31 Ιανουαρίου 2013

Στρούντελ και… Δημοκρατία


«Θα προτιμούσα να βρισκόμουν κάτω απ' το ζυγό του Κόκκινου Στρατού παρά να πρέπει να τρώω χάμπουργκερ» έλεγε ο θεωρητικός του μεταμοντέρνου εθνικισμού Αλαίν Ντε Μπενουά, για να τονίσει την απέχθειά του στον μεταψυχροπολεμικό αμερικανικό ηγεμονισμό, τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό με το «άνοιγμα των συνόρων», την «παγκοσμιοποίηση», την «πολιτισμική ισοπέδωση» την «οικονομία της αγοράς».

Λίγο αργότερα, επί της προεδρίας Μπους, ο αντιαμερικανισμός των Ευρωπαίων εθνικιστών άγγιξε και, σε πολλές περιπτώσεις, ξεπέρασε ακόμα και τον παραδοσιακό αντιαμερικανισμό των Ευρωπαίων κομμουνιστών. Μέχρι που φτάσαμε στην οικονομική κρίση βιώνοντας τις συνέπειες της μετανάστευσης του αρρωστημένου οικονομισμού από την Ουάσιγκτον στο Βερολίνο. Κι από εκεί, με τη μορφή ενός μεταμοντέρνου λιμού (με συμπτώματα σκληρής λιτότητας, ανεργίας, φτώχειας) στον ευρωπαϊκό Νότο: Ελλάδα, Πορτογαλλία, Ισπανία, Ιταλία, Κύπρος. Στις κοινωνίες των εργαζομένων του Νότου εν γένει, (από την άκρα αριστερά ως την άκρα δεξιά) τη θέση του παραδοσιακού αντιαμερικανισμού κατέλαβαν ο ευρωσκεπτικισμός και ο «αντιγερμανισμός».

Προσωπικά δε, εκφράζοντας και την πλειονότητα των Ελλήνων εργαζομένων φαντάζομαι, και παραφράζοντας τη ρήση του Αλέν Ντε Μπενουά, είμαι έτοιμος να δηλώσω ότι θα προτιμούσα να τρώω μια ζωή σουβλάκια παρά γερμανικά… στρούντελ υπό τον ζυγό της Κομισιόν. Ο οποίος ζυγός πέφτει πιο βαρύς στους εργάτες, τους αγρότες, τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους των χωρών – μελών της ευρωζώνης, απ' ότι ο «ζυγός του Κόκκινου Στρατού» στον Αλαίν Ντε Μπενουά και τους ομοϊδεάτες του…

***
Ας σοβαρευτούμε: ο «ζυγός της Κομισιόν» δεν είναι παρά ένας εσμός χρυσοπληρωμένων τεχνικών της εξουσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης: ο συστημικός μηχανισμός εφαρμογής και ελέγχου της πολιτικής της Λιτότητας και της Δημοσιονομικής Τάξης, πολιτικής που αποφασίζεται και διατάσσεται από μια γερμανοκρατούμενη «χούντα» πολιτικών και τεχνοκρατών. Και πριμοδοτείται πιστά από τις αλλοτριωμένες κυβερνήσεις των χωρών – μελών του ευρωπαϊκού Νότου.

Είναι η πολιτική που υπηρετεί τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, τη δικτατορία των αγορών. Για να επιβληθεί, προϋποθέτει ένα βαθύ κούρεμα της εθνικής ανεξαρτησίας των χωρών - μελών της Ε.Ε.: τον ευνουχισμό των δικαιωμάτων πολιτικού ελέγχου των εθνικών κυβερνήσεων μέσω της χειραγώγησης των εθνικών νομοθετικών και εκτελεστικών εξουσιών. Έτσι οι Δημοκρατίες αποδυναμώνονται, αδυνατούν να επιβάλουν στον επιθετικό καπιταλισμό τη μέριμνα για το γενικό συμφέρον, το κοινωνικό κράτος. Δεν τον τιθασεύουν, δεν τον συγκρατούν, δεν τον περιορίζουν, τον αφήνουν – άλλοτε τον διευκολύνουν – να κερδοσκοπεί ασύδοτος, εν ονόματι της "Δημοκρατίας των Αγορών"…

