό συνωστίζονται έξω από τα κέντρα εξουσίας ζητιανεύοντας κάποιον ρόλο. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα κατάλαβαν την δύναμη των Μ.Μ.Ε. ενσωματώνοντας απολύτως τους ρόλους τους στο ρητορικά τεχνάσματα παραγωγής ειδήσεων.

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ δεν εννοεί να παραιτηθεί από το μερίδιο εξουσίας που απολαμβάνει μέχρι σήμερα και αφού συναντά αντιστάσεις στον χώρο της αμιγούς πολιτικής, στρέφεται ραγδαία προς τον χώρο των Μ.Μ.Ε. τα οποία καλωσορίζουν το θρησκευόμενο κοινό, έτοιμα να εκχωρήσουν -επικοινωνιακά προς το παρόν- εξουσία στους αρχιερείς.

Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ αδυνατεί να διαχειριστεί την εξουσία, που ούτως ή άλλως διαθέτει, αφού από καιρό φρόντισε να τη διευρύνει προς την κατεύθυνση του Τύπου και των πολιτικών οργανισμών. Αυτοί που έπρεπε να αποτελούν τον σταθερότερο παράγοντα υπεράσπισης της ουσίας της δημοκρατίας: της αντικειμενικής και ανεξάρτητης σκέψης, παρουσιάζονται ως απολογητές ιδεολογικών τάσεων, που διαμορφώνονται πότε από τα συγκροτήματα Τύπου, πότε από τα πολιτικά κόμματα και πότε από διάφορες επικοινωνιακές συμμαχίες.


ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ αδυνατεί πια να διαχειριστεί οτιδήποτε। Δεν μπορεί καν να παράγει την επικαιρική ιδεολογία που θα του επέτρεπε να διατηρήσει την ευκυβερνησία σ’ ένα στοιχειώδες επίπεδο। Λειτουργεί σαν ανάδοχος δημοσίων εικόνων, προσπαθώντας να καταστήσει τη δική του αρεστή στα target groups των Μ।Μ।Ε। Εξάλλου, δεν μπορεί να εισπράξει το παραμικρό από τη διεξαγωγή μιας σύγκρουσης ανάμεσα στην Εκκλησία και τις ακροδεξιές ομάδες από τη μια και στην επιστημονική κοινότητα και τους Νεοπολιτικούς παράγοντες από την άλλη. Έτσι, το πολιτικό τοπίο διαμορφώνεται αφενός από τις ομάδες που εμμένουν στις Παλαιοπολιτικές αξίες (έθνος, κράτος, λαός, πολιτική, κοινωνική πολιτική, συλλογική δράση), συμφύροντας στοιχεία χριστιανικά, σοσιαλιστικά, κομμουνιστικά και εθνικιστικά, και αφετέρου από τις ομάδες που προωθούν -χωρίς όμως να διαθέτουν ακόμα το απαραίτητο θάρρος ώστε να το δηλώσουν- Νεοπολιτικές αξίες (παγκόσμιος άνθρωπος, διαπλανητικό χωριό, διευρυμένος φιλελευθερισμός, πίστη στον αυτοματισμό της κοινωνικής ανάπτυξης μέσω της μαζικής επικοινωνίας) ωθώντας τις αρχές του Διαφωτισμού στα άκρα. Είναι φανερό πως πίσω από αυτή τη βουβή σύγκρουση κρύβεται η επιθετική τακτική μιας νέας τάξης επιχειρηματιών της επικοινωνίας, που ζητούν διεύρυνση της αγοράς και απελευθέρωση των παραγωγικών σχέσεων και δυνάμεων, οι οποίες περιορίζονται από τα εθνικά σύνορα και τις μεταπολεμικές πολιτικές επιλογές, που επέβαλε η λαϊκή πίεση. Σήμερα, δεν υπάρχει τίποτε πιο προφανές από την προσπάθεια των ανθρώπων της επικοινωνίας να διαβάλουν την πολιτική και τους πολιτικούς, να πείσουν τις μάζες πως οι ίδιοι μπορούν να διαχειριστούν καλύτερα τα κοινωνικά προβλήματα και εν τέλει να κυβερνήσουν.

Αν είναι, λοιπόν, να προσέλθουμε στις εκλογές -αποδεχόμενοι την πραγματικότητα- θα πρέπει τουλάχιστον να γνωρίζουμε πια είναι αυτή η πραγματικότητα. Οι ψεύτικοι όροι του πολιτικού παιχνιδιού, όπως τους θέτουν τα πολιτικά κόμματα -αρνούμενα να παραδεχθούν τον αυτοευνουχισμό τους- δημιουργούν ένα σκηνικό παλιάς καλής «αγωνιστικής θαλπωρής», αλλά ουσιαστικά τινάζουν στον αέρα κάθε έννοια χρησιμότητας της πολιτικής. Μετά τις εκλογές -όποιο από τα δύο μεγάλα κόμματα κι αν τις κερδίσει- θα αποδειχθεί πως οι εκλογές -αυτές καθαυτές- δεν μπορούν να λύσουν κανένα πρόβλημα. Το μόνο που θα έχει μείνει αλώβητο και εν πολλοίς ισχυροποιημένο θα είναι τα μέσα διεξαγωγής της πολιτικής επιλογής: οι εφημερίδες και οι τηλεοπτικοί σταθμοί, με την άψογη οργάνωση, τη μαχητική υπεράσπιση -έστω και τα λόγια- των λαϊκών συμφερόντων, τη συνέπεια στην παραγωγή εύπεπτης υποκουλτούρας και με μια λέξη τον άρτο και τα θεάματα που χρειάζεται ο λαός.

Αλλά αφού είμαστε πια πεπεισμένοι πως ό,τι γίνεται στην ανθρώπινη Ιστορία είναι αυτόματα καθαγιασμένο -κατά τη ρήση του Χέγκελ «Ό,τι είναι πραγματικό είναι λογικό και ό,τι είναι λογικό είναι πραγματικό», την οποία έθεσαν σε κριτική οι φιλόσοφοι πριν από 150 χρόνια- είναι ίσως μάταιο να αντιστεκόμαστε.

ΟΙ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΩΝ, τα ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ, η ΕΚΚΛΗΣΙΑ, η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ και το ΚΡΑΤΟΣ, οι ρυθμιστικοί παράγοντες της κοινωνικής ζωής από την εποχή της γαλλικής επανάστασης και εντεύθεν, αυτοκτόνησαν.

Κάποιος πρέπει να κυβερνήσει, έστω και άτυπα.

Αυτή είναι η πραγματική αλλοίωση της Ιστορίας του παρελθόντος του παρόντος και του μέλλοντος.

Οι εκλογές αυτές είναι ήδη μια κηδεία του θεσμού των εκλογών.

Αλλά δεν θα το συνειδητοποιήσουμε πριν αρχίσουν να επιτίθενται μέσα στη νύχτα οι πρώτοι βρικόλακες της Ιστορίας.

Γιώργος Μπλάνας.

9 Αυγούστου 2007

Ωχ! έρχονται πάλι οι πολιτικοί...



Οι πολιτικοί συζητούν για τις εκλογές. Πάντα οι πολιτικοί συζητούν για τις εκλογές. Περισσότερο εκείνοι που μένουν εκτός κυβερνητικής εξουσίας. Επειδή θεωρούν ότι αξίζουν περισσότερο από τους άλλους να είναι εντός της κυβερνητικής εξουσίας. Όλοι οι πολιτικοί κυβερνητικών κομμάτων θεωρούν ότι αξίζουν να κυβερνούν περισσότερο από τους «άλλους».Έτσι, οι «άλλοι» είναι πανομοιότυποι μ’ «αυτούς». Ακριβώς όπως οι πολιτικοί του ΠΑΣΟΚ με τους πολιτικούς της Νέας Δημοκρατίας, να πούμε.

Οι πολιτικοί των μη κυβερνητικών κομμάτων μόνο μέσα τους θέλουν να κυβερνήσουν. Έξω τους, αρκούνται να συμπεριφέρονται διαφορετικά από τους κυβερνητικούς συναδέλφους τους. Να διατηρούν γένια πολλών ημερών, να μην φορούν γραβάτες να δείχνουν θυμωμένοι και επικριτικοί. Συζητούν κι αυτοί για εκλογές και απαιτούν από το λαό να τους ψηφίσει. Όχι για να κυβερνήσουν αλλά για να ξαναμπούν στη βουλή. Επειδή, λέει, είναι απαραίτητο για τη Δημοκρατία να είναι παρόντες στη Βουλή. Απλά, να είναι παρόντες.
Αυτό είναι ακατανόητο για τους απλούς πολίτες. Το καταλαβαίνουμε μόνο εμείς οι αριστεροί, που μάλλον είμαστε πιο… σύνθετοι πολίτες. Έτσι φαίνεται. Αφού, κάθε φορά τους ψηφίζουμε. Για να είναι απλά παρόντες. Και να καταγγέλλουν. Τους άλλους.

