27 Δεκεμβρίου 2007

Σχολιαστές αυτοκτονιών...

Όλοι αυτοί που βγαίνουν στο γυαλί για να σχολιάσουν την απόπειρα αυτοκτονίας του Ζαχόπουλου, πριν σχολιάσουν εύχονται ταχείαν ανάρρωσιν στον αυτόχειρα. Κάτι που, στην καλύτερη, μοιάζει με γκάφα και στη χειρότερη με αστείο, αφού ο αυτόχειρας βούτηξε στον ακάλυπτο για να γλυτώσει απ’ τα εγκόσμια και όχι για να βρεθεί στην εντατική του κόσμου τούτου. Γενικότερα, συνιστώ στους σχολιαστές αυτοκτονιών να αναβαθμίσουν τις ψυχαναλυτικές δυνατότητές τους. Δεδομένου ότι έρχονται ακόμα χειρότερες πολιτικές ημέρες και η ειδικότητα «σχολιαστής αυτοκτονιών» θα καταστεί περιζήτητη από τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης.

Επιχειρώντας, ως έγκυρος σχολιαστής αυτοκτονιών (του Τύπου και όχι των ηλεκτρονικών μέσων), μια εμπεριστατωμένη ανάλυση της απόπειρας αυτοκτονίας Ζαχόπουλου, διακρίνω κάποια βαθύτερα αίτια, τα οποία, οι συνάδελφοι των ηλεκτρονικών μέσων, δεν διαθέτουν το επίπεδο να διακρίνουν. Ένα εξ αυτών, το βασικότερο ίσως, είναι ότι ο αυτόχειρας υπήρξε υποκείμενο μιας μεγάλης πολιτικής απάτης: προϊστάμενος ενός υπουργείου το οποίο υποτίθεται ότι ιδρύθηκε για να διαχειρίζεται την, πάλαι ποτέ, πεμπτουσία της ανθρώπινης δημιουργικότητας, τα γράμματα και τις τέχνες. Και κατέληξε να διαχειρίζεται την πεμπτουσία της ανθρώπινης δημιουργικότητας των καιρών μας, το δημόσιο χρήμα.

Αλλά,ακόμα κι αυτή, η διαχείριση του δημοσίου χρήματος, είναι κακός μπελάς για τον διαχειριστή˙ ανεξάρτητα εάν είναι γραμματέας υπουργείου ή υπουργός, αν λέγεται Ζαχόπουλος ή Τσιτουρίδης, να πούμε, μπορεί να οδηγηθεί στο σπίτι του, στην κατάθλιψη, ακόμα και στην αυτοκτονία. Αφού, αργά ή γρήγορα, θα κληθεί να μοιράσει δημόσιο χρήμα. Και, καθώς θα το μοιράζει, είναι πιθανότατο να κάνει το μοιραίο ορθογραφικό λάθος: αντί να το μοιράσει στους υμετέρους να το μοιράσει στους ημετέρους! Το μόνο που λείπει είναι το πρόσωπο που θα αποκαλύψει το… ορθογραφικό λάθος. Αν προκύψει νεαρή -παρακοιμωμένη του διαχειριστή- συνάδελφος, τότε είναι πιθανή ακόμα και η αυτοκτονία. Του διαχειριστή…

Στην περίπτωση Ζαχόπουλου, διακρίνω και μια περιέργεια πέρα απ’ τη συνήθη περιέργεια που εγείρει μια ανεπιτυχής απόπειρα αυτοκτονίας (και είναι περιέργεια του τύπου «Μας δουλεύει τώρα ή το ήθελε;» και «Θέατρο έκανε, άραγε;» ή «Είναι σίγουρα ψυχάκιας ή…») και αυτή είναι μια πολιτική περιέργεια ή μια περιέργεια των πολιτικών: ήταν δεξιός ή αριστερός ο αυτόχειρας; Πως τα κατάφερε και επιβίωσε ως ισχυρός γραμματέας και επί ΠΑΣΟΚ και επί Νέας Δημοκρατίας; Ήταν απλώς υμέτερος της Ρηγίλλης ή ήταν ημέτερος του Καραμανλή και της Νατάσσας, όπως ακούγεται; Και, ως διαχειριστής δημοσίου χρήματος, ευνοούσε υμετέρους του ΠΑΣΟΚ, υμετέρους της ΝΔ, ή απλώς ημετέρους; Και ποιους ακριβώς; Είναι ερωτήματα που μόνο ο αυτόχειρας θα μπορούσε να απαντήσει. Πράγμα που, εν μέρει, αιτιολογεί την ευχή «ταχείαν ανάρρωσιν», ακόμα και αν απευθύνεται σε αυτόχειρα!..

Νίκος Τσαγκρής

25 Δεκεμβρίου 2007

Η τρυφερότητα των Χριστουγέννων


Περπατώ στην εορταστική οδό Ερμού, ανάμεσα σε όλο εκείνο το πλήθος των ανθρώπων που περπατούν στην εορταστική οδό Ερμού. Ο ώμος της βιαστικής κυρίας με τη γούνα που με σπρώχνει για να περάσει, η πλάτη του νεαρού με το δερμάτινο μπουφάν και το ξυρισμένο κεφάλι που βαδίζει μπροστά μου, το γελαστό καστανόξανθο κοριτσίστικο κεφαλάκι, δίπλα μου, που αρκεί να απλώσω το χέρι μου για να το χαϊδέψω, το κουρασμένο πρόσωπο πίσω απ' τη μάσκα του Αϊ Bασiλη με το χάρτινο έλκηθρο, τα υγρά μάτια των παιδιών μιας ορχήστρα του δρόμου, όλο αυτό το πλήθος, που συνιστά ένα ρευστό ανθρώπινο σύνολο στριμωγμένο στον μακρύ πεζόδρομο, ανάμεσα στις λουσάτες χριστουγεννιάτικες βιτρίνες των καταστημάτων, δεξιά κι αριστερά, μου προκαλεί μια σπάνια τρυφερότητα.

Είναι μια τρυφερότητα που, υποθέτω, γεννιέται από εκείνο το καστανόξανθο κοριτσίστικο κεφαλάκι δίπλα μου, εκείνο το παιδικό χεράκι που κρατώ μες στο χέρι μου και με τραβολογά, ιδρωμένο, από εδώ και από εκεί. Και τοποθετώ, τους πάντες (και τα πάντα!) γύρω μου, μέσα σ' αυτήν την τρυφερότητα.

Μα αν είναι έτσι, πώς εχώρεσε μέσα σε μια μοναχική (ίσως μελοδραματική, ίσως αστεία) τρυφερότητα αυτός ο συρφετός προσώπων και πραγμάτων: οι δεσποινίδες που ξεσπούν σε γέλια και χαρούμενα ξεφωνητά καθώς ο Τσάρλι Τσάπλιν της Ερμού τους κλείνει πονηρά το μάτι, οι χοντρές κυρίες που ασθμαίνουν φορτωμένες με τα ψώνια, τα αγόρια με τα αθλητικά παπούτσια και τα άνορακ που περιφέρονται άσκοπα επιδεικνύοντας τον έφηβο ναρκισσισμό τους. Και ο ξεχασμένος κόσμος πίσω τους, πίσω απ’ τις λαμπρές βιτρίνες της Ερμού, κόσμος μυρίων αισθηματικών, αισθητικών και υλικών, βεβαίως, ελλειμμάτων˙ o κόσμος της ανέχειας, της διαφθοράς, της βίας και των βιασμών. Πώς χώρεσε, λοιπόν, αυτός ο κόσμος σε μια μικρούλα τρυφερότητα που την προκάλεσε το καστανόξανθο χαμόγελο ενός παιδιού, που πιάνεται απ’ το χέρι μου και περπατά μαζί μου στον κατάμεστο χριστουγεννιάτικο πεζόδρομο…