***
Λοιπόν, που λέτε, είναι η "Δημοκρατία των Αγορών" που επιφέρει τη διαφθορά του Δημοκρατικού πολιτεύματος, αφού τοποθετεί την έδρα της νομιμότητας στην οικονομία και όχι στην πολιτική. Στην περίπτωσή μας στη Deutsche Bank και όχι στα εθνικά Κοινοβούλια. Με συνέπεια, την επιβολή ενός γερμανοτραφούς προσχηματικού κανόνα, του κανόνα της «δημοσιονομικής τάξης». Και ακολούθως την πολιτική των μνημονίων: την κατεδάφιση των εθνικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, την απαλλοτρίωση ακόμα και των στοιχειωδών εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων υπέρ των εργοδοτών, τον εργασιακό και κοινωνικό μεσαίωνα που, πρώτοι απ’ όλους τους Ευρωπαίους, βιώσαμε – και εξακολουθούμε να βιώνουμε - εμείς, οι Έλληνες.

Να γιατί στον ευρωπαϊκό Νότο, (από την άκρα αριστερά ως την άκρα δεξιά) στα «χωράφια» του παραδοσιακού αντιαμερικανισμού, τώρα ευδοκιμούν ο ευρωσκεπτικισμός και ο «αντιγερμανισμός.

Νίκος Τσαγκρής

23 Ιανουαρίου 2013

Η Ευρώπη της Υπεύθυνης Αριστεράς


Από τον Ζοσπέν ως τον Ολάντ και από τον Σημίτη ως τον Κουβέλη 


Η οικονομική κρίση δεν είναι μια οικονομολογική περίπτωση, αλλά απότοκο μιας σύνθετης και ασταθούς ακολουθίας πολιτικών πραγμάτων που, σταδιακά, μετά την πτώση του τείχους, οδήγησαν στην ελαχιστοποίηση του πολιτικού ελέγχου και, εν τέλει, στην οριστική επικράτηση της οικονομίας επί της πολιτικής. 

Σημαντικό ρόλο σ’ αυτή την «ανατροπή» είχε η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία που, την τελευταία δεκαετία του εικοστού αιώνα, «κυβερνούσε» την Ευρωπαϊκή Ένωση. Θυμίζω την παραίτηση του Όσκαρ Λαφονταίν (1999) από την κυβέρνηση Σρέντερ (όταν ο τελευταίος τα έδινε όλα στους τραπεζίτες και τους βιομήχανους) και την περίφημη ρήση του «Υπάρχει κάτι που δεν πρέπει να το ξεχνάμε ποτέ. Η καρδιά δεν παζαρεύεται ακόμα στα χρηματιστήρια. Έχει σπίτι. Και χτυπάει αριστερά»… 

 Είχε εγκαθιδρυθεί ήδη ένα διεθνές περιβάλλον περισσότερο παρά ποτέ οικονομικό στο οποίο ο καπιταλισμός ήταν ο αδιαμφισβήτητος μονόδρομος και το μόνο δίλημμα, πλέον, είχε να κάνει μόνο με την καπιταλιστική ποιότητα: Πλήρης ηγεμονία των αγορών με αυτορύθμιση ή πολιτικός έλεγχος με στόχο την διάσωση του κοινωνικού κράτους;

Μέχρι χθες, το δίλημμα αυτό, μεταφερόμενο στην εφαρμοσμένη πολιτική οδηγούσε σε δύο καταναγκαστικές επιλογές: νεοφιλελευθερισμός ή σοσιαλδημοκρατία. Και για τον «κόσμο» (τις κοινωνίες των πολιτών, τους «εργαζομένους», τους λαούς) η απάντηση ήταν «σοσιαλδημοκρατία». Ήταν απάντηση ενστικτώδης, επιλογή αναγκαστική, που διάλεγε το μη χείρον ως βέλτιστον: «Αφού ο καπιταλισμός είναι μονόδρομος, αφού ο ριζοσπαστικός σοσιαλισμός δεν χωράει στο διεθνές περιβάλλον, ας πάρουμε σοσιαλδημοκρατία, μήπως διασώσουμε αυτό το έρημο το κοινωνικό κράτος»... 