Οι απλοί πολίτες είναι κουρασμένοι απ’ την πολιτική και τους πολιτικούς. Αδιαφορούν για τις εκλογές. Το μόνο που μπορεί να τους στρατεύσει είναι τα παραπάνω ευρώ, το σπίτι που χτίζεται, το εξοχικό, το αυτοκίνητο, η τηλεόραση και το σόπινγκ. Και οι εκλογές. Για να ψηφίσουν το κυβερνητικό κόμμα που συντηρεί τα μικρά τους προνόμια.

Τελευταία, οι πολιτικοί θέλουν να εκλεγούν μόνο για να εξασφαλίσουν το... μεροκάματο. Και τη φήμη του πολιτικού, που είναι η κακοφημία της πολιτικής. Έτσι, σαν τους «βάρβαρους καλλιτέχνες» του Φερνάντο Πεσσόα, εισβάλλουν στην πολιτική απ’ έξω: Ανήκουν σ’ αυτήν μόνο και μόνο επειδή η πόρτα του σπιτιού τους έχει αριθμό και κουδούνι που γράφει «Βουλευτής». Χωρίς να μπορούν να καταλάβουν πώς φτιάχτηκαν οι δρόμοι και γιατί στην πόρτα του σπιτιού τους υπάρχει διαφορετικός αριθμός από το σπίτι του γείτονα. Διασχίζουν την πολιτική διαγωνίως. Μπαίνουν από το παράθυρο, όχι από την κανονική είσοδο, και βγαίνουν από ένα άλλο παράθυρο. Θεωρούν την πράξη τους σπουδαία μόνο και μόνο επειδή, σαν άνεμος, παρασύρουν στο πέρασμά τους αντικείμενα, «πορτραίτα πολιτικών ηγετών, έντυπες διακηρύξεις και ιδεολογικά μανιφέστα», αντικείμενα της πολιτικής, και τα σκορπάνε στο πάτωμα…

Ναι, οι πολιτικοί τρελαίνονται για εκλογές. Ιδιαίτερα εκείνοι που μένουν εκτός κυβερνητικής εξουσίας. Επειδή θεωρούν ότι αξίζουν δια να κυβερνούν περισσότερο απ’ τους «άλλους». Άλλοι μπαίνουν απ’ το παράθυρο. Να εκλεγούν για να εξασφαλίσουν τη φήμη του πολιτικού. Που είναι η κακοφημία της πολιτικής.


Νίκος Τσαγκρής

5 Αυγούστου 2007

Οι φωνές των κολασμένων


Οι άνθρωποι έχουν μια τάση να αδιαφορούν και το μόνο που μπορεί να τους στρατεύσει είναι τα παραπάνω ευρώ, το σπίτι που χτίζεται, το εξοχικό, το αυτοκίνητο, η τηλεόραση και το σόπινγκ. Κλεισμένοι στο καταναλωτικό τους παραπέτασμα, προσπαθούν να περάσουν όσο καλύτερα μπορούν μέσα στην πολυτελή πλήξη τους. Και καμία ανθρώπινη φωνή που ζητάει βοήθεια δεν μπορεί να διακόψει τη ροή του σίριαλ.

Ο εικονικός κόσμος προϋποθέτει και εικονικούς ανθρώπους. Και έτσι στα μέσα του καλοκαιριού, οι φωνές των κρατουμένων από εννιά φυλακές δεν άγγιξαν την καθημερινή ραστώνη. Ιδού ποια είναι η καθημερινή τους ζωή:

Βρίσκονται σε παντελή απομόνωση. Ούτε πληροφορίες ούτε επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Χορήγηση χαπιών και ηρωίνης για καταστολή.Η φαρμακευτική περίθαλψη είναι ανύπαρκτη. Υποσιτισμός, αϋπνία, τηλέφωνο με το σταγονόμετρο. Ξαφνικές μεταγωγές αν κρατούμενος θεωρηθεί «ζωηρός», περικοπή αδειών, αναστολών, επισκεπτηρίων. Κατάργηση του δικαιώματος εργασίας. Και πάντα οι διοικήσεις των φυλακών αρνούνται να τους δεχτούν σε ακρόαση. Από αυτή την καθημερινή βαρβαρότητα δεν λείπουν οι απάνθρωπες και ταπεινωτικές συμπεριφορές των σωφρονιστικών υπαλλήλων, οι απειλές, οι ξυλοδαρμοί και τα βασανιστήρια. Ακόμη και οι θάνατοι.

Αυτές οι καταγγελίες είναι επώνυμες. Πράγμα που σημαίνει πως αν είναι ανακριβείς ή συκοφαντικές, οι υπογράφοντες έχουν ποινική ευθύνη. Υπάρχει φυλακισμένος που να θέλει να επιβαρύνει τη θέση του; Και το γεγονός πως αυτά διαδραματίζονται σε εννιά φυλακές σημαίνει πως γίνονται σε όλες. Και αυτό δείχνει πώς λειτουργεί συνολικά το σωφρονιστικό σύστημα. Και αυτό σημαίνει άμεσες πολιτικές ευθύνες που αποδίδονται στη σημερινή κυβέρνηση και ιδιαίτερα στον υπουργό Δικαιοσύνης.

Θα ερευνήσει αυτές τις καταγγελίες; Ασφαλώς και όχι. (Και μακάρι να τον αδικώ.) Αν και όλα αυτά που καταγγέλλουν οι κρατούμενοι είναι μορφές βασανιστηρίων, σύμφωνα με το Διεθνές και Εθνικό Δίκαιο, η κυβέρνηση της Ν.Δ. διά του κυβερνητικού της εκπροσώπου, κ. Αντώναρου, στο μπρίφινγκ της 3ης Ιουλίου 2007 είπε πως δεν υπάρχουν βασανιστήρια. Και αφού η κυβέρνηση αποφάσισε πως δεν γίνονται βασανιστήρια στην Ελλάδα, γιατί να κάνει έρευνα;
Περικλής Κοροβέσης

1 Αυγούστου 2007


Ε, ΝΑΙ, ΛΟΙΠΟΝ, ΕΙΜΑΙ ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ!


Την κρίσιμη ετούτη στιγμή, στο κατώφλι των διακοπών, λίγο πριν τις εκλογές που θα ακολουθήσουν, εγώ, υπεύθυνος πολίτης του τόπου μου, θέλω να ευχαριστήσω:

*Την Κυβέρνηση για το ήθος που επέδειξε και έναν έναν τους βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος για την ακεραιότητα, το δημοκρατικό πνεύμα και την αποποίηση του παραδοσιακού πελατειακού πνεύματος που τους χαρακτήρισε.

*Την Αντιπολίτευση για την εις βάθος, εμπεριστατωμένη κριτική που άσκησε, με πνεύμα αντικειμενικό και τακτική αρμόζουσα σε δημοκράτες, δίχως ύβρεις, ειρωνείες και δημοκοπίες.

*Την Αστυνομία για την ενότητα, την ομοψυχία και τον σεβασμό του Συντάγματος.

*Την Πυροσβεστική για τον άψογο συντονισμό και την ετοιμότητα, αποτελέσματα, ασφαλώς, της ιδιαίτερης αίσθησης αξιοπρέπειας που αποκλείει κάθε μικροπρεπή σύγκρουση στους κόλπους του Σώματος.

*Τους υπαλλήλους -ιδίως τους συνδικαλιστές- του Δημοσίου, των οποίων η διαρκής ετοιμότητα απέκλεισε κάθε περίπτωση απάτης.

*Τους συμπατριώτες μου εν γένει, για τη μαχητικότητα με την οποία περιφρουρούν τη δημοκρατία μας, απομονώνοντας τους ανεύθυνους, τους δημαγωγούς και τους ιδιοτελείς.

Ναι, αισθάνομαι υπερήφανος για την ιδιότητα του πολίτη της Αδάλλε, αυτού του αρχαίου και λαμπρού τόπου του πλανήτη Άρη.

Αισθάνομαι υπερήφανος και τυχερός, όταν σκέπτομαι τι τραβούν εκείνοι οι κάτοικοι του πλανήτη Γη, ιδίως οι Έλληνες.


Γιώργος Μπλάνας
Γραφέας Α΄

29 Ιουλίου 2007

Είναι μουγκό τούτο το καλοκαίρι

Ελλάδα δεν φεύγεις. Είσαι το όνομα, το έψιλον και το λάμδα, το δέλτα και το άλφα, η παίδευση και η γραφή.

Κατακαημένη μου πατρίδα και τούτο το κακό που σε βρήκε θα το ξεπεράσεις. Για σένα ένα τσουρούφλισμα είναι, θα έρθει η στιγμή ύστερα από χρόνια που δεν θα ζούμε εμείς, ούτε τα εγγόνια μας, να τα αναγεννήσεις και να τα ομορφαίνεις όλα. Και θα ξαναμιλήσουν οι βράχοι και τα χώματα θα βγάλουν χρώματα κι αρώματα και εκεί που ο ήλιος, η θάλασσα, η πέτρα και ο μακρινός ορίζοντας θα στέκουν, η μνήμη και τα ονόματα θα συνδέσουν την ιστορία και ο πολιτισμός θα ξαναπαραχθεί μέσα από την ομορφιά σου. Αλλά για να συμβεί αυτό τα παιδιά σου θα πρέπει να σε γνωρίσουν αληθινά και να σ' αγαπήσουν.