«Είναι απλώς κάποιοι άνθρωποι», θα σχολίαζε με συγκατάβαση, αν μας έβλεπε, ο Φερνάντο Πεσόα: «Περπατούν στον δρόμο με τη συμπεριφορά εκείνη που χαρακτηρίζει την ενσυνείδητη κατάσταση κι όμως δεν έχουν συνείδηση κανενός πράγματος, γιατί δεν έχουν συνείδηση ότι έχουν συνείδηση». Ωστόσο, έχω τη συνείδηση ότι αυτή η τρυφερότητα που με κατακλύζει καθώς περπατώ στον εορταστικό πεζόδρομο είναι μεν ασυνείδητη, αλλά αποτελεί προϊόν μιας ενσυνείδητης κατάστασης που,στιγμιαία, βιώνω: ναι, είναι η τρυφερότητα που μου προκάλεσε εκείνο το ξανθό κοριτσάκι δίπλα μου, εκείνο το παιδικό χεράκι που κρατώ με το χέρι μου και με τραβολογά, ιδρωμένο, από εδώ κι από εκεί. Μια επαφή που, αναπόφευκτα, με ενώνει συναισθηματικά με όλους τους ανθρώπους, τα πράγματα, τον κόσμο γύρω μου: όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε!..



Νίκος Τσαγκρής

17 Δεκεμβρίου 2007

Ανώνυμες Εταιρίες Φονιάδων


Σε μία από τις, νομίζω, κρισιμότερες σκηνές προς το τέλος της ταινίας «Λέοντες αντί αμνών», του Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ο επερχόμενος (προικισμένος αλλά σε σύγχυση φοιτητής) που έχει αποφασίσει να καταταγεί στο στρατό, για να πολεμήσει -τα πολλαπλά, δυναστικά αδιέξοδά του...- στο Αφγανιστάν, παρατηρεί στον απερχόμενο (καθηγητή του) που προσπαθεί να τον αποτρέψει: «Κι εσύ πολέμησες τότε στο Βιετνάμ!». «Ναι...», απάντησε μελαγχολικά ο καθηγητής, «αλλά εγώ ήμουν κληρωτός!»...

Είχα σχεδόν ξεχάσει αυτή τη σημαντική στιχομυθία που δείχνει -ή δίνει στο θεατή να υποψιαστεί-, με δύο ατάκες, τι άλλαξε, από το Βιετνάμ του '60 - '70 έως το Αφγανιστάν και το Ιράκ του 21ου αιώνα: κληρωτοί τότε, μισθοφόροι τώρα. Και τι μισθοφόροι! Ανθρωπομηχανές, που ούτε λογαριάζουν τίποτα ούτε δίνουν λογαριασμό σε κανένα. Απλώς, εξοντώνουν «εχθρούς» -κατά παραγγελίαν, όταν εκτελούν αποστολή-, με την ευχέρεια που πυροβολεί κανείς στόχους σε λουναπάρκ. Αλλά και «στην πλάκα», όταν είναι εκτός αποστολής και τους ψυχοπλακώνει η βαρεμάρα από την... αργία θανάτου...

Διάβασα στο «Εψιλον» (25/11) το δημοσίευμα του Γιάννη Μπογιόπουλου, για τους μισθοφόρους -κάθε λογής φυράματος -της «Blackwater»- μίας από τις... 177 ιδιωτικές στρατιωτικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται σήμερα στο Ιράκ, και πιο αδυσώπητης!- που οι υπερβάσεις... ασυδοσίας (παρότι έχουν νόμιμη ασυλία!) των ανθρωπομηχανών της, όχι μόνο θορύβησαν την ιρακινή «κυβέρνηση», που ζήτησε την απομάκρυνση της «εταιρείας», αλλά και προβλημάτισαν την αμερικανική Γερουσία.

Ο πρόεδρος της «Blackwater», μεγαλοεργολάβος φόνων, πολυεκατομμυριούχος 38χρονος, Ερικ Πρινς, είναι -σημειώνει το δημοσίευμα- παιδιόθεν, οικογενειακώς, συνδεδεμένος με τους Μπους, μέσω ακροδεξιάς χριστιανικής οργάνωσης. Εννοήσαμε...

ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΝΤΑΙΟΣ (Από την Ελευθεροτυπία)

13 Δεκεμβρίου 2007

Η Σταδίου ήταν γεμάτη...

Έχω καμιά εικοσαριά, τουλάχιστον, χρόνια να πάω σε διαδήλωση. Για τον ίδιο, περίπου, λόγο που εδώ και καμιά εικοσαριά, επίσης, χρόνια έχω να πάω σε θέατρο: το «έργο» είχε καταντήσει ανούσιο, στημένο, βαρετό. Και καλά, στο θέατρο θεατής είσαι, το πολύ-πολύ να βαρεθείς τους θεατρίνους. Αλλά, στη διαδήλωση, ο θεατρίνος είσαι εσύ. Και διατρέχεις τον κίνδυνο να βαρεθείς τον εαυτό σου...

Για να είμαι ακριβής, καμιά εικοσαριά χρόνια έχω να πάρω μέρος (και όχι «να πάω») σε διαδήλωση। Σε μερικές είχα πάει, τις είχα παρακολουθήσει θέλω να πω, για δημοσιογραφικούς, κυρίως, λόγους. Τελευταία φορά είχα πάει στα «Γιαννίτσεια», όπως λέμε στην παρέα την διαδήλωση κατά του νομοσχεδίου Γιαννίτση για το ασφαλιστικό. Που ήταν μια απ’ τις μεγαλύτερες «εργατικές» διαδηλώσεις της μεταπολίτευσης και έκανε τους ρομαντικούς της Αριστεράς να αναθαρρήσουν ότι… «νάτο, πετιέται απ’ την αρχή, το εργατικό κίνημα»˙ αλλά ο Σημίτης την είδε τη δουλειά, ότι θα χάσει το… μεροκάματο, το απέσυρε το νομοσχέδιο, και το… εργατικό κίνημα γύρισε σπίτι…

Θέλω να καταλήξω ότι είχα να πάω σε διαδήλωση απ’ τα «Γιαννίτσεια», μέχρι που την περασμένη Τετάρτη πήγα στα Μαγγίνεια (έτσι αρχίσαμε να λέμε στην παρέα την διαδήλωση κατά της υποτιθέμενης «μεταρρύθμισης Μαγγίνα» για το ασφαλιστικό). Πάλι ως θεατής πήγα, κατ’ αρχήν, και στα «Μαγγίνεια». Ξεκίνησα απ’ το Σύνταγμα γύρω στις 12.30. Η αστυνομία έκανε ήδη το καθήκον της. Έκλεινε με κλούβες και με κάνα δυο διμοιρίες ΜΑΤ τον δρόμο προς την αμερικανική πρεσβεία. Ένα γύρω, καμιά τρακοσαριά άτομα με σημαίες και πανό του ΠΑΜΕ έκαναν πρόβα διαδήλωσης. Η Πανεπιστημίου και η Σταδίου κλειστές ήδη, αλλά άδειες. «Είναι νωρίς», σκέφτηκα και πήγα για καφέ στου Ζόναρς. Πεντέμισι ευρώ ο καφές στου Ζόναρς!

Μία και κάτι, κατηφόρισα στη Σταδίου όπου περνούσαν ήδη οι πρώτοι διαδηλωτές και έπιασα μια καλή θέση στο κιγκλίδωμα του πεζοδρομίου δίπλα στους άλλους παρατηρητές. Τα μπλοκ των διαδηλωτών (ντουντούκα, κεντρικό πανό, εργαζόμενοι – ντουντούκα, κεντρικό πανό, εργαζόμενοι) σε μια αργή, σχεδόν πένθιμη, αλληλουχία βημάτων, εναλλάσσονταν ατελείωτα: οι μηχανικοί, οι τραπεζικοί, οι εκπαιδευτικοί, οι εργαζόμενοι της Ολυμπιακής, οι σιδηροδρομικοί… Άνθρωποι κουρασμένοι, καθημαγμένοι από το βάρος της εργασίας που γίνεται δουλεία, από το άγος αβίωτων βίων. Άνθρωποι, ωστόσο, που ακόμα αντιστέκονται, που βγήκαν στο δρόμο να υπερασπιστούν την αξιοπρέπειά τους˙ την τιμή του Έλληνα εργαζόμενου…