Κάπως έτσι λειτούργησαν την περασμένη εικοσαετία οι κοινωνίες των Ευρωπαίων πολιτών και... πήραν σοσιαλδημοκρατία: με τις «σοσιαλδημοκρατικές» κυβερνήσεις (τις κυβερνήσεις των Ζοσπέν, Σρέντερ, Σημίτη κ.α.) να λειτουργούν περισσότερο ως τριτεγγυήτριες των συμφερόντων των «αγορών» παρά ως εγγυήτριες του κοινωνικού κράτους. Διευκολύνοντας την ανάπτυξη του τερατώδους καπιταλισμού πού βιώνουμε σήμερα, με την ακραία ασυδοσία της αγοράς και τη δικτατορία των χρηματαγορών. Και τις διάδοχές τους κυβερνήσεις, αυτές των Γιωργάκη Παπανδρέου, Ζοζέ Σόκρατες, Χοσέ Λουίς Ροντρίγκεθ Θαπατέρο κ.α., να εκφυλίζονται οριστικά, μεταλλασσόμενες σε νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις με σοσιαλιστικά ψευδώνυμα, πανομοιότυπες με τις κυβερνήσεις της ευρωπαϊκής Δεξιάς…   

Το 2007, στην Εθνική Συνδιάσκεψη του ΠΑΣΟΚ, εν τη ρύμη του εσωκομματικού λόγου ξέφυγε από τον, δαχτυλιδάτο ήδη, Γιωργάκη Παπανδρέου μια ομολογία: «κυβερνούσαμε με πλαστή σοσιαλιστική ταυτότητα». Και μια αφοπλιστική παραδοχή: «το εκσυγχρονιστικό» ΠΑΣΟΚ δυσφήμισε τον σοσιαλισμό και την Αριστερά». Ήταν η μοναδική ομολογία μετάλλαξης ενός ευρωσοσιαλιστικού κόμματος σε συστημικό κόμμα του ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού. 

Κατά τα λοιπά, οι ευρωπαίοι ηγέτες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων φοράνε ακόμα και στον ύπνο τους τη μάσκα του αριστερού: «Είμαστε η υπεύθυνη αριστερά, η αριστερά που προσπαθεί να κάνει τα ιδανικά της πράξη», επέμενε λίγο πριν την πρωθυπουργική εκπνοή του ο Κώστας Σημίτης, ως ο αίρων… τις αμαρτίες του δικού του κυβερνητικού κόσμου, αλλά και των κυβερνήσεων Μπλερ και Σρέντερ. Και της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας εν γένει. 

«Είναι η υπεύθυνη αριστερά»! Καμιά αντίρρηση εάν δεχτούμε ότι αριστερή υπευθυνότητα είναι η τέχνη της πολιτικής προσαρμογής. Έτσι ναι, μπορούμε να δεχτούμε ως αριστερή υπευθυνότητα την προσαρμογή των κυβερνητικών επιλογών των Μπλερ - Σρέντερ - Σημίτη, στο νεοφιλελεύθερο διεθνές πολιτικό περιβάλλον, στις επιταγές του μεταμοντέρνου επιθετικού καπιταλισμού. 

«Είμαστε οι υπεύθυνη αριστερά», δηλώνει τώρα, μιμούμενος τον Σημίτη, ο αρχηγός της συγκυβερνητικής ΔΗΜΑΡ Φώτης Κουβέλης. Κι εμείς, συνεχίζοντας τις στρεβλώσεις, πρέπει να δεχτούμε ότι υπεύθυνη αριστερά είναι η αριστερά που προσαρμόζεται τέλεια στις, όποιες, δοσμένες πολιτικοοικονομικές συνθήκες, προκειμένου να επιβιώσει κυβερνητικά στο περιβάλλον της Γερμανοκρατούμενης ευρωζώνης, στο δεσπόζον διεθνές περιβάλλον του καπιταλιστικού ολοκληρωτισμού. Να δεχτούμε, δηλαδή ότι ο οπορτουνισμός είναι το Α και το Ω μιας υπεύθυνης Αριστεράς. 

Μα την αλήθεια και εις το όνομα της τραυματικής ΠΑΣΟΚ - εμπειρίας που, ως λαός - πειραματόζωο, βιώνουμε τα τελευταία χρόνια: υπάρχουν άραγε ακόμα Έλληνες, τόσο αφελείς ή και τόσο ηλίθιοι που θα προσεγγίζουν το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου ή τη ΔΗΜΑΡ του Κουβέλη με… ιδεολογικά κριτήρια, δηλαδή ως σοσιαλιστικά κόμματα; Θου κύριε φυλακήν…

Νίκος Τσαγκρής

14 Ιανουαρίου 2013

Άκης Πάνου, περί της αναρχίας...



