4 Ιουλίου 2009

Πάλι στην... παρανομία!..

Ξεκίνησα με κάτι γόπες ξεγυριστές. Τις διάλεγα με το μεράκι ευγενούς συλλέκτη... εντόμων. Κείτονταν άψυχες, σβησμένες, ανάμεσα στο μαυρισμένο από το μηχανόλαδο ψιλό χαλίκι που κάλυπτε τον στεγασμένο χώρο. Ένα τεράστιο υπόστεγο που στέγαζε τα διανυκτερεύοντα βαγόνια των επιβατικών αμαξοστοιχιών Πειραιώς – Αθηνών – Πατρών – Πύργου – Κυπαρισσίας.

Νωρίς το απόγευμα έμπαιναν οι καθαρίστριες, έκαναν τη φασίνα και άδειαζαν τα δεκάδες τασάκια, γεμίζοντας με αποτσίγαρα τους χώρους ανάμεσα στις διπλές ράγες. Το εξασκημένο μάτι μου εντόπιζε τις πιο μεγάλες, τις πιο καθαρές, τις πιο σπέσιαλ γόπες, πραγματικά μισαδάκια, κατά προτίμηση με φίλτρο. Μια αφράτη Παλμάλ, δυο καλοβαλμένες Ντάνχιλ, μια πριγκιπική Κεντ, πολλές δικές μας, του Παπαστράτου, του Καρέλια, του Ματσάγκου, ακόμα και ντόπιες, του Πυργιώτη Καραβασίλη.

Μόλις έβρισκα την καλύτερη, κρυβόμουν πίσω απ’ τις τραβέρσες που σχημάτιζαν μια ιδανική κρυψώνα και τρακαρισμένος την άναβα. Μια ρουφηξιά, το γνωστό ανακάτεμα στο στομάχι, κι αμέσως πέταγα με αηδία τη γόπα. Ήμουν ακόμα δέκα – έντεκα χρόνων και ήταν απλά ένα γοητευτικό παράνομο παιγνίδι…

Αργότερα ήρθε το Γυμνάσιο, οι κοπάνες με τους κακούς συμμαθητές και η επίσημη επαφή με το τσιγάρο. Η σχέση αναπτύσσεται, απλά και φυσικά. Κάποιες μικρές αναστολές απλώς, αισθήματα αμαρτίας κι ενοχής απέναντι, κυρίως, στους γονείς και στους καθηγητές. Όπως αυτά που εισπράτταμε απ’ τον αυνανισμό, απ’ τις κοπάνες, απ’ την κρυφή ανάγνωση εξωσχολικών βιβλίων˙ απ’ όλα τα «επικίνδυνα παιχνίδια» μας, τα παιδικά. Όμως, στον κύκλο μας, τον κύκλο των κοπανατζήδων μαθητών, το κάπνισμα ήταν μαγκιά. Ήταν κατόρθωμα, λες και κατάφερνες να διαρρήξεις την αυλόπορτα, να μπεις απ' το παράθυρο στον κόσμο των μεγάλων. Και ύστερα κάπνιζες το ένα πάνω στ' άλλο, έτσι, φυσικά και αναγκαία, όπως πίνεις το νερό, όπως τρως, όπως κοιμάσαι...

Μα να που τώρα ξαναζούμε την παρανομία, οι καπνιστές. Είμαστε, λέει, εξόριστοι και… άστεγοι δια παντός. Χαρήκαμε! Και να τες πάλι, στις εφημερίδες, οι στατιστικές και οι δηλώσεις, και οι αριθμοί : τόσοι καρκίνοι, τόσες καρδιοπάθειες, μαυρίλα, θάνατος, για όλα φταίει το καταραμένο το τσιγάρο. Πολύ ωραία, να το κόψουμε, το κόψαμε! Αύριο ξημερώνει μια άλλη μέρα. Μπορούμε να ξυπνήσουμε μες στη χαρά, να πάρουμε βαθιές διοξείδιες αναπνοές, να απολαύσουμε ένα ορμονούχο πρωινό γεμάτο συντηρητικά, να μπούμε ευθύς στο Ι.Χ. και να γκαζώσουμε στο δρόμο της καταναλωτικής μαστούρας που ευδοκιμεί στην αποστειρωμένη «νέα εποχή». Τσιγάρο τέρμα. Μήπως και ζήσουμε πέντε – έξι χρόνια παραπάνω, καταναγκαστικά ανασαίνοντας τις μύριες νικοτίνες των καιρών μας. Κι όχι «με νικοτίνη δυνατή και τον Μπομπ Ντύλαν και τους ρεμπέτες στα παλιά γραμμόφωνα…» όπως τότε.

Νίκος Τσαγκρής

Δεν υπάρχουν σχόλια: