26 Ιουλίου 2009

Υπάρχουν και αριστεροί... ηγεμόνες


Το χειρότερο δεν είναι το αίσθημα της ήττας που, δικαίως ή αδίκως, κατέλαβε τα μέλη και τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ μετά από το αρνητικό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, αλλά η απογοήτευση από τη «μάχη της καρέκλας» που ακολούθησε στο χώρο της ηγεσίας αυτού του, αρχικά γοητευτικού, πολιτικού μορφώματος. Γιατί, χωρίς αμφιβολία, «μάχη της καρέκλας» είναι ό,τι συμβαίνει στον ΣΥΡΙΖΑ αυτό το καλοκαίρι.

«Μάχη της καρέκλας» σαν τις «μάχες της καρέκλας» που συνηθίζονται στα αποκαλούμενα (από την παραδοσιακή Αριστερά) αστικά κόμματα, το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατί. Η μόνη διαφορά είναι ότι τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ συγκρούονται με στόχο την ηγεμονία του «χώρου» ενώ τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ συγκρούονται (όταν συγκρούονται) με στόχο την κυβερνητική εξουσία και, βέβαια, τα λάφυρά της. Αυτά να λέγονται μα, δυστυχώς, δεν λέγονται παρά μόνον σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις απογοητευμένων μελών ή απλών ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ.

Τα δημόσια πρόσωπα του ΣΥΡΙΖΑ ή σιωπούν, ή υποδύονται ιδεολόγους μαχητές εναντίων ιδεολόγων αντιπάλων. Ακόμα και ο ανένταχτος φίλος μου Περικλής Κοροβέσης, που συνήθως τα λέει έξω απ’ τα δόντια, αυτή τη φορά είναι εξαιρετικά έμμεσος και ανυπόφορα ευγενικός καθώς, δημοσίως, τοποθετείται επί του θέματος. Προκειμένου να αποκαλύψει, να πούμε, την απουσία πολιτικού υπόβαθρου στις συγκρούσεις των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, προσφεύγει στην κομμουνιστική ιστορία, συγκρίνοντας την κόντρα Αλαβάνου – Τσίπρα με την αρχαία διαμάχη Μαρξ – Προυντόν: «… Όχι σπάνια παίζει μεγάλο ρόλο ο ανταγωνισμός των χαρισματικών προσωπικοτήτων, όπως π.χ. η διαμάχη Μαρξ – Προυντόν, που κατά την άποψή μου, δεν είχε πολιτικό υπόβαθρο και οι διαφορές τους θα μπορούσαν να είχαν επιλυθεί… »!

Αλλά εκείνο που (πραγματικά!) με… πληγώνει στην διπλωματία αυτή του Περικλή είναι ότι, έστω δια της εις άτοπον απαγωγής, επιδαψιλεύει τον χαρακτηρισμό «χαρισματικοί ηγέτες» στους Αλαβάνο – Τσίπρα! Τους βασικούς υπεύθυνους και για το αίσθημα της ήττας που, δικαίως ή αδίκως, κατέλαβε τα μέλη και τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ μετά από το αρνητικό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών. Και, κυρίως, για την απογοήτευση από τη «μάχη της καρέκλας» που ακολούθησε στο χώρο της ηγεσίας αυτού του, αρχικά γοητευτικού, πολιτικού μορφώματος. Γιατί, ας το πούμε καθαρά, Περικλή, μάχη της καρέκλας είναι ό,τι συμβαίνει στον ΣΥΡΙΖΑ αυτό το καλοκαίρι.
Νίκος Τσαγκρής

7 Ιουλίου 2009

O Mάικλ, ο Σίλβιο και τα ζόμπι

Ο Mάικλ Tζάκσον, με το παραμορφωμένο πρόσωπο, τη λεπτή -γαμψή... προς τα πάνω- ασπρουλιάρικη μύτη, να κρυφοκοιτάζει πίσω από μια γυαλιστερή μαύρη φράντζα περούκας, ήταν εκεί. Στη μέση του τουριστικού πρωινού, ανάμεσα σε κάτι διαφανείς φέτες ζαμπόν και ένα μπολ με θλιβερά κορνφλέικς στο ξενέρωτο γάλα.