Καθώς η συγκυβέρνηση των εκποιητών της Ελλάδας και των Ελλήνων έφερνε στο πολιτικό προσκήνιο τους αντιεξουσιαστές και τα γκαζάκια για να κρύψει τις πομπές της, θυμήθηκα τα λόγια του Άκη Πάνου, όταν μια βραδιά του ’89, στο Επειγόντως, (φωτογραφία), όταν τον ρώτησα για ποιους έγραψε το τραγούδι του «αδιόρθω αναρχί».
"Για όλους εμάς, τους απλούς Έλληνες", μου απάντησε: ‘Εμείς είμαστε οι αναρχικοί. Από παράδοση, από παιδεία, από ιστορία. Οι κουκουλοφόροι, οι τρομοκράτες, οι «αναρχικοί», είναι είτε το θέλουν είτε όχι οι φρουροί της εξουσίας….


Αδιόρθω Αναρχί (οι στίχοι)



Μαθημέ στις κακουχί

άντε φτου κι απ' την αρχή
τις κουβέ και πειθαρχί
αδιόρθω αναρχί


Δεν προσκύ ποτέ κανέ
λένε όχι λέω ναι
στην κρεμά έχω ανέ
με κηδέ και ζωντανέ

Τι με νοιά αν θα πεθά
θα πεθάπου θα πεθά
δεν τρομά ο μελλοθά
με σταυρό και γολγοθά

10 Ιανουαρίου 2013

Κιμούλης εγκαλεί Θεοδωρόπουλον...


Μου αρέσουν οι άνθρωποι που «τα λένε». Tους προτιμώ απ αυτούς που «κρύβουν λόγια», αυτούς που, όταν δημοσίως ομιλούν, φροντίζουν να μεταλλάσσουν τις ενδόμυχες σκέψεις τους, τις πραγματικές απόψεις τους, σε σκέψεις, απόψεις, συνάδουσες με το σύστημα αξιών που εκάστοτε υπηρετούν, το σύστημα που τους εκτρέφει.
Φυσικά, καθώς η διαδικασία μετάλλαξης επαναλαμβάνεται, αυτοματοποιείται. Eτσι, κάποτε, ο... κρυψίνους δεν έχει τίποτα να κρύψει: η ενδόμυχη, η προσωπική σκέψη, η διαδικασία που την παράγει, ατροφεί. Kαι ο «κρυψίνους» απομένει με τη μεταλλαγμένη σκέψη. Στο τέλος, την υιοθετεί, την υποστηρίζει, την κηρύσσει, σαν να είναι η δική του ενδόμυχη σκέψη...
Aναφέρομαι, κυρίως, στους ανθρώπους των οποίων ο λόγος είναι δημόσιος, διαμορφώνει γνώμη. Kαι ειδικά στους δημοσιογράφους και τους πνευματικούς ανθρώπους.
Αυτές τις μέρες είχα την ευκαιρία να απολαύσω έναν απ' αυτους που "τα λένε", τον ηθοποιό Γιώργο Κιμούλη, να τα λέει - πραγματικά έξω απ' τα δόντια μιλάμε, στον Τάκη Θεοδωρόπουλο. Ο οποίος, από τη στήλη του στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (http://www.tanea.gr/gnomes/?aid=4780385) , κανοναρχούσε με σχόλια συνάδοντα με το σύστημα αξιών του συγκροτήματος Τύπου που υπηρετεί τον Γιώργο Κιμούλη, για τις απόψεις που είχε εκφράσει στην εκπομπή του MEGA "Ανατροπή". Αναδημοσιεύω λοιπόν με χαρά, επιδοκιμάζοντας μετ' ενθουσιασμού, την απάντηση του κ. Κιμούλη...


 "Άν είστε με το λιοντάρι, τουλάχιστον μη βελάζετε!"