Μιάμιση ώρα αργότερα έφτασε μπροστά μου το μπλοκ των δημοσιογράφων। Δεν άντεξα, καβάλησα το κιγκλίδωμα και μπήκα, μαζί τους, στη διαδήλωση. Με τη σκέψη σε μια ρήση του Ρόμπερτ Μούζιλ: οι άνθρωποι περιπλανώνται στη γη σαν προφητείες του μέλλοντος, και όλες οι πράξεις τους είναι απόπειρες και δοκιμές. Διότι κάθε πράξη μπορεί να ξεπεραστεί από την επόμενη...

Νίκος Τσαγκρής

10 Δεκεμβρίου 2007

ΠΓΔΜ: Το όνομα και το παρατσούκλι


Η εγγονούλα µου, όπως και κάθε εγγονούλα, έχει δύο γιαγιάδες. Τη µία γιαγιά τη λένε Γιάννα και την άλλη Φωτεινή. Όπως συµβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες, υπήρξε µία διχογνωµία για το ποιας γιαγιάς το όνοµα θα πάρει. Μετά από πολύµηνες διαπραγµατεύσεις για το «όνοµα» τελικά οι «αρµόδιοι παράγοντες» της οικογένειας αποφάσισαν να τη βαπτίσουν Φωτεινή. Η άλλη γιαγιά, η γιαγιά Γιάννα, δεν µπορούσε παρά να αποδεχθεί την απόφαση. Ανέπτυξε, εντούτοις, µία τελευταία «γραµµή άµυνας». «…Εγώ θα τη φωνάζω Φαίη, γιατί είναι πιο ωραίο από το Φωτεινή…», είπε. «…Όχι, να τη φωνάζεις Φένια…», της είπε µία φίλη της. «…Όχι καλέ, Φώφη είναι καλύτερο…», είπε κάποιος τρίτος. Οπότε στο τέλος πετάχτηκε και ο καλαµπουρτζής τής παρέας και είπε:«…Γιατί δεν τη λέµε ΦΥΡΟΜ ρε παιδιά…και βλέπουµε!!!...».Αυτό ήταν! Της κόλλησε το παρατσούκλι. Από τότε έχουν περάσει τρία χρόνια και ακόµα µερικοί ΦΥΡΟΜ το λένε το µωρό µας.

Η παραπάνω ιστορία είναι αληθινή όπως, βέβαια, αληθινή είναι και η ιστορία µε το όνοµα - παρατσούκλι τής γειτονικής µας χώρας.Η θέση µας ξεκίνησε µε «καθαρές κουβέντες», ώστε να τις καταλαβαίνουν όλοι και να αποφεύγονται και οι παρεξηγήσεις και οι αποµιµήσεις: «…Ούτε η λέξη Μακεδονία ούτε παράγωγο αυτής της λέξης στην ονοµασία αυτής της χώρας…».Εν τω µεταξύ, εδώ και δεκαπέντε χρόνια αυτή η χώρα «ακούει» στο συνταγµατικό όνοµα που είναι Δηµοκρατία της Μακεδονίας, ενώ στους διεθνείς οργανισµούς η Ελλάδα έχει καταφέρει να χρησιµοποιείται η ονοµασία FYROM που σηµαίνει Πρώην Μακεδονία κλπ.