Δεν σ' αντέχω Ελλάδα, σ' αρμέγει η οικουμένη και σε περιφρονεί. Φαίνεσαι μια ξένη, γελάδα που περιμένει τη σφαγή. Αιμορραγείς συνεχώς, πέφτεις και σηκώνεσαι σαν τον σακάτη κι όρθια θέλεις να σταθείς, αλλά δεν σε αφήνουν όλοι αυτοί που θέλουν να σε μαδήσουν και να σε ξεπουλήσουν. Είναι χειρότεροι και πιο επικίνδυνοι από τους εχθρούς που επιβουλεύονται ακόμα και τη γεωγραφία σου, όχι μονάχα την ιστορία σου. Οι εμπρηστές του σώματός σου γεννιούνται από όλους αυτούς που σε απαξιώνουν και αλλοιώνουν την ιστορία σου, που δεν ταιριάζει και δεν βολεύει τους κάθε είδους νεοφιλελεύθερους εκσυγχρονιστές και μεταρρυθμιστές που έχουν στραμμένα τα μάτια τους στο χρηματιστήριο αξιών και νιώθουν παγκοσμιοποιημένοι.

Όσο κι αν το προσπαθήσουν, δεν θα μπορέσουν να σε κάψουν και να σε λυγίσουν εχθροί και φίλοι. Περισσότερο κινδυνεύεις από τα παιδιά σου, γι αυτό χρειάζεται η παίδευση και η πολιτική. Ακυβέρνητο καράβι είσαι που ταξιδεύει στα πέρατα και δεν χάνεται, γιατί υπάρχει έρμα και σε φοβούνται τα κύματα. Προχώρα Ελλάδα, είναι για γέλια και για κλάματα όλοι αυτοί που σ' έχουν αρνηθεί.

Τραγούδα και χόρεψε, πόνεσε και πες το, όποιος πονάει ζει κι αφήνει στους άλλους την ντροπή. Ελλάδα πονάω. Δεν σε αναγνωρίζω, πριν από σένα λες να είχα γεννηθεί; Γελάω Ελλάδα, γελάω, μ όλους αυτούς που σ' έχουν αρνηθεί. Είσαι μια τρυφεράδα, πηγή δοξαστική. Πηγή που αναβλύζει στους βράχους την πυράδα, δακρύζει ναι, του βράχου η σχισμάδα κυκλάμινο που ανθεί.

Είναι μουγκό το καλοκαίρι, δεν ακούγονται κελαϊδισμοί, αν δεν σοκαριστούμε και τώρα και δεν αφυπνιστούμε, εμείς θα την πληρώσουμε, η πατρίδα μας θα προχωρήσει και θα επιζήσει μαζί μ αυτούς που καθημερινά θα την αγαπούν και θα την υπερασπίζονται. Δεν είναι ξέφραγο αμπέλι, ούτε οικόπεδο για αντιπαροχή.


Δημήτρης Παπαχρήστος

26 Ιουλίου 2007

Φρόνιμοι, αριστεροί και... πεφωτισμένοι



Οι αριστεροί σπάνια υπήρξαν φρόνιμοι. Και όταν υπήρξαν, εξαντλούσαν την φρονιμάδα τους απέναντι στο κόμμα. Υπό μορφήν πίστης και, σε πολλές περιπτώσεις, τυφλής πίστης. Αλλά μια τέτοια φρονιμάδα διόλου φρονιμάδα δεν ήταν. Αφού ήταν μια «φρονιμάδα» που οδήγησε εκατοντάδες αριστερούς στο εκτελεστικό απόσπασμα και χιλιάδες στην εξορία και στη φυλακή.

«Η Φρόνηση, μητέρα της φρονιμάδας, δεν είναι αρετή. Δεν είναι παρά μια φωτισμένη ή επιδέξια φιλαυτία δίχως ηθική αξία», απεφάνθη πρώτος ο Κάντ. Και δεν είχε άδικό, αφού η φρόνηση παραείναι συμφέρουσα για να είναι ηθική…

Λοιπόν, που λέτε, πάνω στη μεγάλη κάψα μας , κάψα γενική, κάψα ολοκληρωτική, έπεσε μια “φρόνιμη” πολιτική ιδέα: να μαζευτούν οι πολιτικοί αρχηγοί και να κουβεντιάσουν για τις φωτιές. Το λυπηρό είναι ότι η ιδέα αυτή «έπεσε» από δυο, χοντρικά, αριστερούς πολιτικούς αρχηγούς. Πράγμα που μ’ έκανε να αναρωτιέμαι πώς δυο αριστεροί πολιτικοί ηγέτες απέκτησαν ξαφνικά φρόνηση υπό την έννοια που έδινε σ’ αυτήν ο Καντ.

Διότι τι άλλο πέρα από φιλαυτία (και μάλιστα ούτε φωτισμένη ούτε επιδέξια αλλά αδέξια φιλαυτία) των προτεινόντων μπορεί να εκφράζει η ιδέα μιας σύσκεψης των αρχηγών για τις φωτιές πάνω σε ένα καμένο σύμπαν;

Νίκος Τσαγκρής. (απόσπασμα από άρθρο του στο ΕΘΝΟΣ)

25 Ιουλίου 2007

Είναι καιρός να μετρηθούμε...



Πού να την ψάξουμε λοιπόν αυτή την Ελλάδα που απομένει; Σε ποια δάκρυα, σε ποιους συμπολίτες; Και πόσους να προσμετρήσουμε σε κείνους που νιώθουνε ότι καίγονται τα σωθικά και η ψυχή τους; Πόσοι έχουμε απομείνει τέλος πάντων μέσα στο δάσος των καμένων λέξεων και των καμένων εννοιών για ν' ακούμε το χωρίς συμπόνια συνοθύλευμα των τεχνικών όρων και των υποσχέσεων και την φρικώδη απάθεια των πολιτικάντικων αλληλοκαταγγελιών, εκεί που άλλοτε υπήρχε τόπος.

Κι αυτό το άλλοτε όχι νοσταλγικά, όχι εξιδανικευμένα, γιατί η μέθοδος της νοσταλγίας είναι για άλλα πράγματα και γιατί ιδανικά δεν ήταν ποτέ τα χρόνια, ούτε και θα είναι. Χρειάζεται όμως ν' αναρωτηθούμε πόσοι έχουμε απομείνει και πόσος τόπος έχει απομείνει κάτω από τα πόδια μας για να ξέρουμε και σε τι μπορούμε να ελπίζουμε ή ακόμη, αν μπορούμε να ελπίζουμε

Nα μετρηθούμε για να δούμε πόσοι έχουμε απομείνει και σε πόσο τόπο. Δεν μιλώ ούτε για πατρίδες ούτε για τα συναφή. Η κατάσταση έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο, που η πατρίδα μοιάζει με άθλια εφεύρεση των πατριδοκάπηλων και οι κυματισμένες της λέξεις νωθρός αέρας που ανεμίζει τους "αμέτρητους γραικύλους" κατά πως λέει ο άλλος ποιητής που όλο έρχεται από το Ναύπλιο, ο Νίκος Καρούζος αλλιώς οργισμένος κι όχι με την πίκρα του Τάκη Σινόπουλου που αυτός το έγραψε βέβαια ότι ολοένα έρχεται από τον Πύργο.

Να μετρηθούμε λέξη - λέξη, τραγούδι με τραγούδι, ό,τι απόμεινε απ' τα τραγούδια του κι αυτά τα πήρε η λαίλαπα, αφού κατάφεραν να κάψουν σύρριζα τη σιωπή। Α, ναι, κι όση σιωπή απόμεινε να την μετρήσουμε και να την κρύψουμε για καλύτερες μέρες, αν προλαβαίνουμε να πασχίσουμε για κάτι τέτοιο.

Να μετρηθούμε. Δεν υπάρχει μήτε καιρός μήτε χρόνος. Η φωτιά είναι εκτός ελέγχου, γιατί η ανάπτυξη καλπάζει κι έχει σχέδιο εκτός ελέγχου. Η νομιμότητα του μέλλοντος είναι βέβαια όπως και του τόπου. Όχι του δικού μας τόπου, του άλλου που τον είπανε πατρίδα και μάλιστα πατρίδα ενός περιούσιου λαού που δεν ξέρει και δεν θέλει να μάθει πώς να γλιτώσει από το μέλλον του. Αν το μέλλον του δεν είναι ήδη εδώ. Ώστε να μετρηθούμε και στο μέλλον μας. Δεν γίνεται αλλιώς. Αφού ολοένα ερχόμαστε απ'το μέλλον.
Κώστας Καναβούρης. (απόσπασμα από άρθρο του στην ΑΥΓΗ)


20 Ιουλίου 2007

Κάτι καίγεται μέσα μας!