Αγαπητέ κύριε Θεοδωρόπουλε, με αφορμή το χθεσινό ειρωνικό σας σχόλιο για μένα στη στήλη της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ – Γνώμες» θέλω να σας πω μερικά πράγματα, τα οποία ίσως να μην τα έχετε σκεφτεί ποτέ, δηλώνοντάς σας όμως, πως εγώ ποτέ δε σχολιάζω γνώμες άλλων, αν δε με έχουν προκαλέσει πρώτα αυτοί. Αλλά αν με προκαλέσουν απαντώ με τον δικό μου τρόπο, ο οποίος πολλές φορές δεν είναι κι ο καλύτερος για τον άλλον. Και καλά εσείς δεν ξέρατε - δε ρωτούσατε;

Ξεκινώ λέγοντάς σας κατ’ αρχάς, πως είναι κρίμα να μη γνωρίζετε, ως πνευματικός άνθρωπος που είστε, όπως τουλάχιστον δηλώνετε, ότι η διεκδίκηση της «ουτοπίας», ως μηχανισμός υπεράσπισης ανθρωπίνων αξιών, δεν εντοπίζεται στη «νεότητα» και δεν αντιβαίνει την «ωριμότητα». Αντιθέτως, αν χαρακτηρίζει κάτι την «ωριμότητα» είναι η διαχείριση της «ήττας». Άρα, όταν η «ήττα», κύριε Θεοδωρόπουλε, εντοπίζεται στη διάψευση μιας συλλογικής ουτοπίας, το άτομο δύναται να διατηρεί τον ουτοπικό του λόγο και να εμμένει στις αξίες και τα αιτήματα, που διαμορφώνουν την εκάστοτε «ουτοπία», αναδιατάσσοντας την «τακτική» του με βάση την νέα πραγματικότητα.

Με απλά λόγια, για να το καταλάβετε κι εσείς, δεν αλλάζουμε τις αξίες μας ανάλογα με την εποχή ή ανάλογα με το τι μας συμφέρει κάθε εποχή. Αν είχα έστω και το ελάχιστο δείγμα από εσάς, πως κάποτε, έστω και στο πολύ μακρινό παρελθόν σας, σας είχε απασχολήσει αυτό το θέμα, θα σας συμβούλευα, να μη χρησιμοποιείτε ποτέ τη συλλογική διάψευση για ναδικαιολογήσετε την απομάκρυνσή σας από τις βασικές σας αξίες, γιατί τότε η «ήττα» καθίσταται ατομική κι έτσι αυτοχαρακτηρίζεστε αποτυχημένος και δε σας σώζει τίποτα, ούτε καν η φράση σας: «έχω πάψει προ πολλού να αισθάνομαι αειθαλής πιονιέρος».

Πολύ φοβάμαι όμως, πως όλα αυτά είναι ψιλά γράμματα για εσάς κι αν κάτι σας ενόχλησε στην ουσία, όπως αφήνετε, ως σοφός ώριμος ρεαλιστής, να νοηθεί στο άρθρο σας, δεν ήταν ο «πολιτικός παλιμπαιδισμός» μου και η αναφορά μου στον καπιταλισμό (χωρίς την προσφώνηση του κ. Μπογιόπουλου, αν και θα σας άξιζε), όσο τα σχόλια μου μου για το «σουλάτσο πολλών επαγγελματιών διανοουμένων στον κονφορμισμό» και την «εθελούσια δουλεία τους στην πολιτική καμαρίλα». Σχόλια που νομίζω, τα πήρατε προσωπικά. Λάθος σας, κύριε Θεοδωρόπουλε.

Σας δηλώνω ευθαρσώς λοιπόν - για να μην ανησυχείτε -, πως όταν μίλησα περί εθελούσιας δουλείας στην πολιτική καμαρίλα, δεν αναφερόμουν σ’ εσάς! Ούτε καν σας είχα στο μυαλό μου. Δε σας ήξερα και δε σας ξέρω. Μόλις πριν από λίγο και εντελώς τυχαία έμαθα, πως είχατε αναλάβει – αμισθί, όπως ο ίδιος τονίζετε παντού - τη θέση του προέδρου του Δ.Σ. του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού κ. Γερουλάνου και στη συνέχεια, μετά από ενάμιση χρόνο υποβάλλατε την παραίτησή σας, όχι για λόγους πολιτικούς βέβαια, αλλά για λόγους προσωπικούς, όπως εσείς ο ίδιος πάλι γράφετε στην επιστολή παραίτησής σας. Επίσης μόλις τώρα ανακάλυψα, πως την τελευταία εικοσαετία έχετε συγγράψει πάνω εικοσιπέντε έργα! Σας ζητώ συγγνώμη, αλλά δεν έχω διαβάσει ούτε ένα απ’ αυτά, όπως και πολλοί άλλοι φαντάζομαι. Άρα το να θεωρείτε, πως τη σκέψη μου την απασχολεί η προσωπικότητά σας είναι μία απλή φαντασίωση σας, που αποδεικνύει πως τελικά όντως πολλές φορές η μύγα μυγιάζεται.