Θρίλερ! O μεταλλαγμένος σούπερ σταρ, οι μεταλλαγμένες διακοπές, οι μεταλλαγμένοι Eλληνες. Mιλούσαν πρωί πρωί για τον πεθαμένο. Όχι για τον Mάικλ, το μαυράκι που μπήκε από τα παιδικά του χρόνια στον μύλο του αμερικανικού life style και αλέστηκε και βγήκε κάτασπρο σαν αλεύρι και λιώμα σαν ζόμπι. Για το «πακέτο Mάικλ Tζάκσον» μιλούσαν:
-Mιλάμε για φοβερό οικονομικό μέγεθος!
-700 εκατομμύρια δίσκοι και βάλε!
-Eσβησε μεγέθη σαν τον Σινάτρα και τον Πρίσλεϊ αυτό το τέρας!
-Aσύλληπτο χρήμα, ασύλληπτη φήμη!
-Pε συ, αν ήμουν κληρονόμος του θα ήμουν πιο κονομημένος κι απ’ τον Σισέ, να πούμε!
-Kι απ’ τον Kακά, κι απ’ τον Pονάλντο, ρε καρντάση!...

Φήμη και χρήμα! Οι απόλυτες αξίες μιας εποχής, που ενώ μοιάζει virtual reality, είναι πιο ρεαλιστική από τον ίδιο τον ρεαλισμό, πιο βάρβαρη από την ίδια τη βαρβαρότητα. Φήμη και χρήμα! Το life style μιας ανθρώπινης φουρνιάς, μιας ράτσας μεταλλαγμένης μέσω του «πολιτισμού της εικόνας», του «πολιτισμού της πληροφορίας», του «τηλεοπτικού πολιτισμού». Mια ανθρώπινη συνομοταξία έτοιμη να βουτήξει στη διαφθορά, προκειμένου να αποκτήσει φήμη και χρήμα. Kι όταν δεν τα καταφέρνει, αρέσκεται να επιδοκιμάζει τα πλούσια και φημισμένα είδωλα της εποχής. Aδιαφορώντας αν βούτηξαν στα σκάνδαλα και στη διαφθορά για να... διακριθούν.

Δυστυχώς, οι πολιτικοί δεν εξαιρούνται. O Σίλβιο Mπερλουσκόνι, ας πούμε, εκτιμάται ότι ψηφίζεται από μια κατηγορία Iταλών που εμφορούνται από την αρρωστημένη μεγαλομανία του για φήμη και δόξα. Eίναι το πρότυπό τους, ένας σούπερ σόουμαν: αγαπάει το χρήμα, τις γυναίκες, την τηλεόραση, το ποδόσφαιρο, τα λίφτινγκ, τις εμφυτεύ­σεις μαλλιών, τους διάσημους φίλους, το καλό φαγητό. «Δοξάζει την Eκκλησία το πρωί, τις οικογενειακές αξίες το απόγευμα και τα όμορφα κορίτσια το βράδυ»!

Mιλάμε για εκατομμύρια Eυρω­παίων που θεωρούν ότι ο Mπερλουσκόνι είναι κάτι ανάμεσα σε Xουάν Περόν, Φρανκ Σινάτρα, Eλβις Πρίσλεϊ και... Mάικλ Tζάκσον! Πάμε καλά;


Νίκος Τσαγκρής

4 Ιουλίου 2009

Πάλι στην... παρανομία!..

Ξεκίνησα με κάτι γόπες ξεγυριστές. Τις διάλεγα με το μεράκι ευγενούς συλλέκτη... εντόμων. Κείτονταν άψυχες, σβησμένες, ανάμεσα στο μαυρισμένο από το μηχανόλαδο ψιλό χαλίκι που κάλυπτε τον στεγασμένο χώρο. Ένα τεράστιο υπόστεγο που στέγαζε τα διανυκτερεύοντα βαγόνια των επιβατικών αμαξοστοιχιών Πειραιώς – Αθηνών – Πατρών – Πύργου – Κυπαρισσίας.