Ας είμαστε ρεαλιστές κι ας αφήσουμε τις φωτιές να κάνουν τη δουλειά τους. Δεν πρόκειται να σβήσουν, πριν ολοκληρώσουν την αποστολή τους κι αυτή τη φορά.
Ας το πάρουμε απόφαση: δεν μπορούμε να τις σβήσουμε, δεν είναι στα μέτρα μας, μας υπερβαίνουν κατά πολύ, γιατί έχουν μεγάλη ιστορία και τρομερή δύναμη. Γεννήθηκαν πριν από πολλά χρόνια, όταν η ολιγαρχία εκχώρησε εξουσία στο κατακάθι του τόπου.
Ένας «φουτουριστικός» στρατός, διαλεγμένος από τα πιο ζωώδη, διεφθαρμένα μέλη των σωμάτων ασφαλείας, του στρατού, των δημοσίων υπηρεσιών, της εκκλησίας, της εκπαίδευσης, της γειτονίας, επέδραμε κατά πάντων.
Εξαφάνισε κάθε ζωτικό πολιτιστικό, πολιτικό, κοινωνικό, μορφωτικό και οικονομικό στοιχείο, έγινε κράτος.
Κι όταν τα πράγματα ησύχασαν, μετά το 1975, έγιναν απλά το βαθύ, δομικό στοιχείο του κράτους.
Από την κοινωνία όμως έλειπαν οι καλύτεροι.
Είχαν μείνει μόνο ο υπόκοσμος και οι ταλαίπωροι φοβισμένοι.
Πώς να σβήσουμε, λοιπόν, τις φωτιές; Με τι προσόντα;
Μόνο η βλακεία και ο κρυπτοφασισμός μας έχουν μείνει. Εκτός από την απάθεια και το φόβο.
Να, πως αντιδρούν αυτοί που έχουν στα χέρια τους κάποια μέσα.
Α. Βλακεία: Κάποιοι νομίζουν πως μπορούν ν’ αντιμετωπίσουν τις φωτιές, συνιστώντας στους πολίτες να μην ψήνουν παϊδάκια μέσα στα δάση! Με 39 βαθμούς, οι Έλληνες σκοπεύουν να εκδράμουν για να το τσικνίσουν στην Πάρνηθα!
Β. Κρυπτοφασισμός: Μεγάλη οικολογική οργάνωση νομίζει πως οι πολίτες θα ευαισθητοποιηθούν οικολογικά, αν δουν στην τηλεόραση ένα παιδί, μακιγιαρισμένο όπως στον «Πόλεμο των Άστρων», να τους απειλεί. Ωραία μέθοδος, ψυχολογική! Όπως στο «1984», όπως στο «Κουρδιστό Πορτοκάλι», ταινίες που τις μιμείται το σχετικό διαφημιστικό σποτ.
Τι έχει να φοβηθεί μια «καμένη» χώρα από τις φωτιές;
Ξεχάστε τις φωτιές.
Κάτι καμένο μυρίζει μέσα μας.
Γιώργος Μπλάνας
Γραφέας Α΄

14 Ιουλίου 2007


Εκλογές το φθινόπωρο
λόγω άδειων ταμείων!

«Τι θέλεις πάλι, Ατρείδη, και γκρινιάζεις; Δεν φέγγει αρκετός χαλκός, δεν ομορφαίνουν αρκετές γυναίκες τις σκηνές σου· όλα δικά σου τρόπαια μουσκεμένα με το αίμα και τον ιδρώτα που σκορπίσαμε στα ερείπια τόσων πόλεων εμείς, όταν τις εκπορθούσαμε; Ή μήπως δεν σου φτάνουν πια κι ορέχτηκες χρυσάφι απ’ αυτό που θα σου φέρει κανένας Τρώας μαχητής, να πάρει πίσω τον γιο, που έφερα πισθάγκωνα δεμένο εγώ —όχι εσύ, βεβαίως— ή την κόρη, που χορταίνει το κρεβάτι σου ηδονές; Δεν είναι πρέπον, άρχοντας εσύ, να φέρνεις τόσες συμφορές στους Αχαιούς। Άντε, λοιπόν, Αχαιούληδες, μαζέψτε την αχάμνια σας κι ελάτε ν’ ανοίξουμε πανιά για την πατρίδα। Αυτόν αφήστε τον εδώ να ροκανίζει τα λάφυρα μονάχος του, να μάθει αν κάτι κάναμε κι εμείς, αν του προσφέραμε καμιά βοήθεια τόσον καιρό», φωνάζει ο Θερσίτης στον Αγαμέμνονα, κάποια στιγμή।

Δεν είναι απόλυτα σχετικό με τις εκλογές του φθινοπώρου;

Διαβάζουμε, λοιπόν, την Ιλιάδα, πάμε στις κάλπες και... παίρνουν αυτό που ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ τους αξίζει.


Γιώργος Μπλάνας
Γραφέας Α΄


13 Ιουλίου 2007

Οι μέλισσες φεύγουν νωρίς!!!


Η μέλισσα είναι ένας πολύτιμος δείκτης για την κατάσταση του οικοσυστήματος και της βιοποικιλότητας των ειδών. Σε αντίθεση με τον άνθρωπο, που μπορεί να τρώει μεταλλαγμένα προϊόντα και να ζει σε μολυσμένο περιβάλλον, η μέλισσα δεν μπορεί.Ή πεθαίνει ή εγκαταλείπει την κυψέλη και δεν ξαναγυρίζει.Αυτό μοιάζει υπεύθυνο και συγκινητικό. Αλλά μπορεί και να σημαίνει το τέλος της ανθρωπότητας.

Ο Αλμπερτ Αϊνστάιν είχε προειδοποιήσει:«Αν οι μέλισσες εξαφανίζονταν, η ανθρωπότητα δεν θα έμενε για πολύ καιρό ζωντανή». Και αυτή η υπόθεση του Αϊνστάιν σήμερα γίνεται μια εφιαλτική πραγματικότητα. Οι μέλισσες έχουν αρχίσει να αποδρούν από τις κυψέλες τους. Στις ΗΠΑ 30% έως 90% των κυψελών έχουν αδειάσει.

Σε μικρότερα ή μεγαλύτερα ποσοστά, το ίδιο έχει συμβεί στον Καναδά και στην Ευρώπη (Γαλλία, Γερμανία, Πολωνία, Ελβετία, Αυστρία, Ελλάδα κ.λπ.). Στη Γαλλία έχουν μείνει κενές 500.000 κυψέλες από το 1995 και κάθε χρόνο χίλιοι μελισσουργοί χάνουν το επάγγελμά τους.Και φυσικά δεν είναι το μέλι που θα εξαφανισθεί. Το 80% των ανθοφόρων φυτών γονιμοποιούνται από τις μέλισσες.

Aυτό εννοούσε ο Αϊνστάιν: τα αγονιμοποίητα δέντρα δεν μπορούν να κάνουν καρπούς. Χωρίς μέλισσες δεν θα έχουμε ούτε φρούτα ούτε λαχανικά ούτε…

Περικλής Κοροβέσης (απόσπασμα από άρθρο του στην Ελευθεροτυπία)

12 Ιουλίου 2007

Έξω απ' τα δόντια

Μου αρέσουν οι άνθρωποι που «τα λένε». Τους προτιμώ απ’ αυτούς που «κρύβουν λόγια», αυτούς που, όταν δημοσίως ομιλούν, φροντίζουν να μεταλλάσσουν τις ενδόμυχες σκέψεις τους, τις πραγματικές απόψεις τους, σε σκέψεις, απόψεις, συνάδουσες με το σύστημα αξιών που εκάστοτε υπηρετούν, το σύστημα που τους εκτρέφει.


Φυσικά, καθώς η διαδικασία μετάλλαξης επαναλαμβάνεται, αυτοματοποιείται. Έτσι, κάποτε, ο… κρυψίνους δεν έχει τίποτα να κρύψει: η ενδόμυχη, η προσωπική σκέψη, η διαδικασία που την παράγει, ατροφεί. Και ο «κρυψίνους» απομένει με τη μεταλλαγμένη σκέψη. Στο τέλος, την υιοθετεί, την υποστηρίζει, την κηρύσσει, σαν να είναι η δική του ενδόμυχη σκέψη…


Αναφέρομαι, κυρίως, στους ανθρώπους των οποίων ο λόγος είναι δημόσιος, διαμορφώνει γνώμη. Και ειδικά στους δημοσιογράφους και τους πνευματικούς ανθρώπους, τους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών. Αλλά για να γίνω σαφής, θα δώσω κάποιες ενδεικτικές, κατά τη γνώμη μου, περιπτώσεις ενδόμυχων σκέψεων που, ακομπλεξάριστα και αλογόκριτα, εξελίχθηκαν σε δημόσιο λόγο:


Περικλής Κοροβέσης, σε εκπομπή του Στέλιου Κούλογλου: «…η πτώση της χούντας ήταν ημιτελής. Έπεσε η στρατιωτική κυβέρνηση, αλλά όχι και η ιδεολογία του καθεστώτος. Οι ακροδεξιές απόψεις είναι κυρίαρχες στον τηλεοπτικό λόγο: Πρετεντέρης, Ευαγγελάτος, Τράγκας, Κακαουνάκης κ.λπ., είναι μια ενδεικτική και όχι εξαντλητική αναφορά…».


Σίρλεϋ Μακ Λέιν, σε κάποια συνέντευξή της στην “El Pais: «Ποιος άντρας δεν ονειρεύτηκε να κοιμηθεί με τη μητέρα του και ποια γυναίκα δεν ονειρεύτηκε να κοιμηθεί με τον γιό της; Ας ξεπεράσουμε τα απωθημένα: ένας νεαρός εραστής είναι μια συναρπαστική εμπειρία που θα συνιστούσα σε κάθε γυναίκα…».