Αποτέλεσµα αυτής της διένεξης είναι η εξής κατάσταση:Πρώτον, η συντριπτική πλειοψηφία των χωρών όλου του κόσµου –πλην των Ελλήνων– καθώς και όλων των πολιτών τής οικουµένης –εφόσον, βέβαια, γνωρίζουν την ύπαρξη αυτής της χώρας– την αποκαλούν Δηµοκρατία της Μακεδονίας και τους πολίτες της Μακεδόνες καιΔεύτερον, εµείς στην Ελλάδα επισήµως µεν την αποκαλούµε ΠΓΔΜ –θα µπορούσαµε να τη λέµε και Πουγουδουµία όπως µάθαµε να λέµε Κουπουσού τα λεφτά που παίρνουµε από την ΕΕ– αλλά µας βόλεψε τελικά να τη λέµε Σκόπια και τους πολίτες της Σκοπιανούς. Όσοι από τους Έλληνες –σχετικά λίγοι– θέλουν να είναι «πολιτικά ορθοί» τη λένε ΦΥΡΟΜ και όσοι απ’ αυτούς θέλουν να δείξουν ότι ξέρουν και καλά αγγλικά –ακόµα λιγότεροι– τη λένε ΦΑΪΡΟΜ.

Επί της ουσίας της διαµάχης έχουν ειπωθεί τα πάντα. • Έχει αναλυθεί το ενδεχόµενο του αλυτρωτισµού, του επεκτατισµού και της διεκδίκησης της ιστορικότητας της λέξης Μακεδονία από έναν λαό σε αναζήτηση ταυτότητας. • Έχουν αναδειχθεί όλα τα στοιχεία τού ψευτοτσαµπουκά των ελλήνων εθνικιστών, και του λαϊκισµού της φιλοχουντικής ηγεσίας τής εκκλησίας που εκµεταλλεύονται το λαϊκό αίσθηµα και οδηγούν όλη τη χώρα σε εθνικές ήττες.• Έχει, τέλος, διαπιστωθεί η πλήρης παγίδευση του πολιτικού µας συστήµατος επί δεκαπέντε χρόνια στην ακραία θέση τού «ούτε παράγωγο της λέξης Μακεδονία» και η πλήρης ανικανότητά του να διαπραγµατευθεί από την αρχή µία σύνθετη ονοµασία.

Σήµερα η σύνθετη ονοµασία δεν γίνεται αποδεκτή. Τόσο το όνοµα όσο και το παρατσούκλι όταν επικρατήσουν στα «χείλη ολουνών» δεν αλλάζουν. Όποια επίσηµη συµφωνία και να γίνει, εµείς οι Έλληνες θα συνεχίσουµε να τους λέµε µε το παρατσούκλι που τους έχουµε κολλήσει, δηλαδή Σκόπια και Σκοπιανούς, και όλος ο υπόλοιπος κόσµος θα τους λέει Μακεδονία και Μακεδόνες. Αυτό, άλλωστε, προτείνουν και οι γείτονές µας, οι «αδιάλλακτοι» Σκοπιανοί. Το θέµα έχει ουσιαστικά τελειώσει. Το µόνο ζήτηµα που υπάρχει είναι το πώς θα πεισθούµε γι’ αυτό εµείς οι Έλληνες, δηλαδή πώς θα πεισθούµε ότι το µόνο που θα µας αναγνωρίσει η διεθνής κοινότητα µε τη σύµφωνη γνώµη και των Σκοπίων είναι να τους λέµε και επισήµως µε παρατσούκλι.Τι να κάνουµε; Έχουν και τα παρατσούκλια τη γοητεία τους, την ιστορία τους και την ερµηνεία τους.