Εδώ όμως, μ’ αυτήν την επιστολή μου, δε σας εγκαλώ για σχοινοβασία ενός μυαλού μεταξύ κενότητας και ανοησίας, ούτε για διακονία σ’ έναν ακραίο νεοσυντηρητισμό, πράγμα που είναι εμφανές σε όσα άρθρα σας άντεξα να διαβάσω στο διαδίκτυο, ούτε για την εμφανή προστασία που παρέχετε στο ίδιο σαθρό πολιτικό σύστημα, που σας συντηρούσε μέχρι τώρα (αυτό το τελευταίο το αναφέρω ορμώμενος από την αυτοκριτική, που κάνατε κάποτε αναφερόμενος στην περίπτωση Λαυρεντιάδη. Γράψατε: «Δεν ξέρω αν όλοι μαζί τα φάγαμε. Όμως από τα σπλάγχνα μας τους βγάλαμε». Αυτή τη φράση σας την εξέλαβα στη κυριολεξία της, αλλά αν την κατάλαβα λανθασμένα, σας ζητώ εκ των προτέρων συγνώμη). Ούτε επίσης σας εγκαλώ για την αιθαλομίχλη της πολιτικής σας σκέψης, αφού ακόμη και τότε στα νεανικά σας ντουζένια, όταν προσπαθούσατε να βρείτε την ευτυχία στο Παρίσι μέσω της μαρκουζιανής σκέψης, ερμηνεύατε ποίηση του Μάο και στίχους του Μαγιακόφσκι, μόνο και μόνο για να βρείτε κάποια γκόμενα, όπως εσείς ο ίδιος εξομολογείστε στο άρθρο σας. Ήθελα να ‘ξερα ειλικρινά, αν κάτι τέτοιο το καταφέρατε ποτέ; Μάλλον όχι και μάλλον μπακούρης φεύγατε κάθε βράδυ μετά από εκείνες τις ολονύχτιες συζητήσεις. Κατανοώ πλήρως αυτό, που σας συμβαίνει. Τα τραύματα σ’ αυτήν την ηλικία μένουν ανεξίτηλα. Έτσι εξηγείται άλλωστε κι όλο αυτό το σύμπλεγμα περί αποτυχίας, που διαφαίνεται στη γεμάτη πικρία διαπίστωσή σας, πως οι «επιτυχημένοι είναι είδος».

Δε σας εγκαλώ όμως γι’ αυτά. Σας εγκαλώ για κάτι άλλο πολύ πιο σοβαρό: πώς γίνεται εσείς, ο ώριμος είρων, ο ανανήψας πλέον απ’ το ανώριμο παρελθόν του, ο λάτρης του μπισμαρκικού «εφικτού της πολιτικής και αυτόκλητος μάρτυρας υπεράσπισης της τωρινής πολιτικής κατάστασης», πώς γίνεται να επιλέγει τον ειρωνικό σχολιασμό της φράσης «κατάργηση των μνημονιακών νόμων», ξεχνώντας (;) και αποσιωπώντας – κοινώς: κάνοντας γαργάρα - το γεγονός, πως δίπλα του, στον ίδιο χώρο της εφημερίδας που αρθρογραφεί, λόγω της εθελουσίας εξόδου (σύγχρονος όρος της μνημονιακής πολιτικής, ο οποίος περιγράφει «κομψά» την ψυχρή απόλυση) έχουν βρεθεί ξαφνικά στον δρόμο, πάνω από 15 εργαζόμενοι δημοσιογράφοι, μεταξύ των οποίων και γνωστές υπογραφές, όπως Γιώργος Παπαχρήστος (πολιτικό ρεπορτάζ), Κώστας Γεωργουσόπουλος (θεατρικός κριτικός), Δημήτρης Δανίκας (κριτικός κινηματογράφου και αρθρογράφος), Μικέλα Χαρτουλάρη (αρχισυντάκτρια στο ένθετο βιβλίου), Πόπη Διαμαντάκου (τηλεκρικτικός), Χάρις Ποντίδα (πολιτιστικά ), Νίκος Αμανίτης (επικεφαλής ενθέτων) κ.α. Είναι δυνατόν να ειρωνεύεστε εσείς το σχοινί στο σπίτι του κρεμασμένου;