Βασίλης Ραφαηλίδης, σε άρθρο του στο «Έθνος»: «Τυχεροί όσοι δεν πήγαν ποτέ στη ζωή τους στο σχολείο. Γλίτωσαν την αποβλάκωση και διαφύλαξαν ακέραιη την ικανότητά τους να μαθαίνουν έξω από το σχολείο. Στο σπίτι, στο δρόμο, στην ταβέρνα, στη δουλειά, στους γάμους, στις κηδείες, στις εκλογές, στην εκδρομή, στα ταξίδια, στην παρέα, στη διαδήλωση, στη βιβλιοθήκη, στον έρωτα…».


Χαρακτηριστικές περιπτώσεις ενδόμυχων σκέψεων που εκδηλώθηκαν δημοσίως χωρίς μετάλλαξη, σχολιάζοντας με τόλμη κατεστημένες αρχές, θεσμούς, δημόσια πρόσωπα.
Σκέψεις αντίστοιχα τολμηρές, βαθειά αληθινές, ριζοσπαστικές, κυκλοφορούν σε χιλιάδες εγκεφάλους πνευματικών ανθρώπων, ανθρώπων που διαμορφώνουν γνώμη. Αλλά οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν «τα λένε», κρύβουν λόγια. Ρετουσάρουν την ενδόμυχη σκέψη τους, ούτως ώστε ο δημόσιος λόγος τους να διαμορφώνει γνώμη συνάδουσα με τα συμφέροντα του συστήματος που υπηρετούν.


Βεβαίως, δεν φτάνει να «τα λες», έχει σημασία οι άνθρωποι που «τα λένε», κάποιοι απ’ αυτούς, εν πάση περιπτώσει, να προσθέτουν ή να αφαιρούν στοιχεία, προϊόντα παραγωγικής σκέψης, στην ελληνική και στην παγκόσμια κουλτούρα। Να την πλουτίζουν, να τη βελτιώνουν. Όμως, στις παρούσες συνθήκες, συνθήκες υποταγής του πνεύματος στην ύλη, ασύδοτης εμπορευματοποίησης της σκέψης, εκπόρνευσης της πληροφορίας, η αναζήτηση μη μεταλλαγμένου, αλογόκριτου δημόσιου λόγου μεταβάλλεται, πολλάκις σε ουτοπία.


Νίκος Τσαγκρής

10 Ιουλίου 2007

Ο Τρομοκράτης των Τρομοκρατών!
Ο ανατριχιαστικός κύριος -φανταστείτε τον με την στολή των Ες Ες- είναι o υπουργός Εσωτερικών της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Σε συνέντευξή του στο περιοδικό Der Spiegel, με θέμα τον «αντιτρομοκρατικό αγώνα», αγωνιώντας για την ασφάλεια των πολιτών, έφτασε στο σημείο να προτείνει ακόμα και τη θανάτωση των τρομοκρατών. «Για να απολαμβάνουμε την ελευθερία πρέπει να πάρουμε κάποια ρίσκα», δήλωσε.
Αν η πρόταση αυτή γινόταν από κάποιον άλλο υπουργό Εσωτερικών ή Εξωτερικών, θα ήταν εξωφρενική, για ευνόητους λόγους।

Επειδή όμως έγινε από Γερμανό είναι απλά θρασύτατη।

Ο καθένας μας θα ήθελε να του απαντήσει:

"Χαμένε, κανένας Γερμανός δεν έχει δικαίωμα να πειράξει ούτε μια τρίχα από τα μαλλιά οποιουδήποτε ανθρώπου -Γερμανού ή όχι- πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη, για τα επόμενα χίλια χρόνια. Για την ελευθερία των ανθρώπων, το κράτος σου φρόντισε δύο φορές μέσα στον 20ο αιώνα, με γνωστό τρόπο και εκατομμύρια θύματα».

Αλλά επειδή αυτό μπορεί να θεωρηθεί πολύ μισαλλόδοξο, μια πολιτικά ορθή απάντηση θα μπορούσε να είναι:

Επειδή, κύριε Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αυτοί που ζώνονται με εκρηκτικά και πεθαίνουν μαζί με τα θύματά τους δεν πρόκειται να τρομάξουν στην ιδέα πως αν συλληφθούν ενδέχεται να εκτελεστούν, και επειδή αυτό το γνωρίζετε πολύ καλά, και επειδή όλοι ξέρουμε πως το γνωρίζετε, αφήστε τις τρομοκρατικές μεθόδους. Αν χρειάζεστε πειθήνιους πολίτες, ξέρετε τι πρέπει να κάνετε: παροχές, παροχές, παροχές. Αν δεν θέλετε να δώσετε λεφτά για παροχές, και πάλι ξέρετε τι πρέπει να κάνετε: Ράιχ, Ράιχ, Ράιχ. Είναι μάταιο όμως να μεταμορφώνετε το Ράιχ σε παροχές και αστείο να προσπαθείτε να μεταμορφώσετε τις παροχές σε Ράιχ. Η ζωή είναι τελικά πολύ απλή. Όποιος θέλει τον θάνατο του άλλου είναι τρομοκράτης. Αδιάφορο αν είναι Υπουργός ή τρομοκράτης».


Γιώργος Μπλάνας
Γραφέας Α΄

9 Ιουλίου 2007

Ελληνικό Πολιτικό Λεξικό
Αλλαγή: Καπνογόνο πρασινωπής απόχρωσης। Κάθε φορά που κάποιος πολιτικός φωνάζει «Αλλαγή τώρα!» το πλήθος αναλαμβάνει να πυροδοτήσει μια Αλλαγή και η πλατεία γεμίζει πράσινους καπνούς। Κυκλοφορεί και σε μορφή πυροτεχνήματος.
Αστυνομία: Τμήμα της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, επιφορτισμένο με τη μελέτη των κλοπών και των εγκλημάτων.
Δημοκράτης: Ο αριστερός συνδικαλιστής που αρθρογραφεί σε δεξιά εφημερίδα. Ο δεξιός που εκδίδει αριστερό περιοδικό. Επικίνδυνη διασταύρωση κουνελιού και κατσαρίδας.
Δημοκρατία: Το μοναδικό πολιτικό σύστημα, που παρέχει στους πολίτες τη δυνατότητα να εκλέξουν αυτούς που θα το καταλύσουν.
Δημοσιογράφος: Ο Πανεπιστημιακός που παίρνει τον μισθό του από την εφημερίδα στην οποία διδάσκει.
Εκλογές: Διαδικασία μυστικής ψηφοφορίας, με την οποία η κυβέρνηση αποφασίζει αν θέλει να συνεχίσει να κυβερνά.
Ζαρντινιέρα: Αυτόματη συσκευή σύλληψης, προανάκρισης και προσαγωγής στον εισαγγελέα των ταραξιών.
Ιστορία: Η συστηματική έκθεση των πράξεων στις οποίες προβαίνουν οι Ιστορικοί.
Ιστορική Επιστήμη: Η συστηματική μελέτη των πράξεων στις οποίες προβαίνουν οι άνθρωποι, έξω από τους χώρους των πανεπιστημίων.
Κοινοβούλιο: Ορθή γραφή- Κυνοβούλιο.
Κόκκαλο: Άχρωμη, άοσμη και απίστευτα, αγνώστου προελεύσεως, στην οποία χώνουν μαχαίρια οι Υπουργοί, όταν συμβεί ατύχημα στην περιοχή των αρμοδιοτήτων τους। Γνωστή είναι η έκφραση «Το μαχαίρι θα φτάσει μέχρι το κόκαλο», που έχει το ίδιο νόημα με την έκφραση «Ναι, σιγά μην ασχοληθώ!»
Κόρη Ναυάρχου: Έλλην βουλευτής και υπουργός. Ενώ οι αποκαλύψεις για την καταλήστευση των δημόσιων ταμείων από τους πολιτικούς δίνουν και παίρνουν, εκείνος ωρύεται για τις εκφράσεις που χρησιμοποιούν οι κλέφτες πολιτικοί μέσα στον ιερό χώρο της βουλής. Ο όρος συναντάται για πρώτη φορά στην ελληνική ταινία Ο Πύργος των οργίων, όπου μετά τη σύλληψη του παράνομου ζεύγους και τη μεταφορά του με αδαμιαία περιβολή στο αστυνομικό τμήμα, η τσατσά στο σπίτι της οποίας διενεργείτο η μοιχεία, φωνάζει στους αστυνομικούς: «Αχ, μιλάτε μου στον πληθυντικό, σας παρακαλώ. Είμαι κόρη ναυάρχου!»
Νοικοκύρεμα: Πολιτική τακτική αυστηρής οργάνωσης της κατασπατάλησης του δημοσίου χρήματος, που κάθε προηγούμενη κυβέρνηση δεν ήξερε πώς να συστηματοποιήσει.
Πανεπιστημιακός: Ο Δημοσιογράφος που παίρνει τον μισθό του από το Υπουργείο Παιδείας.
Παράγκα: Σύγχρονος ευεργετικός θεσμός της άμεσης καθημερινής δημοκρατίας। Το Κοινοβούλιο απασχολημένο με τη διαχείριση των οικονομικών προβλημάτων των μελών του, δεν μπορεί να παίρνει άμεσες αποφάσεις για τα οικονομικά προβλήματα των πολιτών। Η κυβέρνηση, απασχολημένη με τη διαχείριση των διαθρωτικών προβλημάτων της, δεν είναι δυνατόν να ασχοληθεί με τα διαρθρωτικά προβλήματα της κοινωνίας। Η παράγκα παίρνει άμεσες αποφάσεις και τις εκτελεί με εξαιρετική ταχύτητα। Κάθε δέκα Έλληνες συνιστούν μια παράγκα, οι αποφάσεις της οποίας εφαρμόζονται σε κάθε εκατό Έλληνες. Υπολογίζεται πως σήμερα υπάρχουν εκατό χιλιάδες παράγκες σε όλη την επικράτεια.
Πολιτική: Αρχικά, επίθετο που σήμαινε «πόρνη». Αργότερα, αφηρημένο ουσιαστικό που δεν θυμάται τι ακριβώς σημαίνει.
Πολιτική Επιστήμη: Το σύνολο των γνώσεων που θα πρέπει να έχει όποιος θέλει να ξέρει γιατί οι πολιτικοί επιστήμονες σπανίως ασχολούνται με την πολιτική.
Πολιτικό Κόμμα: [Μέχρι να βρεθεί καλύτερος ορισμός] «Κάτι σαν την κλασική μουσική. Ένας ψέλνει μπροστά στο μικρόφωνο κι οι άλλοι κάθονται από κάτω κι ακούνε με ανοιχτό το στόμα, μέχρι να τους πάρει ο χάρος». (Από έκθεση του μαθητού της 4ης δημοτικού Ιωάννη Βούλγαρη).
Σύνταγμα: Επίσημο έγγραφο, που περιέχει δύο είδη διατάξεων με ισχύ νόμου: α) τις απολύτως αυτονόητες, που δεν παραβιάζουν παρά μόνο οι πνευματικά καθυστερημένοι και β) τις εντελώς ανεφάρμοστες, που δεν ακολουθούν παρά μόνο οι πνευματικά καθυστερημένοι.
Τρομοκρατία: Η άσκηση πολιτικής βίας, χωρίς δίπλωμα।