Γιώργος Γληνός

2 Δεκεμβρίου 2007

Ένα σενάριο για τον Αλέκο

Πράγματι, το θέμα της αποχώρησης του Αλαβάνου – για προσωπικούς λόγους (;) – από την ηγεσία του Συνασπισμού μοιάζει με κακόγουστη φάρσα: «Καλά, αυτό είναι χιούμορ;», μου απάντησε ο ανενημέρωτος (λόγω της δημοσιογραφικής απεργίας) μανάβης της γειτονιάς, ενθουσιώδης ψηφοφόρος του ΣΥΡΙΖΑ, όταν τον κάλεσα να μου πει τη γνώμη του. Τον ενημέρωσα, του εξήγησα ότι δεν είναι φήμη ούτε πληροφορία, ότι ο ίδιος ο Αλαβάνος το ανακοίνωσε, αλλά τίποτα, εξακολουθούσε να το θεωρεί απίστευτο: μια κακόγουστη φάρσα…

Και μπορεί να είναι! Αν όχι μια κακόγουστη φάρσα, μπορεί να είναι ένα κακόγουστο πολιτικό παιγνίδι. Απίστευτο κι αυτό για Αλαβάνο και Συνασπισμό, αλλά γιατί όχι; Στην εποχή μας το κακόγουστο είναι καλόγουστο. Είμαστε μια κοινωνία, που αποθεώνει το εύκολο, το γρήγορο, το το καινούργιο, το μιας χρήσης. Επομένως, ο Τσίπρας πρόεδρος του Συνασπισμού! Γιατί όχι; Είναι νέος, εύκολος (με την… καλή έννοια), γρήγορος και, να μην ξεχάσω, αυτό που λένε «επικοινωνιακός». Εξάλλου, ποιοί άλλοι «κλασάτοι» απέμειναν στον ΣΥΝ; Έχουμε και λέμε: Παπαδημούλης, Παπαγιαννάκης απ’ τους «ανανεωτικούς», Δραγασάκης, Λαφαζάνης από το «ρεύμα», και τέλος. Το σχεδόν τίποτα! Εντάξει, ο Κουβέλης είναι ο πιο διακεκριμένος και ο πλέον αξιόπιστος απ’ όλους τους εναπομείναντες αλλά ξαναπαίζει; Και τον ξαναπαίζουνε; Αμφίβολο. Σιγά μην ξαναπαίξουν και τον Κωνσταντόπουλο…

Πάμε τώρα σ’ αυτή την κακόγουστη φάρσα, που μπορεί να είναι ένα «κακόγουστο-καλόγουστο», όπως λέγαμε, πολιτικό παιγνίδι. Ή ένα ευφάνταστο σενάριο: Ο Αλαβάνος, για «προσωπικούς λόγους», αποσύρεται από την προεδρία του Συνασπισμού και τον οδηγεί (ο ΣΥΝ σύρεται επί της ουσίας) σε μια επιλογή προέδρου τύπου Τσίπρα (όπως θα ‘θελε ο Αλέκος) ή Παπαδημούλη να πούμε, ή Δραγασάκη, ενώ ο ίδιος αναλαμβάνει τον ρόλο κοινοβουλευτικού ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτομάτως, από την σημειολογία της εξέλιξης και μόνον, αλλά και «επικοινωνιακά», που λέει ο λόγος (τους), και πραγματικά, (που μας ενδιαφέρει), ο ΣΥΝ εκπίπτει από το status του κόμματος-οδηγού (leader) στο χώρο της ανανεωτικής αριστεράς, σε ένα ακόμα «ρεύμα» του ΣΥΡΙΖΑ. Ενώ ο Αλαβάνος, ως ηγέτης της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, κατοχυρώνει ένα είδος ηγεμονίας της… «όλης ριζοσπαστικής Αριστεράς», που θα ‘λεγε και ο Βενιζέλος ο νεότερος. Και εγγράφει υποθήκη για την προεδρία του σχήματος που θα προκύψει από την (επιδιωκόμενη) μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα-κίνημα.

Είπαμε, ένα ευφάνταστο σενάριο είναι. Για μια πολιτική φάρσα, ένα πολιτικό παιγνίδι που, ποιος ξέρει, κρυφίως, ίσως παίζεται. Το βρίσκετε κακόγουστο; Σωστά, αλλά στην εποχή μας το κακόγουστο είναι καλόγουστο, και στην Αριστερά! Είμαστε μια κοινωνία που αποθεώνει το νέο, το καινούργιο, το γρήγορο, το μιας χρήσης…

Νίκος Τσαγκρής