Θα ήθελα, όμως ειλικρινά να μάθω, πολυγραφότατε κύριε Θεοδωρόπουλε, το ψιλοκομμένο αυτό τουμπεκί, που κάνετε είναι γιατί, όπως εσείς γράφετε περιγράφοντας τον εαυτό σας, χαριεντιζόμενος ως άλλος «εκπεπτωκός νάρκισσος», «η σκέψη σας έχει χάσει προ πολλού τη φρεσκάδα και δε σας επιτρέπει να επαναλαμβάνετε ωραίες κοινοτοπίες με τη σεμνότητα του ανθρώπου που νομίζει πως εφηύρε την πυρίτιδα», αφού «η ορμή της νεότητάς σας, αυτή που σας έκανε να γεύεστε το bouquet των ιδεών, σας έχουν εγκαταλείψει προ πολλού;» Ή κρατάτε το στόμα σας κλειστό και περί άλλα τυρβάζετε, γιατί η «πολιτική ωριμότητα», που σας διακατέχει, έχει ξυπνήσει μέσα σας το τερατάκι μίας νέας «πεφωτισμένης δεξιάς», η οποία βάσει της περίφημης πολιτικής ορθότητας διατυμπανίζει την πιο ακραία αντιδραστική θέση: «κάποια στιγμή πρέπει επιτέλους αυτή χώρα να γίνει χώρα!»; Τα άρθρα σας βασίζονται σ’ αυτήν την αντίληψη.

Αγαπητέ ώριμε σοφέ ρεαλιστή επιμελητή εκδόσεων συγγραφέα και αρθρογράφε, δεν καταλαβαίνετε πως με το να ενδύεστε το φθαρμένο ένδυμα του Σαβοναρόλα και να μιμείστε τους υστερικούς Αμερικάνους ιεροκήρυκες, σκαρφαλωμένος στον άμβωνα με τεντωμένο το δάχτυλο νουθετώντας τ’ απολωλότα πρόβατα για αριστερό παλιμπαιδισμό, στηρίζετε μια πολιτική κατάσταση, που οδηγεί αυτόν τον τόπο σε πλήρη εξαθλίωση; Δεν καταλαβαίνετε, πως αυτή η στάση εγείρει ευλόγως, αν όχι υπόνοιες διατεταγμένης αποστολής, εγείρει σκέψεις του τύπου «γλύφουμε αυτούς μέχρι τώρα μας έκαναν να φαινόμαστε στα μάτια μας σημαντικοί». Σταματήστε όσο είναι καιρός αυτήν την επωδό που λέει, πως όλο αυτό που μας συμβαίνει πρέπει να το αντιμετωπίσουμε με τη φαταλιστική αποδοχή του μονόδρομου («η κατάσταση πλέον είναι μη αναστρέψιμη», είχατε γράψει πριν από κάποιους μήνες, αν θυμάστε) και να το δούμε «ως αναγκαίο κακό, που μπορεί να μας βγει και σε καλό, γιατί ούτως ή άλλως χρειαζόταν ένα σοκ η ελληνική κοινωνία!». Κι αν δε θέλετε να σταματήσετε αυτήν την κατρακύλα, γιατί ίσως να μην υπάρχει πλέον ίχνος αισχύνης για ό,τι γίνεται σ’ αυτή τη χώρα, ας μας απαντήσετε όλες εσείς οι Μαρίες Αντουανέτες και οι Αντωνίες Ραφαέλες με τα παντεσπάνια και τα μπριος τύπου «θα βγει σε καλό, χρειαζόταν ένα σοκ!», με ποιον είστε; Με το πρόβατο ή με το λιοντάρι; Γιατί αν είστε με το λιοντάρι, τουλάχιστον μη βελάζετε!

Με τις υγείες σας, κύριε Θεοδωρόπουλε
και αν χρειαστεί θα επανέλθω γιατί έχω κι άλλα να σας πω.

Γιώργος Κιμούλης