Γιώργος Μπλάνας
Γραφέας Α΄

8 Ιουλίου 2007

Δυό αδέρφια αγκαλιασμένα

Καθώς παρακολουθούσα την τηλεοπτική επιθεώρηση με τον τίτλο «καυγάς στ’ αποκαΐδια», μέσα μου έπαιζε εκείνο το σμυρναίικο τραγούδι που κάποτε το πήρε ο Μουφλουζέλης, το μεταποίησε λιγάκι και το έκανε ολοδικό του σουξέ:
Από μιαν απροσεξία κάηκε μια συνοικία κάηκε ένα σταυροδρόμι που ανταμώνανε οι δρόμοι Κάηκε κι ένα σχολείο που 'ταν ορφανοτροφείο κάηκε και μια δασκάλα που 'ταν άσπρη σαν το γάλα
Δεν ξέρω πως μού ‘ρθε, η θλίψη πιστεύω πως το ‘φερε, που νοιώθει ένας κανονικός άνθρωπος όταν βλέπει τους συγγενείς του νεκρού να καυγαδίζουν κατά τη διάρκεια της κηδείας.

Η εικόνα άλλαξε, όταν «έπαιζαν» οι ακροτελεύτιοι στίχοι. Τότε ήρθε στο νου μου ο θλιβερός καυγάς του πρωθυπουργού με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στη Βουλή:
Δυο αδέρφια τα καημένα στη φωτιά αγκαλιασμένααπό μια λογομαχία μια μεγάλη αδικία…
Η λογομαχία, στη δικιά μας περίπτωση, είχε να κάνει με τις ποιοτικές και ποσοτικές εμπρηστικές επιδόσεις των καυγατζήδων :
-Εσείς καίτε περισσότερο!
-Όχι, εσείς καίτε περισσότερο!
-Εσείς καίτε καλύτερα!
-Όχι, εσείς καίτε καλύτερα!
Στο τέλος κάηκαν και οι δυο: δυο αδέρφια τα καημένα στη φωτιά αγκαλιασμένα… Κάηκαν πολιτικά, εννοώ, στις συνειδήσεις των τηλεθεατών που τους έβλεπαν να ασχημονούν πάνω στα αποκαΐδια της δόλιας Πάρνηθας.

Αλλά μπορεί και όχι. Μάλλον όχι. Ίσως, στιγμιαία, να τσουρουφλίστηκαν λιγάκι, ο ένας σίγουρα περισσότερο απ’ τον άλλο. Ο άλλος αρκετά, αλλά με περισσή πονηριά, την κατάλληλη στιγμή, άνοιξε την ομπρέλα των ομολόγων και απέδρασε από το φλέγον ζήτημα με ελαφρά πηδηματάκια. Αφήνοντας τον Γιώργο να καίγεται, μαζί με την κατακαημένη την Πάρνηθα και ό,τι απέμεινε απ’ την χλωρίδα της πολιτικής.

Έτσι το είδα εγώ, εσείς το είδατε διαφορετικά ίσως, μπορεί και εντελώς αντίθετα, ο κάθε άνθρωπος βλέπει τα πράγματα με τα δικά του «γυαλιά». Το βέβαιο είναι ότι τις επόμενες μέρες αρχίσαμε, λίγο-πολύ, όλοι να ξεχνάμε την Πάρνηθα! Τη δικιά μας την Πάρνηθα, το μαγικό βουνό των παιδικών μας χρόνων, το ερωτικό κρησφύγετο της εφηβείας μας, τον τόπο αναψυχής της ωριμότητάς μας. Τώρα, όπως τα ελάχιστα πουλιά και ζωάκια της που γλύτωσαν από τις φλόγες, έτσι κι εμείς, ψαχνόμαστε για άλλους τόπους επιβίωσης κι αναψυχής. Μέχρι να βάλουνε μπουρλότο, και σ’ αυτούς και… Τέλος.

Μα η Πάρνηθα δεν γίνεται να ξεχάσει. Ακόμα κι αν το θέλει, δεν μπορεί παρά να εκδικηθεί. Αρκεί να πιάσουνε οι πρώτες δυνατές νεροποντές και τότε…
Τότε, θα μας θυμηθεί. Και θα την θυμηθούμε, θέλουμε δεν θέλουμε, κι εμείς. Οι Θρακομακεδόνες πρώτα, το Μενίδι, ο Ασπρόπυργος, η Ελευσίνα, η Μάντρα, το Χαλκούτσι, ο Ωρωπός. Και έπονται φυσικές αυτοδικίες άπειρες. Εμείς τις λέμε ακόμα φυσικές καταστροφές.

Νίκος Τσαγκρής (Από το ΕΘΝΟΣ της Κυριακής 8-7-07)