Νωρίς το απόγευμα έμπαιναν οι καθαρίστριες, έκαναν τη φασίνα και άδειαζαν τα δεκάδες τασάκια, γεμίζοντας με αποτσίγαρα τους χώρους ανάμεσα στις διπλές ράγες. Το εξασκημένο μάτι μου εντόπιζε τις πιο μεγάλες, τις πιο καθαρές, τις πιο σπέσιαλ γόπες, πραγματικά μισαδάκια, κατά προτίμηση με φίλτρο. Μια αφράτη Παλμάλ, δυο καλοβαλμένες Ντάνχιλ, μια πριγκιπική Κεντ, πολλές δικές μας, του Παπαστράτου, του Καρέλια, του Ματσάγκου, ακόμα και ντόπιες, του Πυργιώτη Καραβασίλη.

Μόλις έβρισκα την καλύτερη, κρυβόμουν πίσω απ’ τις τραβέρσες που σχημάτιζαν μια ιδανική κρυψώνα και τρακαρισμένος την άναβα. Μια ρουφηξιά, το γνωστό ανακάτεμα στο στομάχι, κι αμέσως πέταγα με αηδία τη γόπα. Ήμουν ακόμα δέκα – έντεκα χρόνων και ήταν απλά ένα γοητευτικό παράνομο παιγνίδι…

Αργότερα ήρθε το Γυμνάσιο, οι κοπάνες με τους κακούς συμμαθητές και η επίσημη επαφή με το τσιγάρο. Η σχέση αναπτύσσεται, απλά και φυσικά. Κάποιες μικρές αναστολές απλώς, αισθήματα αμαρτίας κι ενοχής απέναντι, κυρίως, στους γονείς και στους καθηγητές. Όπως αυτά που εισπράτταμε απ’ τον αυνανισμό, απ’ τις κοπάνες, απ’ την κρυφή ανάγνωση εξωσχολικών βιβλίων˙ απ’ όλα τα «επικίνδυνα παιχνίδια» μας, τα παιδικά. Όμως, στον κύκλο μας, τον κύκλο των κοπανατζήδων μαθητών, το κάπνισμα ήταν μαγκιά. Ήταν κατόρθωμα, λες και κατάφερνες να διαρρήξεις την αυλόπορτα, να μπεις απ' το παράθυρο στον κόσμο των μεγάλων. Και ύστερα κάπνιζες το ένα πάνω στ' άλλο, έτσι, φυσικά και αναγκαία, όπως πίνεις το νερό, όπως τρως, όπως κοιμάσαι...

Μα να που τώρα ξαναζούμε την παρανομία, οι καπνιστές. Είμαστε, λέει, εξόριστοι και… άστεγοι δια παντός. Χαρήκαμε! Και να τες πάλι, στις εφημερίδες, οι στατιστικές και οι δηλώσεις, και οι αριθμοί : τόσοι καρκίνοι, τόσες καρδιοπάθειες, μαυρίλα, θάνατος, για όλα φταίει το καταραμένο το τσιγάρο. Πολύ ωραία, να το κόψουμε, το κόψαμε! Αύριο ξημερώνει μια άλλη μέρα. Μπορούμε να ξυπνήσουμε μες στη χαρά, να πάρουμε βαθιές διοξείδιες αναπνοές, να απολαύσουμε ένα ορμονούχο πρωινό γεμάτο συντηρητικά, να μπούμε ευθύς στο Ι.Χ. και να γκαζώσουμε στο δρόμο της καταναλωτικής μαστούρας που ευδοκιμεί στην αποστειρωμένη «νέα εποχή». Τσιγάρο τέρμα. Μήπως και ζήσουμε πέντε – έξι χρόνια παραπάνω, καταναγκαστικά ανασαίνοντας τις μύριες νικοτίνες των καιρών μας. Κι όχι «με νικοτίνη δυνατή και τον Μπομπ Ντύλαν και τους ρεμπέτες στα παλιά γραμμόφωνα…» όπως τότε.

Νίκος Τσαγκρής