6 Ιουλίου 2007

Τα παιδιά με το φρύδι της έπαρσης



Είναι κάτι χλωμά παιδιά που φοβούνται το σκοτάδι. Το φοβούνται τόσο πολύ που νομίζουν ότι το αγαπούν. Ας έχουμε επιείκεια γι' αυτά τα χλωμά παιδιά με το τοξωτό φρύδι της έπαρσης. Φοβούνται τόσο πολύ το σκοτάδι και ξέρουν τόσα πολλά για τον μικρόκοσμό τους που αξίζουν την κατανόησή μας. Ακόμα και μια ιδέα τρυφερότητας όταν μας εξοργίζει ο φόβος τους που μετατρέπεται σε προπέτεια, ας την αφήσουμε να τα σκεπάζει για να μην κρυώνουν από τον παγωμένο τρόμο του αγνώστου.
Ας αφήσουμε λοιπόν κατά μέρος τουλάχιστον αυτά τα χλωμά παιδιά να θορυβούν νομίζοντας ότι βρίσκονται στο κέντρο του κόσμου, ενώ βρίσκονται στο κέντρο του φόβου. Και φωνάζουν και τρέχουν από 'δώ κι από 'κεί (όχι μακριά) και ασθμαίνουν και δείχνουν τους άλλους και ζούνε μια εύκολη αγριότητα, ένα παιχνίδι θορύβων, που φορές - φορές μοιάζει να είναι αληθινό.
Δεν είναι. Γιατί δεν έχει το σπέρμα του κακού. Δεν έχει το τρομερό βάρος της ευθύνης και του σπαραγμού που είναι η σκέψη. Ας αφήσουμε λοιπόν να περιφέρονται στους πέντε δρόμους και στα δέκα στέκια που όλο αλλάζουν κι όλα είναι νέα, αλλά πάντα φωτισμένα από το ίδιο χλωμό σκοτάδι της ακινησίας. Γιατί το σκοτεινό σκοτάδι, το αληθινό κακό είναι λίγο πιο έξω, λίγο πιο 'κεί. Στο απέναντι πεζοδρόμιο που μοιάζει με την απέναντι όχθη του Αχέροντα. Τα κουρασμένα χλωμά παιδιά δεν το γνωρίζουν. Είναι υπερβολικά καλοβαλμένα για να γνωρίζουν την απέναντι όχθη του Αχέροντα. Και υπερβολικά καλόγουστα για μια ολόκληρη κραυγή. Που βγαίνει όταν σε σφάζουν ή όταν σφάζεις. Και είναι υπερβολικά ομιλητικά αυτά τα παιδιά γιατί δεν έμαθαν να μαθαίνουν. Έμαθαν να ξέρουν. Τις νέες τάσεις, τις νέες απόψεις, τις νέες πρωτοτυπίες, τα νέα είδη της μελαγχολίας. Γιατί η παλιά στέρεη και απέραντα ήρεμη και απειλητική μελαγχολία είναι λίγο πιο 'κεί, λίγο πιο έξω~ στο σκοτάδι. Κι έχει πολύ σιωπή.
Σιωπή ενέδρας και σιωπή επίθεσης। Και οξύτατη ακοή ώστε ν' ακούσεις πρώτος τον κίνδυνο να πλησιάζει και τα κλειδιά της Κερκόπορτας να κουδουνίζουν ελαφρά. Κι εσύ είσαι έτοιμος με κάθε δυνατότητα του μυαλού τεντωμένη για να τ' αρπάζεις από εκείνον που τα κρατάει. Έτσι αρχίζουν όλες οι σφαγές. Και λίγο πιο πέρα τα χλωμά παιδιά δεν θα έχουν αντιληφθεί τίποτα γιατί η μουσική θα παίζει πολύ δυνατά και οι χειρονομίες θα είναι τόσο ωραίες, ώστε εύκολα να ξεγελιούνται πως συμμετέχουν σ' ένα έργο τέχνης, κι ότι αυτό το έργο είναι πολύ μπροστά και πολύ πάνω από τους άλλους και είναι η ζωή τους είναι το μόνο που αξίζει γιατί άλλο δεν υπάρχει. Ωραία, απενοχοποιημένα παιδιά, με μάτια που λάμπουν από πίστη αλλά όχι και από την αμφιβολία. Έτοιμα ν' ακολουθήσουν τις πρωτοπορίες αρκεί κάποιος άλλος να αναλάβει την ευθύνη. Ωραία ασφαλή παιδιά μέσα στον κόσμο τους, γιατί να βγούνε παραέξω; Παραέξω κάνει κρύο και την τροφή σου πρέπει να την βρεις μόνο σου. Κι ν' αφήσεις το αίμα να τρέξει για να μπορέσεις να φας και ν' αντέξεις. Τι ξέρουν τα χλωμά παιδιά από αίμα; Ας τα αφήσουμε λίγο ακόμα μέσα σ' αυτή την κακής ποιότητας εγωπαθή αθωότητα. Έτσι κι αλλιώς αυτά τα παιδιά είναι που θα μας ταλαιπωρήσουν μεγαλώνοντας. Αυτά θα κυβερνήσουνε τον τόπο, έναν τόπο που δεν ξέρουν. Γιατί εδώ που φτάσαμε μήτε τους εχθρούς μας δεν μπορούμε να διαλέξουμε. Ας αφήσουμε αυτά τα παιδιά να παριστάνουν πότε τον εισαγγελέα, πότε τον αγριεμένο και πότε τον πρωτοπόρο. Πού ξέρεις; Αν έχουμε άφεση μπορεί κάτι να μάθουν. Και να γίνουν κάποτε εχθροί που ν' αξίζει τον κόπο να τους καταδεχτεί κανείς. Το οφείλουμε στα παιδιά μας που ζούνε στο αληθινό σκοτάδι. Τους οφείλουμε μια ζωή καλύτερη απ' τη δική μας με τους επαίσχυντους εχθρούς. Ας προσπαθήσουμε να μη ζήσουν τα παιδιά μας μέσα στη φτώχεια που ζήσαμε εμείς: μέσα στη φτώχεια μιας ακίνδυνης ζωής.
Κώστας Καναβούρης

Απάντηση στο ερώτημα αν είμαι καλά





Σκέφτομαι πως είμαι ένα είδος Φάουστ. Πούλησα την ψυχή μου στον πιο ασύστατο απ’ όλους τους δαίμονες, στον δαίμονα τον φορτικό της εντιμότητας και τώρα περιφέρομαι, χωρίς να μπορώ ν’ αποφασίσω τι ακριβώς κέρδισα και τι ήταν εκείνο που έδωσα. Ξέρω μονάχα πως ήθελα ν’ αποφύγω το αβάσταχτο φορτίων των μικρών καθημερινών ενοχών. Νόμιζα πως συνδέονται μεταξύ τους, πως απορρέουν από το ίδιο συμπαγές κακό που αρέσκεται να εκδηλώνεται με μικρές σχεδόν ασήμαντες δόσεις ανθρώπινης αδεξιότητας και αμηχανίας και αθωότητας. Νόμιζα πως η εντιμότητα είναι ένα είδος προεξόφλησης της αθανασίας. Τι σημασία έχει αν την δουλειά αυτή —της αθανασίας— την κάνει ένας θεός, μια λογική, μια ιστορία, μια φύση. Στην περίπτωσή μου θα την αναλάμβανε ένας ακαθόριστος αριθμός έντιμων ανθρώπων, κρυμμένων στις γωνιές των δρόμων που θα έπαιρνα. Αυτά μπορώ να πω με κάθε ειλικρίνεια πως γνωρίζω για την υπόθεση. Τι έδωσα, παραμένει —και για μένα τον ίδιο— μυστήριο ακόμη. Σημασία έχει πως ο δαίμονας πήρε κάτι. Κάτι πήρε, δεν γίνεται αλλιώς. Και συμφώνησα. Συμφώνησα οπωσδήποτε. Πώς αλλιώς; Κέρδισα τίποτε; Όσο γι’ αυτό... τίποτε. Απ’ όσο μπορώ να ξέρω, τίποτε. Περιφέρομαι μόνο, χωρίς να μπορώ να ζήσω κάτι ολόκληρο. Εννοώ να χαρώ κάτι με την βαθιά χαρά που χαίρεται ο καθένας κάτι. Ομολογώ πως δεν έχω ιδέα πόσο βαθιά μπορεί να είναι η χαρά καθενός, αλλά τέλος πάντων αναφέρομαι σ’ εκείνο το είδος απουσίας της πείνας, της συνεχούς πείνας, μιας πείνας που... Ε, τώρα, διάολε, καταλαβαίνεις, τι ζητούσε ο Φάουστ; Να σου πω την καθαρή μου αλήθεια; Να σου πω τι ζητούσε; Άσε με να σου πω, αλλά μην περιμένεις κάτι που δεν ξέρεις. Απάλλαξέ με από τον ρόλο του ρόλου μου και θα σου πω εγώ τι ζητούσε ο Φάουστ. Λοιπόν, δεν δίνω δεκάρα για τον ρόλο. Ο Φάουστ ήθελε να διακορεύσει χωρίς συνέπειες την πιο άσπιλη παρθένα μιας πόλης στην οποία οι άσπιλες παρθένες ήσαν περισσότερες από τις παντρεμένες. Καταλαβαίνεις! Ο καθένας είχε την δική του προστυχιά και μόνο ένας μεσήλικας καθηγητής έμενε παραπονεμένος. Αυτό ήθελε ο Φάουστ. Ε; Η δική μου περίπτωση είναι κάπως διαφορετική. Εγώ βγήκα έξω, μάζεψα έναν λύκο, τον μεγάλωσα κι όταν ο λύκος που ήταν λύκος με δάγκωσε σαν λύκος, με τον τρόπο που οι λύκοι είναι λύκοι, χωρίς να ξέρουν πως είναι λύκοι, εγώ άρχισα να κλωτσάω τα σκυλιά στον δρόμο, για την αχαριστία τους. Αυτή είναι η δική μου περίπτωση. Αυτό έπαθα με τους ανθρώπους. Γύρω μου.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ, γραφέας Α'

5 Ιουλίου 2007

Η μετάλλαξη του ωραίου


Το ωραίο δεν είναι παρά η υπόσχεση της ευτυχίας, αποφαίνεται ο Σταντάλ. Όμως, ποιο είναι το ωραίο;
Πολλοί βρήκαν ωραία την ταινία του Κλιντ Ίστγουντ «Γράμματα από το Ίβο Τζίμα». Άλλοι τη βρήκαν αδιάφορη.
Είναι ωραίος ένας πίνακας του Ρέμπραντ, να πούμε, ή μήπως νομίζουμε ότι είναι ωραίος επειδή υπογράφεται από τον Ρέμπραντ;
Είναι ωραίος ο Χατζηγιάννης; Η δεκαεξάχρονη ανιψιά μου τον βλέπει σαν θεό! Θα ήταν ευτυχισμένη αν, απλώς, τον έβλεπε από κοντά!
Απ’ αυτήν την άποψη, ο Σταντάλ έχει δίκιο, το ωραίο δεν είναι παρά η υπόσχεση της ευτυχίας.
Το «χαμόγελο της Τζοκόντα», ένα κόσμημα του Καρτιέ, ο Σάκης Ρουβάς, μια γούνα… Χουντάλας, ο Αντώνης Νικοπολίδης, η Μόνικα Μπελούτσι, ο Μάρλον Μπράντο (κάποτε), η Έλενα Παπαρίζου, μια Φεράρι, δεν είναι παρά υποσχέσεις ευτυχίας για εκείνους που βλέπουν «ωραία» αυτά τα υποκείμενα ή τα αντικείμενα…
Προσωπικά, υιοθετώ, όσον αφορά το ωραίο, μια νεανική άποψη του Σαρλ Μπωντλαίρ:
«Το ωραίο αποτελείται από ένα στοιχείο αιώνιο, αμετάβλητο, που την ποσότητά του είναι υπερβολικά δύσκολο να προσδιορίσουμε, και από ένα στοιχείο σχετικό, περιστασιακό, που είναι (το ένα μετά το άλλο ή όλα μαζί) η εποχή, η μόδα, η ηθική, το πάθος.
Χωρίς αυτό, το δεύτερο στοιχείο, που είναι σαν το διασκεδαστικό, γαργαλιστικό, ορεκτικό περιτύλιγμα ενός θεσπέσιου γλυκίσματος, το πρώτο στοιχείο θα ήταν δύσπεπτο.
Δεν θα μπορούσε να εκτιμηθεί, δεν θα ταίριαζε στην ανθρώπινη φύση…»
Υπό το πρίσμα του Σαρλ Μπωντλαίρ για το ωραίο, τα πρόσωπα και τα πράγματα στην εποχή μας είναι δύσκολο να προσφέρουν έστω και μιαν υπόσχεση ευτυχίας.
Και αυτό, επειδή συνήθως απουσιάζει απ’ αυτά το στοιχείο της αιωνιότητας (διαχρονικότητας), ενώ το στοιχείο του «ορεκτικού περιτυλίγματος», όπου υπάρχει, είναι σχεδόν πάντα άνοστο.
Τι τα θέλετε; Ζούμε σε μιαν εποχή διόλου ωραία.
Σε μιαν εποχή όπου, ακόμα και το «περιτύλιγμα» είναι τόσο φθηνό που μεταβάλλει τις όποιες υποσχέσεις σε ψέμα। Από τη μια στιγμή ως την άλλη

Νίκος Τσαγκρής

4 Ιουλίου 2007

Πολιτικός μαζοχισμός

Κάθε γραφιάς παλαιάς κοπής υποφέρει από ένα είδος φιλαργυρίας. Συσσωρεύει αποκόμματα από εφημερίδες και περιοδικά, μαζεύει βιβλία ή ειδικά έντυπα, με την ελπίδα πως κάποτε θα είναι πολύτιμα βοηθήματα.

Εδώ δενμιλάμε για συλλέκτες. Αυτοί ξέρουν τι μαζεύουν. Ο γραφιάς δεν ξέρει. Αυτά που αποθησαυρίζει θα είναι ίσως εν δυνάμει χρήσιμα. Αλλά αυτό το «εν δυνάμει» δεν είναι πρακτικός οδηγός. Και με τα χρόνια μαζεύονται τόνοι τυπωμένου χαρτιού. Οι γραφιάδες αυτής της κατηγορίας μπορεί να αποτελούν ενιαίο σύνολο ως προς τη φιλαργυρία του εντύπου αλλά διαφέρουν στη διαχείριση αυτού του χάρτινου θησαυρού. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν τέτοια υποδειγματική τάξη, που δεν θα τη βρεις ποτέ σε καμιά δημόσια υπηρεσία. Στον αντίποδα βρίσκονται αυτοί που δεν έχουν καμιά τάξη και το σπίτι τους μοιάζει παλαιοπωλείο.Οι τελευταίοι έχουν το πλεονέκτημα της ισχυρής μνήμης και βρίσκουν πάντα αυτό που ψάχνουν αλλά δεν είναι ευτυχισμένοι. Ζουν κάτω από διαρκή συζυγική γκρίνια. Και ενίοτε συζυγικά δράματα, αν η γυναίκα είναι νοικοκυρά και θελήσει να βάλει κάποια τάξη. Μπορεί το σπίτι να προβλέπει γραφείο και βιβλιοθήκη, αλλά ο χώρος δεν επαρκεί. Οι στοίβες των χαρτιών επεκτείνονται στο διάδρομο, ενίοτε και στην κρεβατοκάμαρα.Υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία, στην οποία ανήκω εγώ, που είναι μείγμα αταξίας και τάξης. Οταν μπαίνω σε περίοδο τάξης, πρέπει να κάνω μια εκκαθάριση και να πετάξω αυτά που δεν είναι πια αξιοποιήσιμα. Και αυτό έπραξα τον τελευταίο καιρό, οπότε διαπίστωσα πως είχα αποκόμματα από το '74. Δηλαδή, τριάντα τρία ολόκληρα χρόνια.Αυτό μου έδωσε τη δυνατότητα να διαπιστώσω πως σχεδόν κάθε χρόνο γίνονται τα ίδια πράγματα. Πυρκαγιές στα δάση και πλημμύρες στην πόλη. Αποκλεισμοί χωριών από τα χιόνια και καταστροφές αγροτικών προϊόντων από την κακοκαιρία. Κυκλοφοριακή ασφυξία σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας. Θανατηφόρο νέφος σε όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας. Παιδεία, Υγεία, δημόσιες συγκοινωνίες στο μαύρο τους το χάλι. Φτώχεια, ακρίβεια, ανεργία. Ολα επαναλαμβάνονται, ακόμα και τα ναυάγια, αλλά όχι σε ετήσια βάση. Η απαρίθμηση είναι ενδεικτική και όχι εξαντλητική. Οι πολιτικοί μας κάνουν πάντα τις ίδιες δηλώσεις, είτε είναι στη συμπολίτευση είτε στην αντιπολίτευση, στη γνωστή μανιχαϊστική λογική: άσπρο ο ένας, μαύρο ο άλλος. Και τούμπαλιν.Το εκπληκτικό είναι πως κάθε χρόνο εκφράζουμε την έκπληξή μας, λες και αυτά τα πράγματα συνέβησαν για πρώτη φορά. Η μνήμη αυτού του λαού είναι βραχεία και η κρίση του περιορισμένη. Ολα αυτά δεν είναι ούτε θεομηνίες ούτε ανικανότητα των ιθυνόντων. Είναι μια συγκεκριμένη πολιτική βούληση, που τη μοιράζονται και τα δύο κόμματα εξουσίας. Κάθε καινούργια κυβέρνηση συμπληρώνει την καταστροφή που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει η προηγούμενη κυβέρνηση. Κι έτσι το μέλλον είναι προβλέψιμο. Κάθε επόμενος χρόνος θα είναι χειρότερος από τον προηγούμενο. Αν κάποιος δημοσιογράφος μελετούσε καλά μια χρονιά και ήξερε τη νέα τεχνολογία, θα μπορούσε να πληρώνεται, χωρίς να δουλεύει, μέχρι να πάρει σύνταξη. Θα έπαιρνε το περσινό άρθρο του, θα πρόσθετε τις νέες καταστροφές και θα ήταν πάντα στην επικαιρότητα. Και κανείς δεν θα θυμόταν πως τα ίδια είχε γράψει και πέρυσι. Εκτός αν ήταν υπό επιτήρηση.Ολα αυτά τα προβλήματα είναι πολιτικά και λύνονται διά της πολιτικής. Θεωρητικά, με την πρώτη πυρκαγιά θα έπρεπε το κράτος να εξοπλιστεί με όλα τα απαραίτητα μέσα. Και αν δεν τα έπαιρνε, να είχε την κατακραυγή του κόσμου και να πλήρωνε το πολιτικό αντίτιμο. Αλλά αυτός ο λαός έχει περίεργα πολιτικά κριτήρια. Διαλέγει πάντα για κυβέρνηση αυτόν που θα εργαστεί εναντίον του. Ολοι οι πολιτικοί της εξουσίας στο ίδιο τσουβάλι, είτε βρίσκονται στην αντιπολίτευση είτε στη διακυβέρνηση ή ακόμα και του ΣΥΡΙΖΑ, όπως υποστηρίζει το ιστορικό κόμμα της Αριστεράς;Οχι. Το κάθε κόμμα έχει τους δικούς του λόγους ύπαρξης και τη δικιά του ευθύνη· το ίδιο ισχύει και για κάθε πολιτικό. Το ερώτημα που μπαίνει είναι πιο βαθύ. Τι είναι πολιτική σήμερα, στον 21ο «Αμερικανικό Αιώνα»; Παλαιότερα, και ιδίως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, είχαμε προσωπικότητες που χάραζαν πολιτική για τη χώρα τους και είχαν μια άποψη για τον κόσμο. Σήμερα πια αυτό έχει καταργηθεί. Στην ουσία δεν έχουμε πια εθνικά κράτη, όσο κι αν η κάθε χώρα κρατάει το όνομά της και αναγνωρίζεται σαν κυρίαρχη. Οι κυβερνήσεις σήμερα είναι εντολοδόχοι του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου και όργανα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, τουλάχιστον στα «δυτικότροπα» κράτη, ανεξαρτήτως ηπείρου. Αλλά για το δικό μας το λαό αυτά είναι αδιάφορα δεν δεν


Περικλής Κοροβέσης (από την Ελευθεροτυπία)